194
1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ Παχυσαρκία εφηβικού μαθητικού δυναμικού: παράγοντες που επηρεάζουν την ακρίβεια των αυτοδηλούμενων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών του Mήτσου Παναγιώτη Μεταπτυχιακή διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα για την ολοκλήρωση των απαιτήσεων για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγή και Αθλητισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Κατεύθυνση Σχολική Φυσική Αγωγή) Θεσσαλονίκη 2010 Εγκεκριμένο από το καθηγητικό σώμα 1ος Επιβλέπων: Ελιζάνα Πολλάτου Επίκουρος Καθηγήτρια Τ.Ε.Φ.Α.Α, Π.Θ. -------------------------------------- 2ος Επιβλέπων: Βασιλική Ζήση Λέκτορας Τ.Ε.Φ.Α.Α, Π.Θ. -------------------------------------- 3ος Επιβλέπων: Βασίλειος Γεροδήμος Επίκουρος Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α, Π.Θ. -------------------------------------

ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

  • Upload
    others

  • View
    10

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

1

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ

Παχυσαρκία εφηβικού μαθητικού δυναμικού: παράγοντες που επηρεάζουν την

ακρίβεια των αυτοδηλούμενων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών

του

Mήτσου Παναγιώτη

Μεταπτυχιακή διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα για την ολοκλήρωση

των απαιτήσεων για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου του Τμήματος Επιστήμης

Φυσικής Αγωγή και Αθλητισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

(Κατεύθυνση Σχολική Φυσική Αγωγή)

Θεσσαλονίκη 2010

Εγκεκριμένο από το καθηγητικό σώμα

1ος Επιβλέπων: Ελιζάνα Πολλάτου

Επίκουρος Καθηγήτρια Τ.Ε.Φ.Α.Α, Π.Θ.

--------------------------------------

2ος Επιβλέπων: Βασιλική Ζήση

Λέκτορας Τ.Ε.Φ.Α.Α, Π.Θ.

--------------------------------------

3ος Επιβλέπων: Βασίλειος Γεροδήμος

Επίκουρος Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α, Π.Θ.

-------------------------------------

Page 2: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

2

ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα στην Ανθρώπινη Απόδοση και Υγεία

Κατεύθυνση Σχολική Φυσική Αγωγή

Μεταπτυχιακή Διατριβή

Παχυσαρκία εφηβικού μαθητικού δυναμικού: παράγοντες που επηρεάζουν την

ακρίβεια των αυτοδηλούμενων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών

του

Παναγιώτη Α. Μήτσου

Α.Μ. 50/04

Page 3: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

3

στην οικογένειά μου

για όλα αυτά που μου έδωσε

και συνεχίζει να μου δίνει,

στο μέντορα και φίλο μου Νίκο

Page 4: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

4

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Παχυσαρκία εφηβικού μαθητικού δυναμικού: παράγοντες

που επηρεάζουν την ακρίβεια των αυτοδηλούμενων ανθρωπομετρικών

χαρακτηριστικών

(Κάτω από την επίβλεψη της κας Ελιζάνα Πολλάτου, Επίκουρος Καθηγήτρια).

Ο σκοπός της έρευνας ήταν τριπλός. Ο πρώτος σκοπός εστιάζονταν στην

εξέταση της ακρίβειας με την οποία έφηβοι τάξεων Λυκείου δηλώνουν τα

ανθρωπομετρικά τους στοιχεία. Ο δεύτερος σκοπός αφορούσε στον εντοπισμό

παραγόντων που εμπλέκονται στην πιθανή δημιουργία διαφοράς μεταξύ

αυτοδηλούμενων και πραγματικών τιμών ύψους και βάρους. Τέλος, ο τρίτος σκοπός

ήταν να επιχειρηθεί η μείωση της διαφοράς αυτής με τη χρήση διορθωτικών

εξισώσεων. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 473 μαθητές και μαθήτριες (219

αγόρια και 254 κορίτσια), ηλικίας 15-20 ετών, οι οποίοι κατηγοριοποιήθηκαν

σύμφωνα με την τιμή του ΔΜΣ, σε άτομα με φυσιολογικό σωματικό βάρος,

υπέρβαρα και παχύσαρκα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω ερωτηματολογίου. Το

21.8% (103) και το 9.9% (47) των μαθητών κατατάχθηκαν στην κατηγορία των

σωματικά υπέρβαρων και παχύσαρκων αντίστοιχα. Αν και οι συντελεστές συσχέτισης

ήταν υψηλοί κορίτσια και αγόρια υποτίμησαν το βάρος τους, ενώ το ύψος μόνο στα

κορίτσια παρουσίασε σημαντική απόκλιση. Οι τιμές του ήτα-τετράγωνο (n2)

δείχνουν προκατάληψη για το βάρος (0.12), το ύψος (.08) και το ΔΜΣ (0.17) οι

οποίες είναι πιο ουσιαστικές στα κορίτσια. Η χρήση των αυτό-αναφερόμενων

ανθρωπομετρικών τιμών για τον προσδιορισμό της κατηγορίας του ΔΜΣ, οδήγησε σε

υποτίμηση του υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται

ότι τα αυτό-αναφερόμενα στοιχεία που προέρχονται από τους εφήβους μπορεί να μην

Page 5: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

5

είναι το ίδιο έγκυρα όπως τα δεδομένα που προκύπτουν από τις πραγματικές

μετρήσεις. Για καλύτερη κατανόηση των διαφορών και τη βελτίωση της εγκυρότητας

των αυτο-αναφερθέντων τιμών ύψους και βάρους επιχειρήθηκε η εισαγωγή

διορθωτικών μεταβλητών. Διαπιστώθηκε ότι οι μεταβλητές φύλο και φυσική

δραστηριότητα, επηρεάζουν την ακρίβεια δήλωσης και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την

αύξηση της ικανότητας πρόβλεψης των πραγματικών τιμών, σε βαθμό σημαντικό,

επιτυγχάνοντας στη συνέχεια ορθότερη κατάταξη των ατόμων στις διάφορες

κατηγορίες βάρους με βάση το ΔΜΣ, ιδιαίτερα δε των ατόμων που ανήκουν στις

κατηγορίες των υπέρβαρων και παχύσαρκων. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν την

ανάγκη για περαιτέρω έρευνα με σκοπό τον εντοπισμό και τη διερεύνηση

παραγόντων πρόκλησης διαφοράς ώστε να κατανοηθούν οι προκαταλήψεις και με τη

χρήση των κατάλληλων μέσων πρόβλεψης, να βελτιωθεί η ακρίβεια των αυτό-

αναφερόμενων ανθρωπομετρικών δεικτών κατά τη χρήση τους στις έρευνες υγείας

για τα προβλήματα του υπέρβαρου της νεολαίας.

Λέξεις κλειδιά: εφηβική παχυσαρκία, αυτοδηλούμενα ανθρωπομετρικά

χαρακτηριστικά, δείκτης μάζας σώματος, παράγοντες που επηρεάζουν την ακρίβεια

δήλωσης.

Page 6: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

6

ABSTRACT

MITSOS PANAGIOTIS: Obesity in school-aged adolescents: factors affecting the

accuracy of self-reported anthropometric characteristics

(Under the supervision of Mrs Ελιζάνα Πολλάτου, Accistant Professor)

The purpose of the present study was threefold: (a) to examine the accuracy with

which young adolescents reported their anthropometric data, namely their weight and

height; (b) to identify the factors involved in observed differences between self-

reported and actual height and weight data; and (c) to use corrective equations in

order to minimize these differences. The sample of the study consisted of 473 students

(219 males and 254 females), aged 15-20 years old, who were categorized according

to their BMI in three groups: normal weight, overweight and obese. The survey

instrument was a specifically designed questionnaire. Using the self-reported data

21.8% (103) and 9.9% (47) of the students were classified as overweight and obese

individuals respectively. Although the correlation coefficients between the actual and

the self-reported data were high, boys and girls underestimated their weight, while

height presented significant variation only in girls. η2 values indicated that the

observed bias concerning weight (0.12), height (.08) and BMI (0.17) were more

meaningful for girls. Use of self-reported weight and height values for the

determination of BMI category, resulted in underestimation of overweight and

obesity. This finding indicates that self-reported information may not be as valid as

data from objective measurements. In order to better understand the differences and to

improve the validity of self-reported height and weight values, it was attempted to

introduce corrective variables. Regression analysis results showed that gender and

physical activity significantly contributed to the accuracy of self-reported height and

weight respectively, which in turn enhances the ability to predict the actual values and

Page 7: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

7

to group individuals in the BMI categories more correctly. These findings suggest the

need for further research in order to identify the factors causing the differences and to

improve the accuracy of self-reported anthropometric indices used in epidemiological

surveys for the problems of overweight youth, by the use of appropriate means of

prediction.

Keywords: obesity, teenagers, Body Mass Index, self-reported anthropometric data,

potential predictors οf accuracy.

Page 8: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

8

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Σελίδα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ………………………………………………………………4

ABSTRACΤ……………………………………………………………...6

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ………………………………………………………...8

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ……………………………………………..11

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ…………………………………………..12

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ……………………………………………………...13

1.1. Ερευνητικές υποθέσεις της έρευνας………………………………..20

1.1.1. Στατιστικές υποθέσεις της έρευνας………………………………21

1.1.1.1. Μηδενικές στατιστικές υποθέσεις της έρευνας………………...21

1.1.1.2. Εναλλακτικές στατιστικές υποθέσεις της έρευνας……………..22

1.2. Οριοθετήσεις της έρευνας…………………………………………..23

1.3. Περιορισμοί της έρευνας……………………………………………23

1.4. Θεωρητικοί και λειτουργικοί ορισμοί……………………………….24

II. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

2.1.1. Εισαγωγή στο πρόβλημα της παχυσαρκίας…………………..........25

2.1.2. Ορισμός της παχυσαρκίας………………………………………….28

2.1.3. Κατηγοριοποίηση παιδικής παχυσαρκίας σύμφωνα με τις τιμές ΔΜΣ…29

2.2. Νοσηρότητα και θνησιμότητα………………………………………..33

2.2.1. Διαστάσεις του φαινομένου της παιδικής-εφηβικής παχυσαρκίας….33

2.2.2. Συσχέτιση παιδικής-εφηβικής παχυσαρκίας με την ενήλικη παχυσαρκία…34

2.2.3 Επιπτώσεις της παχυσαρκίας…………………………………………37

2.2.3.1. Βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις………………………………………..37

Page 9: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

9

2.2.3.2. Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις…………………………………………40

2.3. Επιπολασμός της παχυσαρκίας……………………………………………43

2.3.1. Επιπολασμός της παχυσαρκίας στον κόσμο και το οικονομικό κόστος…43

2.3.1.1. Επιπολασμός της παχυσαρκίας στην Ελλάδα………………………….48

2.3.2. Επιπολασμός της παχυσαρκίας στον παιδικό-εφηβικό πληθυσμό……….48

2.3.3. Εφηβική παχυσαρκία στην Ελλάδα………………………………………57

2.4. Παράγοντες παχυσαρκίας…………………………………………………..62

2.4.1. Ο ρόλος των γονιδίων στην εμφάνιση παχυσαρκίας……………………..63

2.4.2. Περιγενετικοί παράγοντες………………………………………………...64

2.4.3. Περιβαλλοντικοί παράγοντες……………………………………………. 65

2.4.4. Κοινωνικό-δημογραφικοί παράγοντες………………………………67

2.4.5. Σχέση διατροφικών συνηθειών με τη σύσταση σώματος σε παιδιά και

εφήβους…………………………………………………………………………..70

2.4.6. Ο ρόλος της σωματικής δραστηριότητας στο ενεργειακό ισοζύγιο……….71

2.4.6.1. Μείωση της σωματικής δραστηριότητας………………………………...72

2.4.6.2. Αύξηση του χρόνου σε καθιστικές δραστηριότητες……………………..76

2.5. Μετρήσεις παχυσαρκίας……………………………………………………...81

2.5.1. Ανθρωπομετρικές μέθοδοι…………………………………………………83

2.5.2. Δείκτης μάζας σώματος. (body mass index-bmi)………………………….86

2.5.3. Πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα…………………………………………...87

2.6. Κατηγοριοποιήσεις με βάση το ΔΜΣ………………………………………..92

2.6.1. Δείκτης μάζας σώματος ενηλίκων…………………………………………92

2.6.2. Δείκτης μάζας σώματος σε παιδιά και εφήβους…………………………...92

2.7.1. Εγκυρότητα και αξιοπιστία των δηλούμενων ανθρωπομετρικών δεδομένων..96

2.7.1.1. Έρευνες σε ενήλικες………………………………………………………97

Page 10: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

10

2.7.1.2. Έρευνες σε παιδιά και εφήβους…………………………………………...107

2.8. Προσπάθειες μείωσης διαφοράς δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών

δεδομένων………………………………………………………………………….119

ΙΙΙ. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

3.1. Συμμετέχοντες…………………………………………………………………130

3.1.1. Διαδικασία μέτρησης………………………………………………………...131

3.2. Ερωτηματολόγιο……………………………………………………………….131

3.3. Μέτρηση ύψους και βάρους…………………………………………………...133

3.3.1. Όργανα μέτρησης…………………………………………………………...133

3.3.2. Μεθοδολογία μέτρησης βάρους……………………………………………..133

3.3.3. Μεθοδολογία μέτρησης ύψους………………………………………………134

3.3.4. Υπολογισμός του Δείκτη Μάζας Σώματος…………………………………..134

3.3.5. Κατάταξη των μαθητών σε κατηγορίες του Δείκτη Μάζα Σώματος………..134

3.4. Στατιστική ανάλυση…………………………………………………………...135

IV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

4.1. Χαρακτηριστικά συμμετεχόντων ………………………………………………136

4.1.1. Ακρίβεια μέτρησης…………………………………………………………..136

4.1.2. Τελευταία μέτρηση…………………………………………………………..136

4.1.3. Φυσική δραστηριότητα………………………………………………………137

4.2. Διαφορά μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών δεδομένων..137

4.2.1. Αποτελέσματα ανάλυσης συσχέτισης μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων

ανθρωπομετρικών δεδομένων………………………………………………………137

4.2.2. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το Βάρος……………………….137

4.2.3. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το Ύψος………………………..138

4.2.4. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το ΔΣΜ………………………...138

Page 11: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

11

4.3. Διαφορά μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών δεδομένων ανά

φύλο……………………………………………………………………………….139

4.3.1. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το Βάρος………………………139

4.3.2. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το Ύψος……………………….139

4.3.3. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το ΔΣΜ……………………….139

4.4. Κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων σύμφωνα με το δείκτη μάζας

σώματος…………………………………………………………………………….140

4.5. Mείωση της απόκλισης των τιμών…………………………………………….141

4.5.1. Αποτελέσματα της ιεραρχικής παλινδρόμησης για την εκτίμηση του

βάρους………………………………………………………………………………141

4.5.2. Αποτελέσματα της ιεραρχικής παλινδρόμησης για την εκτίμηση του ύψους..142

4.6. Κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων σύμφωνα με τον εκτιμώμενο δείκτη μάζας

σώματος…………………………………………………………………………….142

V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ…………………………………………………………………….144

VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ……………………………………………………………165

VII. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΈΡΕΥΝΕΣ…………………………….167

VIII. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………….168

IX. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ………………………………………………………………..169

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ

Πίνακας 1. Διεθνείς οριακές τιμές του δείκτη μάζας σώματος με όρια του CDC…31

Πίνακας 2. Διεθνείς οριακές τιμές του δείκτη μάζας σώματος με όρια του IOTF…32

Πίνακας 3. Σωματικές επιπλοκές της παχυσαρκίας…………………………………38

Πίνακας 4. Ψυχολογικές επιπλοκές της παχυσαρκίας……………………………….39

Πίνακας 5. Επιπολασμός της παχυσαρκίας σε ενήλικες στις ΗΠΑ…………………44

Page 12: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

12

Πίνακας 6. Αναλογίες υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων σε διάφορες χώρες….47

Πίνακας 7. Επιπολασμός της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους στις ΗΠΑ…….49

Πίνακας 8. Αναλογίες παχύσαρκων παιδιών στις ΗΠΑ……………………………51

Πίνακας 9. Ποσοστά υπέρβαρων εφήβων στις ΗΠΑ………………………………53

Πίνακας10. Επιπολασμός υπέρβαρων Ευρωπαίων παιδιών ηλικίας 4-11ετών ανά

χώρα…………………………………………………………………………………56

Πίνακας 11. Κατηγοριοποίηση του βάρους σε ενήλικες σύμφωνα με το ΒΜΙ και

σχέση με τη θνησιμότητα από συγγενείς ασθένειες ……………………………….89

Πίνακας 12. Όρια κατάταξης για παιδιά και εφήβους στις ΗΠΑ (CDC growth

charts,2000)…………………………………………………………………………95

Πίνακας 13. Συχνότητα και ποσοστά δήλωσης τελευταίας μέτρησης βάρους και

ύψους……………………………………………………………………………….136

Πίνακας 14. Διαφορές μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών

δεδομένων ανά φύλο………………………………………………138

Πίνακας 15. Συμφωνία κατάταξης πραγματικού ΔΜΣ με το δηλωθέντα ΔΜΣ…141

Πίνακας 16.Συμφωνία κατάταξης πραγματικού ΔΜΣ με τον εκτιμώμενο ΔΜΣ…143

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ

Σχήμα 1. Μοντέλο περιγραφής και ερμηνείας του φαινόμενου της παιδικής

παχυσαρκίας…………………………………………………………………….66

Σχήμα 2. Απεικόνιση του ΒΜΙ σε σχέση με την ηλικία………………………..95

Page 13: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

13

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΕΦΗΒΙΚΟΥ ΜΑΘΗΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΔΗΛΟΥΜΕΝΩΝ

ΑΝΘΡΩΠΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO, 1998), η παχυσαρκία

αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό χρόνιο μεταβολικό νόσημα, που περιέχει την

αλληλεπίδραση κοινωνικών, συμπεριφορών, πολιτισμικών, φυσιολογικών,

μεταβολικών και γενετικών παραγόντων. Η παχυσαρκία έχει εξελιχθεί σε μέγιστο

πρόβλημα υγείας, εξαιτίας της συνεχώς αυξανόμενης εμφάνισής της και των

συνακόλουθων επιπτώσεών της στον ανθρώπινο οργανισμό. Μεγάλος αριθμός

μελετών επισημαίνει ότι η παχυσαρκία ενοχοποιείται για διάφορες ασθένειες όπως

υπέρταση, δυσλιπιδαιμία ( υψηλή ολική χοληστερόλη, υψηλά τριγλυκερίδια, χαμηλή

HDL),σακχαρώδης διαβήτης ΙΙ, στεφανιαία νόσος, συμφορητική καρδιακή

ανεπάρκεια, έμφραγμα μυοκαρδίου, χολολιθίαση, οστεοαρθρίτιδα, μυοσκελετικές

ανωμαλίες, αναπνευστικά προβλήματα, άπνοια ύπνου, καρκίνος, ψυχολογικές

διαταραχές (κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, χαμηλή αυτο-αποτελεσματικότητα)

(Goodman, Hinden, & Khandelwal, 2000; Panagiotakos, Pitsavos, Chrysopoulou,

Skoumas, & Stefanidis, 2004; Strauss, 2000; Trost, Kerr, Ward, & Pate, 2001; WHO,

2003). Τέλος μπορεί να συνδυάζεται με άλλα προβλήματα όπως το σύνδρομο του

καρπιαίου σωλήνα, η φλεβική ανεπάρκεια και εν τω βάθει θρομβοφλεβίτιδα καθώς

Page 14: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

14

επίσης και με πλημμελή επούλωση τραυμάτων (Must, Spandano, Coakley, Field,

Colditz, & Dietz, 1999; National Task Force on the Prevention and Treatment of

Obesity, 2000).

Για τον λόγο αυτό ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health

Organization - WHO) έχει χαρακτηρίσει την παχυσαρκία ως τη νέα παγκόσμια

επιδημία, καθώς οι επιπτώσεις της αυξάνονται διαρκώς, τόσο σε αναπτυγμένες, όσο

και σε αναπτυσσόμενες χώρες. ( WHO, 1997).

Η παχυσαρκία ορίζεται ως η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υπερβάλλον

σωματικό λίπος, σε βαθμό που επηρεάζονται αρνητικά η υγεία και η ευεξία του

ατόμου (WHO, 1997). Ο ορισμός αυτός θέτει ως προϋπόθεση τον υπολογισμό του

σωματικού λίπους, προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα άτομο ως υπέρβαρο ή

παχύσαρκο και να προσδιοριστεί ο κίνδυνος που διατρέχει για την εμφάνιση χρόνιων

ασθενειών.

Διάφοροι τρόποι έχουν προταθεί για τον υπολογισμό του ποσοστού

σωματικού λίπους. Οι τρόποι αυτοί περιλαμβάνουν εργαστηριακές εξετάσεις, όπως

μετρήσεις όγκου σώματος (π.χ., υποβρύχια μέτρηση βάρους), μεθόδους μέτρησης

σωματικού νερού, ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδησης, μεθόδους απεικόνισης (π.χ.,

αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία), όσο και ανθρωπομετρικές (ύψος,

βάρος, δείκτης μάζας σώματος, μέτρηση δερματοπτυχών, μέτρηση περιφερειών).

Παρά το γεγονός ότι οι εργαστηριακές μετρήσεις παρέχουν μεγάλη αξιοπιστία και

εγκυρότητα, παράγοντες όπως ο δαπανηρός εξοπλισμός, η ακρίβεια της μέτρησης, η

τεχνική πολυπλοκότητα, το υψηλό κόστος εξέτασης, η εκπαίδευση των εξεταστών

και ο χρόνος που απαιτείται για τη μέτρηση, τις καθιστούν χρονικά και οικονομικά

ασύμφορες για μεγάλες επιδημιολογικές έρευνες.

Page 15: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

15

Οι ανθρωπομετρικές μέθοδοι εκτίμησης του σωματικού λίπους αποτελούν

συχνά μία εναλλακτική πρόταση, εύχρηστη και οικονομική, για τη μέτρηση της

παχυσαρκίας τόσο στην καθημερινή πρακτική όσο και σε έρευνες πεδίου. Ο Δείκτης

Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) χρησιμοποιείται ευρέως σε επιδημιολογικές έρευνες (Himes,

2009; Lawlor, Bedford, Taylor, & Ebrahim, 2002; Stewart, Jackson, Ford, &

Beaglehole, 1987) διότι είναι μία αξιόπιστη, γρήγορη και με χαμηλό κόστος λύση για

την εκτίμηση της παχυσαρκίας. Ο ΔΜΣ είναι μια έκφραση του σχετικού βάρους και

ύψους και υπολογίζεται ως το πηλίκο του βάρους σε χιλιόγραμμα (kg) διά του

τετραγώνου του ύψους σε μέτρα (m2). (McArdle, Katch & Katch, 1999; Τοκμακίδης,

Μπογδάνης, Συντώσης, Μούγιος, & Mamen, 2000).

Στις έρευνες που σχετίζονται με την υγεία οι πραγματικές μετρήσεις των

ανθρωπομετρικών δεικτών αρκετά συχνά αντικαθίστανται από αυτοαναφερόμενες

τιμές για το ύψος και το βάρος, οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούνται για τον

υπολογισμό του ΔΜΣ (Himes & Faricy, 2001; Lawlor et al., 2002; Lissau, Overpeck,

Ruan, Due, Holstein, & Hediger, 2004; Shapiro, & Anderson, 2003) και την εκτίμηση

της παχυσαρκίας (Spencer, Appleby, Davey, & Key, 2001). Η ακρίβεια των

αυτοαναφερόμενων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών και η επίπτωσή της στην

κατηγοριοποίηση των ατόμων στα διάφορα επίπεδα παχυσαρκίας έχει απασχολήσει

την επιστημονική κοινότητα για περισσότερο από 35 χρόνια (Wing, Epstein, Ossip, &

LaPorte, 1979). Από τα αποτελέσματα αρκετών ερευνών φαίνεται ότι υπάρχουν

διαφορές μεταξύ των πραγματικών και αυτοαναφερόμενων τιμών βάρους και ύψους,

ανεξαρτήτου φύλου, ηλικίας ή εθνοτικής ομάδας (Himes, Hannan, Wall, Neumark-

Sztainer, 2005; Nyholm, Gullberg, Merlo, Lundqvist-Persson, Rastman & Lindblad,

2007; Spencer et al., 2001; Villanueva, 2001). Πιο συγκεκριμένα, έχει παρατηρηθεί

ότι οι άνδρες έχουν την τάση να υπερτιμούν το ύψος τους (0.6 – 5 cm) και οι

Page 16: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

16

γυναίκες να υποδηλώνουν το σωματικό τους βάρος (-0.1 - -6.5kgr).(Gorber,

Tremblay, Moher, Gorber, 2007).

Διάφοροι παράγοντες θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την αναντιστοιχία μεταξύ

των μετρήσιμων και αυτοδηλούμενων τιμών. Ανάμεσα σε αυτούς αναφέρονται το

φύλο (Kuczmarski, Kuczmarski, Najjar, 2001; Spencer et al., 2002), η ηλικία (Himes

& Faricy, 2001; Kuczmarski et al., 2001), το πραγματικό ύψος, βάρος, καθώς και ο

ΔΣΜ,( Bolton-Smith, Woodward, Tunstall-Pedoe, Morrison, 2000; Lawlor et al.,

2002), η εφηβική ανάπτυξη - ανάπτυξη σωματικής ωριμότητας -, ο χρόνος μέχρι ή

από την έναρξη της εμμήνου ρήσης, η φυσική δραστηριότητα (Abraham, Luscombe,

Boyd & Olesen, 2004), η επιθυμητή εικόνα σώματος (Bolton-Smith et al., 2000), η

τάση για κοινωνική αποδοχή (Larson, 2000),η καταγωγή των συμμετεχόντων (έθνος,

φυλή) (Villanueva, 2001).

Λαμβάνοντας υπόψη κάποιους από τους παραπάνω παράγοντες και

χρησιμοποιώντας διάφορες στατιστικές τεχνικές έγινε προσπάθεια μείωσης της

διαφοράς μεταξύ μετρηθέντων και αυτοδηλούμενων τιμών (Bolton-Smith et al., 2000;

Himes et al., 2005; Nyholm et al., 2007; Kuczmarski et al., 2001). Παράγοντες οι

οποίοι εισήχθησαν στις εξισώσεις ήταν η ηλικία, το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο,

το επίπεδο μόρφωσης, η εθνικότητα, το κάπνισμα, δείκτες που αναφέρονται σε

θέματα υγείας (διαβήτης, καρδιόπαθειες κλπ), η εικόνα σώματος, ο χρόνος που

παρεμβάλλεται ανάμεσα στη δήλωση και τη μέτρηση, η διατροφή(πχ δίαιτες) κλπ.

Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της τελευταίας μέτρησης, ύψους

ή/και βάρους πριν από τη δήλωση αυτών των στοιχείων, επισημάνθηκε σαν

ενδεχόμενος παράγοντας που μπορεί να ερμηνεύσει την παρατηρούμενη διαφορά (De

Vriendt, Huybrechts, Ottevaere, Van Trimpont and De Henauw, 2009; Hauck, White,

Guichan, Woolf, Strauss, 1995; Villanueva, 2001; Wang, Patterson, Hills, 2002).

Page 17: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

17

Πράγματι είναι λογικό κάποιος να υποθέσει ότι όσο πιο μικρό είναι αυτό το

χρονικό διάστημα τόσο μεγαλύτερη αναμένεται να είναι η ακρίβεια με την οποία το

άτομο θα μπορεί να αναφέρει τα ανθρωπομετρικά του στοιχεία. Παρόλα αυτά όμως

περιορισμένος αριθμός ερευνών έχουν εξετάσει εκτενέστερα τη συμβολή του χρόνου

τελευταίας μέτρησης από τη δήλωση, στην ανάπτυξη διορθωτικής εξίσωσης (De

Vriendt et al., 2009). Στην έρευνα των De Vriendt et al. (2009), βρέθηκε ότι ο

παράγοντας αυτός επιδρούσε στη δημιουργία διαφοράς μεταξύ των πραγματικών και

αυτοδηλούμενων τιμών ύψους και βάρους των εφήβων.

Ένας άλλος παράγοντας που έχει αναφερθεί στη διεθνή βιβλιογραφία αλλά

δεν έχει εκτενώς διερευνηθεί είναι η συμμετοχή σε φυσικές ή αθλητικές

δραστηριότητες (Abraham et al., 2004; Bolton-Smith et al., 2000; Nyholm et al.,

2007; Rossouw, Senecal, and Stander, 2000; Villanueva, 2001). Σύμφωνα με τους

Abraham et al. (2004), τα άτομα που ασκούνται συστηματικά αναμένεται να είναι πιο

συνειδητοποιημένα σε σχέση με το σώμα τους και κατ’ επέκταση είναι σε θέση να

δηλώσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια από τα άτομα που δεν ασκούνται το ύψος και το

βάρος τους. Επιπλέον είναι ευρέως γνωστή και αρκετά τεκμηριωμένη η θετική

επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στα διάφορα επίπεδα παχυσαρκίας (Elgar,

Roberts, Moore & Τudor-Smith, 2005; Τζέτζης, Κακαμούκας, Γούδας &

Τσορμπατζούδης, 2005; Τοκμακίδης κ.α., 2000). Σειρά ερευνών επισημαίνει ότι η

συνολική φυσική δραστηριότητα στην οποία συμμετέχει το κάθε άτομο παίζει ένα

πολύ σημαντικό ρόλο στον έλεγχο και τη ρύθμιση του βάρους του για πολλά χρόνια.

(Mοta, Santos, Guerra, Ribeiro, Duarte, 2000). Με δεδομένο ότι όσο αυξάνουν τα

επίπεδα παχυσαρκίας αυξάνεται και η διαφορά μεταξύ πραγματικών και

αυτοδηλούμενων τιμών ύψους και βάρους (Abraham et al., 2004; Fortenberry, 1992;

Hill & Roberts, 1998; Lawlor et al., 2002) αναμένεται ότι η συμμετοχή σε φυσικές

Page 18: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

18

δραστηριότητες θα αποτελέσει έναν σημαντικό παράγοντα για την κατανόηση των

αιτιών που οδηγούν τα άτομα να μην δηλώνουν με ακρίβεια τα ανθρωπομετρικά τους

χαρακτηριστικά.

Από όσο γνωρίζουμε έχουν διεξαχθεί μόνο τρεις έρευνες στις οποίες

μελετάται διεξοδικά ο ρόλος της συμμετοχής σε φυσικές δραστηριότητες και

επιχειρείται ανάπτυξη εξίσωσης διόρθωσης ( Abraham et al., 2004; Bolton-Smith et

al., 2000; Nyholm et al., 2007), όπου στις δύο έρευνες χρησιμοποιούνται δείγματα

ενηλίκων και στην τρίτη το δείγμα των εφήβων αποτελείται μόνο από κορίτσια

(Abraham et al., 2004). Μόνο στην έρευνα των Abraham et al. (2004),

παρατηρήθηκε ο παράγοντας άσκηση να επηρεάζει την ακρίβεια των δηλώσεων, ενώ

στη μελέτη των Nyholm et al. (2007) βρέθηκε ότι η συμμετοχή σε φυσικές

δραστηριότητες μείωνε (αλλά όχι σε σημαντικό βαθμό η ίδια), σε συνδυασμό και με

άλλους παράγοντες, τη διαφορά μεταξύ των πραγματικών και αυτοδηλούμενων τιμών

ύψους και βάρους ενηλίκων. Τέλος στην έρευνα των Bolton-Smith et al. (2000) δεν

βρέθηκε να συσχετίζεται με την αξιοπιστία των αυτοαναφερόμενων στοιχείων και

εξαιρέθηκε από τη διορθωτική εξίσωση.

Σε ό,τι αφορά την υποκειμενική ακρίβεια δήλωσης οι αναφορές είναι ακόμα

πιο λίγες ( Hauck et al., 1995). Στην έρευνά τους οι Hauck et al. (1995) δεν

εντόπισαν διαφορές στις αυτοαναφορές βάρους οι οποίες να εξαρτώνται από την

΄΄βεβαιότητα΄΄ της δήλωσης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τελικός σκοπός της διόρθωσης θα πρέπει να είναι η

αύξηση του ποσοστού σωστής ταξινόμησης στις κατηγορίες βάρους. Από τη

βιβλιογραφική ανασκόπηση όμως προέκυψε ότι ελάχιστες έρευνες προέβησαν στην

αξιολόγηση της διορθωτικής εξίσωσης που προτείνουν (Giacchi, Mattei, Rossi, 1998;

Nyholm et al., 2007). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι σαφής τόσο ο

Page 19: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

19

συνολικός βαθμός βελτίωσης της κατάταξης, όσο και η βελτίωση για κάθε μία

κατηγορία ξεχωριστά. Η απουσία αυτής της πληροφορίας δυσχεραίνει την

αξιολόγηση της προτεινόμενης εξίσωσης διόρθωσης. Συνεπώς κάθε προσπάθεια

δημιουργίας μίας εξίσωσης διόρθωσης θα πρέπει να συνοδεύεται και από την

επίδραση που έχει αυτή στα ποσοστά ορθής κατάταξης.

Κοινό στοιχείο στις έρευνες αυτές ήταν η δημιουργία ξεχωριστών εξισώσεων

διόρθωσης για τα δύο φύλα, γεγονός που δηλώνει ότι το φύλο είναι σημαντικός

παράγοντας που επηρεάζει την ακρίβεια της δήλωσης.

Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι τριπλός. Ο πρώτος σκοπός εστιάζεται

στην εξέταση της ακρίβειας με την οποία, έφηβοι μαθητές που φοιτούν στις 3 τάξεις

του Λυκείου και κατατάσσονται σύμφωνα με την τιμή του δείκτη μάζας σώματος που

έχουν σε μαθητές με φυσιολογικό σωματικό βάρος, υπέρβαρους και παχύσαρκους,

δηλώνουν τα ανθρωπομετρικά τους στοιχεία για να μπορέσει να υπάρξει μία

πληρέστερη εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί στον ελληνικό χώρο σε σχέση

με την δυνατότητα του μαθητικού δυναμικού να αναφέρει αξιόπιστα τα

ανθρωπομετρικά του στοιχεία. Ο δεύτερος σκοπός αφορά στον εντοπισμό και την

κατανόηση των αιτιών που συμβάλλουν στην πιθανή διαφοροποίηση μεταξύ

αυτοδηλούμενων και μετρήσιμων τιμών ύψους και βάρους, χρησιμοποιώντας

παράγοντες οι οποίοι αν και έχουν αναφερθεί στη διεθνή βιβλιογραφία και φαίνεται

ότι μπορεί να έχουν σημαντική επίδραση δεν έχουν μελετηθεί εκτενώς.

Τέλος, ο τρίτος σκοπός είναι να επιχειρηθεί προσπάθεια ανάπτυξης

διορθωτικών εξισώσεων ώστε να μειωθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η διαφορά

μεταξύ αυτοδηλούμενων και μετρήσιμων τιμών ύψους και βάρους. Έτσι μελλοντικές

επιδημιολογικές έρευνες θα μπορέσουν κάνοντας χρήση των εξισώσεων αυτών να

Page 20: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

20

βελτιώσουν τα ποσοστά ορθής κατάταξης των ατόμων στις διάφορες κατηγορίες

βάρους με βάση το ΔΜΣ.

1.1. Ερευνητικές υποθέσεις

Οι ερευνητικές υποθέσεις που μελετήθηκαν στην παρούσα έρευνα ήταν:

1. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και

των πραγματικών τιμών ως προς το βάρος.

2. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και

των πραγματικών τιμών ως προς το ύψος.

3. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και

των πραγματικών τιμών ως προς το ΔΜΣ.

4. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και

των πραγματικών τιμών ως προς το βάρος τόσο για τους μαθητές όσο και για

τις μαθήτριες.

5. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και

των πραγματικών τιμών ως προς το ύψος τόσο για τους μαθητές όσο και για

τις μαθήτριες.

6. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και

των πραγματικών τιμών ως προς το ΔΜΣ τόσο για τους μαθητές όσο και για

τις μαθήτριες.

7. Οι διορθωτικοί παράγοντες (φύλο, ακρίβεια δήλωσης, χρόνος τελευταίας

μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) θα συμβάλλουν στην καλύτερη

πρόβλεψη του βάρους.

8. Οι διορθωτικοί παράγοντες (φύλο, ακρίβεια δήλωσης, χρόνος τελευταίας

μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) θα συμβάλλουν στην καλύτερη

πρόβλεψη του ύψους.

Page 21: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

21

9. Η συμφωνία κατάταξης με βάση τον εκτιμώμενο ΔΜΣ θα είναι ορθότερη από

εκείνη με βάση το δηλούμενο ΔΜΣ.

1.1.1. Στατιστικές Υποθέσεις

Για τον έλεγχο των ερευνητικών υποθέσεων, διατυπώθηκαν οι ακόλουθες μηδενικές

στατιστικές υποθέσεις(Η1: μ1-μ2 = 0)

1.1.1.1. Μηδενικές στατιστικές υποθέσεις

1. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών

βάρους των μαθητών/τριων.

2. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών

ύψους των μαθητών/τριων.

3. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών

ΔΜΣ των μαθητών/τριων.

4. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών

ως προς το βάρος τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες.

5. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών

ως προς το ύψος τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες.

6. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών

ως προς το ΔΜΣ τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες.

7. Δεν θα υπάρξει συμβολή των διορθωτικών παράγοντων (φύλο, ακρίβεια

δήλωσης, χρόνος τελευταίας μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) στην

καλύτερη πρόβλεψη του βάρους.

8. Δεν θα υπάρξει συμβολή των διορθωτικών παράγοντων (φύλο, ακρίβεια

δήλωσης, χρόνος τελευταίας μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) στην

καλύτερη πρόβλεψη του ύψους.

Page 22: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

22

9. Δεν θα υπάρξει βελτίωση στη συμφωνία κατάταξης με βάση τον εκτιμώμενο

ΔΜΣ από ότι εκείνη με βάση το δηλούμενο ΔΜΣ.

1.1.1.2. Εναλλακτικές στατιστικές υποθέσεις

Αντίστοιχα, για τον έλεγχο των ερευνητικών υποθέσεων διατυπώνονται και οι εξής

εναλλακτικές στατιστικές υποθέσεις (Η1: μ1-μ2 ≠ 0):

1. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών

βάρους των μαθητών/τριων.

2. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών

ύψους των μαθητών/τριων.

3. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών

ΔΜΣ των μαθητών/τριων.

4. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως

προς το βάρος τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες.

5. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως

προς το ύψος τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες.

6. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως

προς το ΔΜΣ τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες.

7. Υπάρχει συμβολή των διορθωτικών παράγοντων (φύλο, ακρίβεια δήλωσης,

χρόνος τελευταίας μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) στην καλύτερη

πρόβλεψη του βάρους.

8. Υπάρχει συμβολή των διορθωτικών παράγοντων (φύλο, ακρίβεια δήλωσης,

χρόνος τελευταίας μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) στην καλύτερη

πρόβλεψη του ύψους.

9. Υπάρχει βελτίωση στη συμφωνία κατάταξης με βάση τον εκτιμώμενο ΔΜΣ

από ότι εκείνη με βάση το δηλούμενο ΔΜΣ.

Page 23: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

23

1.2. Οριοθετήσεις

Στην έρευνα θα συμμετάσχουν μαθητές και μαθήτριες ελληνικών δημόσιων

Λυκείων. Επίσης από τoυς διάφορους παράγοντες που έχουν προταθεί για την

ερμηνεία της διαφοράς των τιμών μεταξύ αυτοδηλούμενων και μετρήσιμων

ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών θα εξεταστούν το φύλο, η συμμετοχή σε φυσικές

– αθλητικές δραστηριότητες, η υποκειμενική ακρίβεια δήλωσης ύψους και βάρους

καθώς και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της τελευταίας μέτρησης,

ύψους ή/και βάρους πριν από τη δήλωση αυτών των στοιχείων.

1.3. Περιορισμοί της έρευνας

1. Στην έρευνα που πρόκειται να διεξαχθεί θεωρούμε ότι οι συμμετέχοντες θα

κατανοήσουν και θα απαντήσουν με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις του

ερωτηματολογίου.

2. Επίσης οι συμμετέχοντες θα είναι μαθητές δημοσίων Λυκείων και κατά συνέπεια

τα αποτελέσματα δεν θα επεκτείνονται και για μαθητές ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων.

3. Ο τρόπος ελέγχου της φυσικής δραστηριότητας γίνεται με τη μορφή

ερωτηματολογίου, το οποίο είναι έγκυρο και σταθμισμένο, δε χρησιμοποιείται όμως

άλλος μηχανισμός, π.χ επιταχυνσιόμετρο.

4. Τέλος ένας πιθανός περιορισμός αφορά τον ΔΜΣ για την κατάταξη ενός παιδιού

ως υπέρβαρου ή σε κίνδυνο και την αδυναμία να διαχωρίσει τα παιδιά και τους

εφήβους που είναι υπέρβαρα και με αυξημένο σωματικό λίπος (υπέρβαρα ή

παχύσαρκα) από αυτά, των οποίων ο αυξημένος ΔΜΣ οφείλεται σε αυξημένη μυική ή

οστική μάζα. (Dietz 1998).

1.4. Θεωρητικοί και λειτουργικοί ορισμοί

Δείκτης Μάζας Σώματος ή Δείκτης Σωματικής Μάζας : Αναπαριστά την αναλογία

της μάζας του σώματος (βάρος), προς το ύψος στο τετράγωνο:

Page 24: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

24

Δ.Μ.Σ.= μάζα σώματος /ύψος2 (McArdle et al., 1999; Τοκμακίδης κ.α. 2000;)

Άσκηση : Σχεδιασμένη, δομημένη και επαναλαμβανόμενη κίνηση του σώματος που

εκτελείται με σκοπό να βελτιώσει ή να διατηρήσει ένα ή περισσότερα συνθετικά της

φυσικής κατάστασης (www.hape.gr)

Σπορ: Ο όρος περιλαμβάνει τακτική συμμετοχή σε οργανωμένες φυσικές

δραστηριότητες με ή χωρίς αγωνιστική έκφραση που διεξάγονται στο περιβάλλον του

σχολείου ή έξω από αυτό (www.hape.gr)

Μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα: Δραστηριότητα συνήθως ισοδύναμη με το

γρήγορο βάδισμα που αναμένεται να οδηγήσει σε λαχάνιασμα ή ελαφρό ίδρωμα

(www.hape.gr)

Υψηλής έντασης φυσική δραστηριότητα : Δραστηριότητα που είναι συνήθους

ισοδύναμη με το αργό τρέξιμο που αναμένεται να οδηγήσει σε έντονο λαχάνιασμα

και ίδρωμα (www.hape.gr)

Φυσική - σωματική δραστηριότητα : Κάθε κίνηση του σώματος που παράγεται από

τους σκελετικούς μύες και έχει ως αποτέλεσμα τη δαπάνη ενέργειας (www.hape.gr)

Φυσική κατάσταση: Μια δέσμη από ιδιότητες τις οποίες έχουν οι άνθρωποι ή

αναπτύσσουν στην πορεία της ζωής τους και σχετίζονται με την ικανότητα να

επιχειρούν φυσική δραστηριότητα (www.hape.gr)

Η κατάταξη στις διάφορες κατηγορίες βάρους θα γίνει με βάση την ηλικία και

το φύλο και τα παιδιά θα ταξινομηθούν σε φυσιολογικά, υπέρβαρα και παχύσαρκα,

σύμφωνα με τα διεθνώς αποδεκτά όρια του ΔΜΣ για την αξιολόγηση σωματικού

υπέρβαρου και παχυσαρκίας σε παιδιά 2-18 ετών (Cole, Bellizzi, Flegal,& Dietz,

2000). Ενώ οι συμμετέχοντες με ηλικία >των 18 ετών με βάση τους πίνακες

ανάπτυξης του WHO, όπου όταν το ΒΜΙ είναι 25 kg/m² αντιστοιχεί σε υπέρβαρο

άτομο και όταν είναι 30 kg/m² αντιστοιχεί σε παχύσαρκο άτομο και έχει ως εξής:

Page 25: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

25

Ελλιποβαρή: Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μικρότερο από 18,5 Kg/m2

Φυσιολογικού βάρους: Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μεταξύ 18,5 και 24,9 Kg/m2

Υπέρβαρα: Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μεταξύ 25,0 και 29,9 Kg/m2

Παχύσαρκα: Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερο ή ίσο των 30 Kg/m2

(WHO, 2004; WHO, 2000; WHO, 1995).

2. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

2.1.1. Εισαγωγή στο πρόβλημα της παχυσαρκίας

Σε παγκόσμιο επίπεδο οι άνθρωποι δεν ασκούνται όσο θα έπρεπε, αντίθετα

διατρέφονται ανθυγιεινά, γεγονός που οδηγεί σε φαινόμενα παχυσαρκίας (U.S.

Department of Health, Physical Activity, Health Improvement and Prevention, 2004).

Τα τελευταία χρόνια η μελέτη της παχυσαρκίας έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία

καθώς η συχνότητα εμφάνισής της έχει αυξηθεί δραματικά, σε σημείο που ο

Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO, 1998) να χαρακτηρίζει το πρόβλημα της

παχυσαρκίας ως «επιδημία» (Flegal, K. M., Carroll, M. D., Kuczmarski, R. J.,

Johnson, C. L., 1998; Levitsky, D. A., & Youn, T., 2004).

Η συχνότητα της παχυσαρκίας αυξάνεται με επικίνδυνο ρυθμό και στις αναπτυγμένες

και στις αναπτυσσόμενες χώρες τόσο στους ενήλικες (Flegal, K. M., et al., 1998) όσο

στα παιδιά (Troiano, R. P, Flegal, K. M., 1998) όπου το ποσοστό της έχει

διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια (Center for Disease Control and Prevention,

2004).

Οι αιτίες για την εξάπλωση του φαινόμενου της παχυσαρκίας και την εξέλιξή

της σε παγκόσμια επιδημία αποδίδονται σε γενετικούς και περιβαλλοντικούς

παράγοντες.( CDC, 2005a; Popkin, B. M., 1994; Whitaker, R. C., Wright, J. A., Pepe,

M. S., Seidel, K. D., Dietz, W. H., 1997). Για τα μικρά παιδιά, εάν ένας γονέας είναι

παχύσαρκος, η αναλογία πιθανοτήτων είναι περίπου 3 για την παχυσαρκία στην

Page 26: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

26

ενηλικίωση, αλλά εάν και οι δύο γονείς είναι παχύσαρκοι, η αναλογία πιθανοτήτων

αυξάνεται σε περισσότερο από 10 (Whitaker, R. C., et al., 1997).

Ενδοκρινολογικές διαταραχές και μεταβολικές ανωμαλίες, προσωπικές

προτιμήσεις διατροφής, υπερβολική πρόσληψη τροφής -διατροφή «δυτικού τύπου»-

που ακολουθείται ως επί το πλείστον στις αναπτυγμένες χώρες αλλά και στις

αναπτυσσόμενες χώρες , σε συνδυασμό με τη μείωση της φυσικής δραστηριότητας,

τη διαθεσιμότητα υγιών χώρων για παιχνίδι και άσκηση, τις πολιτιστικές προτιμήσεις,

την οικογένεια και τις κοινωνικές επιρροές ευθύνονται για την εξέλιξη του

φαινόμενου ( Popkin, B. M., 1994). Οι επιδράσεις της ηλικίας είναι σημαντικές

ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της σωματικής ανάπτυξης , καθώς τότε διαμορφώνεται ο

μυϊκός και οι υπόλοιποι ιστοί του σώματος. Επίσης, κατά την ενήλικη ζωή η μυϊκή

μάζα μπορεί να μειωθεί, λόγω της ελάττωσης της άσκησης και της φυσικής

δραστηριότητας.

Το φύλο παίζει σημαντικό ρόλο στη σύσταση τους σώματος, όμως στην

προεφηβική ηλικία υπάρχουν ελάχιστες διαφορές στη σύσταση τους σώματος μεταξύ

αγοριών και κοριτσιών, κατόπιν οι διαφορές αυτές γίνονται σημαντικές. Σε γενικές

γραμμές τα κορίτσια αποθηκεύουν περισσότερο λίπος αρχίζοντας από τα εφηβικά

χρόνια, ενώ τα αγόρια αναπτύσσουν περισσότερο μυϊκό ιστό.

Η διατροφή, η φυσική δραστηριότητα και η άσκηση είναι ο ακρογωνιαίος

λίθος για τη σύσταση του σώματος. Η αυξανόμενη κατανάλωση τροφίμων πλούσια

σε ενέργεια, χαμηλά σε θρεπτικά συστατικά και με ψηλά επίπεδα ζάχαρης και

κορεσμένων λιπαρών, σε συνδυασμό με μειωμένη σωματική δραστηριότητα, μπορεί

να οδηγήσει τον οργανισμό σε αύξηση των σωματικών αποθεμάτων λίπους. (WHO,

2003a).

Page 27: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

27

Εξάλλου, το σωματικό λίπος( άνδρες με ποσοστό σωματικού λίπους > 25% και

αντίστοιχα γυναίκες με σωματικό λίπος > 35% θεωρούνται παχύσαρκοι( NIH, 1998)

και κατ’ επέκταση η παχυσαρκία, ανεξάρτητα από το βάρος, θεωρείται πρωταρχικός

παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση χρόνιων ασθενειών, όπως σακχαρώδη

διαβήτη τύπου ΙΙ, υπέρταση και άλλες καρδιαγγειακές παθήσεις( Ravussin, E.,

Swinburn, B., 1992).

Από την άλλη, η φυσική δραστηριότητα και η άσκηση έχουν σημαντική

επίδραση, καθώς βοηθάνε τόσο στην απώλεια λίπους, όσο στη δημιουργία μυϊκής

μάζας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι, στη φυσική δραστηριότητα

ανήκει και το NEAT ( nonactive exercise activity thermogenesis). NEAT είναι οι

αλλαγές στάσεις και κινήσεις του σώματος στην καθημερινή ρουτίνα του ανθρώπου

που δεν έχουν καμία σχέση με την άσκηση. Το ΝΕΑΤ για πολλούς επιστήμονες

θεωρείται η πανάκεια κατά της παχυσαρκίας (Levine, J., Lanningham-Foster, L.,

McCrady,S., et al., 2005).

Η παχυσαρκία λοιπόν, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις αλλαγές στον τρόπο

ζωής τον τελευταίο μισό αιώνα, αφού παιδιά και ενήλικες παρακολουθούν

περισσότερη τηλεόραση, τρώνε μεγαλύτερες μερίδες τροφίμων και καταναλώνουν μη

θρεπτικά τρόφιμα όπως αναψυκτικά και πρόχειρα φαγητά (CDC, 2005a). Πιο

ανησυχητικό φαινόμενο από όλα όμως είναι η αύξηση της παχυσαρκίας σε παιδιά και

εφήβους ,καθώς τις τελευταίες δύο δεκαετίες η συχνότητα των υπέρβαρων παιδιών

έχει αυξηθεί υπερβολικά ,σχεδόν τριπλασιαστεί (Frye, C., Heinrich, J., 2003; Ogden,

C. L., Flegal, K. M., Carroll, M. L., Johnson, C. L., 2002).

Η κακή διατροφή των παιδιών (αυξημένη κατανάλωση υψηλών θερμιδικά

αλλά φτωχών σε θρεπτικά συστατικά τροφών) σε συνδυασμό με τη μείωση της

φυσικής δραστηριότητας έχει οδηγήσει στην αύξηση των επιπέδων της παχυσαρκίας

Page 28: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

28

και την εξέλιξή της σε επιδημία. (Krassas, G. E., Tzotzas, T., Tsametis, C.,

Konstantinidis, T., 2001). Το φαινόμενο της αυξημένης προσφοράς ειδών διατροφής

διαμορφώνει νέα διαιτητικά πρότυπα και αλλάζει ριζικά τη σχέση του ανθρώπου με

την τροφή του ( Ματάλα & Χουλιάρας, 2005) .

Είναι, επομένως, σημαντικό τα παιδιά από μικρή ηλικία να μαθαίνουν να

τρέφονται σωστά και υγιεινά, και να αποκτούν θετικές στάσεις για την υγιεινή

διατροφή. Σχετική έρευνα (Yannakoulia, Karayiannis, Terzidou, Kokkevi & Sidossis,

2004) εντόπισε το πρόβλημα αυτό μεταξύ των νέων στη χώρα μας, διαπιστώνοντας

ταυτόχρονα αλλαγή από τις παραδοσιακές διατροφικές συνήθειες σε δυτικού τύπου

συνήθειες.

Στα παιδιά, πάντως, καταλυτική είναι η επίδραση της πολύωρης

παρακολούθησης τηλεόρασης και της ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιχνίδια.

Αναμφισβήτητα, όμως, η παχυσαρκία οφείλεται στο ότι η προσλαμβανόμενη

ενέργεια είναι μεγαλύτερη από την καταναλισκόμενη ( Krassas et al.,2001; Troiano,

R., Flegal, K., 1998).

Αλλά τι είναι η παχυσαρκία;

2.1.2. Ορισμός της παχυσαρκίας

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO, 1998), η παχυσαρκία

αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό χρόνιο μεταβολικό νόσημα, που περιέχει την

αλληλεπίδραση κοινωνικών, συμπεριφοριστικών, πολιτισμικών, φυσιολογικών,

μεταβολικών και γενετικών παραγόντων. Είναι η υπέρμετρη αύξηση του σωματικού

λίπους σε ποσοστό τέτοιο ώστε να δυσχεραίνεται η υγεία του ανθρώπου ( Nguyen, V.

T., Larson, D. E., Johnson, R. K., Goran, M. I., 1996).

Page 29: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

29

Αναγνωρίστηκε επίσημα ως νόσος το 1948, όταν ιδρύθηκε ο Παγκόσμιος

Οργανισμός Υγείας (WHO) και τη συμπεριέλαβε στη Διεθνή Ταξινόμηση των

Παθήσεων (International Classification of Diseases).

Η παχυσαρκία αναφέρεται συγκεκριμένα στην κατοχή ενός μη φυσιολογικού

μεγάλου μέρους σωματικού λίπους(National Institutes of Health, 1998). Η αύξηση

της μάζας λίπους και η ανάπτυξη της παχυσαρκίας εμφανίζονται όταν η λήψη

ενέργειας υπερβαίνει τη συνολική δαπάνη ενέργειας για μια παρατεταμένη χρονική

περίοδος (Leibel, R. L., Rosenbaum, M., Hirsch, J., 1995).

Παράγοντες που προωθούν αύξηση στην πρόσληψη ενέργειας ή μείωση των

ενεργειακών δαπανών προκαλούν παχυσαρκία (Dietz, 2001). Οποιεσδήποτε

δυσαναλογίες στην εξίσωση ενεργειακή πρόσληψη = ενεργειακή δαπάνη μπορούν να

οδηγήσουν στην παχυσαρκία (Strock, G. A., Cottrell, E. R., Abang A. E.,

Buschbacher, R. M., Hannon, T. S., 2005).

Χαρακτηριστικά της αποτελούν ο Δείκτης Μάζας Σώματος (Body Mass

Index, BMI)- υπολογίζεται ως το πηλίκο του σωματικού βάρους(kg) προς το

τετράγωνο του ύψους(m2), το ποσοστό σωματικού λίπους, καθώς και η περιφέρεια

μέσης ( ένδειξη υπερβάλλοντος ενδοκοιλικακού λίπους ). Σύμφωνα με τον WHO,

(1998) το υπερβάλλον ενδοκοιλιακό λίπος σχετίζεται άμεσα με την παχυσαρκία και

την εμφάνιση των μεταβολικών επιπλοκών της. Έτσι, έχει θεσπίσει ως ανώτερη

φυσιολογική τιμή της περιφέρειας μέσης για άνδρες και γυναίκες τα 102 cm και 88

cm, αντίστοιχα. Επίσης, πηλίκο μέσης- ισχίων (WHR) άνω του 0,95 για τους άνδρες

και άνω του 0,8 για τις γυναίκες αποτελεί ένδειξη παχυσαρκίας κεντρικού τύπου.

Σχετικά με το ΔΜΣ, η κατάταξη βάρους (World Health Organization, 1997)

χαρακτηρίζεται από τις παρακάτω τιμές:

BMI ( kg/m2) : <18,5 ελλειποβαρείς

Page 30: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

30

18,5- 24,9 φυσιολογικό σωματικό βάρος

25,0-29,9 υπέρβαροι

30- 34,9 παχύσαρκοι I

35-39,9 παχύσαρκοι ΙΙ

≥ 40 θνησιγενής παχυσαρκία

2.1.3. Κατηγοριοποίηση παιδικής παχυσαρκίας σύμφωνα με τις τιμές ΔΜΣ

Ο Δείκτης Μάζας Σώματος αλλάζει ουσιωδώς με την ηλικία. Κατά την

γέννηση ο μέσος όρος είναι 13 kg/m2 ,αυξάνει μέχρι 17 kg/m2 κατά τον πρώτο χρόνο

ζωής, μειώνεται στα 15,5 kg/m2 κατά την ηλικία των 6 και στη συνέχεια αυξάνει στα

21 kg/m2 στα 20. Για το λόγο αυτό ήταν αναγκαία η δημιουργία διαχωριστικών

κριτηρίων για τον προσδιορισμό της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας που να

σχετίζονται με την ηλικία (Cole et al., 2000). Πολλές χώρες έχουν αναπτύξει πίνακες

ΔΜΣ-ηλικίας για τον πληθυσμό τους και άλλες έχουν ορίσει επιπλέον και

διαχωριστικά όρια για τους πίνακες αυτούς για τον προσδιορισμό των υπέρβαρων και

παχύσαρκων. Σαν αποτέλεσμα τα διαχωριστικά αυτά κριτήρια διαφέρουν από χώρα

σε χώρα και για το λόγο αυτό υπάρχουν διαφορετικές τιμές οι οποίες καθορίζουν τις

κατηγορίες του ΔΜΣ για κάθε πληθυσμό.

Οι καμπύλες ανάπτυξης του CDC, (2000) δείχνουν ΔΜΣ σε σχέση με την

ηλικία. Η χρήση των δεδομένων αναφοράς για ηλικία και φύλο των καμπύλων ΔΜΣ-

ηλικίας επιτρέπει την κατάταξη των παιδιών και των νέων σε ελειποβαρείς,

φυσιολογικούς, σε κίνδυνο να γίνουν υπέρβαροι και υπέρβαρους.Οι συγκεκριμένες

τιμές αναφοράς βασίσθηκαν σε δεδομένα από πληθυσμό της Αμερικής και

χρησιμοποιούνται για την

Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι το 95ο εκατοστημόριο του ΔΜΣ το

οποίο προσδιορίζει τα υπέρβαρα παιδιά και εφήβους και το όριο μεταξύ 85ου και 95ου

Page 31: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

31

εκατοστημορίου όπου κατατάσσονται όσοι είναι σε κίνδυνο να γίνουν υπέρβαροι. Οι

οριακές τιμές του ΔΜΣ φαίνονται στον πίνακα 1 που ακολουθεί

Πίνακας 1 : Διεθνείς οριακές τιμές για τον Δείκτη Μάζας Σώματος για

υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους σύμφωνα με τα διαχωριστικά

όρια του CDC

Υπέρβαροι Παχύσαρκοι

Ηλικία

Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια

10 19.4 20 22.1 23

10.5 19.7 20.4 22.6 23.5

11 20.2 20.8 23.2 24.1

11.5 20.5 21.3 23.6 24.6

12 21 21.7 24.2 25.3

12.5 21.4 22.2 24.6 25.8

13 21.8 22.5 25.1 26.3

13.5 22.3 23 25.5 26.7

14 22.6 23.4 26 27.2

14.5 23 23.7 26.4 27.6

15 23.4 24 26.8 28.1

15.5 23.8 24.3 27.2 28.5

16 24.2 24.7 27.5 28.9

Για την διευκόλυνση της σύγκρισης μεταξύ των διαφόρων χωρών

χρησιμοποιήθηκαν οι διεθνώς χρησιμοποιούμενες οριακές τιμές ΔΜΣ των ενηλίκων

(25 kg/m2 για τους υπέρβαρους και 30 kg/m2 για τους παχύσαρκους) για τον ορισμό

οριακών τιμών για τα παιδιά και τους εφήβους. Για το λόγο αυτό ορίσθηκαν οριακές

Page 32: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

32

τιμές οι οποίες προήλθαν από μελέτες παιδιών και εφήβων ηλικίας 6-18 ετών σε

διάφορες χώρες όπως σε Αμερική, Μεγάλη Βρετανία, Βραζιλία, Χονγκ – Κονγκ,

Ολλανδία, Σιγκαπούρη και οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν διεθνώς (Cole et

al., 2000). (πίνακας 3)

Οι διαφορές που παρατηρούνται στα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων

παιδιών και εφήβων που προκύπτουν από τη χρήση των δύο αυτών μεθόδων πιθανώς

οφείλονται στους διαφορετικούς πληθυσμούς που χρησιμοποιήθηκαν για την παροχή

των κριτηρίων αυτών, στην προσέγγιση και στις μεθόδους εξομάλυνσης των

καμπύλων.

Πίνακας 2 : Διεθνείς οριακές τιμές του δείκτη μάζας σώματος για υπέρβαρα και

παχύσαρκα αγόρια και κορίτσια, ηλικίας 2-18 ετών

Ηλικία (έτη)

Αγόρια Κορίτσια Υπέρβαρο Παχυσαρκία Υπέρβαρο Παχυσαρκία

2 18.41 20.09 18.02 19.81 2.5 18.13 19.80 17.76 19.55 3 17.89 19.57 17.56 19.36

3.5 17.69 19.39 17.40 19.23 4 17.55 19.29 17.28 19.15

4.5 17.47 19.26 17.19 19.12 5 17.42 19.30 17.15 19.17

5.5 17.45 19.47 17.20 19.34 6 17.55 19.78 17.34 19.65

6.5 17.71 20.23 17.53 20.08 7 17.92 20.63 17.75 20.51

7.5 18.16 21.09 18.03 21.01 8 18.44 21.60 18.35 21.57

8.5 18.76 22.17 18.69 22.18 9 19.10 22.77 19.07 22.81

9.5 19.46 23.39 19.45 23.46 10 19.84 24.00 19.86 24.11

10.5 20.20 24.57 20.29 24.77 11 20.55 25.10 20.74 25.42

11.5 20.89 25.58 21.20 26.05 12 21.22 26.02 21.68 26.67

12.5 21.56 26.43 22.14 27.24 13 21.91 26.84 22.58 27.76

13.5 22.27 27.25 22.98 28.20 14 22.62 27.63 23,34 28.57

14.5 22.96 27.98 23.66 28.87

Page 33: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

33

15 23.29 28.30 23.94 29.11 15.5 23.60 28.60 24.17 29.29 16 23.90 28.88 24.37 29.43

16.5 24.19 29.14 24.54 29.56 17 24.46 29.41 24.70 29.69

17.5 24.73 29.70 24.85 29.84 18 25 30 25 30

Πηγή : Cole et al., 2000

2.2. ΝΟΣΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

2.2.1. Διαστάσεις του φαινομένου της παιδικής-εφηβικής παχυσαρκίας

Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία είναι όχι μόνο ζητήματα αισθητικής

αλλά πολύ περισσότερο θέματα υγείας ( Goodman et al.,2000), είναι μία από τις

κορυφαίες αιτίες θανάτου, που μπορούν όμως να προληφθούν,στις Ηνωμένες

Πολιτείες και στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες (CDC, 2004)

Ο επιπολασμός, η συχνότητα δηλαδή με την οποία αυξάνει με την πάροδο του

χρόνου, φτάνει σήμερα σε επίπεδα επιδημίας, μιας επιδημίας που θεωρείται σήμερα η

απειλή του 21ου αιώνα.

Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί σοβαρό πρόβλημα υγείας για δύο λόγους :

α) Η παχυσαρκία στην παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε παχυσαρκία στην

ενήλικη ζωή (CDC, 2005a; Guo, S. S., Wu, W., Chumlea, W. C., Roche, A. F., 2002;

Padez, C., Fernandes, T., Mourao, I., Moreira, P., Rosado, V., 2004).

β) Η παιδική παχυσαρκία μπορεί να θεωρείται κύριος επιβαρυντικός παράγοντας για

την υγεία στην ενήλικη ζωή, αλλά τα δεδομένα δείχνουν ότι αυξάνει τον κίνδυνο

ασθένειας και στην παιδική ηλικία και μπορεί να οδηγήσει στην ανυψωμένη πίεση

αίματος και τη χοληστερόλη, που είναι κοινά προβλήματα της παχυσαρκίας, επίσης

διαβήτη, ασθένεια των χοληδόχων κυστών, άσθμα, κατάθλιψη, και ανησυχία

(Bouziotas, Koutedakis, Shiner, Pananakakis, Fotopoulou & Garas, 2001; Goodman

et al., 2000)

Page 34: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

34

2.2.2. Συσχέτιση παιδικής-εφηβικής παχυσαρκίας με την ενήλικη παχυσαρκία

Αυτά τα προβλήματα συνεχίζονται συχνά και κατά την ενηλικίωση, με 70-

80%των υπέρβαρων παιδιών και των εφήβων να γίνονται παχύσαρκοι ενήλικοι.(

Goodman et al., 2000; Whitaker et al., 1997).

Σύμφωνα με τον Dietz, υπάρχουν τρεις περίοδοι στην παιδική ηλικία που

είναι κρίσιμες για την ανάπτυξη παχυσαρκίας που θα παραμείνει στην ενήλικο ζωή.

Η εμβρυϊκή περίοδος, η περίοδος αναστροφής του ΔΜΣ (4-6 ετών, adiposity rebound

) και η εφηβεία. (Dietz, W. H., 1997). Κατά την φυσιολογική ανάπτυξη

πραγματοποιούνται μεταβολές στην σύσταση του σώματος. Βρέφη με αυξημένο

βάρος εμφανίζουν δύο φορές μεγαλύτερo κίνδυνο για εμφάνιση παχυσαρκίας στα

επόμενα στάδια της ζωής (Dietz, 1998). Στα παιδιά παρατηρείται μια απότομη

αύξηση του ΔΜΣ κατά την διάρκεια του πρώτου χρόνου ζωής. Μετά από τους 9-12

μήνες ζωής, ο ΔΜΣ μειώνεται και αγγίζει την ελάχιστη τιμή του περίπου στα 5 με 6

χρόνια, πριν αρχίσει μια σταδιακή αύξηση μέχρι την εφηβεία. Η περίοδος AR

(Adiposity rebound) είναι πολύ σημαντική για την εμφάνιση παχυσαρκίας (Dietz,

1997).

Συγκεκριμένα, μια πρώιμη AR (πριν τα 5 ½ έτη) συνδέεται πιο συχνά με

αύξηση του ΔΜΣ κατά την εφηβεία και την ενηλικίωση (συγκριτικά με την εμφάνισή

της μετά τα 7 έτη), με αποτέλεσμα την εμφάνιση παχυσαρκίας και διατήρησή της

κατά την ενήλικη ζωή, ανεξάρτητα από τον ΔΜΣ κατά την περίοδο AR και τον ΔΜΣ

των γονέων .

Η εφηβεία αποτελεί κρίσιμη ηλικία για την ανάπτυξη της παχυσαρκίας με

κίνδυνο παραμονής στην ενήλικο ζωή. Η εφηβεία συνοδεύεται από αύξηση του

ποσοστού σωματικού λίπους και στα δύο φύλα ( Dietz, 1997; Whitaker, R. C., Pepe,

M., Dietz W. H., 1998). Στην περίοδο αυτή τα κορίτσια αποκτούν το μεγαλύτερο

Page 35: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

35

ποσοστό λίπος τους, το οποίο είναι αναλογικά μεγαλύτερο από αυτό των αγοριών

λόγω οιστρογόνων και γενικότερης προετοιμασίας του οργανισμού για επικείμενη

εγκυμοσύνη.

Έχει βρεθεί ότι όσο ωριμάζει ο παχύσαρκος έφηβος, τόσο περισσότερο

αυξάνονται οι πιθανότητες για παραμονή της παχυσαρκίας. Έτσι ο σχετικός κίνδυνος

για τις ηλικίες 3-5 ετών υπολογίστηκε σε 4,1 (δηλαδή 4,1 φορές κίνδυνος για

παραμονή της παχυσαρκίας στην ενήλικο ζωή σε σχέση με τα κανονικού βάρους

παιδιά), για τις ηλικίες 6-9 ετών σε 10,3, για τις ηλικίες 10-14 ετών σε 28,3 και για τις

ηλικίες 15-17 ετών σε 20,3 (Whitaker et al., 1997 ).

Μια άλλη μελέτη επιβεβαιώνει ότι η παχυσαρκία στην ηλικία των 35 ετών είναι

άριστα προβλέψιμη από την παχυσαρκία του ατόμου στην ηλικία των 18 ετών, καλά

στην ηλικία των 13 ετών και μέτρια στις ηλικίες κάτω των 13 ετών.( Guo, S. S.,

Chumlea, W. S., 1999).

Παχύσαρκα παιδιά και έφηβοι έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να

γίνουν παχύσαρκοι ενήλικες σε σχέση με τους λεπτότερους συνομήλικούς τους

(McArdle et al., 1999). Εκθέτοντας έτσι την υγεία τους σε σοβαρούς κινδύνους,

μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το δυσμενές προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου

(Manios, Y., Magkos, F., Christakis, G., Kafatos, A. 2005), ο σακχαρώδης διαβήτης

τύπου ΙΙ, ορθοπεδικές επιπλοκές και ορισμένες μορφές καρκίνου (Dietz, W. H., 1998;

Whitaker et al., 1997).

Μελέτες έχουν πλέον επιβεβαιώσει ότι τα παχύσαρκα παιδιά προορίζονται να

είναι παχύσαρκοι ενήλικες, καθώς η συσσώρευση λίπους στα βρέφη φαίνεται να

διπλασιάζει τον κίνδυνο για εμφάνιση παχυσαρκίας στην ενήλικη ζωή (Dietz, W. H.,

& Robinson, T. N., 1998). Η πιθανότητα ανάπτυξης της παχυσαρκίας κατά την

ενήλικη ζωή αυξάνει κατά 3 φορές περίπου, σε σύγκριση με την διατήρηση

Page 36: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

36

φυσιολογικού σωματικού βάρους κατά την παιδική ηλικία, όταν το παιδί είναι ήδη

παχύσαρκο από αυτό το ηλικιακό στάδιο (McΑrdle et al., 1999). Αρκετοί ερευνητές

ήδη από τη δεκαετία του 1960 αναφέρουν ότι τα 2/3 των παχύσαρκων εφήβων θα

γίνουν παχύσαρκοι ενήλικες, όταν μεγαλώσουν (Lowe, 2003). Τα υπάρχοντα δεδομένα

αποδεικνύουν ότι, όταν το σωματικό βάρος "μεταβιβάζεται" διαμέσου γενεών,

παχύσαρκοι γονείς έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αποκτήσουν υπέρβαρα παιδιά, τα

οποία θα γίνουν παχύσαρκα άτομα όταν ενηλικιωθούν και με τη σειρά τους θα

αποκτήσουν παχύσαρκους απογόνους (McΑrdle et al., 1999).

O Lowe έδειξε ότι παχύσαρκα παιδιά ηλικίας 10 έως 13 ετών έχουν 70%

πιθανότητες να είναι και παχύσαρκοι ενήλικες (Lowe, 2003).Ταυτόχρονα, ο Wang

και οι συνεργάτες του παρατήρησαν ότι τα μισά περίπου υπέρβαρα παιδιά ενός έτους

θα είναι υπέρβαρα και μετά το 21ο έτος τους. Αντίθετα, από τα παιδιά που είναι

λεπτά ή κανονικά σε αυτήν την ηλικία, μόνο το 20% έχουν πιθανότητα να γίνουν

παχύσαρκα μετά την ίδια ηλικία (Wang, Y., Ge, K., Popkin, B. M., 2000).

Παράλληλα, στην Ιαπωνία έρευνες που διεξήχθησαν σε παχύσαρκα παιδιά

έδειξαν ότι αυτά είχαν αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας στην ενήλικη ζωή ακόμα κι αν

είχαν ακολουθήσει αγωγή (κατά της παχυσαρκίας) στην παιδική τους ηλικία.

Μάλιστα, ο κίνδυνος ήταν διπλάσιος για τα παχύσαρκα αγόρια σε σχέση με τα

κορίτσια (Togashi, K., Masuda, H., Rankinen, T., Tanaka, S., Bouchard, C., &

Kamiya, H., 2002).

Στην Αμερική, παιδιά άνω των 9 ετών που είναι παχύσαρκα έχουν κατά 80%

αυξημένο κίνδυνο να είναι παχύσαρκοι ενήλικες στην ηλικία των 35 ετών

(Zimmermann, M. B., Hess, S. Y. & Hurell, R. F., 2000).

2.2.3. Επιπτώσεις της παχυσαρκίας

Page 37: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

37

Η αύξηση του σωματικού βάρους των εφήβων συνοδεύεται από σημαντικές

συνέπειες για την υγεία οι οποίες μπορούν να διαχωριστούν σε:

α) βραχυπρόθεσμες που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής στο άμεσο μέλλον.

Αυτές μπορούν να διακριθούν σε 2 μεγάλες κατηγορίες: αυτές που αφορούν την

υγεία του ατόμου (σωματικές) (βλέπε πίνακα 3) και αυτές που αφορούν τη

ψυχοσύνθεσή του (ψυχολογικές) (βλέπε πίνακα 4),

β) μακροπρόθεσμες συνέπειες.

2.2.3.1. Βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις

Πολλές είναι οι έρευνες που επιβεβαιώνουν ότι υπέρβαροι έφηβοι

επιδεικνύουν μεγαλύτερη τάση για διαβήτη, αθηροσκλήρυνση, μεταβολικό

σύνδρομο, καρδιακά και αναπνευστικά νοσήματα καθώς και άλλα λιγότερο πιθανά

προβλήματα, όπως πέτρα στη χολή, ηπατίτιδα, άπνοια του ύπνου, άσθμα, διαταραχές

της εμμήνου ρύσεως και σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών στα κορίτσια, διάφορα

ορθοπεδικά προβλήματα κ.α. (Dietz, W. H., & Robinson, T. N. 1998; Manios et al.,

2005; Τζέτζης κ.α., 2005; Strauss, 2000; WHO, 2002 ; WHO, 1997).

Πίνακας 3: σωματικές επιπλοκές της παχυσαρκίας

1) ινσουλινοαντίσταση και υπερινσουλιναιμία

2) σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2

3) αυξημένα επίπεδα ολικής, LDL χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων

4) χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης

5) λιπώδεις ραβδώσεις στις αορτικές και στεφανιαίες αρτηρίες

6) υπέρταση

7) πέτρα στη χολή

8) ηπατίτιδα

Page 38: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

38

9) άπνοια του ύπνου

10) σύνδρομο Pickwickian

11) άσθμα

12) ορθοπεδικά προβλήματα

13) διαταραχές εμμήνου ρύσεως

14) σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών

Οι ψυχολογικές διαστάσεις της παχυσαρκίας κατά την εφηβική ηλικία

περιλαμβάνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, το αίσθημα απόρριψης και την εμφάνιση

κατάθλιψης ως αποτέλεσμα της γενικότερης έλλειψης αυτοπεποίθησης και αποδοχής

(Erickson, S. J., Robinson, T. N., Haydel, K. F., Killen, J. D., 2000). Ιδιαίτερα οι

έφηβοι βιώνουν την απόρριψη από το αντίθετο φύλο, γεγονός που συμβάλει στην

ενίσχυση των αρνητικών συναισθημάτων (Strauss, 2000). Αυτό οφείλεται, εν μέρει,

στην τάση που επικρατεί στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου το ωραίο έχει ταυτιστεί με

το αδύνατο, με αποτέλεσμα οι υπέρβαροι νέοι να υφίστανται φαινόμενα διάκρισης,

γελοιοποίησης και ρατσισμού (Must et al., 1999; Strauss, 2000).

Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η αρνητική άποψη για την εικόνα του σώματος, η βίωση

συναισθημάτων όπως μοναξιά και απομόνωση, νευρικότητα, επιθετικότητα αλλά και

εμπλοκή σε ακραίες συμπεριφορές, όπως κάπνισμα, χρήση ναρκωτικών ουσιών,

κατανάλωση αλκοόλ ή και πρώιμη σεξουαλική δραστηριότητα αποτελούν συχνές

επιπτώσεις της εφηβικής παχυσαρκίας (Strauss, 2000).

Επιπλέον, τα παχύσαρκα παιδιά έχουν μειωμένη απόδοση στα μαθήματά τους.

Τα σοβαρά υπέρβαρα παιδιά χάνουν τέσσερις φορές περισσότερο χρόνο από το

σχολείο απ' ότι τα παιδιά με κανονικό βάρος και πάσχουν συχνά από κατάθλιψη,

διαταραχές ανησυχίας, απομόνωση από το κοινωνικό σύνολο, ακόμα παρουσιάζουν

Page 39: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

39

δυσκολία προσαρμογής και τεμπελιάζουν, διότι έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και

αυτοπεποίθηση και αυξημένα προβλήματα συμπεριφοράς (Strauss, 2000).

Σε μελέτη που έκαναν οι Gordmaker, S. L., Must, A., Perrien, J. M., Sobol, A.

M., Dietz, W., (1993), για τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες των υπέρβαρων

εφήβων διαπιστώθηκε πως η παχυσαρκία στα έφηβα κορίτσια επιφέρει εκτός των

προβλημάτων τα οποία σχετίζονται με τη υγεία, να έχουν να αντιμετωπίσουν και

κοινωνικά, όπως χαμηλότερους μισθούς, λιγότερη εκπαίδευση, δυσκολίες στην

ανεύρεση συντρόφου καθώς και κοινωνική στιγματοποίηση (Gordmaker et al. 1993).

Πίνακας 4: ψυχολογικές επιπλοκές της παχυσαρκίας

1) χαμηλή αυτοεκτίμηση και αρνητική άποψη για την εικόνα του σώματος

2) κατάθλιψη ή δυσθυμία

3) αίσθημα απομόνωσης και μοναξιάς

4) αίσθημα απόρριψης

5) νευρικότητα ή ανησυχία

6) εμπλοκή σε ακραίες συμπεριφορές, όπως κάπνισμα, χρήση ναρκωτικών ουσιών, κατανάλωση

αλκοόλ ή και πρώιμη σεξουαλική δραστηριότητα

7) λιγότερα χρόνια εκπαίδευσης

8) υψηλότερος βαθμός φτώχειας

9) χαμηλότερο οικογενειακό εισόδημα

10) χαμηλότερος βαθμός δέσμευσης (γάμος )

2.2.3.2. Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις

Από τις πιο σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες είναι η διατήρηση της

παχυσαρκίας μετά την ενηλικίωση. Άτομα που είχαν αυξημένο βάρος ως παιδιά

έχουν δύο φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να παραμείνουν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ως

Page 40: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

40

ενήλικες. (Must, 1996) Το 50% των εφήβων με ΔΜΣ μεγαλύτερο ή ίσο του 95ου

εκατοστημορίου γίνονται παχύσαρκοι ενήλικες. Στη διατήρηση της παχυσαρκίας από

την παιδική στην ενήλικη ζωή οφείλεται το ένα τρίτο των παχύσαρκων ενηλίκων

(Dietz, 1998).

Τα παραπάνω δηλώνουν ότι υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ των τιμών

του ΔΜΣ της παιδικής ηλικίας με αυτών των ενηλίκων. (Guo, S. S. et al., 1999).

Συγκεκριμένα, παιδιά ή έφηβοι που ανήκουν σε υψηλό εκατοστημόριο στις καμπύλες

ανάπτυξης για ΔΜΣ-ηλικία του CDC, αντιμετωπίζουν μεγάλο κίνδυνο να

διατηρηθούν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ως ενήλικες (στο 35ο περίπου έτος), και αυτός

ο κίνδυνος αυξάνει με την ηλικία. (Guo, S. S. et al., 2002).

Αναπόφευκτα, η παχυσαρκία είναι παράγοντας κινδύνου για διάφορες

νοσολογικές οντότητες στους ενήλικες αυξάνοντας την πιθανότητα θανάτου καθώς

οι επιπλοκές της είναι χρόνιες και υποτροπιάζουσες.

Οι σημαντικότερες επιπλοκές της παχυσαρκίας βάσει του CDC ( Panagiotakos et al.,

2004) είναι οι παρακάτω:

-Υπέρταση: H προσαρμοσμένη για την ηλικία- συχνότητα εμφάνισης υψηλής

αρτηριακής πίεσης, αυξάνεται με την αύξηση του BMI σε άνδρες και γυναίκες. Η

παθοφυσιολογία της υπέρτασης σχετίζεται ισχυρά με την αντίσταση των αρτηριών,

τον όγκο αίματος και την καρδιακή παροχή.

-Δυσλιπιδαιμία: Το διαταραγμένο λιπιδαιμικό προφίλ συνίσταται από διαταραχή στις

επόμενες παραμέτρους:

- Υψηλή ολική χοληστερόλη: Τα επίπεδα της είναι συνήθως πιο αυξημένα σε άτομα

με κεντρικού τύπου παχυσαρκία ( περιφέρεια μέσης ≥ 0,8 για τις γυναίκες και ≥ 1 για

τους άνδρες .

- Υψηλά τριγλυκερίδια : τα οποία σχετίζονται με υψηλές τιμές BMI .

Page 41: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

41

- Χαμηλή HDL : Αλλαγές στο BMI σχετίζονται με αλλαγές στην HDL-χοληστερόλη.

Αλλαγή BMI κατά 1 μονάδα σχετίζεται με αλλαγή HDL-χοληστερόλης κατά 1,1

mg/dl σε νέους ενήλικες άνδρες .

Σακχαρώδης διαβήτης ΙΙ: Ο σχετικός κίνδυνος για διαβήτη αυξάνεται περίπου 25%

για κάθε επιπρόσθετη μονάδα BMI πάνω από 22 kg/m2

Στεφανιαία νόσος: Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η παχυσαρκία και το

υπερβάλλον ενδοκοιλιακό λίπος σχετίζεται άμεσα με καρδιαγγειακούς παράγοντες

κινδύνου .

Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια: Η παχυσαρκία έχει αναγνωριστεί ως σημαντικός

και ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.

Έμφραγμα μυοκαρδίου: Tο υπερβάλλον σωματικό βάρος ίσως συνεργεί στο κίνδυνο

εμφάνισης εμφράγματος, ανεξάρτητα από την υπέρταση και το σακχαρώδη διαβήτη.

Χολολιθίαση: Έχει αποδειχθεί ότι ο κίνδυνος εμφάνισης χολόλιθων αυξάνεται με την

αύξηση του βάρους στους ενήλικες .

Οστεοαρθρίτιδα: Υπέρβαροι και παχύσαρκοι φαίνεται να εμφανίζουν συχνότερα

συμπτώματα οστεοαρθρίτιδας ( κυρίως γυναίκες).

Άπνοια ύπνου: Τα περισσότερα άτομα που εμφανίζουν άπνοια ύπνου έχουν BMI > 30

και υπερβάλλον ενδοκοιλιακό λίπος.

Καρκίνος : Η παχυσαρκία έχει ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση διάφορων μορφών

καρκίνου. Έρευνες έχουν δείξει πως υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ της

παχυσαρκίας και του καρκίνου του κόλον ιδιαίτερα για τους άνδρες. Επίσης,

επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν πως η παχυσαρκία σχετίζεται ευθέως με τη

θνησιμότητα από καρκίνο του στήθους, επικρατέστερα στις μεταεμμηνοπαυσιακές

γυναίκες. Ακόμη, ο κίνδυνος για καρκίνο της μήτρας τριπλασιάζεται σε γυναίκες με

BMI > 30, συγκρίνοντας με γυναίκες κανονικού βάρους .

Page 42: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

42

Γονιμότητα: Η παχυσαρκία σχετίζεται με ενδοκρινολογικές διαταραχές (διαταραχές

της εμμήνου ρύσεως και αμηνόρροια σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, στείρωση

αλλά και διαβήτη της κύησης).

Ψυχολογικές διαταραχές: Αν και αποτελεί σαφώς ένα αντικειμενικά μετρήσιμο

φαινόμενο (π.χ. μέσω του ΔΜΣ ή του ποσοστού λίπους στο σώμα), η παχυσαρκία

είναι ταυτόχρονα μια υποκειμενική, συναισθηματική εμπειρία του σώματος και της

εικόνας του σώματος, η οποία έχει συσχετιστεί σημαντικά με εσωτερικές

καταστάσεις, όπου καθώς τα παχύσαρκα παιδιά και έφηβοι μη συμμετέχοντας σε

παρέες συνολικών (κοινωνικός στιγματισμός), βιώνουν ένα ψυχολογικό στρες, έχουν

θετικές συσχετίσεις με συμπτώματα κατάθλιψης, χαμηλή αυτοεκτίμηση (Strauss,

2000), χαμηλή αυτό-αποτελεσματικότητα (Trost, S. G., Kerr, L. M., Ward, D. S., &

Pate, R. R., 2001), και κακή εικόνα για τον εαυτό τους (French, S. A., Story, M., &

Perry, C. L., 1995; Goodman, et al., 2000).

Επιπλέον αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης μυοσκελετικών ανωμαλιών και

αναπνευστικών προβλημάτων (WHO, 2002; WHO, 1997). Τέλος μπορεί να

συνδυάζεται με άλλα προβλήματα όπως το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα, η

φλεβική ανεπάρκεια και εν τω βάθει θρομβοφλεβίτιδα καθώς επίσης και με πλημμελή

επούλωση τραυμάτων(Must et al.,1999; National Task Force on the Prevention and

Treatment of Obesity, 2000).

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η θνησιμότητα παρουσιάζει καμπύλη τύπου «U»

ανάλογα με το ΒΜΙ και η χαμηλότερη θνησιμότητα παρατηρείται στα άτομα με ΔΜΣ

κυμαινόμενο ανάμεσα στο 22 έως 25 kg/m2 ( Kuczmarski et al., 2001).

2.3. Επιπολασμός της παχυσαρκίας

2.3.1. Επιπολασμός της παχυσαρκίας στον κόσμο και το οικονομικό κόστος.

Page 43: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

43

Η παχυσαρκία αυξάνεται σχεδόν σε κάθε πληθυσμό που έχει μελετηθεί

(WHO, 2000). Το υπερβάλλον σωματικό βάρος και η παχυσαρκία αποτελούν

πρόβλημα δημόσιας υγείας (Daniel, 2005), που συνδέεται με το ουσιαστικό

οικονομικό φορτίο όχι μόνο στις αναπτυγμένες χώρες αλλά και στις αναπτυσσόμενες

χώρες (Afzal & Naveed, 2004). Τα ποσοστά της παχυσαρκίας έχουν αυξηθεί από το

1980 στη Βόρεια Αμερική, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ανατολική Ευρώπη, τη Μέση

Ανατολή, τα Ειρηνικά νησιά, την Αυστραλία, την Ασία και την Κίνα (WHO, 2003).

Μεταξύ του 1980 και του 1994, η επικράτηση της παχυσαρκίας μεταξύ των ενηλίκων

αυξήθηκε κατά περισσότερο από 50% σύμφωνα με στοιχεία του NHANES ΙΙΙ (CDC,

2000).

Σε έρευνα που έγινε μεταξύ του 1976–1980, 47% των ενηλίκων ηλικίας 20 χρονών

και άνω ήταν υπέρβαροι (BMI >25) και 15% ήταν παχύσαρκοι (BMI >30) (Flegal et

al., 1998).

Πίνακας 5: Επιπολασμός της παχυσαρκίας σε ενήλικες στις ΗΠΑ

(Πηγή: U.S. Department of Health and Human Serviceς, 2004).

Η παχυσαρκία έχει εξελιχτεί σε παγκόσμια επιδημία , το ποσοστό της έχει

διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια τόσο στους ενήλικες, όσο και στα παιδιά και

Page 44: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

44

τους εφήβους (Center for Disease Control and Prevention, 2004; Wang, Y. &

Lobstein, T., 2006; WHO, 2000).

Ο WHO(WHO, 2000) εκτιμά πως περισσότερο από 1 δις. άνθρωποι είναι

υπέρβαροι και τουλάχιστον 300 εκατομμύρια εξ’ αυτών είναι παχύσαρκοι

παγκοσμίως και ότι η παχυσαρκία κατατάσσεται στους 10 πρώτους άμεσους για την

υγεία του ανθρώπου παράγοντες. Το υπερβάλλον βάρος έχει επηρεάσει 30-80% των

ενηλίκων της Ευρώπης. Περίπου το 20% των παιδιών και των εφήβων είναι

υπέρβαρα και το ⅓ από αυτά είναι παχύσαρκα. Η παχυσαρκία αναμένεται στους

ενήλικους να φτάσει τα 150 εκατομμύρια ενώ στα παιδία τα 15 εκατομμύρια μέχρι το

2010 (WHO, 2007). Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό μιας ολοένα και μεγαλύτερη

τάση για κακή διατροφή και ελλιπή σωματική άσκηση στον πληθυσμό της Ευρώπης,

η οποία εύλογα αναμένεται να αυξήσει τα μελλοντικά ποσοστά ορισμένων χρόνιων

παθήσεων, όπως οι καρδιοαγγειακές παθήσεις, η υπέρταση, ο διαβήτης τύπου 2, τα

εγκεφαλικά, ορισμένες μορφές καρκίνου, οι μυοσκελετικές διαταραχές, ακόμη και

ορισμένες ψυχικές παθήσεις. Μακροπρόθεσμα αυτό θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στο

προσδόκιμο ζωής στην Ευρώπη καθώς και στην ποιότητα ζωής ενός μεγάλου μέρους

του πληθυσμού της.

Το πρόβλημα αυτό δημιουργεί μεγάλο κόστος ιατρικής περίθαλψης (άμεσο)

και μείωση της παραγωγικότητας (έμμεσο), το κόστος εντείνεται περισσότερο από

τους υπέρβαρους παρά από τους παχύσαρκους. Ένας από τους λόγους που έχει

αυξηθεί το ιατρικό κόστος, είναι η αυξημένη χρησιμοποίηση των φαρμάκων κατά της

παχυσαρκίας, όπως φαίνεται στην εικόνα από μια έρευνα που έγινε στην Αγγλία την

περίοδο 1998-2002. Φανερό είναι ότι το έμμεσο κόστος συσχετίζεται με την

μειωμένη παραγωγικότητα: αρκετές ημέρες απουσίας από την εργασία λόγω υγείας ή

πρόωρος θάνατος. ( WHO, 2007)

Page 45: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

45

Το εύρος του επιπολασμού της παχυσαρκίας ανά τον κόσμο κυμαίνεται σε

λιγότερο από 5% στην Κίνα, την Ιαπωνία και σε συγκεκριμένες Αφρικανικές φυλές,

μέχρι και 75% σε αστικές περιοχές της Σαμόα. Αν δε ληφθεί υπόψη και το γεγονός

ότι έχουν προταθεί νέα κριτήρια για τον προσδιορισμό της παχυσαρκίας με βάση το

ΒΜΙ σε ασιατικούς πληθυσμούς τότε τα ποσοστά αυτά ενδέχεται να αυξηθούν

δραματικά.( Deurenberg, P., Deurenberg-Yap, M. & Gurrice, S., 2002).

Ο Διεθνής Σύνδεσμος για τη Μελέτη της Παχυσαρκίας (International

Association for the Study of Obesity-IASO) σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο

Οργανισμό Υγείας, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες κινδύνου και τη θνητότητα

από νόσους σχετιζόμενες με την παχυσαρκία σε πληθυσμούς της Ασίας, έχει ορίσει

νέα όρια ΒΜΙ για την παχυσαρκία. Τα νέα αυτά όρια ΒΜΙ για τους Ασιάτες είναι

23kg/m2 για τον προσδιορισμό των υπέρβαρων ατόμων και 25kg/m2 για την

εκτίμηση της παχυσαρκίας, αντί για τα όρια των 25kg/m2 και 30kg/m2 αντίστοιχα

που ισχύουν για την καυκάσια φυλή (Steering Committee of the WHO Western

Pacific Region, IASO & IOTF. The Asia-Pacific perspective: redefining obesity and

its treatment. Australia, 2000). Η μείωση των ορίων του ΒΜΙ περίπου κατά 3kg/m2,

θα είχε ως αποτέλεσμα να τριπλασιαστεί το ποσοστό εμφάνισης της παχυσαρκίας σε

αρκετές χώρες της Ασίας, μια αύξηση της τάξης του 10-15%.( Deurenberg-Yap, M.,

Chew, S. K. & Deurenberg, P. 2002).

Στον Καναδά το 50% των ενηλίκων είναι υπέρβαροι και το 13% παχύσαρκοι.

Σε χώρες όπως η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Φιλανδία, η Γερμανία, το Κουβέιτ και η

Τζαμάικα, τουλάχιστον το ½ του πληθυσμού είναι υπέρβαροι και το 1/5 παχύσαρκοι.

Σε χώρες της Λατινικής Αμερικής όπως το Μεξικό και η Παραγουάη πάνω από το

50% του πληθυσμού τους είναι υπέρβαρο και πάνω από 15% παχύσαρκο ( WHO,

2002).

Page 46: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

46

Οι δαπάνες για την παχυσαρκία αποτελούν το 2-6% των δαπανών για την

υγεία σε διάφορες αναπτυγμένες χώρες. Το πραγματικό όμως κόστος είναι πολύ

μεγαλύτερο καθώς περιλαμβάνει πρακτικά και αυτό των σχετιζόμενων επιπλοκών

(WHO, 2007).Το πιο ανησυχητικό είναι πως η συχνότητα εμφάνισης είναι

αυξανόμενη τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Πρέπει να τονιστεί πως η παχυσαρκία συνυπάρχει συχνά με τον υποσιτισμό στις

αναπτυσσόμενες χώρες και επηρεάζει όλες τις ηλικίες και τα κοινωνικοοικονομικά

επίπεδα, με σοβαρές κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις.

Πίνακας 6: Αναλογίες υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων σε διάφορες χώρες

Τα τελευταία 20 χρόνια η παχυσαρκία στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί δραματικά .

Αξίζει μόνο να αναφέρουμε πως το 1991, μόνο 4 πολιτείες είχαν επιπολασμό

παχυσαρκίας 15-19%, ενώ το 2004, 7 πολιτείες είχαν επιπολασμό15-19%, 33 είχαν

20-24% .

Page 47: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

47

Ενδεικτικά το 30% των κατοίκων των Η.Π.Α. είναι παχύσαρκοι και το πλέον

ανησυχητικό είναι ότι το ποσοστό των υπέρβαρων παιδιών τις τελευταίες 2 δεκαετίες

έχει αυξηθεί δραματικά. Τις περιόδους 1963-1970 μέχρι το 1999-2002 ο επιπολασμός

στις ηλικίες 6-11 ετών αυξήθηκε από το 4% στο 16%.Την ίδια περίοδο στους

έφηβους από 12-19 ετών έφτασε από το 5% στο 16% ( CDC, 2005a).

Αναπόφευκτα, το οικονομικό κόστος από την εξάπλωση της παχυσαρκίας και

την αντιμετώπιση των πολλαπλών επιπλοκών της είναι ένας επιπλέον παράγοντας για

την αναγκαιότητα αντιμετώπισής της, πέρα του κοινωνικού ζητήματος.

Δισεκατομμύρια δολάρια ξοδεύονται κάθε χρόνο στις δυτικές κοινωνίες, πολλές

φορές με επικίνδυνες μεθόδους για την υγεία από το το 22% των ανδρών και το 38%

των γυναικών στην προσπάθειά τους να χάσουν βάρος όπως προκύπτει από

στατιστικά στοιχεία ( Τοκμακίδης κ.α., 2000). Το 1995 το κόστος ανήλθε στα 99,2

δις δολάρια, εκ των οποίων τα 51,6 δις αφορούσαν άμεσα θεραπείες ασθενών σχετικά

με την παχυσαρκία. Την περίοδο, 1999-2000 περίπου 9,9 εκατ. ενήλικες

επισκέφθηκαν γιατρούς στις ΗΠΑ και διαγνώστηκαν ως παχύσαρκοι. Όπως

αναμενόταν το κόστος ανήλθε στο υπέρογκο ποσό των 117 δις δολαρίων (Pan

American Health Organization ,2002). Το κόστος υγείας για την παχυσαρκία στο

Καναδά αντιπροσωπεύει το2,2% του συνολικού κόστους υγείας. (Gorber et al.,

2007).

2.3.1.1. Επιπολασμός της παχυσαρκίας στην Ελλάδα.

Το 2005, στη δημοσίευση της IOTF ( International Obesity Task Force, 2005)

αναφέρεται πως η συχνότητα εμφάνισης υπερβάλλοντος βάρους(ΒΜΙ >=25)για τις

Ελληνίδες είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη με ποσοστό 74.7%, ενώ και οι Έλληνες

έρχονται πρώτοι με ποσοστό 78.6%. Το ποσοστό αυτό συμφωνεί με αυτό της μελέτης

Page 48: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

48

ATTICA (Panagiotakos, D. B., et al., 2004), όσον αφορά τους άνδρες, αλλά

διαφοροποιείται για τις γυναίκες.

Έτσι, σύμφωνα με την ATTICA, όπου μελετήθηκε πληθυσμός όλων των

ηλικιών από αστικές και αγροτικές περιοχές του νομού Αττικής , βρέθηκε ότι ο

επιπολασμός του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας είναι 53% και 20% για τους

άνδρες, 31% και 15% για τις γυναίκες, αντίστοιχα. Η παχυσαρκία κυμαίνονταν από

10% στις αγροτικές ως 25% στις αστικές περιοχές του νομού. Επίσης, παρατηρήθηκε

ότι οι υπέρβαροι και οι παχύσαρκοι ήταν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας ( 40-59 ετών),

με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, με περισσότερο καθιστική ζωή και ότι

κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες ανθρακούχων αναψυκτικών και γενικότερα οι

διατροφικές τους συνήθειες ήταν μακριά από την Μεσογειακή διατροφή.

2.3.2. Επιπολασμός της παχυσαρκίας στον παιδικό-εφηβικό πληθυσμό

Δυστυχώς, η επιδημία της παχυσαρκίας έχει εξαπλωθεί μεταξύ όλων των

παιδιών, ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο και τη φυλή ( WHO, 2007).

Το ποσοστό των παιδιών που είναι υπέρβαρα (έχουν δείκτη μάζας σώματος

πάνω από το 95ο εκατοστημόριο των καμπύλων ανάπτυξης του CDC) επίσης

συνεχίζει να αυξάνεται ( Barlow, S. E, Dietz, W. H., 1998). Σε παγκόσμιο επίπεδο ο

επιπολασμός του υπέρβαρου, συμπεριλαμβανομένης και της παχυσαρκίας, σε παιδιά

ηλικίας από 5 έως 17 ετών ανέρχεται σε 10% και ο επιπολασμός της παχυσαρκίας σε

2 – 3 % (Lobstein, T., Baur, L., Uauy, R., 2004). Ο επιπολασμός του υπέρβαρου στα

παιδιά αυξάνεται, τόσο στις αναπτυγμένες, όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, με

διαφορετική ταχύτητα και τρόπο. Στις βιομηχανοποιημένες χώρες τα παιδιά των

χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών ομάδων βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο.

Αντιθέτως στις αναπτυσσόμενες χώρες η παχυσαρκία εμφανίζεται στις

κοινωνικές ομάδες υψηλότερου οικονομικού επιπέδου και στους αστικούς παρά

Page 49: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

49

στους αγροτικούς πληθυσμούς. Δηλαδή το υπέρβαρο είναι αυξημένο στους φτωχούς

στις πλούσιες χώρες και στους πλούσιους στις φτωχότερες χώρες (Lobstein et al.,

2004). Η Βόρεια Αμερική και κάποιες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν τα υψηλότερα

επίπεδα επιπολασμού με τις μεγαλύτερες αυξήσεις τα τελευταία χρόνια. Πρόσφατα

στοιχεία δείχνουν αύξηση και επιπολασμό του υπερβολικού βάρους σε παιδιά 2 ετών

και άνω (Eckel, 2005). Από τα παιδιά και τους εφήβους ηλικίας 6–19 χρόνων, 16%

(σχεδόν 9 εκατομμύρια) είναι υπέρβαρα σύμφωνα με τα στοιχεία από το National

Health and Nutrition Examination Survey 1999 –2000 (NHANES)(CDC, 2002).

Πίνακας 7: Επιπολασμός της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους στις ΗΠΑ

(Πηγή: U.S. Department of Health and Human Serviceς, 2004).

Υπολογίζεται ότι 10.6% των παιδιών ηλικίας 6-17 χρόνων ήταν υπέρβαρα κατά τη

διάρκεια του 1988-94 και ένα επιπρόσθετο 14% των παιδιών ήταν σε αυξημένο

κίνδυνο να γίνουν υπέρβαρα (Ogden et al., 2002; Troiano et al., 1998).

Page 50: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

50

Πίνακας 8: Αναλογίες παχύσαρκων παιδιών στις ΗΠΑ

Page 51: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

51

(Πηγή: Center on an Aging Society, 2002).

Η παχυσαρκία και η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας αριθμούν πάνω από

300,000 θανάτους κάθε χρόνο στην Αμερική (Center on an Aging Society, 2002;

CDC, 2000). Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες το ποσοστό των υπέρβαρων και των

παχύσαρκων του πληθυσμού της Ευρώπης αυξήθηκε εντυπωσιακά. Αυτό ισχύει

ιδιαίτερα για τα παιδιά καθώς ο εκτιμώμενος επιπολασμός υπερβολικού βάρους

έφθασε το 30% το 2006(Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κρατών, 2007).

Η παιδική παχυσαρκία έχει φτάσει στα όρια της επιδημίας σε μερικές

περιοχές ενώ αυξάνεται σε άλλες. Έτσι ενώ το 2002 κατ’ εκτίμηση 17.6 εκατομμύρια

παιδιά κάτω των πέντε υπολογίζονταν ως υπέρβαρα παγκοσμίως ( WHO, 2003a) με

βάση πιο πρόσφατες έρευνες πάνω από 22 εκατομμύρια παιδιών μικρότερα των 5

Page 52: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

52

ετών και 155 εκατομμύρια παιδιών σχολικής ηλικίας είναι υπέρβαρα, από τα οποία τα

30-45 εκατομμύρια είναι παχύσαρκα (International Obesity Task Force, 2006).

Τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι στην Ευρώπη γύρω στο 18% των παιδιών

σχολικής ηλικίας, περίπου 14 εκατομμύρια παιδιά από τα 77 εκατομμύρια παιδιών

σχολικής ηλικίας στα 25 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), είναι υπέρβαρα,

από τα οποία τα 3 εκατομμύρια είναι παχύσαρκα. Η ετήσια αύξηση του επιπολασμού

του υπέρβαρου κυμαίνεται μεταξύ 0.55% και 1.65%, με αποτέλεσμα ο αριθμός των

υπέρβαρων παιδιών στην ΕΕ να αυξάνεται περίπου με ρυθμό 400,000 το χρόνο, από

τα οποία τα 85,000 είναι παχύσαρκα (IOTF, 2006). Σε παιδιά και εφήβους ηλικίας 6

έως 18 ετών, ο επιπολασμός των υπέρβαρων τριπλασιάστηκε στη Βραζιλία μεταξύ

1974 και 1997, σχεδόν διπλασιάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ των περιόδων

1971-1974 και 1988-1994, ενώ στην Κίνα αυξήθηκε κατά το ένα πέμπτο μεταξύ 1991

και 1997 (Wang et al., 2002.).

Σύμφωνα με έρευνες του National Health and Nutrition Examination Survey

(NHANES) σε δύο μετρήσεις της παχυσαρκίας στις Η.Π.Α (1976-1980, 1988-1991),

παρατηρήθηκε αύξηση σε παιδιά και εφήβους από 6 σε 10.7% και από 4.8 σε 10.7%

αντίστοιχα (Troiano & Flegal, 1998). Επίσης έρευνα του National Health and

Nutrition Examination Survey, έδειξε μία σημαντική αύξηση στον επιπολασμό της

παχυσαρκίας ανάμεσα στους εφήβους 12-19 χρονών από το 1963 έως το 2002. Πιο

συγκεκριμένα, ανάμεσα στους εφήβους ηλικίας 12-19 ετών τα ποσοστά αυξήθηκαν

από 5% από το 1963-1970 σε 16.1% από το 1999-2002. Ο επιπολασμός της

παχυσαρκίας ανάμεσα στα αγόρια αυτής της ηλικιακής ομάδας αυξήθηκε από 11.3%

από το 1988-1994 σε 16.7% από το 1999-2002 ενώ στα κορίτσια αυξήθηκε από 9.7%

σε 15.4% για την ίδια χρονική περίοδο (βλέπε πίνακα 9).

Page 53: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

53

Πίνακας 9: Ποσοστά υπέρβαρων εφήβων στις ΗΠΑ

(Πηγή: U.S. Department of Health and Human Serviceς, 2004).

Σύμφωνα με άλλη νεότερη έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε αντλώντας

δεδομένα από τις NHANES έρευνες του 1999-2000 και 2003-2004 και

χρησιμοποίησε για τον ορισμό της παχυσαρκίας τα κριτήρια του οργανισμού IOTF,

έδειξε ότι το 1999-2000 τα ποσοστά υπέρβαρου και παχυσαρκίας ανέρχονταν σε

ποσοστό 29% ενώ μέχρι το 2003-2004 είχαν φτάσει το 35%. Από τα παραπάνω

φαίνεται ότι τα ποσοστά εφηβικής παχυσαρκίας στις ΗΠΑ είναι από τα υψηλότερα

στον κόσμο (Lobstein, T., Jackson-Leach, R., 2007).

Οι Flegal, Carroll, Ogden, Flegal, Carroll, & Johnson, (2002) αναφέρουν

μεταξύ άλλων ότι το 2000 στις ΗΠΑ εννέα εκατομμύρια παιδιά θεωρούνταν

υπέρβαρα — τριπλάσιος αριθμός από το 1980, παράλληλα τα ποσοστά των ενηλίκων

υπέρβαρων και υπερβολικά παχύσαρκων ΒΜΙ >40, έχουν αυξηθεί από 55.9% σε

64.5% και από 2.9% σε 4.7% αντίστοιχα . Η λάθος διατροφή και ο στατικός τρόπος

ζωής είναι οι πρωταρχικές αιτίες.

Page 54: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

54

Επίσης στις ΗΠΑ ο Wang, Y. (2004) αναφέρει ότι το 1/3 των παιδιών του

δημοτικού σχολείου είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα ενώ πολλά παιδιά ηλικίας δυο ετών

τείνουν να είναι περισσότερο παχιά σε σχέση με το ύψος τους. Σε παιδιά ηλικίας 6

έως 11 ετών, η παχυσαρκία έχει αυξηθεί από το 1960 κατά 54%, ενώ σε παιδιά

ηλικίας 12 έως 17 ετών κατά 39% (Levine, Ringham, Kalarchian, Wisniewski,

Marcus, 2001).

Παρόμοιες αυξητικές τάσεις έχουν παρατηρηθεί και σε άλλες χώρες.

Στον Καναδά, ο επιπολασμός των υπέρβαρων παιδιών αυξήθηκε κατά 92% στα

αγόρια και κατά 57% στα κορίτσια, ενώ το φαινόμενο της παχυσαρκίας

διπλασιάστηκε και στα δύο φύλα την ίδια περίοδο ( Τremblay & Willms, 2000).

Επίσης στον Καναδά σε έρευνα των Canning, Pourage, & Frizzell, (2004), με δείγμα

4161 μαθητές και μαθήτριες, βρέθηκε ότι ένα στα τέσσερα παιδιά ήταν παχύσαρκα

ήδη από την ηλικία των 3.5 έως 5.5 ετών.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε ήδη να αντιμετωπίζει την παιδική και εφηβική

παχυσαρκία ως μάστιγα ( Lobstein, T., & Frelut, M. L., 2003). Στην Ουαλία οι Elgar

et al., (2005), ανέφεραν υψηλά ποσοστά εφήβων που είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.

Στην Πορτογαλία, σε έρευνα που διεξήχθη σε 4,511 παιδιά ηλικίας 7 έως 9 ετών, το

29.4% των αγοριών και το 33.7% των κοριτσιών ήταν υπέρβαρα/παχύσαρκα. Τα

κορίτσια παρουσίαζαν υψηλότερα ποσοστά πλεονάζοντος βάρους από τα αγόρια σε

συγκεκριμένες ηλικίες (Padez et al., 2004.).

Όμως, τα υψηλότερα ποσοστά πλεονάζοντος βάρους και παχυσαρκίας

εμφανίζονται στα παιδιά των Μεσογειακών περιοχών όπου ξεπερνούν το 30% και

είναι πιο αυξημένα σε σχέση με τις κεντρικές και βόρειες περιοχές της Ευρώπης, με

τα ποσοστά να κυμαίνονται μεταξύ 10 – 20% (Lobstein et al., 2004). Σύμφωνα με

έρευνα που διεξάγει για να προσδιορίσει τον επιπολασμό των υπέρβαρων παιδιών

Page 55: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

55

ηλικίας 7-18 ετών στην Ευρώπη, βασιζόμενη και στα δεδομένα άλλων 20 ερευνών,

έδειξε ότι ο επιπολασμός της παχυσαρκίας (όπως ορίστηκε με τα κριτήρια του

οργανισμού IOTF) στους εφήβους είναι σε χαμηλά ποσοστά σε χώρες της κεντρικής

και ανατολικής Ευρώπης, των οποίων η οικονομία υπέστη κρίση κατά την περίοδο

του 1990 (Lobstein & Frelut, 2003). Πιο συγκεκριμένα, τα χαμηλότερα ποσοστά

εμφανίζονται στη Ρωσία (9%) και στην Σλοβακία (8%) ενώ τα υψηλότερα ποσοστά

εμφανίζονται στις νότιες χώρες της Ευρώπης, όπως στην Ελλάδα (22%), στην

Ισπανία (21%) και στην Κύπρο (23%) αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο (21%).

Με βάση άλλη έρευνα τις υψηλότερες τιμές κατέχει η Ιταλία (36%), τη δεύτερη θέση

η Πορτογαλία (31.5%) και τρίτη η Ελλάδα (31%) ( Padez et al., 2004)

Στην Κύπρο, oι υπάρχουσες πληροφορίες από έρευνες για την παιδική

παχυσαρκία δείχνουν ότι η ύπαρξη της είναι παρόμοια της παρατηρούμενης

παχυσαρκίας στις αναπτυγμένες χώρες. Συγκεκριμένα, σε μία πρώτη έρευνα που

έγινε στην Κύπρο για αξιολόγηση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας με ένα

αντιπροσωπευτικό δείγμα 2467 παιδιών ηλικίας 6-17 ετών, τα αποτελέσματα έδειξαν

ότι το 10.3% των αγοριών και το 9.1% των κοριτσιών ήταν παχύσαρκα

χρησιμοποιώντας τον ορισμό του NHANES I και 6.9 και 5.7% αντίστοιχα

χρησιμοποιώντας τον ορισμό του IOTF. Το ποσοστό παχυσαρκίας παρουσίασε μία

ελαττωμένη τάση με την ηλικία. Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε ένα ποσοστό 16.9%

των αγοριών και 13.1% των κοριτσιών που ήταν υπέρβαρα σύμφωνα με τον ορισμό

του NHANES I και 18.8% και 17.0%, αντίστοιχα χρησιμοποιώντας το ορισμό του

IOTF . Ως πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου της παχυσαρκίας για αγόρια και

κορίτσια ήταν η παχυσαρκία των γονιών ( Savva, S. C., Kourides, Y., Tornaritis, M.,

Epiohaniou- Savva, M., Chadjigeorgiou, C. & Kafatos, A. 2002).

Page 56: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

56

Οι παραπάνω ρυθμοί της παχυσαρκίας είναι συγκρίσιμοι με αυτούς που

παρατηρήθηκαν στη βόρεια Αμερική. Σε μία άλλη μελέτη που διεξηχθεί στην Κύπρο

σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 2472 παιδιών ηλικίας 6-17 ετών βρέθηκε ότι οι

τιμές του 85 και του 95 εκατοστημορίου ήταν υψηλότερες στα αγόρια της Κύπρου

απ’ ότι της Σουηδίας και του Ιράν σε όλες τις ηλικίες από 6-17 και στα κορίτσια

ηλικίας 6-15 ετών (Savva, S. C., Kourides, Y., Tornarides, M., Epiphaniou- Savva,

M., Tafouna, P., Kafatos, A., 2001).

Πίνακας 10: O επιπολασμός των υπέρβαρων Ευρωπαίων παιδιών ηλικίας 4-11 ετών

ανά χώρα.

Πηγή: International Obesity Task Force, 2004.

Άλλη μελέτη που είχε γίνει νωρίτερα στην Κύπρο σε παιδιά ηλικίας 11 έως 12

ετών έδειξε ότι 15,6% από τα αγόρια και 11,9% από τα κορίτσια ήταν υπέρβαρα.

Page 57: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

57

Επιπλέον, υπήρχε σημαντική αύξηση του πάχους των δερματοπτυχών τρικέφαλου

στα παιδιά αυτής της ηλικίας σε περίοδο 8 ετών (Kourides, Tornaritis, Kourides,

Savva, Hadjigeorgiou, Siamounki,2000).

2.3.3. Εφηβική παχυσαρκία στην Ελλάδα

Η εντυπωσιακή αύξηση της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας συνιστά μια

εξαιρετικά ανησυχητική κατάσταση, ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας.

(Τζέτζης κ.α., 2005). Δεδομένα από τον ελλαδικό χώρο έδειξαν ότι η συχνότητα

εμφάνισης της παχυσαρκίας στα παιδιά συνεχώς αυξάνει (Karayiannis, Yannakoulia,

Terzidou, Sidossis & Kokkevi, 2003; Mamalakis, Kafatos, Manios, Anagnostopoulou,

& Apostolaki, 2000), ενώ αντίθετα, η φυσική δραστηριότητα και η άσκηση των

Ελλήνων ελαττώνεται (Kafatos, A., Mamalakis, G., 1993). Ήδη, από το 1979, σε

μελέτη των Δάκου-Βουκετάκη και συν., είχε επισημανθεί ότι τα παιδιά και οι έφηβοι

του αστικού πληθυσμού της χώρας μας παρουσιάζουν σημαντικό ποσοστό

παχυσαρκίας και γενικά αυξημένη λιπώδη μάζα σε σχέση με ανάλογες πληθυσμιακές

ομάδες προηγμένων χωρών(Δάκου-Βουκετάκη & Ματσιανώτης, 1979).

Mελέτες σχετικά με την παιδική παχυσαρκία στον ελλαδικό χώρο,

διαπιστώνουν ταύτιση με τις διεθνείς τάσεις. Έρευνες βασισμένες σε αντικειμενικές

μετρήσεις έδειξαν ότι η συχνότητα της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας στην

Ελλάδα έχει αυξηθεί ανησυχητικά τα τελευταία χρόνια και είναι σήμερα από τις

υψηλότερες στην Ευρώπη (Magkos, F., Manios, Y., Christakis, G., & Kafatos, A. G.,

2005). Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι η γενίκευση στα υπέρβαρα και

παχύσαρκα παιδιά ανέρχεται σε ποσοστό 22.2% και 4.1% αντίστοιχα και έχει αυξηθεί

τις τελευταίες δεκαετίες ιδιαίτερα στα αγόρια(Krassas et al.,2001; Mamalakis et al.,

2000).

Page 58: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

58

Οι Mamalakis et al., 2000 ασχολήθηκαν με τους μαθητές 40 τυχαία

επιλεγμένων σχολείων από τρεις περιοχές της Κρήτης. Αρχικά, εξετάστηκαν1046

μαθητές στην ηλικία των 6 ετών. Στην ηλικία των 9 ετών, επαναξιολογήθηκε ένα

αντιπροσωπευτικό δείγμα ( n = 579) των αρχικών παιδιών και στα 12 έγινε η ίδια

επανεξέταση σε 831 μαθητές. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα μισά 50% περίπου των

παιδιών στην ηλικία των έξι ετών και ένα αντίστοιχο ποσοστό στην ηλικία των

δώδεκα ετών, μπορούν να χαρακτηριστούν ως υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Τα

Κρητικόπουλα, συγκρινόμενα με τα συνομήλικά τους Αμερικανόπουλα, είχαν

υψηλότερους μέσους του ΒΜΙ και επιδείκνυαν μεγαλύτερα ποσοστά του υπέρβαρου

και στα δύο φύλα σε όλες τις ηλικίες. Ακόμα, το άθροισμα των δερματοπτυχών

συσχετιζόταν ισχυρά με το δείκτη LDL-C, o οποίος έχει βρεθεί ότι συνδέεται με την

παχυσαρκία. Τα παιδιά, επίσης, από τις αστικές περιοχές είχαν μεγαλύτερη τιμή στο

άθροισμα των δερματοπτυχών απ’ ότι αυτά που διέμεναν σε αγροτικές περιοχές.

Στη Θεσσαλονίκη, μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 2,458 παιδιά ηλικίας 6

έως 17 ετών τα υπέρβαρα παιδιά ήταν 22.2% και τα παχύσαρκα 4.1%. Στις ηλικίες

των 6-10 ετών, τα υπέρβαρα παιδιά ήταν 25.3% και τα παχύσαρκα ήταν 5.6%. Στις

ηλικίες των 11-17 ετών τα αντίστοιχα ποσοστά βρέθηκαν αντίστοιχα 19% και στα

2.6%. Τα ποσοστά αυτά έχουν αυξηθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες και μάλιστα στα

αγόρια ( Krassas et al., 2001).

Υψηλά ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων αναφέρουν και οι Karayiannis

et al.,2003). έπειτα από μετρήσεις τους σε 4299 μαθητές από όλη τη χώρα ηλικίας

από 11-16 ετών. Τα στοιχεία της έρευνας προήλθαν από αυτό-αναφορές και για την

κατάταξη-κατηγοριοποίηση των μαθητών με βάση τον ΒΜΙ χρησιμοποιήθηκαν δύο

διαφορετικές μέθοδοι Α) της IOFT-υπέρβαρο ΒΜΙ>25 και παχύσαρκο ΒΜΙ>30 και

Β) της CDC οι σωματομετρήσεις αυτές κυμαίνονται ανάμεσα στην 85η και 95η

Page 59: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

59

εκατοστιαία θέση για την ηλικία και το φύλο χαρακτηρίζονται ως «υπέρβαρα» και

όσα βρίσκονται ή υπερβαίνουν την 95η εκατοστιαία θέση ως «παχύσαρκα». Έτσι

σύμφωνα με την κατάταξη της IOFT το 9.1% των κοριτσιών και το 21.7% των

αγοριών ήταν υπέρβαρα ενώ το 1.2% και 2.5% αντίστοιχα κατατάχτηκαν ως

παχύσαρκα (x2=134.6,P<0.001). Σύμφωνα με την κατάταξη της CDC το 8.1% των

κοριτσιών και το 18.8% των αγοριών ήταν υπέρβαρα ενώ το 1.7% και 5.8%

αντίστοιχα κατατάχτηκαν ως παχύσαρκα. Η ολική «επικράτηση» του υπέρβαρου και

του παχύσαρκου στο συγκεκριμένο δείγμα ήταν κατά IOFT 17.4% και κατά CDC

17.1%.

Ο Χιώτης και οι συνεργάτες του το 2004 εξέτασαν 10.925 παιδιά ηλικίας 0

έως 18 ετών από την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και παρουσίασαν ενδιαφέροντα

αποτελέσματα. Στην ηλικιακή ομάδα 7-12 ετών, το 18.48% των αγοριών και το

14.49% των κοριτσιών ήταν υπέρβαρα και το 9.42% και 3.69% αντίστοιχα ήταν

παχύσαρκα. Στην ηλικιακή ομάδα 13-18 ετών, υπέρβαρα ήταν το 20.63% των

αγοριών και το 14.48% των κοριτσιών, ενώ παχύσαρκα το 9.42% των αγοριών και το

3.65% των κοριτσιών. Τα ποσοστά, πάντως, των υπέρβαρων παιδιών στην περιοχή

της Αθήνας, παρόλο που ήταν υψηλά, ήταν μικρότερα από αυτά σε άλλες

μεσογειακές χώρες και ιδιαίτερα στα κορίτσια ( Chiotis, D., Krikos, X., Tsiftis, G.,

Hatzisymeaon, M., Maniati- Christidi, M., Dacou-Voutetaki, A., 2004).

Η Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας, (2005) επίσης, μετά από έρευνα

με δείγμα 18.045(8.552 αγόρια και 9493 κορίτσια) παιδιά και εφήβους, αναφέρει ότι

στη χώρα μας υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στην παιδική και εφηβική παχυσαρκία,

καθώς στην ηλικία των 2 έως 6 ετών 6.9% των αγοριών είναι υπέρβαρα και

11.2%παχύσαρκα στα κορίτσια τα ποσοστά είναι 4.9% και 11.4% αντίστοιχα. Στις

ηλικίες 7 έως 12 ετών, 12.7% των αγοριών και 11.1% των κοριτσιών είναι

Page 60: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

60

υπέρβαρα, ενώ το 10% και το 7.2% αντίστοιχα, παχύσαρκα. Στην περίοδο δε της

εφηβικής ηλικίας (13-19 ετών), το 20.7% των αγοριών είναι υπέρβαρα και το 8.9%

παχύσαρκα. Όσον αφορά τα κορίτσια, ως υπέρβαρα χαρακτηρίζονται το 12.5%, ενώ

το 3.6% ως παχύσαρκα. Ο ΔΜΣ κατηγοριοποιήθηκε με βάση την καμπύλη ανάπτυξης

του Cole.

Στη συνέχεια, η Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας διεξήγαγε μια 2Π

επιδημιολογική μελέτη για την ανεύρεση του ποσοστού παχυσαρκίας στους ενηλίκους. Η

συλλογή στοιχείων πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο του ερωτηματολογίου και

επιλέχτηκε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού, αποτελούμενο από

17.341 άτομα (8.234 άνδρες και 9.107 γυναίκες), ηλικίας 20-70 ετών, από τους οποίους

υπολογίστηκε ο ΔΜΣ. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η συχνότητα εμφάνισης

παχυσαρκίας ανέρχεται σε ποσοστό 26% στους άνδρες και 18,2% στις γυναίκες, ενώ τα

αντίστοιχα ποσοστά για το σωματικό υπέρβαρο είναι 41,1% και 29,9% αντίστοιχα. Στους

άνδρες το ποσοστό παχυσαρκίας στην ηλικιακή ομάδα των 20-30 ετών είναι 11,4%, ενώ

στις ηλικίες 31-70 ετών το ποσοστό αυτό κυμαίνεται σταθερά μεταξύ 26% και 28%. Στις

γυναίκες, το ποσοστό παχυσαρκίας ανέρχεται στο 7,4% στην ηλικιακή ομάδα των 20-30

ετών, ενώ αυξάνεται σταδιακά φτάνοντας το 44,7% στην ηλικιακή ομάδα των 61-70

ετών. Παρόμοιες τάσεις και στα 2 φύλα παρατηρούνται και στα ποσοστά συχνότητας

εμφάνισης σωματικού υπέρβαρου. Στα συμπεράσματα αναφέρεται ότι η συχνότητα

εμφάνισης παχυσαρκίας και σωματικού υπέρβαρου στον ελληνικό πληθυσμό και κυρίως

στους άνδρες είναι υψηλή. ( Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας, 2005)

Σε μετρήσεις μικρότερης κλίμακας, οι Χριστόδουλος, Κάμτσιος και Πέγιος

(2003), μέτρησαν το ΔΜΣ 211 μαθητών από την περιοχή της Αττικής, ηλικίας 6-12 ετών

και βρήκαν ότι το 65,4% είχε φυσιολογικό ΔΜΣ, το 16,6% ήταν υπέρβαροι και το 18%

παχύσαρκοι. Σε μια διαφορετική μέτρηση στα πλαίσια του προγράμματος ανίχνευσης

Page 61: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

61

ταλέντων, μετρήθηκε ο ΔΜΣ 4.475 μαθητών/τριων δευτέρας τάξης δημοτικού σχολείου

(2.262 αγόρια και 2.213 κορίτσια) και βρέθηκε ότι το 65% των μαθητών είχε

φυσιολογικό ΔΜΣ, το 25% ήταν υπέρβαροι και το 10% παχύσαρκοι (Χριστόδουλος,

Κάμτσιος, Πολυκράτης, 2005).

Ακόμα σε άλλη μελέτη που διεξήχθη σε 198 παιδιά, μέσης ηλικίας 11.5 ετών

(sd 0.4) παρουσιάστηκαν πολύ υψηλότερα ποσοστά για τα ελληνικά δεδομένα.

Συγκεκριμένα, τα υπέρβαρα αγόρια ήταν 35.6% και τα κορίτσια 25.7%, ενώ τα

παχύσαρκα αγόρια και κορίτσια ήταν 6.7% (Manios, Y., Yiannakouris, N.,

Papoutsakis, C., et al., 2004).

Oι Tokmakidis, Christodoulos, & Mantzouranis, (2007) σε έρευνά τους με 378

μαθητές δημοτικών σχολείων (μέση ηλικία 11,4 ± .4 έτη) και 298 μαθητές γυμνασίου

(μέση ηλικία 12,5 ± .3 έτη) στην περιοχή της Αττικής , έδειξαν με βάση μετρήσιμα

δεδομένα την αύξηση της παχυσαρκίας. Τα ποσοστά παιδιών με φυσιολογικό βάρος

ήταν 67.2% για παιδιά δημοτικού και 61.1%, για παιδιά γυμνασίου, καθώς τα

αντίστοιχα ποσοστά για τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά ήταν 28.3%και 9.5% για

το δημοτικό ενώ για το γυμνάσιο 29.5%και 9.4%. Όλες οι παραπάνω έρευνες

φανερώνουν τα υψηλά ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων αγοριών και κοριτσιών,

αποδεικνύοντας τη δραματική αύξηση της παχυσαρκίας ήδη από τις πρώτες τάξεις του

δημοτικού σχολείου.

Στην έρευνα των Georgiadis, Nassis, (2007) συμμετείχε αντιπροσωπευτικό

δείγμα 6448 παιδιών από όλη την Ελλάδα 6-17 ετών ενώ για την αξιολόγηση της

παχυσαρκίας χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια του International Obesity Task Force

και η οποία έδειξε ότι συνολικά το 17.3% των παιδιών ήταν υπέρβαρα (16.9% για τα

αγόρια και 17.6% για τα κορίτσια) ενώ το 3.6% ήταν παχύσαρκα (3.8% για τα αγόρια

και 3.3% για τα κορίτσια). Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι το ποσοστό

Page 62: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

62

των υπέρβαρων και παχύσαρκων κοριτσιών μειωνόταν καθώς αυτά μεγάλωναν ενώ

το αντίθετο συνέβαινε με τα αγόρια .

Ως συμπλήρωμα των παραπάνω έρχεται η έρευνα που έγινε σε

αντιπροσωπευτικό δείγμα 14.456 εφήβων το 2008 (Tzotzas T., Kapantais E.,

Tziomalos K., 2008) και έδειξε ότι συνολικά το 29.4% των αγοριών και το 16.7% των

κοριτσιών ήταν υπέρβαρα ενώ το 6.1% των αγοριών και το 2.7% των κοριτσιών

παχύσαρκα. Επιπλέον, μετρήθηκαν και τα ποσοστά της κοιλιακής παχυσαρκίας και

βρέθηκε ότι παρόλο που τα κορίτσια εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά παχύσαρκου

και υπέρβαρου, έχουν υψηλότερα ποσοστά κοιλιακής παχυσαρκίας (21.7%) από τα

αγόρια (13.5%)

Παρατηρούμε ότι σε όλες τις παραπάνω μελέτες, είτε πραγματοποιήθηκαν σε

δείγμα ολόκληρου του ελληνικού πληθυσμού είτε σε μεμονωμένες περιοχές, τα

ποσοστά των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών είναι αρκετά υψηλά, περίπου στο

20% και 4% αντίστοιχα. Με εξαίρεση τον επιπολασμό της παχυσαρκίας στην

Αμερική, όπου εκεί τα ποσοστά είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο και φτάνουν το

35% (Lobstein, T., Jackson-Leach, R., 2007), στον υπόλοιπο χώρο της Ευρώπης η

Ελλάδα κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις μαζί με άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η

Κύπρος και τα ποσοστά της είναι από τα υψηλότερα (Padez et al., 2004).

2.4. Παράγοντες παχυσαρκίας

Η ραγδαία αύξηση της παχυσαρκίας στον γενικό πληθυσμό, αλλά ιδιαίτερα

στην παιδική κι εφηβική ηλικία, τις τελευταίες δεκαετίες έχει οδηγήσει στην

αναζήτηση όλων εκείνων των αιτιολογικών παραγόντων κινδύνου, που άλλοι

περισσότερο και συχνότερα και άλλοι λιγότερο και πιο αραιά, αυξάνουν την

πιθανότητα ανάπτυξης της. Οι παράγοντες κινδύνου που είναι υπεύθυνοι για την

αύξηση του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας στα παιδιά μπορούν να

Page 63: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

63

κατηγοριοποιηθούν σε μη τροποποιήσιμους, όπως είναι οι γενετικοί και ενδοκρινικοί

παράγοντες, καθώς και σε παράγοντες που επιδρούν προγεννητικά στην εμβρυϊκή

ζωή, ενώ το σημαντικότερο ρόλο για την ευρεία εξάπλωση της παχυσαρκίας φαίνεται

να τον παίζουν τροποποιήσιμοι παράγοντες, όπως οι διατροφικές συνήθειες, η φυσική

δραστηριότητα και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας ή της

περιοχής (Lobstein et al., 2004). Παρά το γεγονός ότι γενετικοί, ενδοκρινικοί και

άλλοι ορμονικοί παράγοντες μπορούν να συμβάλλουν στην εμφάνιση παχυσαρκίας,

ωστόσο τα υψηλότερα ποσοστά φαίνεται να οφείλονται κυρίως σε περιβαλλοντικούς

παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν το ισοζύγιο ενέργειας (Diamond, 1998).

Για να διατηρήσει ένας άνθρωπος το βάρος του σταθερό, θα πρέπει η ενέργεια

που προσλαμβάνει να ισοδυναμεί με την ενέργεια που δαπανά. Θετικό ισοζύγιο

ενέργειας μπορεί να έχουμε είτε όταν αυξάνουμε την ενεργειακή μας πρόσληψη είτε

όταν μειώνουμε την ενεργειακή μας δαπάνη κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση

του βάρους μας (Diamond, 1998)

2.4.1. Ο ρόλος των γονιδίων στην εμφάνιση παχυσαρκίας

Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως η παχυσαρκία είναι το αποτέλεσμα

αλληλεπίδρασης περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων. Αυτό επιβεβαιώνεται

από διάφορες μελέτες σε μεγάλα και διαφορετικά δείγματα πληθυσμού, όπως σε

αδέρφια που μεγάλωσαν μαζί ή χώρια, σε υιοθετημένα δίδυμα, σε πυρηνικές

οικογένειες κτλ. Σύμφωνα με διάφορες μελέτες, το 30% με 80% της διακύμανσης του

βάρους μπορεί να προσδιορισθεί από γενετικούς παράγοντες. Σήμερα η συνεισφορά

των γενετικών παραγόντων στην παχυσαρκία μπορεί να συνοψιστεί σε 2 τύπους

μεταλλάξεων: (Clément, 2006)

1ον

) στις μονογονιδιακές μεταλλάξεις, οι οποίες είναι σπάνιες, οξείς και ξεκινούν

συνήθως στην παιδική ηλικία. (Mutch, Clément., 2006).

Page 64: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

64

2ον

) στις πολυγονιδιακές μεταλλάξεις όπου τα σχετικά με το βάρος γονίδια

συνεισφέρουν στην εμφάνιση παχυσαρκίας μόνο όταν αλληλεπιδράσουν με

περιβαλλοντικούς παράγοντες που προδιαθέτουν την έκφραση αυτών των γονιδίων

(υπερφαγία, μείωση της φυσικής δραστηριότητας) (Clément, 2006). Οι περισσότερες

δυτικοποιημένες κοινωνίες έχουν αναπτύξει ένα περιβάλλον που ευνοεί την

πρόσληψη από την απώλεια του βάρους εξαιτίας της αφθονίας των τροφίμων και της

μείωσης της φυσικής δραστηριότητας. Έτσι, οι σύνθετες αλληλεπιδράσεις που

συνεισφέρουν στην εμφάνιση πολυγονιδιακής παχυσαρκίας δείχνουν ότι γενετικοί,

κοινωνικοί, συμπεριφορικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, μπορούν να

επηρεάσουν το φαινότυπο της παχυσαρκίας. (Mutch et al.,2006).

Παρόλο που είναι σπάνιο (αντιπροσωπεύεται μόλις το 1-2% του συνόλου),

υπάρχουν περίπου 30 γενετικά σύνδρομα, όπου η παιδική παχυσαρκία απαντάται ως

κλινικό χαρακτηριστικό και μπορεί να σχετίζονται με νοητική καθυστέρηση,

δυσμορφίες και ανωμαλίες στην ανάπτυξη συγκεκριμένων οργάνων. Τέτοια

σύνδρομα είναι το σύνδρομο Down, Prader – Willi, Bardet - Biedl κ.α. (Lobstein et

al., 2004). Μικρό ποσοστό στα αίτια της παιδικής παχυσαρκίας καταλαμβάνουν και

οι ενδοκρινικές διαταραχές, όπως το σύνδρομο Cushing, ο υποθυρεοειδισμός, η

υπερκορτιζολαιμία, κ.α. (Lobstein et al., 2004)

2.4.2. Περιγενετικοί παράγοντες

Εκτός από τις προηγούμενες περιπτώσεις, υπάρχουν συγκεκριμένες

κοινωνικές καταστάσεις και περιβάλλοντα, που ενθαρρύνουν ιδιαίτερα την πρόσληψη

βάρους σε συγκεκριμένες ομάδες παιδιών, που μπορεί να βρίσκονται σε αυξημένο

κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή συμπεριλαμβάνονται τα παιδιά με σωματική

ανικανότητα (εξαρτάται από το βαθμό του προβλήματος), έφηβοι με Σακχαρώδη

Διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1), τα παιδιά σε αγωγή για επιληψία και άλλα σε αγωγή με

Page 65: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

65

φάρμακα που δρουν στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ), όπως αντικαταθλιπτικά,

αντιψυχωτικά, κ.α. Σε αυξημένο κίνδυνο βρίσκονται τα παιδιά υπό θεραπεία

γλυκοκορτικοειδών, παιδιά με ψυχολογικά προβλήματα, παιδιά με διαταραχές λήψης

τροφής (βουλιμία, ανορεξία) και επιζώντες ή υπό αγωγή για καρκίνο(Lobstein et al.,

2004).

Είναι πολλές οι μελέτες εκείνες που συνδέουν την κατάσταση της υγείας και

τις συνήθειες της μητέρας με τον αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη παιδικής

παχυσαρκίας. Για παράδειγμα το κάπνισμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της

εγκυμοσύνης συσχετίζεται με επακόλουθη παχυσαρκία στα παιδιά. Οι von Kries et al.

έδειξαν ότι παρά κάποιους πιθανούς συγχιτικούς παράγοντες, υπάρχει δοσο-

εξαρτώμενη σχέση μεταξύ του καπνίσματος της μητέρας κατά τη διάρκεια της

εγκυμοσύνης και τον επιπολασμό του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας σε παιδιά

ηλικίας 5 έως 7 ετών, που δεν μπορούσε να εξηγηθεί ούτε από την κοινωνική τάξη

ούτε από το βάρος της μητέρας ούτε από το βάρος γέννησης του παιδιού. Η

ενδομήτρια έκθεση στα προϊόντα του καπνού και όχι τόσο ο τρόπος ζωής της

οικογένειας φαίνεται ότι είναι καθοριστικοί για την αύξηση του κινδύνου της

παιδικής παχυσαρκίας (von Kries R, Koletzko B, Sauerwald T, von Mutius E, Barnert

D, Grunert V, von Voss H. 1999).

Πολλές μεγάλες μελέτες έχουν εξετάσει το ρόλο του μητρικού θηλασμού στην

παιδική παχυσαρκία. Οι περισσότερες μελέτες (Armstrong, Reilly, 2002; von Kries et

al., 1999) δείχνουν ότι υπάρχει προστατευτική επίδραση του μητρικού θηλασμού ως

προς την παχυσαρκία στην παιδική και εφηβική ηλικία.

2.4.3. Περιβαλλοντικοί παράγοντες

Page 66: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

66

Η ραγδαία αύξηση της παχυσαρκίας κατά τα τελευταία χρόνια δεν μπορεί

όμως να αποδοθεί μόνο σε γεννητικούς και περιγεννητικούς παράγοντες. Οι αλλαγές

στις δομές των κοινωνιών και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν

καθοριστικότερο ρόλο στην εξάπλωση της παιδικής παχυσαρκίας. Οι Davison &

Birch, με βάση το θεωρητικό μοντέλο της UNICEF για την περιγραφή της

υποθρεψίας, δημιούργησαν και προτείνουν το παρακάτω μοντέλο για την περιγραφή

και ερμηνεία του φαινόμενου της παιδικής παχυσαρκίας (σχήμα 1) (Davison & Birch,

2001).

Σχήμα 1.

Σύμφωνα με το πρότυπο αυτό σ’ ένα πρώτο επίπεδο η παιδική παχυσαρκία

εξαρτάται από μη τροποποιήσιμα χαρακτηριστικά του παιδιού, που προαναφέρθηκαν,

όπως η γενετική προδιάθεση και το κληρονομικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία,

αλλά και από τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, όπως της διαιτητικής

πρόσληψης, του καθιστικού τρόπου ζωής και της φυσικής δραστηριότητας. Σ’ ένα

δεύτερο επίπεδο παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο τα χαρακτηριστικά της οικογένειας, οι

Page 67: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

67

συνήθειες και ο τρόπος ζωής των γονιών (αδέρφια, παρακολούθηση τηλεόρασης,

συνήθειες ως προς φυσική δραστηριότητα και καθιστική ζωή, βάρος γονέων,

διατροφικές επιλογές και γνώσεις γονέων, τρόπος σίτισης παιδιών). Σε τρίτο επίπεδο

σημαντικό ρόλο παίζει το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού, δηλαδή το

σχολείο, οι ώρες εργασίας και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των γονέων, ο

ελεύθερος χρόνος, η πρόσβαση σε χώρους αναψυχής και φυσικής δραστηριότητας

και άλλα. (Davison & Birch, 2001).

Με εξαίρεση κάποιες κλινικές καταστάσεις όπως το σύνδρομο Prader-Willi,

όπου υπάρχει ισχυρό γενετικό υπόβαθρο, το θετικό ισοζύγιο ενέργειας σε παιδιά και

εφήβους οφείλεται κυρίως σε πολυπεριβαλλοντικούς παράγοντες, με αλλαγές στην

ενεργειακή πρόσληψη και δαπάνη, οι οποίες οφείλονται εν μέρει στο σύγχρονο τρόπο

ζωής και στις ραγδαίες τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα.

Η υιοθέτηση του σύγχρονου τρόπου ζωής, χαρακτηρίζεται από:

1. λανθασμένες διατροφικές συμπεριφορές παιδιών και ενηλίκων (Center for Disease

Control and Prevention, 2004; Μπεμπέτσος, Ρόκκα, & Κούλη, 2005) -οι οποίες

υιοθετούνται από την νηπιακή ή παιδική ακόμη ηλικία κι έτσι τα νεαρά άτομα που τις

ασπάζονται, τις διατηρούν και στην ενήλικο ζωή ( Center for Disease Control and

Prevention, 2004),

2. υπέρμετρη και αλόγιστη λήψη θερμίδων και

3. απουσία φυσικής δραστηριότητας ( Τοκμακίδης κ.α., 2000).

2.4.4. Κοινωνικό-δημογραφικοί παράγοντες

Έρευνες έχουν δείξει ότι σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή πρόσληψη των

παιδιών και εφήβων παίζουν και πολλοί περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως

κοινωνικό-οικονομικοί και γεωγραφικοί παράγοντες. Σε αυτούς συγκαταλέγονται το

επίπεδο μόρφωσης της μητέρας και του πατέρα, οι διαιτητικές και όχι μόνο συνήθειες

Page 68: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

68

των γονιών, για παράδειγμα η συχνότητα κατανάλωσης και ο αριθμός των γευμάτων

των γονιών, η σύσταση των γευμάτων, η φυσική τους δραστηριότητα, το κάπνισμα, η

κατανάλωση αλκοόλ κτλ, το βάρος των γονιών, η οικονομική κατάσταση της

οικογένειας, η οικογενειακή κατάσταση, δηλαδή αν το παιδί μεγαλώνει και με τους

δύο ή μόνο με τον ένα γονέα ή και μόνο του, η εθνικότητα του παιδιού καθώς και η

μόνιμη κατοικία του παιδιού (επαρχία ή πόλη). Για παράδειγμα έρευνες έχουν δείξει

ότι το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης των γονιών και η χαμηλή οικονομική κατάσταση

σχετίζονται θετικά με την εμφάνιση παχύσαρκων και υπέρβαρων εφήβων και με

χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας ενώ σε χώρες πολυπολιτισμικές που

αποτελούνται από διάφορες φυλές έχουν, επίσης, βρεθεί διαφορές στα επίπεδα

παχυσαρκίας ανάμεσα στους εφήβους διαφορετικών εθνικοτήτων (Groholt, Stigum,

Nordhagen, 2008).

Οι Whitaker et al., (1997) εξέτασαν τη σχέση της παχυσαρκίας στη νεαρή

ενήλικη ζωή με δύο παράγοντες: το ιστορικό παχυσαρκίας του παιδιού και την

παχυσαρκία στον ένα ή και στους δύο γονείς. Βρέθηκε ότι παχύσαρκα παιδιά, που

δεν είχαν παχύσαρκο γονέα διέτρεχαν μικρότερο κίνδυνο για ενήλικη παχυσαρκία. Το

πιο σημαντικό εύρημα όμως ήταν ότι τόσο σε παχύσαρκα όσο και σε μη παχύσαρκα

παιδιά, κάτω των 10 ετών, η παχυσαρκία των γονέων διπλασίαζε τον κίνδυνο για

παχυσαρκία κατά την ενηλικίωση των παιδιών (Whitaker et al., 1997). Είναι πολύ

πιθανό ότι αυτή η οικογενειακή συσχέτιση οφείλεται μερικώς σε γενετικούς

παράγοντες, αλλά κυριότερα στον κοινό τρόπο ζωής, όπως είναι οι κοινές συνήθειες

ως προς τη διατροφή και τη φυσική δραστηριότητα.

Διερευνώντας τους παράγοντες που σχετίζονται με την παχυσαρκία των

παιδιών, σε δείγμα 2467 παιδιών και εφήβων από την Κύπρο, οι Savva et al., (2002)

βρήκαν σημαντική συσχέτιση με την παχυσαρκία των γονέων και τη φυσική

Page 69: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

69

δραστηριότητα των παιδιών και στα δύο φύλα. Η πολύ σημαντική συσχέτιση μεταξύ

του ΔΜΣ του παιδιού και του ΔΜΣ των γονέων έχει επιβεβαιωθεί και από πολλές

μελέτες της διεθνούς βιβλιογραφίας.

Μια έρευνα που έγινε σε δείγμα εφήβων σε ελληνικό πληθυσμό έδειξε ότι

υπάρχει ισχυρή θετική συσχέτιση ανάμεσα στο σωματικό βάρος των γονιών και στο

βάρος του εφήβου. Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα

αγόρια ήταν 2 με 3 φορές, αντίστοιχα, πιο πιθανόν να έχουν παχύσαρκο πατέρα, σε

σύγκριση με αυτά του φυσιολογικού βάρους ενώ τα υπέρβαρα και παχύσαρκα αγόρια

ήταν 1.5 και 3 φορές, αντίστοιχα, περισσότερο πιθανό να έχουν παχύσαρκη μητέρα,

συγκρινόμενα με αυτά που είχαν φυσιολογικό βάρος (Kosti, Panagiotakos, Tountas,

Mihas, et al., 2008). Όσον αφορά το γυναικείο φύλο, τα υπέρβαρα και παχύσαρκα

κορίτσια ήταν 3 με 8 φορές, αντίστοιχα, ήταν πιο πιθανό να έχουν παχύσαρκο πατέρα

σε σχέση με αυτά του φυσιολογικού βάρους ενώ ήταν 2.5 με 9 φορές αντίστοιχα πιο

πιθανό να έχουν παχύσαρκη μητέρα σε σχέση πάντα με τα φυσιολογικά. Εκτός από

τα παραπάνω, η έρευνα εστίασε και σε ορισμένες διαιτητικές συνήθειες εφήβων και

γονέων δείχνοντας ότι η ομάδα των παιδιών-γονέων φυσιολογικού βάρους

κατανάλωνε συχνότερα πρωινό από την ομάδα υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών-

γονέων, ενώ βρέθηκε ακόμη ότι η δεύτερη ομάδα κατανάλωνε λιγότερο συχνά

αναψυκτικά διαίτης από την πρώτη ομάδα και αφιέρωνε λιγότερο χρόνο σε φυσική

δραστηριότητα. Από τα παραπάνω επαληθεύεται το γεγονός ότι οι γονείς λειτουργούν

ως πρότυπα για τα παιδιά και ότι οι διαιτητικές και όχι μόνο συνήθειες των παιδιών

συχνά αντικατοπτρίζουν αυτές των γονέων.

2.4.5. Σχέση διατροφικών συνηθειών με τη σύσταση σώματος σε παιδιά και εφήβους.

Page 70: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

70

Η αυξημένη θερμιδική πρόσληψη, σε σχέση με την ενεργειακή κατανάλωση,

οδηγεί σε αποθήκευση ενέργειας με τη μορφή λίπους στο σώμα.

Η διατροφή αποτελεί βασικό παράγοντα προώθησης και διατήρησης της καλής

υγείας κατά τη διάρκεια ζωής (WHO, 2002). Τις τελευταίες δεκαετίες οι συνθήκες

οικογένειας και διατροφής έχουν αλλάξει σημαντικά. Το σύγχρονο καταναλωτικό

περιβάλλον επηρεάζει τις διατροφικές συμπεριφορές συμπεριλαμβανομένης της

μεγαλύτερης πρόσληψης ενέργειας από τρόφιμα φτωχά σε θρεπτικά συστατικά και

πλούσια σε ενέργεια(Troiano & Flegal, 1998), της αυξημένης κατανάλωσης

ζαχαρούχων ποτών και τη συχνότερη κατανάλωση φαγητού έξω από το σπίτι και

έχουν συνδεθεί με φτωχή διατροφή και μεγαλύτερο σωματικό βάρος (Kaur, Hyder,

Poston, 2003).

Αρκετές μελέτες πρόληψης της παιδικής παχυσαρκίας τα τελευταία χρόνια

έχουν δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα σε σχεδιασμό προγραμμάτων που μεταξύ άλλων

αποσκοπούν στη μείωση της κατανάλωσης υδατανθρακούχων ποτών και

αναψυκτικών. Οι Malik et al. σε μία πρόσφατη συστηματική ανασκόπησή τους

διαπίστωσαν τη θετική συσχέτιση μεταξύ αναψυκτικών με ζάχαρη, αύξησης βάρους

και παχυσαρκίας ( Malik, Schulze, Hu, 2006.). Η κατανάλωση έτοιμων γρήγορων

φαγητών από τα παιδιά έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Συνήθως τα έτοιμα

γρήγορα φαγητά προωθούν ένα θετικό ισοζύγιο ενέργειας, το οποίο μπορεί να

καταλήξει σε επιπλέον σωματικό βάρος (Kaur et al.,2003).

Οι φτωχές συνήθειες διατροφής φαίνεται να καθιερώνονται συχνά κατά τη

διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Μόνο 5% των παιδιών ηλικίας 7-14 ετών θεωρείται

ότι καταναλώνει την επιθυμητή ποσότητα φρούτων και 9% την επιθυμητή ποσότητα

γαλακτοκομικών. Μόνο το 21% των νέων και περίπου το ¼ των ενηλίκων τρώνε την

Page 71: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

71

επιθυμητή ποσότητα των πέντε ή περισσότερων μερίδων φρούτων και λαχανικών

κάθε ημέρα (CDC, 2004).

Στην Ελλάδα οι διατροφικές επιλογές των παιδιών και εφήβων έχουν λάβει

ανησυχητική στροφή από «παραδοσιακού ή μεσογειακού» τύπου (περιορισμένη

κατανάλωση κρέατος και καθημερινή κατανάλωση φρέσκων φρούτων και

λαχανικών), οι οποίες είναι και οι υγιεινότερες σε αντίστοιχες «δυτικού» τύπου

(τυποποιημένα τρόφιμα με αύξηση στην κατανάλωση κρέατος με ταυτόχρονη μείωση

της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών) (Yannakoulia et al., 2004). Πιο

συγκεκριμένα τρώνε συχνότερα σε ταχυφαγεία ενώ τα σνακ, τα γλυκά και τα

αναψυκτικά καταναλώνονται σε καθημερινή βάση, με αποτέλεσμα την εμφάνιση

παχυσαρκίας (Hassapidou, M., Fotiadou, E., Maglara, E.,& Papadopoulou, S., 2006).

Για τις χώρες, δηλαδή, του Δυτικού κόσμου όπου η παιδική παχυσαρκία

αποτελεί μείζον πρόβλημα υγείας φαίνεται ότι οι διατροφικές επιλογές στρέφονται

ολοένα και περισσότερο στα τυποποιημένα προϊόντα και η οικιακή μαγειρική

φρέσκων τροφών καθίσταται ολοένα και πιο ασυνήθιστη πρακτική. Επιπλέον τα

παιδιά, καταφεύγουν συχνά στη λύση των έτοιμων τροφών τύπου φαστ-φουντ ενώ

έχει διαπιστωθεί πως και τα τρόφιμα που καταναλώνονται συνήθως στο σχολείο,

είναι υψηλής θερμιδικής αξίας(Troiano & Flegal,1998; Yannakoulia et al., 2004;

Kaur et al.,2003).

Εκτός όμως από τη διατροφική μετάβαση, η τεχνολογία και η εξέλιξη των αστικών

μητροπόλεων οδήγησε σε λιγότερο δραστήρια και περισσότερο καθιστική ζωή.

2.4.6. Ο ρόλος της σωματικής δραστηριότητας στο ενεργειακό ισοζύγιο

Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ένας από τους κυριότερους παράγοντες

που φαίνεται να επηρεάζουν το ενεργειακό ισοζύγιο των εφήβων είναι η φυσική

δραστηριότητα. Αυτό μπορεί να γίνει με δύο κυρίως τρόπους:

Page 72: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

72

1ον) με μείωση του χρόνου που αφιερώνει το παιδί σε διάφορες φυσικές

δραστηριότητες και

2ον) στην αύξηση του χρόνου που αφιερώνει το παιδί σε καθιστικές δραστηριότητες.

2.4.6.1. Μείωση της σωματικής δραστηριότητας

Έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί τις τελευταίες δυο δεκαετίες δείχνουν ότι

τα χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας στους εφήβους αλλά και στα παιδιά

είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για την εμφάνιση των υψηλών ποσοστών

παχυσαρκίας και υπέρβαρου σε αυτές τις ηλικίες. Επίσης, παρατηρείται μεγάλη

μείωση των σωματικών δραστηριοτήτων καθώς το νεαρό άτομο περνάει από την

παιδική στην εφηβική ηλικία. Οι λόγοι για αυτό δεν έχουν διευκρινιστεί πλήρως αν

και διάφοροι λόγοι έχουν προταθεί κατά καιρούς, όπως ο σύγχρονος τρόπος ζωής με

τις αυξημένες σχολικές υποχρεώσεις, η επιρροή από συνομήλικους, οι αλλαγές σε

διάφορες συνήθειες (κάπνισμα, ποτό) κτλ.

Πιο συγκεκριμένα μόνο το 1/3 των μαθητών γυμνασίου και λυκείου

συμμετέχουν σε καθημερινά μαθήματα φυσικής δραστηριότητας, στα οποία περίπου

το 30% της ώρας ξοδεύεται μόνο σε πραγματική φυσική δραστηριότητα ενώ τα

ποσοστά μέτριας προς υψηλή σωματική δραστηριότητα είναι πιο χαμηλά ανάμεσα

στις γυναίκες και στις μειονότητες των εφήβων (Kohl, Hobbs, 1998). Στις

περισσότερες περιπτώσεις αυτή η μείωση των φυσικών δραστηριοτήτων συνεπάγεται

και την ταυτόχρονη αύξηση του βάρους, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο

ανάμεσα στα χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και στην πρόσληψη βάρους

κατά την μετάβαση από την εφηβική στην πρώιμη ενήλικη ζωή και ειδικότερα, αυτή

η μείωση αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας κατά 3.9 και κοιλιακής

παχυσαρκίας κατά 4.8 φορές στην ηλικία των 25, σε σχέση με τα άτομα που

Page 73: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

73

διατηρούν το επίπεδο της φυσικής τους δραστηριότητας (Pietiläinen, Kaprio, Borg, et

al., 2008).

Η υποκινητικότητα αποτελεί μια σύγχρονη επιδημία του ανεπτυγμένου

κόσμου, εκτιμάται δε ότι προκαλεί 1.9 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως (WHO,

2003). Στο σημείο όμως αυτό κρίνεται σκόπιμο να οριστεί η εννοιολογική σημασία

της φυσικής δραστηριότητας, η οποία χαρακτηρίζεται ως συμπεριφορά και

περιλαμβάνει οποιαδήποτε μορφή μυϊκής κίνησης παραγόμενη από τους σκελετικούς

μύες και αυξάνει την ενεργειακή δαπάνη πάνω από το επίπεδο της σωματικής

ηρεμίας, (www.hape.gr)προσφέροντας κατ’ επέκταση ενεργητικά οφέλη στην υγεία.

Τα οργανωμένα αθλήματα, τα παιχνίδια και γενικά οποιαδήποτε μορφή άσκησης

σχετίζονται με τη φυσική δραστηριότητα.

Οι κυριότερες μέθοδοι που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς ως δείκτες της

φυσικής δραστηριότητας είναι: α) μέσω ερωτηματολογίων, β) η συνολική ενεργειακή

δαπάνη ( Total Energy Expenditure, TEE), γ) ενεργειακή δαπάνη λόγω άσκησης (

Physical Activity Energy Expenditure, PAEE), δ) η μέση καρδιακή συχνότητα ( Heart

Rate, HR), ε) ο χρόνος συμμετοχής σε " ενεργητικές- μη καθιστικές" δραστηριότητες

( π.χ κάποιο άθλημα), στ) το σύνολο των βημάτων που πραγματοποιεί ο

εξεταζόμενος, καθώς και τέλος ζ) η μέτρηση της επιτάχυνσης του σώματος σε

3διάστατη ανάλυση.

Βασικοί ρυθμιστές τις παχυσαρκίας αποτελούν η ενεργειακή δαπάνη και η

πρόσληψη. Η κατανάλωση ενέργειας με την άσκηση ( Physical Activity Related

Energy Expenditure, AEE), ως μία από τις παραμέτρους της συνολικής ενεργειακής

κατανάλωσης ( Total Energy Expenditure, TEE), θεωρείται η μόνη που μπορεί να

μεταβληθεί και να ελεγχθεί αποτελεσματικότερα ( Maffeis, 2000). Γι’ αυτό ακριβώς,

Page 74: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

74

οι ερευνητές έχουν εστιάσει το ενδιαφέρον στη σχέση φυσικής δραστηριότητας,

ενεργειακής κατανάλωσης, αερόβιας ικανότητας και λιπώδους μάζας.

Μελέτες έχουν δείξει ότι η υποκινητική, καθιστική ζωή και η μη συμμετοχή

σε σωματική δραστηριότητα είναι συνήγοροι στην αύξηση του βάρους στα παιδιά,

αλλά και στους ενήλικες (Andersen,Crespo, Bartlett, Cheskin, & Pratt, 1988;

Pietiläinen et al., 2008), καθώς η συνολική φυσική δραστηριότητα στην οποία

συμμετέχει το κάθε άτομο παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του βάρους

για πολλά χρόνια (Mοta et al., 2000).

Επίσης έχει υποστηριχθεί, πως τα υπέρβαρα παιδιά είναι λιγότερα δραστήρια

από τα μη υπέρβαρα καθώς και πως ο χρόνος που αφιερώνουν τα παιδιά σε

καθιστικές δραστηριότητες σχετίζεται θετικά με το ποσοστό σωματικού λίπους.

Έτσι οι Trost et al. (2001), συνέκριναν με τη βοήθεια του επιταχυνσιόμετρου (CSA

accelerometer) τη σωματική δραστηριότητα 133 μαθητών (ηλικίας 11.4±0.6) με

φυσιολογικό ΔΜΣ και 54 παχύσαρκων. Μετρήθηκε και καταγράφηκε η συμμετοχή

τους σε έντονη και μέτρια φυσική δραστηριότητα. Τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι

τα παχύσαρκα παιδιά επέδειξαν στατιστικά χαμηλότερη καθημερινή, αλλά και

εβδομαδιαία σωματική δραστηριότητα.

Με το ίδιο εργαλείο μέτρησης οι Mοta et al. (2000), συνέκριναν τα

καθημερινά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας 157 μαθητών και μαθητριών, 8-15

ετών, που διέφεραν ως προς την τιμή που ΔΜΣ, σε τρεις συνεχόμενες εβδομάδες.

Διαπίστωσαν σημαντικές διαφορές μεταξύ παχύσαρκων και μη κοριτσιών, στη

συνολική μέτρια και έντονη σωματική δραστηριότητα, καθώς και στο χρόνο που

δαπανήθηκε κάθε ημέρα για συμμετοχή σε σωματική δραστηριότητα, ενώ από την

έρευνά τους δε φάνηκαν διαφορές για τα αγόρια.

Page 75: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

75

Οι DeLany et al. (2002), μελέτησαν τη σχέση ανάμεσα στη ενεργειακή

κατανάλωση και στο σωματικό λίπος σε παιδιά προεφηβικής ηλικίας. Τα διαχώρισαν

σε παχύσαρκα και λιπόσαρκα, ενώ προσάρμοσαν την άλιπη σωματική μάζα ( Fat Free

Mass, FFM) παρατήρησαν ότι δεν υπήρξε διαφορά στη συνολική ενεργειακή

κατανάλωση ( ΤΕΕ). Τα παχύσαρκα παιδιά ωστόσο, είχαν υψηλότερο μεταβολικό

ρυθμό ηρεμίας (Resting Metabolic Rate, RMR) αλλά χαμηλότερη κατανάλωση

ενέργειας μέσω της άσκησης (AEE) σε σχέση με τα λιπόσαρκα παιδιά. Αυτή ακριβώς

η μειωμένη ( AEE) κατά τους ερευνητές, πιθανότατα να συνεισφέρει στη διατήρηση

της παχυσαρκίας στα παιδιά αυτά ( DeLany, J. P., Bray, G.A., Harsha, D.W., &

Volaufova, J., 2002).

Οι Tremblay & Willms (2000), εξέτασαν το επίπεδο της φυσικής

δραστηριότητας παιδιών στον Καναδά σε σχέση με το ποσοστό σωματικού λίπους

και το ΔΜΣ. Η στατιστική ανάλυση έδειξε σημαντική αρνητική σχέση ανάμεσα στο

επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, στο ποσοστό σωματικού λίπους και στο ΔΜΣ. Ενώ

θετικά συσχετίζονται οι ώρες τηλεθέασης και η απασχόληση με τα video games με το

ΔΜΣ και το ποσοστό σωματικού λίπους.

Στον Ελλαδικό χώρο, οι Τζέτζης κ.α. (2005), αξιολόγησαν τη σωματική

δραστηριότητα 35 μη παχύσαρκων και 34 παχύσαρκων μαθητών της Α΄ Γυμνασίου,

με τη βοήθεια του επιταχυνσιόμετρου CSA, σε μια περίοδο τεσσάρων ημερών. Από

τα αποτελέσματα φάνηκε ότι τα παχύσαρκα, σε σύγκριση με τα μη παχύσαρκα

παιδιά, επέδειξαν σημαντικά λιγότερη ημερήσια σωματική δραστηριότητα, μέτρια

και έντονη σωματική δραστηριότητα.

Σε μια πρόσφατη μελέτη, που έγινε σε παιδιά ηλικίας 8-16 ετών (Αφρο-

Αμερικανούς και Λευκούς) , διερευνήθηκε η σχέση αερόβιας ικανότητας (φυσικής

κατάστασης/ευρωστίας) και σύστασης σώματος. Συγκεκριμένα, προσδιορίστηκε η

Page 76: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

76

σύσταση σώματος με σωματομετρία και μέτρηση απορρόφησης με ακτίνες Χ διπλής

ενέργειας( DXA), ενώ υπολογίστηκε η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου( VO2max) με

εργοσπιρόμετρο χρησιμοποιώντας το πρωτόκολλο του Bruce στο διάδρομο. Βρέθηκε

ότι η CRF( καρδιοαναπνευστική φυσική κατάσταση) συσχετίστηκε στατιστικά

αρνητικά σημαντικά με το ΔΜΣ, το ποσοστό σωματικού λίπους, την περιφέρεια

μέσης και το σπλαχνικό λίπος.( Lee & Arslanian, 2007)

Συμπεράσματα ερευνών κατέδειξαν ότι σημαντικός παράγοντας τόσο για

σωματική, όσο και για ψυχολογική, πνευματική υγεία είναι η τακτική άσκηση και

δραστηριότητα, ιδιαίτερα για τα παιδιά και τους εφήβους (Hagger, Chatzisarantis &

Biddle, 2001; Theodorakis, Natsis, Papaioannou & Goudas, 2002). Η τακτική

σωματική δραστηριότητα έχει πολλά οφέλη για την υγεία, στα οποία περιλαμβάνεται

η αύξηση της καρδιοαναπνευστικής αντοχής και της δύναμης ενώ παράλληλα μειώνει

την πίεση του αίματος και το ποσοστό του σωματικού λίπους στα παιδιά, ιδιαίτερα σε

εκείνα που πάσχουν από διαβήτη, παχυσαρκία ή καρδιόπαθεια (Μin-hau & Allen,

2002). Επίσης έχει συνδεθεί θετικά με την αύξηση της ακαδημαϊκής απόδοσης, της

αυτοεκτίμησης, της αυτοπεποίθησης, της μείωσης της κατάθλιψης, της προαγωγής

της ψυχικής υγείας και γενικά της ποιότητας ζωής (Theodorakis et al., 2002).

Για τους παραπάνω λόγους επιστήμονες των κλάδων της επιδημιολογίας και

της Φυσικής Αγωγής στον τομέα της δημόσιας Υγείας εδώ και χρόνια αποδέχονται

και επισημαίνουν το πόσο σημαντικός παράγοντας στην προαγωγή της υγείας είναι η

καθημερινή σωματική δραστηριότητα (Martin & Kulinna, 2004).

2.4.6.2. Αύξηση του χρόνου σε καθιστικές δραστηριότητες.

Εκτός, όμως, από τη μείωση της φυσικής δραστηριότητας παρατηρείται και

αύξηση των καθιστικών δραστηριοτήτων, καθώς τα νεαρά άτομα μεταβαίνουν από

την παιδική στην εφηβική ηλικία. Λέγοντας καθιστικές δραστηριότητες εννοούμε την

Page 77: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

77

παρακολούθηση τηλεόρασης και βίντεο, την ενασχόληση με τον υπολογιστή και τα

ηλεκτρονικά παιχνίδια γενικότερα, την αποχή από κάθε είδους δραστηριότητα είτε

στο σχολείο είτε εκτός καθώς και το διάβασμα σχολικών και εξωσχολικών βιβλίων.

Η καθιστική δραστηριότητα που έχει συνδεθεί περισσότερο με την εμφάνιση

παχυσαρκίας είναι οι ώρες παρακολούθησης τηλεόρασης. Σύμφωνα με έρευνα, ο

έφηβος παρακολουθεί κατά μέσο όρο 24 ώρες την εβδομάδα τηλεόραση. Υψηλότερα

ποσοστά έχουν παρατηρηθεί στους Αφρικανούς, Αμερικανούς και Ισπανούς εφήβους

ενώ κάθε αύξηση παρακολούθησης τηλεόρασης κατά μία ώρα έχει συσχετισθεί με

μια αύξηση του επιπέδου παχυσαρκίας κατά 2% στους εφήβους( Gordon-Larsen, P.,

McMurray, R. G., Popkin, B. M., 1999)

Αυτό πιθανόν να οφείλεται σε 3 λόγους:

1ον

) στην μείωση του μεταβολικού ρυθμού ηρεμίας (resting energy expenditure-REE)

κατά τη διάρκεια παρακολούθησης,

2ον

) η αντικατάσταση της φυσικής δραστηριότητας από την τηλεόραση έχει ως

αποτέλεσμα τη μείωση στη συνολική ενεργειακή δαπάνη (ΤΕΕ),

3ον

) στην κατανάλωση τροφής κατά την παρακολούθηση τηλεόρασης ή στην

κατανάλωση υψηλά θερμιδικών προϊόντων πλούσια σε ζάχαρη και λίπος όπως

αναψυκτικά, πατατάκια, κέικ, γλυκά και σοκολάτες, μιας και τέτοια προϊόντα

συνηθίζεται να διαφημίζονται περισσότερο στην τηλεόραση, όπως θα αναφερθεί και

παρακάτω και

4ον

) η ύπαρξη παχυσαρκίας από μόνη της αυξάνει τα επίπεδα τηλεθέασης (

Yannakoulia et al., 2004).

Πιο συγκεκριμένα η ενασχόληση με την τηλεόραση και τον ηλεκτρονικό

υπολογιστή φαίνεται ότι συσχετίζονται θετικά με την αύξηση του αριθμού

υπέρβαρων παιδιών και εφήβων. Η συσχέτιση αυτή μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός

Page 78: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

78

ότι τα παιδιά σπαταλούν πολλές ώρες της ημέρας, ώρες ακινησίας μπροστά σε μια

τηλεόραση, που επιβάλλεται ή ενισχύεται από το σύγχρονο τρόπο ζωής.

Σε μία διαχρονικής σημασίας έρευνα των Andersen et al. (1998), που

διήρκησε από το 1988 μέχρι το 1996, εξετάστηκαν 4063 μαθητές (8-16 ετών),

καταγράφηκε η ημερήσια σωματική τους δραστηριότητα και οι ώρες που έβλεπαν

τηλεόραση καθημερινά και συνδυάστηκαν τα παραπάνω με το δείκτη μάζας σώματος

και την παχυσαρκία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα αγόρια και τα κορίτσια που

έβλεπαν 4 ή περισσότερες ώρες τηλεόρασης κάθε ημέρα και δεν είχαν έντονη

σωματική δραστηριότητα, ήταν περισσότερο παχύσαρκα και είχαν μεγαλύτερο δείκτη

μάζας σώματος σε σχέση με εκείνα που έβλεπαν τηλεόραση λιγότερο από 2 ώρες την

ημέρα. Επίσης, προέκυψε ότι οι μαθητές που συμμετείχαν 3 ή περισσότερες φορές

την εβδομάδα σε σωματική δραστηριότητα, είχαν φυσιολογικό ΔΜΣ σε σχέση με

εκείνους που δεν αθλούνταν.

Σε μια άλλη έρευνα των Wake, Hesketh &Waters (2003), συμμετείχαν 3104

παιδιά ( 5-13 ετών) και αφού μετρήθηκε το ύψος και το βάρος τους και βρέθηκε ο

δείκτης μάζας σώματος, καταγράφηκε το ποσό του χρόνου που βλέπουν τηλεόραση, πόσο

χρόνο ασχολούνται με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, καθώς και οι διατροφικές και οι

αθλητικές τους συνήθειες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα

παιδιά του δείγματος παρακολουθούσαν περισσότερες ώρες τηλεόραση και είχαν

μειωμένη φυσική δραστηριότητα, σε σχέση με τα παιδιά με φυσιολογικό δείκτη μάζας

σώματος. Οι ερευνητές καταλήγουν στο ότι, το 60% των αιτιών της παχυσαρκίας

οφείλεται σε παράγοντες του σύγχρονου τρόπου ζωής, όπως η μείωση της φυσικής

δραστηριότητας και η αύξηση της καθιστικής ζωής, καθώς και το γρήγορο και πρόχειρο

φαγητό. Επίσης διαπιστώθηκε ότι όσο μεγάλωνε η ηλικία των μαθητών, τόσο περισσότερο

Page 79: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

79

αυξάνονταν τα ποσοστά παχυσαρκίας, καθώς μειωνόταν περισσότερο η φυσική

δραστηριότητα και αυξάνονταν οι ώρες που οι μαθητές έβλεπαν τηλεόραση.

Σε παρόμοια αποτελέσματα κατάληξε και η έρευνα των Caroli, Argentieri,

Cardone & Masi (2004), οι οποίοι έκαναν μια ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας

για τη σχέση της παιδικής παχυσαρκίας, τις ώρες που τα παιδιά βλέπουν τηλεόραση και

των διατροφικών τους συνηθειών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ενασχόληση με την

τηλεόραση αντικαθιστά την ενασχόληση με τις κινητικές δραστηριότητες και υπάρχει

μια θετική σχέση μεταξύ του υπέρβαρου και του παχύσαρκου μαθητή με τις πολλές

ώρες που περνά μπροστά στην τηλεόραση. Κακό επακόλουθο με την παρακολούθηση

τηλεόρασης αποτελούν και κάποιες ανθυγιεινές συνήθειες, όπως η κατανάλωση

γρήγορου και πρόχειρου φαγητού, οι οποίες επαυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης

της παχυσαρκίας. Οι παραπάνω ερευνητές απέδειξαν ότι η παχυσαρκία αυξάνεται,

όσο αυξάνονται οι ώρες που οι μαθητές βλέπουν τηλεόραση. Το γεγονός ότι τα

τελευταία 30 χρόνια παγκοσμίως έχει αυξηθεί το ποσοστό των μαθητών που βλέπουν

τηλεόραση πάνω από 4 ώρες την ημέρα, είναι ένας επιπλέον ανησυχητικός

παράγοντας

Η τάση για παρατεταμένη παρακολούθηση τηλεόρασης και τη σχέση της με την

υγεία και τη σωματική δραστηριότητα μακροχρόνια, μελετήθηκε και από τους

Hancox, Milne & Poulton (2004). Στην έρευνα συμμετείχαν 1000 παιδιά από τη Νέα

Ζηλανδία, στα οποία έγιναν μετρήσεις από τη γέννησή τους, μέχρι την ηλικία των 26

ετών. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι τα παιδιά από πέντε έως 15 ετών, που

παρακολουθούσαν πολλές ώρες τηλεόραση, είχαν υψηλότερους δείκτες σωματικής

μάζας, χαμηλότερη καρδιοαναπνευστική ικανότητα και μειωμένη συμμετοχή σε

σωματική δραστηριότητα. Οι μετρήσεις που έγιναν στο 20ο έτος της ηλικίας των

παιδιών έδειξαν ότι το 17% ήταν υπέρβαρα, το 15% είχαν αυξημένη την τιμή της

Page 80: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

80

χοληστερίνης και το 15% είχαν μειωμένη συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες,

κάτι που αποδόθηκε στο γεγονός ότι πολλά παιδιά παρακολουθούσαν τηλεόραση

περισσότερες από 2 ώρες την ημέρα.

Τέλος ενδεικτική είναι μια μεγάλη σε έκταση και πρόσφατη μελέτη των Janssen,

Katzmarzyk, Boyce, Vereecken, Mulvihili, Roberts, Currie & Picket (2005), οι οποίοι

εξέτασαν την επικράτηση του φαινόμενου της παχυσαρκίας σε μαθητές από 34 χώρες.

Το δείγμα τους αποτέλεσαν 137.593 παιδιά ηλικία 10-16 ετών και τα αποτελέσματα

έδειξαν ότι στις χώρες στις οποίες η φυσική δραστηριότητα των νέων είναι χαμηλή και τα

παιδιά βλέπουν πολλές ώρες τηλεόραση, η παχυσαρκία είναι αυξημένη. Οι παραπάνω

ερευνητές προτείνουν ότι οι στρατηγικές που θα εφαρμοστούν για την πρόληψη και τη

θεραπεία της παχυσαρκίας στους νέους, θα πρέπει να έχουν ως στόχο τη μείωση της

υποκινητικότητας με τη συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες και τη μείωση των

ωρών που οι μαθητές βλέπουν τηλεόραση.

Σημαντικό όμως ρόλο στην προώθηση της παχυσαρκίας έχει και η διαφήμιση, η

οποία έχει τη δύναμη να επηρεάζει τις διατροφικές επιλογές και συνήθειας της

οικογένειας και ιδιαίτερα των νεαρών μελών της. Η πλειοψηφία των τροφίμων που

προωθούνται μέσω της διαφήμισης είναι σνακ ιδιαίτερα πυκνά σε ενέργεια και με

μεγάλο ποσοστό κορεσμένου λίπους (Troiano & Flegal,1998).

Τα αίτια λοιπόν για την αύξηση της παχυσαρκίας στον γενικό πληθυσμό, αλλά

ιδιαίτερα στην παιδική κι εφηβική ηλικία, θα πρέπει να αναζητηθούν σε πολλούς

παράγοντες. Κυριότεροι ίσως είναι η μειωμένη σωματική δραστηριότητα, η υπο-

κινητικότητα και οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες σε συνδυασμό με το ότι η

παρακίνηση των μαθητών για την άσκηση και τη φυσική δραστηριότητα μειώνεται

δραματικά όσο μεγαλώνουν τα παιδιά (Παπαϊωάννου, Α., Θεοδωράκης, I., Γούδας,

Μ., 2003).

Page 81: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

81

2.5. Μετρήσεις παχυσαρκίας

Η παχυσαρκία και το υπέρβαρο είναι πλατιά διαδεδομένες και συνεχώς

αυξανόμενες καταστάσεις παγκοσμίως (Goodman et al., 2000). Η επικράτηση των

τάσεων αυτών έχει συντελεσθεί τις τελευταίες δεκαετίες και οι προβλέψεις δείχνουν

ότι θα συνεχισθεί(Pebbling, C. B., Pawlak, D. B., Ludwig, D. S., 2002).

Ο WHO το 1998 όρισε την παχυσαρκία ως την κατάσταση του ανθρώπου που

χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη αύξηση σωματικού λίπους σε βαθμό τέτοιο που να

επηρεάζεται αρνητικά η υγεία και η ευεξία του. Απαραίτητη, λοιπόν, προϋπόθεση για

να χαρακτηριστεί ένα άτομο υπέρβαρο ή παχύσαρκο και να προσδιοριστεί αν

διατρέχει κίνδυνο για την εμφάνιση χρόνιων νοσημάτων αποτελεί ο υπολογισμός του

σωματικού λίπους (WHO, 1998).

Για να θεωρηθεί ένα μέτρο ως ιδανικό για τον προσδιορισμό του σωματικού

λίπους θα πρέπει να είναι αξιόπιστο και να συσχετίζεται ικανοποιητικά με το

σωματικό λίπος και στα δύο φύλα, σε όλες τις ηλικίες και φυλετικές ομάδες. (Dietz,

1999).

Πολλές μέθοδοι έχουν αναπτυχθεί για τον καθορισμό του ποσοστού του

σωματικού λίπους για την εργαστηριακή πρακτική με μεγάλη αξιοπιστία και

εγκυρότητα. Οι μέθοδοι αυτοί μαζί με τις συγκρίσεις αναφοράς είναι τα εργαλεία που

μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους μελετητές για τον υπολογισμό και την

καταγραφή της σύστασης του σώματος και του ποσοστού λίπους, του ολικού

σωματικού νερού, της ολικής σωματικής κυτταρικής μάζας κλπ. Ωστόσο παράγοντες

όπως ο δαπανηρός εξοπλισμός, η ακρίβεια της μέτρησης, η τεχνική πολυπλοκότητα,

το υψηλό κόστος εξέτασης χρόνος που απαιτούν και η ευκολία χρήσης παίζουν

σημαντικό ρόλο στην επιλογή της καταλληλότερης για το σκοπό της μελέτης ή την

Page 82: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

82

πληθυσμιακή ομάδα που μας ενδιαφέρει. (Ellis, K. J, 2001; Pietrobelli, A.,

Heymsfield, S. B., Wang, Z. M. & Gallagher, D. M., 2001)

Συνεπώς πολύ λίγες τεχνικές προσδιορισμού του σωματικού λίπους είναι

εύχρηστες και κατάλληλες για την κλινική πρακτική και τις επιδημιολογικές μελέτες.

Το 1985 οι Garrow & Webster πρότειναν πέντε παράγοντες που πρέπει να ληφθούν

υπ’ όψιν για τον ορισμό της ιδανικής μεθόδου για χρήση σε πεδίο. Αυτοί είναι:

α) το αρχικό κόστος,

β) η εκπαίδευση του χειριστή,

γ) το κόστος λειτουργίας και συντήρησης,

δ) η ακρίβεια των μετρήσεων και

ε) η ακρίβεια των αποτελεσμάτων.

Η επιλογή ενός μοντέλου υπολογισμού της σύστασης του σώματος συνήθως

επιβάλλει και τις μεθόδους που απαιτούνται, ανάλογα με τον τύπο και την ποιότητα

των πληροφοριών που αναζητούμε. Μια γενικότερη κατηγοριοποίηση των μεθόδων

υπολογισμού της σωματικής σύστασης μπορεί να γίνει ως εξής:

-Ανθρωπομετρικές,

-Μετρήσεις όγκου σώματος ( υποβρύχια μέτρηση βάρους (UWW)κλπ)

-Μέθοδοι μέτρησης σωματικού νερού και ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδωσης,( η

ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδωσης (ΒΙΑ) κλπ).

-Μέθοδοι απεικόνισης.( αξονική τομογραφία (CT), η μαγνητική τομογραφία

(MRI)κλπ).

Η πλειονότητα των μεθόδων αυτών-εκτός των ανθρωπομετρικών- προσφέρουν

ακριβείς μετρήσεις αλλά δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν με ευκολία λόγω της

πολύπλοκης διαδικασίας που απαιτείται και του αυξημένου κόστους (Linsay, R. S.,

Hanson, R. L., Roumain, J., Ravussin, E., Kuonter, W. C., 2001).

Page 83: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

83

2.5.1. Ανθρωπομετρικές μέθοδοι.

Οι ανθρωπομετρικές μέθοδοι είναι η μέτρηση του ύψους , η μέτρηση του

βάρους, η μέτρηση των περιφερών σε διάφορα σημεία του σώματος όπως και η

μέτρηση του πάχους των δερματοπτυχών ξανά σε επιλεγμένα σημεία πάνω στο σώμα.

Το ύψος και το βάρος αποτελούν κοινούς δείκτες οι οποίοι χρησιμοποιούνται τόσο

σε κλινικές, σε επιδημιολογικές (Lawlor et al., 2002; Spencer et al., 2001) όσο και σε

δημόσιας υγείας έρευνες και μελέτες για τον υπολογισμό –εκτίμηση του επιπέδου

υγείας παιδιών και εφήβων καθώς συσχετίζονται βάσιμα με το σωματικό

υπέρβαρο(Wang et al.,2002).

Οι μετρήσεις του βάρους και του ύψους συνδυάζονται για να μας δώσουν τον

δείκτη μάζας σώματος (Body Mass Index BMI), ένα δείκτη που μπορεί να

χρησιμοποιηθεί σε αντιπαράθεση με πίνακες αναφοράς συγκεκριμένους για το φύλο,

την ηλικία και ορισμένες φορές την εθνικότητα ή τη φυλή, για τον καθορισμό του

ποσοστού του σωματικού λίπους του ατόμου που εξετάζεται.

Ύψος

Η μέτρηση του ύψους θεωρείται από πολλούς ως η απλούστερη και

ευκολότερη των μετρήσεων. Για τη μέτρηση του όρθιου ύψους ένα σταδιόμετρο

μεταβλητού πήχη χρησιμοποιείται. Κατά τη διάρκεια της μέτρησης το προς εξέταση

άτομο πρέπει να στέκεται όρθιο με τα χέρια στο πλάι, τις παλάμες προς τους μηρούς,

τις φτέρνες να εφάπτονται στην κατακόρυφη δοκό του σταδιόμετρου και τα πέλματα

να σχηματίζουν γωνία 60 μοιρών. Το βάρος πρέπει να κατανέμεται ισόποσα στα δύο

πόδια.

Τα παιδιά είναι κακοί πληροφοριοδότες για το ύψος τους κυρίως λόγω της

ταχείας αλλαγής του με την ανάπτυξη. Λεπτά άτομα τείνουν να δίνουν χαμηλότερες

Page 84: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

84

τιμές για το ύψος τους ενώ κοντά άτομα έχουν την τάση να δίνουν μεγαλύτερες τιμές

για το ύψος τους( Strauss, R. C., 1999).

Βάρος

Το άτομο στέκεται στο κέντρο του ζυγού και το σωματικό του βάρος θα

πρέπει να κατανέμεται ομοιόμορφα και στα δύο άκρα. Είναι σημαντικό να

τοποθετείται ο ζυγός σε οριζόντιο δάπεδο και σε θέση όπου να είναι εύκολη η

ανάγνωση της βελόνας από τον ερευνητή.

Τα προς ζύγιση άτομα, σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού

Υγείας, θα πρέπει να είναι ντυμένα ελαφριά και χωρίς υποδήματα (WHO, 1998). Ο

WHO επίσης συνιστά τη χρήση του βάρους ανά ηλικία για την εκτίμηση της

διατροφικής κατάστασης (WHO, 1998)

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην αναφορά του βάρους από το εξεταζόμενο

άτομο καθώς η τάση της αναφοράς μικρότερου βάρους από το πραγματικό είναι

γενική στον πληθυσμό.

Δείκτης μάζας σώματος.

Ο δείκτης μάζας σώματος είναι μια έκφραση του σχετικού βάρους και ύψους

και υπολογίζεται ως το πηλίκο του βάρους σε χιλιόγραμμα (Kg) διά του τετραγώνου

του ύψους σε μέτρα (m).

ΒΜΙ=W/H2

Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι ο δείκτης μάζας σώματος είναι μια βασική

παράμετρος στον υπολογισμό της ανάπτυξης των παιδιών( Dietz, W. H., Bellizzi, M.

C., 1999).

Δερματοπτυχές.

Μια αρκετά παλιά μέθοδος για την εκτίμηση της ανάπτυξης και της σύστασης

του σώματος είναι αυτή της μέτρησης του πάχους των δερματοπτυχών. Αυτή η

Page 85: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

85

τεχνική χρησιμοποιεί ειδικά όργανα τα καλούμενα δερματοπτυχόμετρα για να

μετρήσει μια δερματοπτυχή που κρατά ο εξεταστής μεταξύ των δακτύλων του και να

λάβει μια μέτρηση σε χιλιοστά μιας πτυχής δέρματος και υποδόριου λίπους.

Η μέτρηση του πάχους των δερματοπτυχών είναι μια μέθοδος μέτρησης της

πυκνότητας του σώματος. Η τελικές τιμές για την ποσότητα της καθαρής μάζας, του

σωματικού λίπους και του ποσοστού του, μπορεί να εκτιμηθεί από τις εξισώσεις

πρόβλεψης που χρησιμοποιούν τις τιμές των μετρήσεων των δερματοπτυχών. Οι

βασικές υποθέσεις αυτής της μεθόδου είναι ότι οι δερματοπτυχές αποτελούν ένα καλό

δείκτη και μέτρο για το υποδόριο λίπος, και ότι η μάζα του υποδόριου λιπώδους

ιστού είναι ένα σταθερό κλάσμα του ολικού σωματικού λίπους. Οι πιο κοινές

περιοχές του σώματος για τη λήψη μετρήσεων πάχους δερματοπτυχών σε ηλικιακές

ομάδες παιδιών και εφήβων είναι αυτές των τρικέφαλων, των δικεφάλων και των

υποπλάτιων μυώνων. Ειδικευμένο προσωπικό πρέπει να λαμβάνει τις μετρήσεις για

να εξασφαλίσει την μέγιστη ακρίβεια.

Χρησιμοποιώντας τις εξισώσεις πρόβλεψης που περιγράφονται παρακάτω

πρέπει να γνωρίζουμε το άθροισμα των παχών των δερματοπτυχών και την ηλικία

του εξεταζόμενου ατόμου. Το ολικό σωματικό λίπος υπολογίζεται βάση των τύπων

α. για τους άντρες

Ποσοστό σωματικού λίπους= (0,275 x Σστήθος, κοιλιά, μηρός)+(0,122 x ηλικία)-

2,322

β. για τις γυναίκες

Ποσοστό σωματικού λίπους= (0,309 x Σμπράτσο, γοφός, μηρός)+(0,053 x

ηλικία)-3,670

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της μεθόδου μέτρησης του πάχους των δερματοπτυχών

είναι ότι μετρά το σωματικό λίπος άμεσα.

Page 86: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

86

Περιφέρειες

Οι διαστάσεις και το μέγεθος της περιφέρειας στη μέση τους γοφούς και τους

μηρούς χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη της κατανομής του σωματικού λίπους σε

παιδιά, και οι μετρήσεις της μέσης και των γοφών αποτελούν καλούς δείκτες για την

εκτίμηση του σπλαχνικού και κοιλιακού λίπους. Για τη λήψη των μετρήσεων αυτών

των περιφερών αρκεί μια ευλύγιστη πλαστική μεζούρα. Πρόσφατα έχει βρεθεί από

σειρά μελετών ότι η περιφέρεια μέσης και μόνο αποτελεί ένδειξη για τους κινδύνους

καρδιαγγειακών παθήσεων. Η περιφέρεια μέσης αποτελεί επίσης ένα πρώιμο δείκτη

του κινδύνου διατήρησης υπερβολικού λιπώδους ιστού και των μεταβολικών

αλλαγών που αυτό συνεπάγεται( Maffeis, C., Pietrobelli, A., Grezzani, A., Provera,

S., Tato, L., 2001.). Ο λόγος της περιφέρειας μέσης διά της περιφέρειας γοφών

μπορεί να χρησιμοποιηθεί μαζί με το δείκτη μάζας σώματος για να μας δώσει μια

εκτίμηση των κινδύνων που διατρέχει κάποιο άτομο για την εμφάνιση ασθενειών που

σχετίζονται με την υπερβολική συγκέντρωση σωματικού λίπους.

2.5.2. Δείκτης μάζας σώματος (Βody Μass Ιndex-ΒΜΙ)

Οι μετρήσεις του ύψους και του βάρους χρησιμοποιούνται ευρέως στις

επιδημιολογικές (Lawlor et al., 2002; Stewart et al., 1987) αλλά και άλλου είδους

έρευνες διότι είναι αξιόπιστες, γρήγορες και χωρίς κόστος. Επιπλέον βοηθούν στην

αξιολόγηση της γενικότερης υγείας και διατροφικής κατάστασης των παιδιών και των

εφήβων.

Οι δείκτες βάρους/ ύψους (σωματικό βάρος, προσαρμοσμένο για το ύψος)

χρησιμοποιούνται συχνά ως εναλλακτικό μέσο για την έμμεση εκτίμηση της μάζας

του λιπώδους ιστού και κατ’ επέκταση για την αξιολόγηση της παχυσαρκίας. Ένα

τέτοιο μέτρο που χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή πρακτική και στις

επιδημιολογικές μελέτες είναι ο δείκτης του Quetelet, γνωστός κυρίως ως δείκτης

Page 87: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

87

μάζας σώματος (Body Mass Index-BMI) (Garrow, J. S., & Webster, J., 1985).

Το μέτρο αυτό ανακαλύφθηκε σε μια προσπάθεια του μαθηματικού του 19ου

αιώνα, Lambert Adolphe Jacques Quetelet, να περιγράψει τη σχέση ανάμεσα στο

σωματικό βάρος και το ύψος στους ανθρώπους.

Δηλαδή, στην πραγματικότητα ο δείκτης μάζας σώματος είναι ένας διορθωτικός

δείκτης του βάρους για το ύψος και υπολογίζεται από το λόγο του σωματικού βάρους

δια του τετραγώνου του ύψους (Βάρος/ Ύψος2). (McArdle et al.,1999 ; Τοκμακίδης

κ.α., 2000).

Ο δείκτης μάζας σώματος αποτελεί τον πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο τρόπο

προσδιορισμού της παχυσαρκίας, που είναι ιδιαίτερα εύχρηστος τόσο στην

καθημερινή κλινική πρακτική υπέρβαρων ατόμων όσο και στις επιδημιολογικές

μελέτες. (Whitaker et al., 1997).

Ο WHO έχει χρησιμοποιήσει το δείκτη μάζας σώματος για να

κατηγοριοποιήσει τα υπέρβαρα και τα παχύσαρκα άτομα. Συγκεκριμένα, άτομα με

BMI ≥ 25Kg/m² θεωρούνται υπέρβαρα, ενώ όταν έχουν BMI ≥ 30Kg/m² θεωρούνται

παχύσαρκα. Τα προτεινόμενα αυτά όρια έχουν βασιστεί σε διεθνείς μελέτες στην

Ευρώπη και την Αμερική και ισχύουν για τα ενήλικα άτομα (WHO, 1998).

Ωστόσο, σήμερα πλέον αμφισβητείται ισχυρά η καταλληλότητα της χρήσης

των επίπεδων αυτών, όπως αυτή έχει προταθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό

Υγείας, σε παγκόσμιο επίπεδο (Steering Committee of the WHO Western Pacific

Region, IASO & IOTF. The Asia-Pacific perspective: redefining obesity and its

treatment. Australia, 2000).

2.5.3. Πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα

Η εκτίμηση της παχυσαρκίας τόσο σε επιδημιολογικές μελέτες όσο και στην

καθημερινή κλινική πράξη στηρίζεται ευρέως στο ΔΜΣ (Must, A., Dallal, G. E.,

Page 88: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

88

Dietz, W. H., 1991), τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά. (Dietz, W. H., Bellizzi, M.

C., 1999; Freedman, D. S. & Sherry, B., 2009).

Ο δείκτης μάζας σώματος ασκεί τέτοια γοητεία στους ερευνητές γιατί πληροί

τις πρώτες τέσσερις από τις πέντε συνθήκες καθορισμού της ιδανικής μεθόδου. Τα

δύο όργανα που απαιτούνται (ζυγαριά και μεζούρα ) είναι φθηνά έχουν μηδενικό

κόστος συντήρησης απαιτούν ελάχιστη εκπαίδευση και οι τιμές που δίνουν μπορούν

να ληφθούν με μεγάλη ακρίβεια σε πολλές διαδοχικές μετρήσεις. Ο Freedman και οι

συνεργάτες του έδειξαν ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του δείκτη μάζας σώματος και

του ύψους, η οποία, όμως, μειώνεται όσο αυξάνεται η ηλικία. Ειδικότερα, εξέτασαν

1196 παιδιά ηλικίας 5 έως 18 ετών και βρήκαν ότι η συσχέτιση-αν και μειωνόταν-

ήταν σημαντική ως την ηλικία των 12 ετών (Freedman, D., Wang, J., Mayard, L. M.,

Thorton, J. C., Mei, Z., Dietz, W., Pierson, R. & Horlick, M., 2004). Αντίθετα, ο Εto

και οι συνεργάτες του, που μελέτησαν 486 παιδιά ηλικίας 3-5 ετών, δε βρήκαν

αξιοσημείωτη συσχέτιση μεταξύ ΒΜΙ και αναστήματος στο δείγμα τους (Eto, C.,

Komiya, S., Nakao, T., & Kikkawa, K., 2004).

Έχουν γίνει αρκετές έρευνες για την αξιολόγηση του δείκτη μάζας σώματος

ως μέτρου προσδιορισμού του σωματικού λίπους. Βάσει αυτών, ο δείκτης μάζας

σώματος σχετίζεται ισχυρά με το σωματικό λίπος, όταν λαμβάνεται υπόψη το φύλο

και η ηλικία (Eto et al., 2004).

Η συσχέτισή του με το ποσοστό σωματικού λίπους τόσο σε παιδιά όσο και σε

εφήβους είναι 0,39-0,90 ανάλογα με την μέθοδο μέτρησης-αναφοράς- που

χρησιμοποιείται, την ηλικία και το φύλο των ατόμων ( Barlow, S. E., Dietz, W. H.,

1998). Επίσης ο ΔΜΣ εμφανίζει υψηλή συσχέτιση με το ποσοστό σωματικού λίπους

σε παιδιά (r=0.83-0.98), όπως αυτό υπολογίστηκε με τη μέθοδο της απορρόφησης

ακτινών Χ διπλής ενέργειας (Lindsay, 2001).

Page 89: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

89

Για τους παραπάνω λόγους αναγνωρίστηκε από την International Obesity Task Force

(IOTF) ως ένα αξιόπιστο εργαλείο εκτίμησης της παχυσαρκίας στην παιδική και

εφηβική ηλικία ( Bellizzi, M.C. & Dietz, W.H.,1999).

O Himes J. H. (2009) αναφέρει ότι όταν οι μετρήσεις γίνονται προσεκτικά και

με διεθνώς αποδεκτά cutoffs και επίπεδα – καμπύλες – ανάπτυξης, ο ΒΜΙ αποτελεί

έναν εξαιρετικό δείκτη για τη παχυσαρκία. Ωστόσο, το κυριότερο πλεονέκτημά του

είναι ότι αποτελεί ένα απλό, ανέξοδο, ασφαλές και πρακτικό μέσο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της χρησιμοποίησης του στις επιδημιολογικές

μελέτες που διερευνούν το φαινόμενο της παχυσαρκίας είναι ότι η μελέτη της

αιτιολογικής σχέσης της παχυσαρκίας με διάφορες μορφές παθήσεων και με τη

γενική θνησιμότητα έχει βασιστεί στο δείκτη μάζας σώματος ( Durazo-Arvizu,

McGee, Cooper, Liao, & Luke, 1998).

Η σχέση ανάμεσα στο ΒΜΙ και την θνησιμότητα από συγγενείς στην

παχυσαρκία ασθένειες φαίνεται στον πίνακα 1 (WHO, 1997).

Πίνακας 11: Κατηγοριοποίηση του βάρους σε ενήλικες σύμφωνα με το ΒΜΙ και

σχέση με τη θνησιμότητα από συγγενείς ασθένειες (WHO, 1997).

Κατηγορία ΒΜΙ (kg/m2) Θνησιμότητα από συγγενείς ασθένειες

Λιποβαρές <18.5 Χαμηλή

Φυσιολογικό 18.5-24.9 Μέτρια

Υπέρβαρο 25-29.9 Αυξημένη

Παχύσαρκο>30

1ου βαθμού 30-34.9 Πολύ αυξημένη

2ου βαθμού 35-39.9 Σοβαρά αυξημένη

3ου βαθμού>40 Πολύ σοβαρά αυξημένη

Page 90: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

90

Υπάρχουν διάφοροι πιθανοί περιορισμοί του ΔΜΣ οι οποίοι απαιτούν να μην

είναι αυτός ο δείκτης ο μοναδικός τρόπος για την κατάταξη ενός ατόμου ως

υπέρβαρου ή σε κίνδυνο. Ο πρώτος περιορισμός προέρχεται από τον ίδιο ορισμό του

ΔΜΣ , δηλαδή ότι είναι ο λόγος του βάρους προς το τετράγωνο του ύψους. Ο δείκτης

αυτός δεν είναι ιδανικός αφού δεν έχει άμεση γραμμική συσχέτιση με το ποσοστό

σωματικού λίπους καθώς το βάρος και το ύψος δεν μετρούν άμεσα την σωματική

σύσταση. Πιο συγκεκριμένα το σωματικό βάρος δεν επηρεάζεται μόνο από τη μάζα

του λίπους αλλά και από την καθαρή μάζα η οποία αποτελείται από μύες, όργανα και

σκελετική μάζα. Για παράδειγμα δύο άτομα της ίδιας ηλικίας του ίδιου φύλλου και

του ίδιου ύψους και βάρους να παρουσιάζουν διαφορά στα επίπεδα της μυϊκής

ανάπτυξης και του σωματικού λίπους κάτι που ο δείκτης μάζας σώματος αδυνατεί να

διαβλέψει.

Έτσι σε μία μελέτη ο ΔΜΣ εξήγησε μόνο το 65% περίπου του σωματικού

λίπους σε παιδιά,( Pietrobelli et al., 1998) ενώ σε μια δεύτερη το 76% μετά από

στατιστική διόρθωση για το φύλο και το στάδιο ανάπτυξης κατά Tanner (Daniels et

al., 1997). Ακόμα εθνικές διαφορές μπορεί να παίζουν σημαντικό ρόλο στην

αδυναμία του ΒΜΙ να προβλέψει το ποσοστό του σωματικού λίπους, ( Deurenberg,

P., Yap, M. & van Staveren, W. A., 1998).

Επομένως είναι απαραίτητη η χρήση επιπρόσθετων κριτηρίων για να

ερευνηθεί αν το άτομο που είναι υπέρβαρο έχει και αυξημένο ποσοστό σωματικού

λίπους. Ένα τέτοιο κριτήριο είναι η μέτρηση των δερματοπτυχών (skinfold

thickness), η οποία θα διαχωρίσει τα παιδιά και τους εφήβους που είναι υπέρβαρα και

με αυξημένο σωματικό λίπος (υπέρβαρα ή παχύσαρκα) από αυτά, των οποίων το

αυξημένο σωματικό βάρος οφείλεται σε αυξημένη μυική ή οστική μάζα (Dietz,

1998).

Page 91: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

91

Μειονεκτεί επίσης στο γεγονός ότι μπορεί να χαρακτηρίσει ως υπέρβαρα,

παιδιά με αυξημένη μυϊκή ή οστική μάζα. Παράλληλα η υιοθέτηση της 85ης ή της

95ης εκατοστιαίας θέσης για την ηλικία και το φύλο δεν προβλέπει με ακρίβεια τις

παθολογικές καταστάσεις που συνδέονται με την παχυσαρκία (Charney, 1998).

Οι κίνδυνοι, πάντως, που ενέχονται από τη χρήση του ΒΜΙ μπορούν να

φανούν από το ακόλουθο παράδειγμα: ας θεωρήσουμε ότι έχουμε δύο πληθυσμούς Α

και Β, οι οποίοι έχουν την ίδια σχέση βάρους και ύψους και ο πληθυσμός Β είναι

ψηλότερος από τον Α. Όπου Α και Β μπορεί να είναι δύο διαφορετικές ομάδες

παιδιών ή η ίδια ομάδα μετρημένη δύο διαφορετικές φορές. Από τον υπολογισμό του

ΒΜΙ στους δύο πληθυσμούς μπορεί να προκύψει ότι ο Β έχει περισσότερα

παχύσαρκα παιδιά από τον Α, επειδή τα ψηλότερα παιδιά τείνουν να έχουν

μεγαλύτερη τιμή στο δείκτη μάζας σώματος και έτσι είναι πιθανό να κατατάσσονται

ως παχύσαρκα. Με τον τρόπο αυτό, είναι δυνατό να έχουμε λανθασμένα

αποτελέσματα για το Β πληθυσμό, πράγμα που σημαίνει ότι γενικότερα για την

ερμηνεία του ΒΜΙ και την κατάταξη των παιδιών σε υπέρβαρα ή παχύσαρκα

απαιτούνται περισσότερες πληροφορίες (Franklin, 1999).

Παρά τα μειονεκτήματα αυτά, πάντως, η επιτροπή ειδικών της Παγκόσμιας

Οργάνωσης Υγείας προτείνει το ΔΜΣ(χρήση των πρότυπων εκατοστιαίων καμπύλων

από τις ΗΠΑ) σε συνδυασμό με μετρήσεις υποδόριου λίπους (π.χ. δερματική πτυχή

τρικέφαλου μυός) για τον ορισμό της παχυσαρκίας (Must, A., Dallal, G. E., Dietz, W.

H., 1991), ειδικά για τους έφηβους, έως ότου υπάρξουν καλύτερα δεδομένα. Έτσι,

παιδιά των οποίων οι σωματομετρήσεις αυτές κυμαίνονται ανάμεσα στην 85η και 95η

εκατοστιαία θέση για την ηλικία και το φύλο χαρακτηρίζονται ως «υπέρβαρα» και

όσα βρίσκονται ή υπερβαίνουν την 95η εκατοστιαία θέση ως «παχύσαρκα» (Barlow,

S. E., Dietz, W. H., 1998).

Page 92: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

92

2.6. Κατηγοριοποιήσεις με βαση το ΔΜΣ

Λόγω της σχετικής αξιοπιστίας του ΒΜΙ ως μέτρου του σωματικού λίπους, ο

Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει χρησιμοποιήσει το δείκτη μάζα σώματος για

την κατηγοριοποίηση των ατόμων σε υπέρβαρους και παχύσαρκους.

2.6.1. Δείκτης μάζας σώματος ενηλίκων

Τα προτεινόμενα όρια από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας είναι το ΒΜΙ ≥

25 kg/m2 για να χαρακτηριστούν τα υπέρβαρα άτομα, ενώ το ΒΜΙ ≥ 30 kg/m2

θεωρείται το διεθνές όριο για την παχυσαρκία ( WHO, 1998). Τα προτεινόμενα όρια

βασίζονται σε διεθνείς μελέτες στην Ευρώπη και την Αμερική, σχετικά με τη σχέση

ανάμεσα στη θνησιμότητα και το δείκτη μάζας σώματος ( Manson, J. E., Willett, W.

C., & Stampfer, M. J.et al., 1995; Seidell, J. C, Verschuren,W. M. M., van Leer, E. M.

& Kromhout, D., 1996).

Τα κριτήρια αυτά είναι:

Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μικρότερο από 18,5 Kg/m2 θεωρούνται ελλιποβαρή.

Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μεταξύ 18,5 και 24,9 Kg/m2 θεωρούνται

φυσιολογικά.

Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μεταξύ 25,0 και 29,9 Kg/m2 θεωρούνται υπέρβαρα

και τέλος

Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερο ή ίσο των 30 Kg/m2 θεωρούνται

παχύσαρκα.

Ο πίνακας αυτός διαφοροποιείται όταν αναφέρονται τιμές για παιδιά και εφήβους.

2.6.2. Δείκτης μάζας σώματος ενηλίκων σε παιδιά και εφήβους

Η κατηγοριοποίηση των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών είναι πιο

πολύπλοκη απ’ ότι στους ενήλικες. Οι αλλαγές στη σωματική σύσταση που

επιτελούνται κατά την ανάπτυξη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, καθώς οι αλλαγές

Page 93: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

93

στην τιμή του δείκτη μάζας σώματος προέρχονται από δύο παραμέτρους – το βάρος

και το ύψος – που διαρκώς μεταβάλλονται κατά την παιδική και εφηβική ηλικία

(Malina, R., & Bouchard, C., 1991).

Η σύσταση του σώματος κατά την εφηβεία αποτελεί ένα δείκτη μεταβολικών

αλλαγών που συμβαίνουν κατά αυτή την περίοδο της ανάπτυξης και της ωρίμανσης

και για αυτό μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την τρέχουσα και τη

μελλοντική κατάσταση της υγείας των εφήβων. Κατά την διάρκεια της εφηβείας

δραματικές ορμονικές διακυμάνσεις συμβαίνουν στο σώμα, τόσο στη σύσταση όσο

και στο μέγεθός του.

Η εφηβική ανάπτυξη συνήθως αναφέρεται στη χημική ωρίμανση των ιστών

του σώματος, στην αλλαγή του ποσού και της κατανομής του λιπώδους ιστού, και

στην αύξηση της οστικής και της καθαρής μάζας (Ellis, K. J., 2001). Στην εφηβεία

υπάρχει σημαντικός διμορφισμός, ανάμεσα στα δύο φύλα, στη σύσταση του σώματος

για τον χρόνο της διάρκειας αυτών των αλλαγών. Και τα δύο φύλλα βιώνουν

ταχύτατες αυξήσεις του ολικού σωματικού λίπους, αν και στα αγόρια η αναλογία του

λίπους αυξάνει πιο αργά εξ αιτίας της σύγχρονης αλλαγής στην καθαρή μάζα (Ellis,

K. J., 2001).

Η διαδικασία των αλλαγών της εφηβείας στα αγόρια και τα κορίτσια σε ότι

αφορά την καθαρή μάζα είναι μέχρι ενός σημείου αντίστροφη. Στα κορίτσια η

καθαρή μάζα αυξάνει μέχρι την ηλικία των 15 και μετά παραμένει σχετικά η ίδια. Στα

αγόρια από την άλλη η καθαρή μάζα αυξάνει σταθερά από τα οκτώ έως τα 18 χρόνια

με μια ταχεία περίοδο αύξησης από τα 12 έως τα 15 (Ellis, K. J., 2001). Έτσι λόγω

του πολύ μεγάλου βαθμού ανάπτυξης των νεαρών ατόμων η κατηγοριοποίηση πρέπει

να γίνεται ανάλογα με την ηλικία και το φύλο και η κατάταξη σε εκατοστιαίες

υποδιαιρέσεις.

Page 94: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

94

Ο ρυθμός ανάπτυξης, λοιπόν, ως προς το ύψος και το βάρος διαφέρει κατά τη

βρεφική και παιδική ηλικία. Αρχικά, το βρέφος ψηλώνει σε αργό, αλλά σταθερό

ρυθμό, που φτάνει στο κατώτατο σημείο πριν την απότομη ανάπτυξη της ήβης και

στη συνέχεια η αύξησή του αρχίζει να επιταχύνεται. Παράλληλα, η μεταβολή του

βάρους επιτυγχάνεται με ελαφρώς αυξανόμενο ρυθμό, εκτός από τα δύο πρώτα

χρόνια της ζωής του, που παρουσιάζει επιβραδυνόμενη τάση (Malina & Bouchard,

1991).

Προκύπτει, λοιπόν, ότι ο ΒΜΙ αυξάνεται ταχέως από τη γέννηση μέχρι τους 9

έως 12 πρώτους μήνες, μειώνεται, κατόπιν, φυσιολογικά μέχρι την ηλικία των 5-6

ετών και μετά αυξάνεται μέχρι την εφηβεία. Η ηλικία, μάλιστα, στην οποία ο δείκτης

μάζας σώματος βρίσκεται στο ναδίρ του ονομάζεται επανάκτηση λίπους- adiposity

rebound ( Freddman et al., 2004). Επιπλέον, οι Whitaker et al. (1998), έδειξαν για

πρώτη φορά ότι τα παιδιά που εμφανίζουν σε μικρή ηλικία αυτήν την επανάκτηση

λίπους έχουν μεγάλη πιθανότητα να είναι παχύσαρκοι ως ενήλικες ανεξάρτητα από

την τιμή του ΒΜΙ τους σε εκείνη την ηλικία ή/και την παχυσαρκία των γονιών τους.

Αυτό φαίνεται και από το παρακάτω σχήμα από το οποίο προκύπτει ότι η πιο πρώιμη

επανάκτηση του ΒΜΙ συντελείται στις υψηλότερες εκατοστιαίες θέσεις (Dietz ,

2000).

Page 95: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

95

ΣΧΗΜΑ 2. Απεικόνιση του ΒΜΙ σε σχέση με την ηλικία.

Πηγή: CDC growth charts (Dietz, 2000).

Για την κατηγοριοποίηση, πάντως, των παιδιών σε ελλειποβαρή, υπέρβαρα

και παχύσαρκα έχουν χρησιμοποιηθεί τα εξής κριτήρια αναφοράς :

1. Τα εκατοστημόρια αναφοράς του Must και των συνεργατών του, τα οποία

βασίστηκαν στη μελέτη NHANES I και συστήθηκαν από τον WHO (Must et al.,1991;

WHO, 1995).

2. Οι χάρτες ανάπτυξης του CDC (Centers for Disease Control and Prevention) για τις

Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίοι απευθύνονται αποκλειστικά σε αμερικανικές

πληθυσμιακές ομάδες (Flegal et al., 2002),όπου η κατάταξη των παιδιών γίνεται

σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα.

Πίνακας 12: Όρια κατάταξης των παιδιών και εφήβων (CDC growth charts,2000).

Page 96: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

96

ΒΜΙ ως προς την ηλικία Εύρος εκατοστιαίων υποδιαιρέσεων

Ελλιποβαρή Λιγότερη της 5ης εκατοστιαίας υποδιαίρεσης

Υγιές βάρος Από την 5η έως τη λιγότερη της 85ης

εκατοστιαίας υποδιαίρεσης

Κίνδυνος υπέρβαρου 85η έως τη λιγότερη της 95ης εκατοστιαίας

υποδιαίρεσης

Υπέρβαρα Ίση ή μεγαλύτερη της 95ης εκατοστιαίας

Πηγή: (CDC growth charts, 2000).

3. Οι πίνακες ανάπτυξης του Cole και των συνεργατών του, που προορίζονται για

όλους τους πληθυσμούς και παρουσιάζουν κριτικές τιμές του ΒΜΙ και για τα δύο

φύλα και για κάθε ηλικία από 2 έως 18 ετών (Cole et al., 2000). Οι πίνακες αυτοί

βασίστηκαν στις νόρμες που ισχύουν για τους ενήλικες, σύμφωνα με το WHO, όπου

όταν το ΒΜΙ είναι 25 kg/m² αντιστοιχεί σε υπέρβαρο άτομο και όταν είναι 30 kg/m²

αντιστοιχεί σε παχύσαρκο άτομο. Επεξεργάστηκαν, λοιπόν, τις τιμές του ΒΜΙ

παιδιών από τη γέννηση έως την ηλικία των 18 ετών από μελέτες σε έξι μεγάλες

χώρες ( Βραζιλία, Μεγάλη Βρετανία, Χόνγκ- Κόνγκ, Ολλανδία, Σιγκαπούρη και

Αμερική). Ο στόχος ήταν να προκύψουν κριτικές τιμές του ΒΜΙ που να είναι

κατάλληλες για διεθνή χρήση για τη σύγκριση μεταξύ των πληθυσμών. Για αυτό και

υπερτερούν έναντι των χαρτών του CDC, που έχουν περιορισμένη χρήση, αφού

προορίζονται αποκλειστικά για τον αμερικανικό πληθυσμό.

2.7.1. Εγκυρότητα και αξιοπιστία των δηλούμενων ανθρωπομετρικών δεικτών

Στις έρευνες που σχετίζονται με την υγεία οι πραγματικές μετρήσεις των

ανθρωπομετρικών δεικτών αρκετά συχνά αντικαθίστανται από αυτοαναφερόμενες

τιμές για το ύψος και το βάρος, οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούνται για τον

υπολογισμό του ΔΜΣ (Himes & Faricy, 2001; Lawlor et al., 2002; Lissau et al., 2004;

Page 97: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

97

Shapiro, & Anderson, 2003) και την εκτίμηση της παχυσαρκίας (Spencer et al.,

2001). H παρακολούθηση του επιπολασμού της παχυσαρκίας από συνεντεύξεις, όπως

η National Health Interview Survey (NHIS) και το Behavioral Risk Factor

Surveillance System (BRFSS), που βασίζονται στα αυτο-αναφερόμενα στοιχεία,

έχουν αναλάβει ακόμη μεγαλύτερη σημασία από ό, τι στο παρελθόν(CDC, 2004).

Όμως οι αυτό-αναφορές βάρους και ύψους, πρέπει πάντα να ελέγχονται για την

ακρίβειά τους (Page, Lee, Miao, 2004).

2.7.1.1. Έρευνες σε ενήλικες

Μια από τις πρώτες έρευνες που έγινε για τον προσδιορισμό της ακρίβειας

των αυτο-αναφερόμενων τιμών βάρους ήταν αυτή των Stunkard, J. A. & Albaum, M.

J. (1981). Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1302 από ενήλικα άτομα σε

ΗΠΑ(550) και Δανία(752) τα οποία δήλωσαν τα ανθρωπομετρικά δεδομένα και στη

συνέχεια μετρήθηκαν χωρίς αυτό να τους γνωστοποιηθεί από πριν. Οι τιμές των

αυτό-δηλούμενων βαρών ήταν αξιοθαύμαστα ακριβής(r=0.974) σ’ όλο το

Αμερικανικό δείγμα ακόμα και ανάμεσα σε παχύσαρκα άτομα και σε σχέση με όλες

τις μεταβλητές (ηλικία, φύλο, διαφορετικοί στόχοι μετρήσεων). Οι αυτό-αναφορές

από την Δανία ήταν επίσης ακριβείς αλλά σε μικρότερο βαθμό (r=0.856) και ειδικά

ανάμεσα στις γυναίκες 40 ετών και άνω . Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα

ότι τα αυτό-αναφερόμενα ανθρωπομετρικά δεδομένα που λαμβάνονται είναι τόσο

αξιόπιστα όσο τα στοιχεία που λαμβάνονται από πραγματικές μετρήσεις.

Η υποεκτίμηση του βάρους και του ύψους μέσα από τις αυτό-αναφορές σε

ενήλικες ήταν και το θέμα της έρευνας των Stewart et al. (1987) σε ένα δείγμα 1598

(987 άντρες και 536 γυναίκες) ατόμων, ηλικία 35-65 ετών, στη Νέα Ζηλανδία. Οι

συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που περιείχε και σχετικές

αναφορές για το βάρος και ύψος τους ,αλλά χωρίς να τους αναφερθεί η μέτρηση που

Page 98: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

98

ακολούθησε. Η συσχέτιση για το ύψος ήταν 0.96, ενώ για το βάρος 0.98.

Παρατηρήθηκε υπερεκτίμηση του ύψους(1.94cm),κυρίως από τους άνδρες(2.14cm

άντρες /1.60cm γυναίκες), και υποτίμηση του βάρους(-0.58kgr) και από τα δύο φύλα

η οποία μεγάλωνε όσο αύξανε το πραγματικό βάρος. Παρά όμως τις υψηλές

συσχετίσεις μετά την κατηγοριοποίηση βάρους το 30%των υπέρβαρων και το

37%των παχύσαρκων είχαν καταταχθεί λανθασμένα με βάση τις αυτό-δηλώσεις ενώ

παράλληλα εντοπίστηκε ότι η υπερεκτίμηση του ύψους αυξάνει συστηματικά με την

ηλικία.

Ο Roberts, (1995) στην Ουαλία αναζήτησε την ακρίβεια των αυτό-αναφορών

βάρους, ύψους σε ένα δείγμα 1622 ενηλίκων ηλικίας 18-64 ετών. Διαπίστωσε ότι τα

2/3 των συμμετεχόντων ανέφεραν το βάρος τους +-2.3 kgr και το ύψος τους +2.5 cm

από τις πραγματικές τιμές. Οι άνδρες υπερτίμησαν το ύψος τους κατά 1.4cm και οι

γυναίκες κατά 0.7cm. Παρόλο που η μέση διαφορά στις τιμές του βάρους ήταν μη

στατιστικά σημαντική για τους άντρες και η υποτίμησή από τις γυναίκες 1.1kgr

εντούτοις η υποεκτίμηση της παχυσαρκίας, άρα και η λάθος κατηγοριοποίηση

βάρους, έφθασε σε σημαντικά επίπεδα 4.5%και 6.7% αντίστοιχα. Η υποεκτίμηση

αυτή βρέθηκε να σχετίζεται θετικά με την ηλικία και ήταν πιο μεγάλη για τα

βαρύτερα άτομα. Τα αυτό-δηλούμενα στοιχεία θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με

προσοχή για την κατάταξη βάρος συμπεραίνει ο ερευνητής.

Χρησιμοποιώντας σαν μέθοδο συλλογής στοιχείων το ταχυδρομικό

ερωτηματολόγιο οι Niedhammer, I., Bugel, I., Bonenfant, S., Goldberg, M., &

Leclerc, A. (2000) προσπάθησαν να διερευνήσουν τόσο τη ακρίβεια των αυτό-

αναφορών ύψους και βάρους , όσο και την επίδραση διαφορών

παραγόντων(δημογραφικών, ιατρικών, κοινωνικό-οικονομικών), στην δημιουργία

διαφοράς μεταξύ αυτών των τιμών και εκείνων που προέρχονται από τις ακριβείς

Page 99: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

99

μετρήσεις. Το δείγμα αποτελούσαν 7.350 άτομα, 5445 άνδρες και 1905 γυναίκες

ηλικίας 35−50 ετών. Το διάστημα μεταξύ των μετρήσεων και των αυτό-αναφορών

ήταν μέχρι 6 μήνες Παρά τις ισχυρές συσχετίσεις (r=0.98 και για τα δύο φύλα)

μεταξύ μετρήσιμων και αυτό-αναφερόμενων τιμών, εμφανίστηκαν σημαντικά

συστηματικά σφάλματα. Το βάρος είχε υποτιμηθεί σημαντικά για τους άνδρες (0,54

kgr) και για τις γυναίκες (0,85 kgr), (οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό να υποτιμούν το

βάρος τους σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες) και το ύψος υπερεκτιμηθεί για

τους άνδρες (0,38 cm) και γυναικών (0,40 cm). Αυτά οδήγησαν σε σημαντική

υποεκτίμηση του ΔΜΣ (0,29 και 0,44 kg/m2 για άνδρες και γυναίκες, αντίστοιχα).

Κατά συνέπεια, η συχνότητα των υπέρβαρων, που ορίζεται ως ΔΜΣ> 26,9

kg/m2 για τις γυναίκες και ΔΜΣ> 27,2 kg/m2 για τους άνδρες( κατά Bray, δηλαδή

λιπόβαρης (≤20 κιλά/μ2), αποδεκτό βάρος (21−25 κιλά/μ2), υπέρβαροι (26−30 kg/μ2)

και η παχυσαρκία (περισσότερο από 30 kg/μ2 ), είχε υποτιμηθεί επίσης, κατά 13% για

τους άνδρες και 17% για τις γυναίκες. Οι παράγοντες που εξετάστηκαν για την

δημιουργία της διαφοράς ήταν: το φύλο, η ηλικία, η οικογενειακή κατάσταση, το

ιστορικό των ισχαιμικών καρδιακών παθήσεων και τα φάρμακα για τους παράγοντες

καρδιαγγειακού κινδύνου, το επίπεδο εκπαίδευσης και της εργασίας και τελικό

μονοψήφιο προτίμησης. Τελικά βρέθηκαν πέντε απ’ αυτούς να σχετίζονται: η

υπέρβαρη κατάσταση, το τελικό-ψηφίο προτίμησης, η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο

και το επάγγελμα. Όσο μεγαλύτερο ήταν το μετρήσιμο ΒΜΙ, τόσο μεγαλύτερη η

υποτίμηση του βάρους και η υπερεκτίμηση του ύψους για άνδρες και γυναίκες. Τα

αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ηλικιωμένοι άνδρες υποτιμούσαν το βάρος τους

περισσότερο από νεότερους άνδρες ενώ για τις γυναίκες, η υποτίμηση του βάρους

μειώνονταν με την αύξηση της ηλικίας. Υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης έτειναν να

Page 100: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

100

μειώσουν την υπερτίμηση του ύψους για τους άνδρες, αλλά υψηλά επαγγελματικά

επίπεδα συσχετίστηκαν με αύξηση της υπερτίμησης του ύψους για τις γυναίκες Ένας

άλλος παράγοντας δημιουργίας διαφοράς ήταν τελικό μονοψήφιο προτίμησης,

δηλαδή το γεγονός ότι οι αυτό-αναφερόμενες τιμές για το βάρος και το ύψος είχαν

στρογγυλοποιηθεί. Οι γυναίκες που ανέφεραν βάρος σε ψηφία που λήγει σε μηδέν ή

πέντε είχαν περισσότερες πιθανότητες να υπό-αναφέρουν το βάρος τους. Οι άνδρες

και οι γυναίκες που στρογγυλοποιούσαν το ύψος τους, είχαν επίσης την τάση να

υπερτιμούν. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι οι αυτό-αναφορές για το βάρος και το ύψος

θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, λόγω των τάσεων να οδηγούν σε

εσφαλμένη κατάταξη για το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία, ιδιαίτερα σε

ορισμένα τμήματα του πληθυσμού.

Ο Larson, (2000) αναζήτησε τη σχέση ανάμεσα στην κοινωνική –μη-αποδοχή

και την προκύπτουσα διαφορά αυτό-αναφερόμενων και τα μετρούμενων

ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών από ένα δείγμα 56 ατόμων ,μη-υπέρβαρων

ηλικίας 18-59 ετών (mean= 28.3 έτη,s.d.=9.0).Οι συμμετέχοντες δήλωσαν τα στοιχεία

τους μέσω τηλεφώνου, μια εβδομάδα αργότερα μετρήθηκαν. Τα αποτελέσματα

έδειξαν ότι οι βαρύτερες γυναίκες έτειναν να υποτιμούν το βάρος τους, ενώ οι

ελαφρύτερες να το υπερτιμούν. Έτσι το βαρύτερο(μετρήσιμο βάρος mean=71.2

kgr,n=9) 25% των γυναικών υποτίμησε το βάρος κατά μέσο όρο 3.9 kgr, ενώ

αντίστοιχο ελαφρύτερο((μετρήσιμο βάρος mean=49.5 kgr,n=9) 25% μόνο κατά 0.6

kgr.Για τους άντρες δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά . Το ύψος γενικά

υπερτιμήθηκε και από τα δύο φύλα. Το πιο αξιοσημείωτο γεγονός ήταν ότι βρέθηκε

ότι οι γυναίκες που είχαν υψηλότερη την τάση να συμπεριφέρνονται με κοινωνικά

αποδεκτό τρόπο ήταν πιθανότερο να υποτιμούν το βάρος τους.

Page 101: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

101

H ακρίβεια των αυτό-αναφορών βάρους ήταν το αντικείμενα της μελέτης των

Rossouw et al. (2000). Στην έρευνα συμμετείχαν 131 γυναίκες με ΒΜΙ>28 οι οποίες

ανήκαν σε μια ομάδα διαχείρισης βάρους, στη Νότια Αφρική. Το βάρος είχε αυτό-

αναφερθεί πριν την μέτρηση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι σαν ένα ενιαίο σύνολο οι

συμμετέχουσες υπο-ανέφεραν το βάρος τους κατά 0.8kgr(+-3.6),μη στατιστικά

σημαντική διαφορά, εν τούτοις μετά την κατάταξη τους με βάση την ακρίβεια της

δήλωσής τους (όριο τα+-2kgr) παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές-μόνο το 52%

εκτίμησε σωστά -. Έτσι βαρύτερα και ψηλότερα άτομα είχαν την τάση να υποτιμούν

το βάρος τους. Μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες ανέφεραν με μεγαλύτερη ακρίβεια

ενώ το υψηλότερο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο οδηγούσε σε υποτίμηση αναφοράς.

Παράγοντες όπως η κοινωνική προκατάληψη για το υπέρβαρο, η χρονική απόσταση

δήλωσης και μέτρησης βάρους(1-2 μήνες αργότερα),καθώς και οι διαφορές στην

μέτρηση (με ή χωρίς ρούχα κλπ) ίσως να έπαιξαν ρόλο στην τιμή της διαφοράς.

Aναφερόμενοι οι Nawaz, H., Chan, W., Adulrahman, M., Larson, D., Katz

D.L. (2001) σ’ ένα ταυτόσημο(υπέρβαρο ΒΜΙ>27.3) αλλά μικρότερο δείγμα 97

γυναικών, ηλικίας 30-65 ετών, οι οποίες ήθελαν να ενταχθούν σε πρόγραμμα

απώλειας βάρους στις ΗΠΑ ,παρατήρησαν ότι οι παχύσαρκες συμμετέχουσες

υποτιμούσαν το βάρος τους(κατά-3.75lb, 2,07%) ενώ παράλληλα υπερτιμούσαν το

ύψος τους (0.35 in,0.56%). Η υποτίμηση μεγάλωνε όσο αυξάνονταν το μετρούμενο

βάρος. Η μέση διαφορά ΒΜΙ ήταν -1.14kgr/m2. Άνεργες ή σε σύνταξη, ή ανίκανες

προς εργασία καθώς και γυναίκες με χαμηλότερο εισόδημα εμφανίζονταν πιο πιθανές

να υπο-αναφέρουν το ΒΜΙ τους. Τα στοιχεία της έρευνας προήλθαν από την

τηλεφωνική συμπλήρωση ερωτηματολογίου και τη μετά από σχετική ενημέρωση

ακριβή μέτρηση βάρους και ύψους.

Page 102: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

102

Ο Villanueva (2001), εξέτασε την ακρίβεια με την οποία δηλώνουν το βάρος

τους οι ενήλικες στις ΗΠΑ, σε μια μελέτη αντιπροσωπευτικού δείγματος. Το δείγμα

το οποίο μελετήθηκε αποτελούνταν από 15.944 άτομα ηλικίας 20 έως 90 ετών.

Χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία από την US Third National health and Nutrition

Examination Survey και τα αυτό-δηλούμενα στοιχεία δόθηκαν σε κατ’ οίκον

συνέντευξη. Τα αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξαν ότι υπάρχουν διαφορές

ανάμεσα στο βάρος το οποίο δήλωναν οι συμμετέχοντες και σ’ αυτό που πραγματικά

μετρήθηκε. Οι διαφορές αυτές συσχετίστηκαν με την ηλικία, το φύλο, την

εθνικότητα, το επίπεδο εκπαίδευσης, το ετήσιο εισόδημα καθώς και την κατάταξη-

κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων με βάση τον Δείκτη Σωματικής Μάζας. Γενικά

υπήρχε μια υποτίμηση του βάρους κατά 1 kgr. Όμως οι άντρες υπερεκτίμησαν το

βάρος τους κατά 0.5 kgr ενώ οι γυναίκες δήλωσαν μικρότερο βάρος 1.5 kgr.

Ιδιαίτερα οι μικρότερες ηλικίες <20 ετών σε σύγκριση με την ομάδα των 30-39 ετών

υποτίμησαν το βάρος τους κατά 20% οι άντρες και 44% οι γυναίκες.

Εντούτοις με την αύξηση της ηλικίας, γυναίκες άνω των 60 και άντρες άνω των 80

ετών, παρατηρήθηκε η τάση να δίνουν μεγαλύτερες τιμές βάρους απ’ ότι μετρήθηκαν

στην πραγματικότητα. Με βάση την κατάταξη-κατηγοριοποίηση του Δείκτη

Σωματικής Μάζας, (Κατηγοριοποίηση του βάρους σε ενήλικες σύμφωνα με το

WHO), τα λιπόβαρη άτομα ΒΜΙ <18.5, άντρες και γυναίκες υπερτιμούσαν το βάρος

τους ενώ για τις κατηγορίες με υψηλότερες τιμές ,ΒΜΙ>25, τόσο οι άντρες όσο και οι

γυναίκες υποτιμούσαν το βάρος τους σε ποσοστά μεγαλύτερα του 50% . Τα ποσοστά

αυτά για τις κατηγορίες των πολύ υπέρβαρων 2 και 3 ήταν 76% και 87% για τις

γυναίκες και 89% και 94% για τους άντρες. Υποτίμηση των τιμών βάρους

παρατηρήθηκε επίσης στην κατηγορία των υψηλών εισοδημάτων.

Page 103: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

103

Βασισμένοι στα στοιχεία από την ίδια μελέτη US Third National health and

Nutrition Examination Survey οι Kuczmarski et al. (2001), αναφέρουν ότι οι

συσχετίσεις αυτό-αναφερόμενων τιμών ύψους και μετρήσιμων ήταν ιδιαίτερα

υψηλές για όλες τις ηλικιακές ομάδες και για τα δύο φύλα (0.93 για άντρες ηλικίας

20-29 ετών έως 0.85 για άντρες ηλικίας 80 ετών και άνω. Αντίστοιχα για τις γυναίκες

ήταν 0.93 έως 0.77 για τις ίδιες ηλικιακές ομάδες.).Παρά όμως την υψηλή συσχέτιση

περισσότερα από 50% των ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω υπερτίμησαν το ύψος

τους έως και 2.5cm. Η υπερεκτίμηση του ύψους αυξάνονταν με την αύξηση της

ηλικίας. Το βάρος αντίστοιχα υπερτιμήθηκε από τους άντρες-και η διαφορά μεταξύ

αυτό-αναφερόμενων και μετρήσιμων τιμών αύξανε όσο μεγάλωνε και η ηλικία-ενώ

υποτιμήθηκε από τις γυναίκες. Εντούτοις γυναίκες 60 ετών και άνω δήλωναν το

βάρος τους πιο κοντά στις πραγματικές τιμές του σε σχέση με τις νεότερες. Οι τιμές

των ΒΜΙ αυτό-αναφερόμενων και μετρήσιμων, είχαν επίσης υψηλή συσχέτιση

(r=0.89 ως r= 0.97), με αυτές των μετρήσιμων να είναι μεγαλύτερες από 0.17 έως και

1.37.Οι μεγαλύτερες διαφορές παρατηρήθηκαν στις μεγαλύτερες ηλικιακά ομάδες

και η υποεκτίμηση της επικράτησης της παχυσαρκίας ήταν περισσότερο εμφανής σε

αυτές των γυναικών. Καταλήγοντας οι ερευνητές θεωρούν ότι οι αυτό-αναφορές

τιμών βάρους και ύψους για νεαρούς ενήλικες είναι έγκυρες και αξιόπιστες

συγκρινόμενες με αυτές των μετρήσεων. Σε αντίθεση δεν ισχύει το ίδιο για ηλικίες

άνω των 60 ετών.

Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα και στην έρευνα των Lawlor et al. (2002),

που διεξήχθει στη Μ. Βρετανία σ’ ένα δείγμα 1310 ηλικιωμένων (60-79ετών). Παρά

την υψηλή συσχέτιση αυτό-αναφερόμενων και μετρήσιμων τιμών- r=0.982- καθώς

και ότι η διαφορά τιμών στο γενικό σύνολο του δείγματος ήταν μόνο 1 kgr, μετά την

κατηγοριοποίηση βάρους όμως το 43.1% υποτίμησε το βάρος του περισσότερο από

Page 104: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

104

1 kgr. Σε ατομικό επίπεδο το εύρος της ανακρίβειας κυμάνθηκε από -6 kgr έως 4 kgr.

Τα ποσοστά της μεγαλύτερες υποτίμησης βρέθηκαν να είναι μεταξύ των πιο

υπέρβαρων ατόμων.

Πιο θετικά ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας των Osuna-Ramirez, I.,

Hernadez-Prado, B., Campuzano, J. C. Salmeron, J. (2006) οι οποίοι συνηγορούν

στην χρήση των αυτό-αναφορών. Οι ερευνητές μέσα από ένα δείγμα 934 (62.6%

γυναίκες) ενηλίκων, των οποίων οι ακριβείς μετρήσεις έγιναν 4-6 μήνες αργότερα

της συμπλήρωσης των ερωτηματολογίων, βρήκαν ότι οι συσχετίσεις μεταξύ αυτό-

δηλούμενων και μετρήσιμων στοιχείων ήταν πολύ υψηλές .(0.94, 0.96, 0.90, για

ύψος, βάρος και ΒΜΙ αντίστοιχα). Οι συμμετέχοντες δήλωναν το ύψος τους με μια

απόκλιση της τάξης των 1.3cm και το βάρος τους κατά 3.17 kgr από τις πραγματικές

τιμές. Η ευαισθησία και η ακρίβεια των δηλώσεων τους ήταν 94.8% και 83%

αντίστοιχα. Η διαφορά μεταξύ των αυτό-δηλούμενων και μετρήσιμων στοιχείων

ελλατώνοταν όσο ανέβαινε το μορφωτικό τους επίπεδο.

Η ακρίβεια των αυτό-αναφερόμενων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών

ήταν και το θέμα της έρευνας των White, A. M., Masheb, M. R., Burke-Martindale,

C., Rothschild, B. & Grilo, M. C. (2007). Το δείγμα της έρευνας 179 γυναίκες

διαφορών εθνικοτήτων μέσης ηλικίας 42.8,( sd 10.1) ετών ιδιαίτερα παχύσαρκες (

μέση τιμή ΒΜΙ=51.1,sd=7.6,range 36.6 -71.8) υποψήφιες για επέμβαση στομαχικού

bypass αυτό-ανέφεραν μεταξύ άλλων στοιχείων το ύψος και το βάρος τους και στη

συνέχεια μετρήθηκαν. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το συγκεκριμένο δείγμα δήλωσε

με ιδιαίτερα μεγάλη ακρίβεια το βάρος του. Βέβαια υπήρξαν μικρές διαφορές τόσο

για το βάρος(0.59 sd 4.5), όσο και για το ΒΜΙ( 0.34 sd 5.1) ανάμεσα στα αυτό-

αναφερόμενα και τα μετρούμενα δεδομένα. Οι διαφορές αυτές δεν σχετίζονταν με την

αύξηση του ΒΜΙ και η τόσο μικρή απόκλιση τιμών ίσως να οφείλεται στην

Page 105: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

105

επαγρύπνηση και ενδιαφέρον των συμμετεχόντων για το βάρος τους, καταλήγουν οι

ερευνητές. Παρατηρήθηκε επίδραση της εθνικότητας καθώς και του κύκλου βάρους

(επαναφορά βάρους σε προηγούμενα επίπεδα μετά από δίαιτες).

Οι Gorber et al. (2007) σε μια συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας

αναζήτησαν το βαθμό συμφωνίας ανάμεσα στις αυτό-αναφορές βάρους, ύψους, ΒΜΙ

και στις αντικειμενικές μετρήσεις σε πληθυσμό άνω των 18 ετών. Η τάση στις

μελέτες ήταν το ύψος να υπερτιμάται ενώ το βάρος και ο ΒΜΙ να υποτιμούνται. Η

τάση ήταν το ίδιο εμφανής σε γυναίκες και άντρες. Το μέγεθος των μέσων λαθών για

το βάρος στις περισσότερες μελέτες ήταν σχετικά μικρό εξαρτώμενο πάντα από τη

μελέτη και τον εξεταζόμενο πληθυσμό( σε έρευνες με άτομα παχύσαρκα

ΒΜΙ>30,μεγάλο λάθος ). Πέρα των άλλων οι συγγραφείς προτείνουν συγκεκριμένα

στοιχεία τα οποία πρέπει να αναφέρονται και αφορούν: α) τις συνθήκες διεξαγωγής

της έρευνας(π.χ. τι ρούχα φορούσαν οι συμμετέχοντες , τι οδηγίες τους δόθηκαν για

να καταγράψουν το βάρος –νηστικοί ή όχι- κλπ), β) τις διαδικασίες τέλεσής της (π.χ.

αναφορά του χρόνου που μεσολαβεί ανάμεσα στη συμπλήρωση του

ερωτηματολογίου και τις μετρήσεις καθώς το βάρος μπορεί να αλλάξει σε μικρό

χρονικό διάστημα κλπ). Έτσι θα είναι πιο εύκολο να αναπτυχθούν παράγοντες

διόρθωσης, που θα εφαρμοστούν στις αυτό-αναφορές ανθρωπομετρικών στοιχείων,

αυξάνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την εγκυρότητα τους. Αν τα στοιχεία αναφέρονται

επαρκώς από τις υποομάδες(π.χ. φύλο, ηλικία μόρφωση εθνικότητα κλπ) θα είναι

εφικτό να γίνουν προσαρμογές βάση αυτών των χαρακτηριστικών που μπορεί να

είναι σημαντικό καθώς τα δημογραφικά χαρακτηριστικά επηρεάζουν το βαθμό

λάθους αναφοράς υποστηρίζουν οι ερευνητές.

Λίγο αργότερα οι Shields, M., Gorber, S.C., Tremblay, M.S. (2008),

εξέτασαν τις παρατηρούμενες διαφορές ανάμεσα στις αυτό-αναφερόμενες και

Page 106: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

106

μετρήσιμες τιμές για το ύψος και το βάρος από ένα δείγμα 4.567 ερωτηθέντων,

ηλικίας 12 ετών και άνω που ζούσαν σε ιδιωτικά νοικοκυριά στον Καναδά. Κατά

μέσο όρο, το ύψος δηλώθηκε 0.7 cm πάνω από το ύψος που μετρήθηκε (άνδρες κατά

μέσο όρο 1cm, σε σύγκριση με 0.5 cm για τις γυναίκες). Η τάση για την υπερβολική

έκθεση ύψους αυξάνονταν με την ηλικία, ιδίως μεταξύ των ηλικιωμένων. Άνδρες και

γυναίκες ηλικίας 65 έως 79 ετών υπερτίμησαν κατά 2.3 και 1.6cm, αντίστοιχα, και

ατόμων ηλικίας 80 ετών και άνω, με 2.6 και 3.3cm. Η υπερτίμηση του ύψους

μεγάλωνε όσο μεγάλωνε ο μετρήσιμος ΔΜΣ. Έτσι για παράδειγμα παχύσαρκα άτομα

κατηγορίας ΙΙΙ, υπερτιμούσαν το ύψος τους κατά μέσο όρο κατά 2.1cm οι άνδρες, και

οι γυναίκες, κατά 2.8cm. Το ίδιο ίσχυε και για το βάρος. Λιπόβαροι άνδρες

υπερτίμησαν το βάρος τους κατά μέσο όρο 6.9kg, αλλά εκείνοι που ήταν υπέρβαροι

ή παχύσαρκοι έτειναν να το υποτιμούν, με τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των

παχύσαρκων. Οι γυναίκες κανονικού βάρους, υπέρβαρες και παχύσαρκες όλων των

κατηγοριών-υποτίμησαν το βάρος τους , με τις διαφορές να αυξάνονται διαδοχικά

όσο μεγαλύτερο ΔΜΣ είχαν. Σε ότι αφορούσε το ΔΜΣ οι αυτό-αναφορές ήταν, κατά

μέσο όρο, 1,1 kg / m2 μικρότερες από τις μετρηθείσες τιμές. Υποτίμηση συνέβη και

για τα δύο φύλα, αλλά ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη για τις γυναίκες (1.2 kg / m2) Από

ό, τι για τους άνδρες (0.9 kg / m2). Η έκταση της υποτίμησης αυξάνονταν όσο

υψηλότερο μετρήσιμο ΔΜΣ είχαν οι συμμετέχοντες. Για παχύσαρκα άτομα

κατηγορίας ΙΙΙ, η υποτίμηση ήταν, κατά μέσο όρο, 4.0 kg / m2στους άνδρες, και 5.0

kg / m2 τις γυναίκες. Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας βασιζόμενος σε στοιχεία

μετρήσεων ήταν 7 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από την εκτίμηση που βασίζεται

σε αυτό-αναφερόμενα στοιχεία (22.6% έναντι 15.2%). Στους άνδρες, η επικράτηση

ήταν 9 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα, καθώς και για τις γυναίκες, 6 ποσοστιαίες

μονάδες υψηλότερη. Οι διαφορές ήταν ιδιαίτερα αισθητές μεταξύ των ατόμων

Page 107: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

107

ηλικίας 65 ετών και άνω. Για τους ηλικιωμένους άνδρες, η εκτίμηση της παχυσαρκίας

με βάση μετρήσιμες τιμές ήταν 15 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από την εκτίμηση

που βασίζεται σε κατ 'ιδίαν αναφερόμενες τιμές, και για τις ηλικιωμένες γυναίκες, 13

ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη. Ως παράγοντες δημιουργίας διαφοράς αναφέρθηκαν

το τελικό ψηφίο προτίμησης στις αυτό-αναφερόμενες τιμές, το επίπεδο σωματικής

δραστηριότητας, το εισόδημα, η εθνικότητα καθώς και οι πραγματικές τιμές ύψους,

βάρους και ΔΜΣ οι οποίες τελικά είχαν και τη μεγαλύτερη επίδραση.

2.7.1.2. Έρευνες σε παιδιά και εφήβους

Σε μελέτη που έγινε στην Πενσυλβανία οι Shannon, B., Smiciklas-Wright, H.,

Wang, M. Q. (1991) και σε δείγμα 806 κοριτσιών και αγοριών ηλικίας 6ης βαθμίδας

βρέθηκε ότι η συσχέτιση μεταξύ των αυτό-δηλούμενων και μετρούμενων τιμών

βάρους ήταν 0,9 για τα αγόρια και 0,84 για τα κορίτσια και για το ύψος ήταν 0,74 και

0,62 στα δύο φύλα αντίστοιχα. Η κατάταξη βάρους έγινε ως εξής : Χαμηλό

ΔΜΣ<25ο εκατ/ριο, Μεσαίο ΔΜΣ :25ο-75ο, Υψηλό ΔΜΣ >75ο

Και τα δύο φύλα υποτίμησαν το βάρος τους με τα κορίτσια να έχουν μεγαλύτερες

διαφορές. Η υποτίμηση ήταν μεγαλύτερη από τα πιο ψηλά και τα πιο βαριά άτομα

του δείγματος. Οι μελετητές αναφέρουν ότι οι διαφορές οι οποίες σχετίζονται με το

βάρος ίσως να παρουσιάζουν μια συστηματική απόκλιση ,ιδιαίτερα αν το δείγμα των

συμμετεχόντων είναι υπέρβαρο ενώ οι διαφορές του ύψους ίσως να αποτελούν τυχαίο

σφάλμα.

Ο Fortenberry, J.D. (1992), διερεύνησε τους παράγοντες που επηρεάζουν την

αξιοπιστία των αυτό-αναφορών βάρους και ύψους. Το δείγμα του ήταν 725 έφηβοι,

ηλικίας 14-20 ετών(564 κορίτσια και161 αγόρια) οι οποίοι επισκέπτονταν ένα

εξεταστικό ιατρικό κέντρο στις ΗΠΑ. Τα αποτελέσματα έδειξαν το ύψος είχε

Page 108: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

108

υπερτιμηθεί κατά 0.5 cm,και 0.6 cm για γυναίκες και άντρες αντίστοιχα. Το βάρoς

είχε υποτιμηθεί και από τα δύο φύλα -1.5kgr και 1.2 kgr αντίστοιχα για γυναίκες και

άντρες. Οι υποεκτιμήσεις του βάρους ήταν μεγαλύτερες για τα βαρύτερα άτομα. Η

ηλικία των συμμετεχόντων είχε πολύ μικρή επίδραση στην ακρίβεια των δηλώσεων.

Παράγοντες όπως η ταχεία, παρατηρούμενη κατά την εφηβεία, ανάπτυξη, οι

λανθασμένες για οποιοδήποτε λόγο, κατ’ οίκον, μετρήσεις, οι αυτό-αντιλήψεις

σχετικά με το ιδανικό τύπο σώματος μπορεί να ήταν παράγοντες που δημιούργησαν

τις διαφορές αυτό-δηλούμενων και μετρούμενων τιμών.

Οι Himes & Story (1992), αναφέρουν ότι οι American Indian έφηβοι-

μαθητές(n=69) ηλικίας 12-19 ετών υπο-ανέφεραν το βάρος τους κατά 2.64 kgr τα

αγόρια και κατά 2.76 kgr τα κορίτσια. Για κανένα φύλο δεν υπήρξε συστηματική

απόκλιση σ’ότι αφορά το ύψος . Η διαφορά στο ΒΜΙ ήταν περίπου 1kgr/m2 και

παρουσίαζε τις μεγαλύτερες τιμές της όσο υψηλότερες ήταν οι τιμές του μετρήσιμου

βάρους και ΒΜΙ. Η συσχέτιση μεταξύ αυτό-δηλούμενων και των (άμεσα)

μετρήσιμων στοιχείων για το βάρος ήταν 0.96, 0.91 για αγόρια και κορίτσια

αντίστοιχα . Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι δυνατότητες των αυτό-

αναφορών βάρους και ύψους δεν μπορούν να αποτελέσουν έναν ακριβή δείκτη

πρόγνωσης και επικράτησης της παχυσαρκίας .

Η εκτίμηση της ακρίβειας των αυτό-αναφερόμενων στοιχείων για το βάρος

και το ύψος ήταν το αντικείμενο της έρευνας των Davis, H., Gergen, P. J. (1994), σε

ένα δείγμα 829 Μεξικανό-Αμερικανών εφήβων ηλικίας 12-19 ετών. Οι αυτό-

δηλώσεις έγιναν σε pounds και πόδια-ίντσες για το βάρος και το ύψος αντίστοιχα ενώ

κατά τη μέτρηση χρησιμοποιήθηκαν kgr και m-cm. Η κατηγοριοποίηση βάρους έγινε

ως εξής Χαμηλό ΔΜΣ<15ο εκατ/ριο, Μεσαίο ΔΜΣ :16ο-84ο, Υψηλό ΔΜΣ >85ο

Page 109: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

109

Η συσχέτιση μεταξύ μετρήσιμων και αυτό-δηλούμενων τιμών ήταν για το βάρος

0.95και 0.93 για αγόρια και κορίτσια, ενώ για το ύψος ήταν 0.86 και για τα δύο φύλα.

Ανεξάρτητα από το φύλο οι έφηβοι με υψηλό ΒΜΙ υποτίμησαν το βάρος τους ενώ το

αντίθετο συνέβη με τα άτομα χαμηλού ΒΜΙ. Οι έφηβοι ηλικίας 12-14 ετών

υποτίμησαν το ύψος τους ενώ αυτοί των 18-19 ετών το υπερτίμησαν. Τόσο τα αγόρια

όσο και τα κορίτσια με ψηλές μετρήσιμες τιμές ΒΜΙ, υποτίμησαν το ΒΜΙ τους και

πιο πολύ τα κορίτσια . Οι υψηλές συσχετίσεις αυτό-αναφερόμενων και μετρήσιμων

δεδομένων δεικνύουν την εγκυρότητα των αυτό-δηλώσεων ανθρωπομετρικών

στοιχείων.

Λίγα χρόνια αργότερα συμφωνία με παραπάνω έρευνα και αναφερόμενοι σε

μια ιδιαίτερη εθνολογική ομάδα - American Indian- εξέφρασαν οι Ηauck et al.

(1995). Αυτοί εξέτασαν την ακρίβεια των αυτό-αναφορών βάρους και ύψους 806

εφήβων και των δύο φύλων με μέση ηλικία 14.6 (sd 1.8) ετών. Το βάρος

υποτιμήθηκε και από τα δύο φύλα και περισσότερο από τα κορίτσια. Παρατηρήθηκε

όμως το γεγονός ότι οι ελλειποβαρείς έφηβοι έτειναν να υπερτιμούν το βάρος τους.

Το ύψος υπερτιμήθηκε απ’ όλους αλλά κυρίως από άτομα τα οποία άνηκαν στην

κατηγορία των υπέρβαρων. Οι μετρήσεις βάρους και ύψους έγιναν σε lb και ίντσες

αντίστοιχα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τόσο για το βάρος όσο και για το ύψος δεν

παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις τιμές ,ανάμεσα στα άτομα που

δήλωσαν με μεγάλη ή μικρή ακρίβεια. Η συσχέτιση ανάμεσα στα αυτό-δηλούμενα

και (άμεσα) μετρήσιμα στοιχεία για το βάρος, ύψος, ΒΜΙ ήταν υψηλή για τα αγόρια

0.95,0.83,0.88, 0.91 ενώ για τα κορίτσια ήταν υψηλή για το βάρος(0.90), χαμηλή για

το ύψος(0.62) και μέτρια για το ΒΜΙ(0.79). Τα ποσοστά των υπέρβαρων εφήβων

ήταν 34% βάση των μετρήσεων ενώ μόνο 28% με βάση τις αυτό-αναφορές.

Page 110: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

110

Οι Hill, A. & Roberts, J.(1998) για τον ίδιο λόγο εξέτασαν ένα δείγμα 2258

ατόμων, ηλικίας 16-64 στη Μ. Βρετανία οι οποίοι αποτελούσαν το 38.4% των

συμμετεχόντων στην συγκεκριμένη έρευνα με ταχυδρομικά ερωτηματολόγια και οι

οποίοι τελικά προσήλθαν 1-4 μήνες μετά για τις ακριβείς μετρήσεις. Τα ποσοστά των

υπέρβαρων και παχύσαρκων (29.8%και7.4%), μετά την κατάταξή τους κατά WHO

1998, προερχόμενα από τις αυτό-αναφορές ήταν κατά πολύ χαμηλότερα αυτών από

τις μετρήσεις (38.2% και 13.2%). Το 84% των συμμετεχόντων είχε υπερτιμήσει το

ύψος (μέση τιμή 7.46 cm) και το 74% είχε υποτιμήσει το βάρος του αλλά σε

μικρότερες τιμές (μέση τιμή 0.85 kgr). Η υποτίμηση του ΒΜΙ ήταν μεγαλύτερη στα

βαρύτερα άτομα και αυξάνονταν επίσης ευθέως αναλογικά με την ηλικία.

Παράγοντες όπως η κοινωνική –μη-αποδοχή, η μεγάλη χρονικά απόσταση δήλωσης

και μέτρησης όπως και η μεγάλη αποχή που ίσως διαφοροποίησε το δείγμα

αναφέρθηκαν για να εξηγήσουν τις διαφορές των τιμών. Οι ερευνητές πάντως

εκφράζουν επιφυλάξεις για την αξιοπιστία των αυτό-αναφερόμενων

ανθρωπομετρικών δεδομένων.

Ο Strauss, R. S. (1999), αναζήτησε τη σχέση μεταξύ αυτό-αναφορών βάρους,

ύψους και μετρήσιμων στοιχείων σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 1932νεαρών

εφήβων ηλικίας 12-16 ετών.

Οι μετρήσεις βάρους και ύψους έγιναν σε lb και ίντσες αντίστοιχα και η κατάταξη

βάρους ως ΒΜΙ με βάση τα εκατοστημόρια αναφοράς του Must και των συνεργατών

του, τα οποία βασίστηκαν στη μελέτη NHANES I και συστήθηκαν από τον WHO

1995. 16% των εφήβων ήταν υπέρβαροι και 11% παχύσαρκοι. Το βάρος

υποτιμήθηκε κατά 0.4kgr(-0.4+-5.5 kgr) με τα κορίτσια και τα υπέρβαρα άτομα να

υπο-αναφέρουν περισσότερο. Το ύψος υποτιμήθηκε επίσης και από τα δύο φύλα

(0.45+-2.1). H εθνικότητα δεν φάνηκε να παίζει ρόλο στις παρατηρούμενες διαφορές.

Page 111: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

111

Οι συσχετίσεις για το βάρος ,το ύψος και το ΒΜΙ ήταν 0.93, 0.89και 0.87 αντίστοιχα

με τα κορίτσια να έχουν μικρότερες απ’αυτές των αγοριών, εκτός αυτής του ύψους

πιθανά και λόγω κοινωνικής αποδοχής .Ο ερευνητής αναφέρει ότι παρόλα αυτά η

κατάταξη της κατάστασης βάρους των έφηβων υπολογιζόμενου ΒΜΙ απ’αυτές τις

αυτό-αναφερόμενες τιμές ήταν σωστή στο 94% άρα και η αξιοπιστία των αυτό-

αναφορών βάρους και ύψους για την πρόβλεψη ασθενειών και συμπεριφορών που

σχετίζονται με την παχυσαρκία. Ωστόσο δεν συστήνονται για χρήση σε μελέτες για

τη σχετιζόμενη με την παχυσαρκία νοσηρότητα, όπως είναι η υπέρταση και η

υπερχοληστερολαιμία διότι είναι προφανές ότι υπάρχει ανάγκη για άμεσα

ανθρωπομετρικά δεδομένα. Τα αυτό-δηλούμενα στοιχεία επίσης θα πρέπει να

χρησιμοποιούνται με προσοχή για την κατάταξη των υπέρβαρων, όταν

χρησιμοποιείται το εύρος 85ο εκατοστημόριο <ΔΜΣ< 95ο για τον προσδιορισμό

τους.

Σε παρόμοια έρευνα οι Goodman et al., (2000), ερεύνησαν τα λάθη στην

κατηγοριοποίηση βάση του ΒΜΙ, προερχόμενου από αυτό-αναφορές και

συγκρινόμενο με αυτόν που προκύπτει από μετρήσεις, χρησιμοποιούμενο ως δείκτη

της παχυσαρκίας. Τα στοιχεία της έρευνας προήλθαν από15483 έφηβους(αγόρια και

κορίτσια) . Οι διαφορές ανάμεσα στα δηλούμενα και τα μετρήσιμα στοιχεία έδειξαν

ότι υπάρχει επίδραση του φύλου για το βάρος και το δείκτη σωματικής μάζας αλλά

όχι για το ύψος. Επίσης τα κορίτσια φάνηκε να υποτιμούν το βάρος τους περισσότερο

απ’ ότι τα αγόρια (μέση τιμή διαφοράς βάρους 1.02kgr για τα κορίτσια, .19kgr για τα

αγόρια P < .00005). Τέλος αν και ο ΔΜΣ από αυτό-αναφορές υποτιμούνταν με αυτόν

που προέκυπτε από μετρήσεις για τα κορίτσια, το αντίθετο ίσχυε για τα αγόρια(μέση

τιμή διαφοράς ΒΜΙ .27 για τα κορίτσια, - .03 για τα αγόρια P < .00005). Απ’ τα

αποτελέσματα προέκυψε πολύ δυνατή σχέση μεταξύ αυτό-δηλούμενων και τα

Page 112: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

112

μετρήσιμων στοιχείων(0.94 για το ύψος, 0.95 για το βάρος και 0.92 για τον ΒΜΙ, P<

.0005 για όλες τις μεταβλητές ). Αυτό κατά τους ερευνητές αποτελεί έναν ιδιαίτερα

ισχυρό παράγοντα για την χρησιμοποίηση του ΒΜΙ, προερχόμενου από αυτό-

αναφορές ως δείκτη της παχυσαρκίας λαμβάνοντας υπόψη το 95% cutoff points.

Την αντίθετη άποψη διατύπωσαν το 2001 οι Jacobson, H. B., & deBock, H. D.

(2001), όταν συγκρίνανε τις τιμές του ΒΜΙ, αυτό-δηλούμενων και μετρήσιμων

στοιχείων. Το δείγμα τους ήταν 62 κολεγιακοί έφηβοι, με μέση τιμή ηλικίας 19.9

έτη (sd=2.9), από του οποίους ζητήθηκε να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο

υγείας με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια και χωρίς να ενημερωθούν ότι στη

συνέχεια θα υπάρξουν ακριβείς μετρήσεις βάρους και ύψους.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για το βάρος υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά

αυτό-αναφερόμενων και μετρήσιμων τιμών (0.52 kgr και -1.94 kgr για άντρες και

γυναίκες αντίστοιχα). Το ύψος υπερτιμήθηκε κυρίως από τους άντρες (1.3 cm). Σ’ ότι

αφορά το ΒΜΙ και μόνο για τους άντρες, αν και δεν παρουσιάστηκε στατιστικά

σημαντική διαφορά αυτό-αναφερόμενων και μετρήσιμων μέσων τιμών( 24.8 με 25

αντίστοιχα) ,η κατάταξη τους από την κατηγορία του κανονικού(18.5-24.9) πέρασε

στην κατηγορία του υπέρβαρου (25.0-29.9). Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα αυτό-

δηλούμενα στοιχεία δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για κατατάξεις σε έρευνες

υγείας.

Οι Wang et al. (2002) εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα στα αυτό-αναφερόμενα

και τα μετρούμενα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά από ένα δείγμα 572 εφήβων.

Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι το 22.2% των συμμετεχόντων ήταν

υπέρβαροι(16,8%) ή πολύ υπέρβαροι(5,4%), ενώ το φύλο δεν φάνηκε να παίζει ρόλο

στην κατάταξη αυτή.

Page 113: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

113

Επίσης τα αγόρια και τα κορίτσια υπερεκτίμησαν το ύψος ( mean 1.1cm, p<0.01) και

υποτίμησαν το βάρος τους(2.0 kgr p<0.01) και εδώ το φύλο δεν φάνηκε να παίζει

ρόλο. Οι διαφορές μεταξύ μετρήσιμων και αυτό-δηλούμενων στοιχείων ήταν πολύ

μεγαλύτερες σε υπέρβαρους και παχύσαρκους εφήβους απ’ ότι σε μη υπέρβαρους. Τα

ποσοστά της λάθος κατάταξης των συμμετεχόντων από τις αυτό-αναφορές ήταν 31%

για τα αγόρια και 30% για τα κορίτσια. Ακόμα οι ερευνητές ανέφεραν ότι οι έφηβοι

μπορεί απλά να δήλωσαν υποθετικά τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά τους και

όχι σκόπιμα λανθασμένα καθώς δεν ήταν γνωστό πόσο συχνά αυτοί καταμετρούν το

βάρος και το ύψος τους.

Οι Shapiro, R. J. & Anderson, A. D. (2003), εξέτασαν τρεις παράγοντες

(φύλο, ΒΜΙ και χαμηλή διατροφή) με σκοπό να προσδιορίσουν ποιος απ’αυτούς

αποτελεί τον ισχυρότερο για να προβλέπουν τα λάθη από τις αυτό-αναφορές βάρους.

Το δείγμα τους ήταν 241 κολεγιακοί μαθητές-τριες, ηλικίας, μέση τιμή 18+-2 ετών, οι

οποίοι αυτό-ανέφεραν το βάρος τους και στη συνέχεια ζυγίστηκαν χωρίς αυτό να

τους έχει ανακοινωθεί προηγουμένως. Η συσχέτιση αυτό-αναφερόμενων τιμών

βάρους και μετρήσιμων ήταν ιδιαίτερα υψηλή(r=0.98,p<0,01). Οι συμμετέχοντες

υποτίμησαν το βάρος τους κατά -1.39+-2.65 kgr. Από τα αποτελέσματα οι ερευνητές

αναφέρουν ότι η επίμονη στη χαμηλή λήψη τροφής ήταν ο ισχυρότερος παράγοντας

πρόβλεψης λάθους ενώ παράλληλα επισημαίνουν ότι οι αυτό-αναφορές βάρους είναι

έγκυρα εργαλεία για επιδημιολογικές μελέτες ενώ η διαφορά μεταξύ αυτό-

αναφερόμενων τιμών βάρους και μετρήσιμων ίσως να οφείλεται στην κοινωνική –

μη- αποδοχή.

Οι Brener, N. D., McManus, J., Galuska, D., Lowry, R., Wechler, H. (2003),

σε μελέτη που περιλάμβανε δείγμα 2032 εφήβων ηλικίας 9-12 βαθμίδας βρήκαν ότι

οι μαθητές υποεκτίμησαν το βάρος τους κατά 3.5pounds και υπερεκτίμησαν το ύψος

Page 114: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

114

τους κατά 2.7 ίντσες περίπου. Το ΒΜΙ υποτιμήθηκε κατά 2.7kgr/m2 .Τα κορίτσια

παρουσίασαν την τάση να υποτιμούν το βάρος τους ενώ τα αγόρια να υπερτιμούν το

ύψος τους(ιδιαίτερα τα λευκά) και η υπερτίμηση αυξάνονταν όσο μεγάλωνε η ηλικία

των μαθητών. Μετά από μετρήσεις το 51.2% των συμμετεχόντων κατατάχθηκαν σαν

φυσιολογικού βάρους ενώ το 47.4% ήταν υπέρβαροι ή σε κίνδυνο υπέρβαρου. Η

κατάταξη βάρους έγινε με τα όρια κατάταξης για παιδιά και εφήβους του CDC (CDC

growth charts,2000).

Οι συντελεστές γραμμικής συσχέτισης για το βάρος και το ύψος ήταν 0,93 και 0.90

αντίστοιχα. Η χρήση του συντελεστή kappa σε ότι αφορά την αξιοπιστία των αυτό-

αναφορών βάρους, ύψους και του ΒΜΙ που υπολογίζεται από αυτές τις τιμές καθώς

και στην κατηγοριοποίηση βάρους (kappa=0.84) έδειξε την υψηλή αξιοπιστία τους.

Ωστόσο δεν ίσχυσε το ίδιο για την εγκυρότητά τους καθώς για τις κατηγορίες των

υπέρβαρων και το παχύσαρκων η ευαισθησία που επέδειξαν κατέταξε σωστά μόνο το

54.9% των κατηγοριών αυτών. Διάφοροι παράγοντες, όπως η κοινωνική αποδοχή, η

διαφορετική καταμέτρηση(με ρούχα ή όχι) του βάρους, οι λιγότερες ευκαιρίες

μέτρησης του ύψους (άρα και διαμόρφωσης άποψης για αυτό) μπορεί να συν-

επίδρασαν σ’αυτό το γεγονός. Ακόμα λάθη στη μετατροπή των μονάδων μέτρησης, η

ώρα μέτρησης(μετά το φαγητό),η άρνηση ή η μη ολοκληρωμένη συμμετοχή κάποιων

ατόμων από το σύνολο του συγκεκριμένου πληθυσμού να οδήγησαν σε αλλοίωση του

αποτελέσματος.

Παρ’όλους τους περιορισμούς οι υψηλές συσχετίσεις τιμών των αυτό-αναφορών,

βάρους, ύψους, ΒΜΙ και των μετρήσιμων έδειξαν ότι οι αυτό-αναφορές είναι

έγκυρες ,ειδικά σε αναλύσεις που τις χρησιμοποιούν ως διαρκείς μεταβλητές.

Οι Page et al. (2004), στην έρευνα τους για την αξιολόγηση της επικράτησης

της παχυσαρκίας σε ένα δείγμα 2510 μαθητών γυμνασίου-λυκείου στην Taipei,

Page 115: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

115

Taiwan, η ηλικία των οποίων ήταν από 15-21(μέση τιμή 16.72 ) ετών κατέληξαν στο

εξής συμπέρασμα:

Οι μαθητές γυμνασίου-λυκείου δηλώνουν με πολύ μεγάλη ακρίβεια- κατατάχθηκε

σωστά βάση των αυτό-δηλώσεων το 96% των συμμετεχόντων- (εκτός της ομάδας

των αγοριών ηλικίας 15 ετών όπου υπήρχε σημαντική διαφορά) τα ανθρωπομετρικά

τους χαρακτηριστικά συγκρίνοντας τις τιμές αυτές με εκείνες που προέρχονταν από

μετρήσεις ύψους και βάρους μαθητών σε εθνικό επίπεδο. H κατηγοριοποίηση έγινε

βάση του πρωτοκόλλου της IOFT-ΒΜΙ για παιδιά-εφήβους όπου 17.6%, 3.7% των

αγοριών και 9.4%,1.6% των κοριτσιών ήταν υπέρβαρα και παχύσαρκα αντίστοιχα

συμφωνώντας με αυτά της έρευνας σε εθνικό επίπεδο.

Το γεγονός αυτό, κατά τους ερευνητές, αυξάνει την εγκυρότητα και αξιοπιστία της

χρήσης των αυτό-αναφορών βάρους και ύψους στην προσπάθεια κατανόησης της

εφηβικής παχυσαρκίας και των συσχετίσεων της. Επισημαίνουν όμως ότι η ακρίβεια

των αυτό-αναφορών βάρους και ύψους πρέπει πάντα να ελέγχεται.

Η μελέτη του Tsigilis, (2006), είχε ως σκοπό να εξετάσει την ακρίβεια των

αυτό-αναφερόμενων στοιχείων ύψους και βάρους 300 εφήβων μαθητών

δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δημόσιων σχολείων με μέσο όρο ηλικίας τα 15,79

χρόνια (SD = 1.33) λαμβάνοντας υπόψη και το μέγεθος των διαφορών.. Εκατόν

σαράντα ένας ήταν άνδρες και 159 γυναίκες. Οι συμμετέχοντες αγνοούσαν ότι το

πραγματικό τους ύψος και το βάρος θα πρέπει να επαληθευτούν μεταγενέστερα. Παρά

το γεγονός ότι οι συντελεστές συσχέτισης ήταν υψηλοί (r= 0.97, 0.95, 0.92 για ύψος,

βάρος και ΔΜΣ αντίστοιχα) η σύγκριση μεταξύ αυτό-αναφερόμενων και των

πραγματικών τιμών έδειξε σημαντικές διαφορές, εκτός από το ύψος των αγοριών.

Συνολικά, οι μαθητές της δευτεροβάθμιας φάνηκε να υποτιμούν το βάρος τους από

2,13 kg (SD = 2,84) και το ΔΜΣ από 0,87 kg / m2 (SD = 1.29). Πενηνταεπτά

Page 116: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

116

συμμετέχοντες απέδωσαν τιμές ΔΜΣ πάνω από το 85ο

εκατοστημόριο(χαρακτηρίζονται ως σε κίνδυνο για υπέρβαρο ή παχύσαρκο), που

αντιπροσωπεύουν 19% του συνολικού δείγματος. Δεν υπήρξε επίδραση του φύλου

σχετικά με τη διαφορά μεταξύ αυτό-αναφερόμενων και πραγματικών τιμών. Οι

υπέρβαροι / παχύσαρκοι υποτίμησαν το βάρος τους και το ΔΜΣ σε μεγαλύτερο

βαθμό από τους ομολόγους κανονικού βάρους. Ο ερευνητής πρότεινε ότι η ερμηνεία

των αποκλίσεων που παρατηρούνται ανάλογα μόνο για το επίπεδο σημαντικότητας

μπορεί να είναι παραπλανητική. Για παράδειγμα, αν και υπήρξε στατιστικά

σημαντική προκατάληψη σε ύψος, οι 2 τιμές δείχνουν ότι αυτή η διαφορά ήταν

ασήμαντη. Αντιθέτως, η μεροληψία τόσο για το βάρος και το BMI, εκτός από το να

είναι στατιστικά σημαντική, ήταν επίσης σημαντική, όπως προκύπτει και από τα

μεγέθη των διαφορών. Έτσι, μια καλύτερη κατανόηση της διαφοράς μεταξύ της ιδίας

δήλωσης και των μετρήσιμων τιμών του ύψους και του βάρους μπορεί να επιτευχθεί

εάν οι μελλοντικές μελέτες υπολογίζουν και δηλώνουν κάποια ένδειξη για την ισχύ

της σύνδεσης μεταξύ των μεταβλητών. Ω ς ενδεχόμενους υπεύθυνους, για τη

διαφορά, παράγοντες αναφέρει την κοινωνική ή μη αποδοχή και ιδιαίτερα των

κοινωνικών κανόνων για λεπτότητα, το χρονικό διάστημα από την τελευταία

μέτρηση βάρους .

Ένα χρόνο πριν οι Elgar et al. (2005), επιχείρησαν να αξιολογήσουν την

εγκυρότητα της αυτό-αναφοράς ύψους και βάρους σε 418 μαθητές 11 ετών από 21

σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ουαλία. Αν και οι αυτό-

αναφερόμενες και μετρήσιμες τιμές για το ύψος και το βάρος ήταν συσχετιζόμενες

σε μεγάλο βαθμό, για τα αγόρια, r = .94 (βάρος), r = .87 (ύψος), r= .88 (BMI) και για

τα κορίτσια, r= .95 (βάρος), r= .76 (ύψος), r= .88(ΒΜΙ), εντούτοις μια υποτίμηση του

σωματικού βάρους κατά μέσο όρο .52 kg συνέβαλε στην υποτίμηση του επιπολασμού

Page 117: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

117

του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας. Με βάση τα αυτό-δηλούμενα στοιχεία το 13,9%

του δείγματος διαπιστώθηκε ότι είναι υπέρβαρο και το 2,8% αναγνωρίστηκε ως

παχύσαρκο, αλλά τα στοιχεία των μετρήσεων έδειξαν ποσοστά 18,7% και 4,4%,

αντίστοιχα. Το βάρος υποτιμήθηκε από τα κορίτσια ενώ υπέρβαροι και παχύσαρκοι

συμμετέχοντες(ανεξαρτήτου φύλου) έδειξαν μεγαλύτερη προκατάληψη και η

μεταβλητότητα στις αυτό-αναφορές βάρους απ’ ότι συμμετέχοντες με κανονικό

βάρος. Ο ΔΜΣ υποτιμήθηκε και από τα δύο φύλα κατά 2.18 για τα αγόρια και 2.25

για τα κορίτσια. Ως παράγοντες δημιουργίας διαφοράς αναφέρθηκαν η ηλικία το

γένος, η αντίληψη σώματος καθώς και ο πραγματικός ΔΜΣ χωρίς όμως οι ερευνητές

να προχωρούν στη δημιουργία διορθωτικών εξισώσεων με στόχο την πιο σωστή

κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων.

Οι Χριστόδουλος, A., Δούδα, Ε. & Τοκμακίδης, Σ. (2007), έχοντας σαν

δείγμα έρευνας 378 μαθητές δημοτικού εξέτασαν την ακρίβεια των αυτό-

αναφερόμενων τιμών ύψους και βάρους. Με βάση την ηλικία και το φύλο τα παιδιά

ταξινομήθηκαν σε φυσιολογικά, υπέρβαρα και παχύσαρκα, σύμφωνα με τα διεθνώς

αποδεκτά όρια του ΔΜΣ για την αξιολόγηση σωματικού υπέρβαρου και παχυσαρκίας

σε παιδιά 2-18 ετών (Cole et al.,2000). Τα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων

παιδιών με βάση τα αυτό-αναφερόμενα δεδομένα ήταν αντίστοιχα 24.6% και 3.7%,

ενώ με βάση την πραγματική μέτρηση ήταν 28.3% και 9.5%, αντίστοιχα (χ2=277.66,

p<.0005).

Τα αποτελέσματα της έρευνας αποκάλυψαν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ

δηλωθέντων και των πραγματικών στοιχείων και για τα δύο φύλα, με εξαίρεση το

ύψος για τα κορίτσια. Γενικά, οι μαθητές δήλωσαν μικρότερο σωματικό βάρος και

μεγαλύτερο ύψος από το πραγματικό, με αποτέλεσμα ο αυτό-αναφερόμενος ΔΜΣ να

Page 118: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

118

είναι επίσης σημαντικά μικρότερος σε σχέση με τον πραγματικό. Το φύλο δεν είχε

σημαντική επίδραση στο μέγεθος της απόκλισης των αυτό-αναφερόμενων τιμών.

Τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά είχαν την τάση να υπερεκτιμούν το ύψος τους

και να υποεκτιμούν το βάρος τους σε μεγαλύτερο βαθμό, σε σύγκριση με τα παιδιά

φυσιολογικού βάρους. Οι συγκεκριμένες αποκλίσεις αντανακλούν ενδεχομένως

αντιλήψεις για την εικόνα του σώματος, που υποδηλώνουν την απροθυμία αποδοχής

της παχυσαρκίας και ωθούν τα παιδιά με προβλήματα βάρους σε περισσότερο

«κοινωνικά επιθυμητές απαντήσεις».

Οι ερευνητές καταλήγουν ότι oι παραπάνω αποκλίσεις υποδηλώνουν ότι τα αυτό-

αναφερόμενα ανθρωπομετρικά δεδομένα που λαμβάνονται από παιδιά και εφήβους

ενδέχεται να μην είναι τόσο αξιόπιστα όσο τα στοιχεία που λαμβάνονται από

πραγματικές μετρήσεις κι η χρησιμοποίηση τους για την εκτίμηση της παχυσαρκίας

να οδηγήσει σε εσφαλμένη υπό-εκτίμηση του προβλήματος.

Oι Tokmakidis et al. (2007), εξέτασαν το κύρος της αυτό-δήλωσης τιμών του

ύψους και του βάρους σώματος, 378 μαθητών δημοτικών σχολείων (μέση ηλικία 11.4

± .4 έτη) και 298 μαθητές γυμνασίου (μέση ηλικία 12.5 ± .3 έτη). Στατιστικά

σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν μεταξύ αυτό-αναφερόμενων και μετρήσιμων

ανθρωπομετρικών δεικτών σε όλες τις υποομάδες, εκτός από το ύψος για τα κορίτσια

του δημοτικού σχολείου. Ο βαθμός της διαφοράς δεν διέφερε μεταξύ των δύο

φύλων, ωστόσο, ήταν υψηλότερη για μαθητές γυμνασίου και τα βαρύτερα παιδιά, σε

σύγκριση με το δημοτικό σχολείο και τα ελαφρύτερα παιδιά, αντίστοιχα. Έτσι τα

μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά υπερεκτίμησαν το ύψος τους(~ 2.3 εκατοστά για το

γυμνάσιο) ενώ υποτίμησαν το βάρος τους(μέση τιμή διαφοράς 1.5 για το δημοτικό

και 2.6 για το γυμνάσιο). Με βάση τις αυτό-αναφορές, τα ποσοστά ήταν 23.1% για

Page 119: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

119

υπέρβαρα και 4,3% για την παχύσαρκα, αλλά σύμφωνα με μετρήσιμα δεδομένα τα

αντίστοιχα ποσοστά ήταν 28.8% και 9.5%, αντίστοιχα.

Βρέθηκαν ψηλές συσχετίσεις μεταξύ αυτό-δηλούμενων και μετρήσιμων

ανθρωπομετρικά δεικτών: r = .91 (ύψος), r = .96 (βάρος), και r = .90 (ΔΜΣ), p <.001.

Ωστόσο, όταν οι τιμές ΔΜΣ που χρησιμοποιούνται για την κατάταξη σε κατηγορίες

ΔΜΣ (κανονικό βάρος, το υπερβολικό βάρος, και παχύσαρκο), βασίζονται στο ΔΜΣ

από αυτό-αναφορές σαφώς υποτιμά τον επιπολασμό των προβλημάτων βάρους.

Παράγοντες όπως το πραγματικό μέγεθος του σώματος, (βαρύτεροι μαθητές

υποτιμούν το βάρος περισσότερο από λεπτότερους) , η χαμηλή αυτό-εκτίμηση ή η

κοινωνική αποδοχή ίσως να έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της διαφοράς.

Στη συγκεκριμένη έρευνα η υποεκτίμηση του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας ήταν

3.7% και 5.8%, αντίστοιχα, για το δημοτικό σχολείο, και 8.4% και 4.4%, αντίστοιχα,

για μαθητές γυμνασίου.

Οι διαφορές αυτές συνεπάγονται, κατά τους μελετητές ότι τα αυτό-αναφερόμενα

στοιχεία που προέρχονται από παιδιά και έφηβους μπορεί να μην είναι το ίδιο έγκυρα

όπως τα δεδομένα που προκύπτουν από τις πραγματικές μετρήσεις.

2.8. Προσπάθειες μείωσης διαφοράς

Από τις πρώτες προσπάθειες που έγιναν για τον εντοπισμό των παραγόντων

που προκαλούν τη δημιουργία διαφοράς μεταξύ αυτό-αναφερόμενων και

πραγματικών τιμών, αλλά και για τη διόρθωση αυτής ήταν αυτή της Rowland, M. L.

(1990). Το δείγμα της έρευνας προήλθε από τα στοιχεία της NHANES II και

αποτελούνταν από 11284 άτομα ηλικίας 20-74 ετών. Η κατηγοριοποίηση βάρους ,σε

σχέση με το ΔΜΣ, των συμμετεχόντων έγινε βάση των τιμών της NIH-CDC- 1985.

Παρόλο που το ύψος και το βάρος δηλώθηκαν κατά μέσο όρο με μικρή απόκλιση( r

=0.97, 0.98 για το βάρος καθώς και r = 0.94, 0.91 για το ύψος για άντρες και

Page 120: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

120

γυναίκες αντίστοιχα) εντούτοις σε σημαντικές υποομάδες του δείγματος οι διαφορές

ήταν μεγάλες οδηγώντας σε λάθος κατηγοριοποίηση. Οι παράγοντες που

εξετάσθηκαν ως παράμετροι δημιουργίας της διαφοράς ήταν η ηλικία, το επίπεδο

εκπαίδευσης, η καταγωγή, η προτίμηση του τελικού ψηφίου της τιμής δήλωσης του

ανθρωπομετρικού χαρακτηριστικού καθώς και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των . Έτσι

τα βαρύτερα άτομα ανεξαρτήτως φύλου υποτίμησαν το βάρος τους. Οι υπέρβαρες και

παχύσαρκες γυναίκες υποτίμησαν το βάρος (> 4.5 kgr )τους περισσότερο απ’ ότι οι

άντρες που κατατάσσονταν σε παρόμοιες κατηγορίες βάρους .

Σχεδόν το 18% των λιπόβαρων ανδρών υπερτίμησε το βάρος του έως και 4.5 kgr.

Όσο υψηλότερο ήταν το επίπεδο μόρφωσης, τόσο οι παχύσαρκες γυναίκες υπό-

ανέφεραν το βάρος τους (μέση τιμή 4.2 kgr). Οι νεότερες υπέρβαρες γυναίκες

υποτιμούσαν περισσότερο το βάρος τους (2.3 kgr) σε σχέση με πιο ηλικιωμένες της

ίδιας κατηγορίας βάρους. Σε ότι αφορά το ύψος οι ηλικιωμένοι καθώς κι οι

βαρύτεροι συμμετέχοντες υπερτιμούσαν περισσότερο(> 2.4 cm) σε σχέση με τους

νεότερους σε ηλικία και αυτούς με κανονικό βάρος.

Η ανάπτυξη διορθωτικών εξισώσεων με τους παραπάνω αναφερθέντες διορθωτικούς

παράγοντες για τη βελτίωση της διαφοράς μεταξύ αυτό-δηλούμενων και τα

μετρήσιμων στοιχείων, δεν είχαν τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα.

Η ακρίβεια και η εγκυρότητα των αυτό-αναφορών βάρους και ύψους 204

Αυστραλών εφήβων ηλικίας 15 ετών(mean 14.9 s.d.=0.2) αναζητήθηκε και

συγκρίθηκε μ’αυτή των γονιών τους ( n=325) στην έρευνα των Tienboon, P.,

Wahlqvist, M. & Rutishauser, S. (1992). Οι συμμετέχοντες αφού συμπλήρωσαν τα

ερωτηματολόγια μετρήθηκαν και ζυγίστηκαν χωρίς να ενημερωθούν προηγούμενα.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι έφηβοι υποτίμησαν το βάρος τους κατά ένα μέσο

όρο 0.8 kgr και υπερτίμησαν το ύψος τους κατά 1.1 cm(p<0.05) και κατ’ επέκταση το

Page 121: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

121

ΒΜΙ υποτιμήθηκε κατά 0.4 kgr/m2(p<0.05).Οι ενήλικες γυναίκες υποτίμησαν πιο

πολύ το βάρος του από τους άντρες(1.1 kgr και 0.3 kgr, p<0.001) αντίστοιχα),ενώ οι

άντρες το ύψος τους (2.9cm και 1.7cm, (p<0.001) αντίστοιχα). Παρόλο που οι

συσχετίσεις των αυτό-αναφορών βάρους, ύψους, και αντικειμενικών μετρήσεων για

τους ενήλικες ήταν υψηλές(r >=0.9), ενώ για τους εφήβους χαμηλότερες (r=0.87 για

το βάρος και r=0.77 για το ύψος),κατά μέσο όρο η έκταση της τάσης υποτίμησης του

βάρους και υπερτίμησης του ύψους των εφήβων, δεν ήταν μεγαλύτερη από αυτήν

που παρατηρήθηκε σε ενηλίκους. Αυτό κατά τους ερευνητές υποδεικνύει ότι κατά

μέσες τιμές το αυτό-αναφερόμενο βάρος και ύψος των εφήβων να είναι εξίσου

έγκυρο όπως των ενηλίκων.

Oι εξισώσεις παλινδρόμησης έδειξαν ότι εκτός του βάρους και του ύψους, το

σωματικό μέγεθος είχε πολύ μικρή επίδραση στην έκταση της τάσης υποτίμησης του

βάρους και υπερτίμησης του ύψους.

Οι Giacchi, M., Mattei, R., Rossi, S. (1998), σε μελέτη που έγινε στην Σιένα

της Ιταλίας σε δείγμα 143 εφήβων ηλικίας 15-17 ετών ανέφεραν υποδήλωση του

βάρους κατά -1.8 kgr για τα αγόρια και -1.9 kgr για τα κορίτσια και υπερεκτίμηση

του ύψους κατά μέσο όρο 2.3 cm και 0.8 cm αντίστοιχα. Δηλαδή τα κορίτσια

υποδήλωναν το βάρος τους περισσότερο από τα αγόρια ενώ παράλληλα

υπερτιμούσαν και το ύψος τους περισσότερο. Οι συσχετίσεις που βρέθηκαν για τις

τιμές βάρους ήταν 0.96 για τα αγόρια και 0.93 για τα κορίτσια και για το ύψος 0.93

και 0.97 αντίστοιχα. Παρά τις μικρές διαφορές μεταξύ των αυτό-δηλούμενων και

μετρήσιμων τιμών οι ερευνητές για να βελτιώσουν την ακρίβεια των αυτό-

δηλούμενων στοιχείων δημιούργησαν ένα υπό-δείγμα 143 ατόμων και εφάρμοσαν

στις τιμές βάρους και ύψους αυτών διορθωτικές εξισώσεις. Σύμφωνα με τους

ερευνητές ο αριθμός των μαθητών που πριν την διόρθωση είχαν καταταχθεί ως

Page 122: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

122

υπέρβαροι σχεδόν διπλασιάστηκε μετά από την διόρθωση (από 1.6% σε 3.1% στα

κορίτσια και από 4.4% σε 7.9% τα αγόρια) ενώ το ποσοστό των παχύσαρκων

τριπλασιάστηκε στα κορίτσια (από 0.3% σε 0.6%) και διπλασιάσθηκε στα αγόρια

(από 0.5% σε 0.9%). Το ποσοστό των φυσιολογικών μαθητών που πριν την διόρθωση

ήταν 70.1% αυξήθηκε σε 87.1% ενώ τα ποσοστά των λιπόβαρων μειώθηκαν από

28% σε 9.2%των κοριτσιών και από 15% σε 9.5% των αγοριών. Συγκρίνοντας τις

διορθωμένες τιμές με αυτές που προέρχονταν από τις μετρήσεις παρατηρήθηκε

μείωση της διαφοράς άρα και αύξηση της ακρίβειας και εγκυρότητας των αυτό-

αναφορών .

Την ίδια περίοδο οι Bolton-Smith et al. (2000) εξέτασαν τις δυνατότητες των

αυτό-αναφορών βάρους και ύψους να αποτελέσουν έναν ακριβή δείκτη πρόγνωσης

και επικράτησης της παχυσαρκίας μέσα από ένα δείγμα 1836 ενήλικων ηλικίας 25-64

ετών.

Οι αυτό-αναφορές έγιναν μέσω ταχυδρομικού ερωτηματολογίου που συμπληρώθηκε

2 εβδομάδες πριν τις μετρήσεις. Με βάση τα αποτελέσματα άντρες και γυναίκες

υποτίμησαν τόσο το ύψος όσο και το βάρος ,έτσι ο ΔΜΣ που προέρχονταν από αυτό-

αναφορές ήταν ελαφρά μεγαλύτερος από αυτόν που προέρχονταν από τις μετρήσεις

(0.19 για τους άντρες και 0.17 για τις γυναίκες). Εντούτοις η διαφορά μεταξύ αυτό-

δηλούμενων και τα μετρήσιμων στοιχείων ήταν πολύ μικρή (από 0.6%-1.3%). Στις

διορθωτικές εξισώσεις εισήχθησαν ως παράμετροι εξήγησης της διαφοράς η ηλικία,

η διατροφή (δίαιτα), αυτό-αναφορές για ιατρικές διαγνώσεις καρδιόπαθειας και

διαβήτη, το κάπνισμα, το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο ( εκπαίδευση, επάγγελμα,

ιδιοκτησία) και η φυσική δραστηριότητα. Από τους παράγοντες αυτούς μόνο η ηλικία

το κάπνισμα και οι ιατρικές αναφορές είχαν κάποια μικρή στατιστικά επίδραση στη

δημιουργία της διαφοράς χωρίς εντούτοις να διαφοροποιείται η κατάταξη των

Page 123: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

123

συμμετεχόντων στις κατηγορίες του ΔΜΣ. Η επίδραση της ηλικίας στην ακρίβεια του

αυτό-δηλούμενου βάρους ήταν μικρή και μόνο για τις γυναίκες στατιστικά

σημαντική(p=0.04) ενώ παρατηρήθηκε επίσης και για τα δύο φύλα ότι όσο μεγάλωνε

ο πραγματικός ΔΜΣ αυξάνονταν και η υποτίμηση του βάρους . Οι ερευνητές

καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι αυτό-αναφορές βάρους και ύψους μπορούν να

αποτελέσουν έναν ακριβή, φθηνό και αποτελεσματικό δείκτη πρόγνωσης και

επικράτησης της παχυσαρκίας .

Στην έρευνά τους οι Himes, H. J. & Faricy, A. (2001) αναφέρθηκαν στην

εγκυρότητα και αξιοπιστία των αυτό-δηλούμενων στοιχείων ύψους και βάρους,

καθώς και στη χρήση εξισώσεων με διορθωτικούς παράγοντες για τη βελτίωση της

διαφοράς μεταξύ αυτό-δηλούμενων και τα μετρήσιμων στοιχείων. Το δείγμα

αποτελούσαν 1635 έφηβοι(και των δύο φύλων) ηλικίας 12-17 ετών.

Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι υπήρξε υποτίμηση του βάρους από όλες τις

ηλικιακές ομάδες ( μέση τιμή 1kgr) αλλά πιο πολύ από τις μικρότερες(1.1-1.8 kgr)

όσο και από τα βαρύτερα άτομα. Όσον αφορά το ύψος υπήρξε κι εδώ υποτίμηση από

όλες τις ηλικιακές ομάδες ( μέση τιμή 1.8-3.0 cm) αλλά πιο πολύ από τις δύο

μικρότερες. Η διαφορά –απόκλιση των μέσων τιμών του ΔΜΣ από αυτό-αναφορές

σε σύγκριση με αυτόν που προκύπτει από μετρήσεις ήταν μικρή. Η εγκυρότητα δε,

των αυτό-δηλούμενων στοιχείων αύξανε με την αύξηση της ηλικίας. Ένα άλλο

ενδιαφέρον στοιχείο τη συγκεκριμένης έρευνας αφορούσε το ποσοστό των παιδιών

που αρνήθηκαν να δώσουν στοιχεία. Τα άτομα αυτά ήταν , αφού, μετρήθηκαν πιο

νεότερα, πιο κοντά και πιο ελαφρά από αυτά που έδωσαν στοιχεία.

Σ’ ότι αφορά τη χρήση εξισώσεων με διορθωτικούς παράγοντες για τη βελτίωση της

διαφοράς μεταξύ αυτό-δηλούμενων και τα μετρήσιμων στοιχείων, οι ερευνητές

Page 124: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

124

χρησιμοποίησαν την ηλικία και την εθνικότητα με θετικά αποτελέσματα χωρίς όμως

να προχωρούν σε ανακατάταξη των ποσοστών κατάταξης με βάση το ΔΜΣ.

Οι Spencer et al. (2001) επιχείρησαν να αξιολογήσουν την εγκυρότητα των

αυτό-δηλούμενων στοιχείων ύψους και βάρους σ’ ένα δείγμα 1808 (35-76 ετών)

μεσηλίκων ανδρών και γυναικών και ακόμα χρησιμοποιώντας εξισώσεις πρόβλεψης

με διορθωτικούς παράγοντες να βελτιώσουν τη διαφορά μεταξύ αυτό-δηλούμενων

και τα μετρήσιμων στοιχείων καθώς και τα λάθη στην κατηγοριοποίηση με βάση τον

ΒΜΙ. Από τα αποτελέσματα βρέθηκε ότι 0.9% των ανδρών ήταν ελλειποβαρείς

33.4% φυσιολογικού βάρους, 50.8% υπέρβαροι και 14.9% παχύσαρκοι. Τα ποσοστά

των γυναικών ήταν 4.4%, 47.8%, 33.1%,και 14.7% αντίστοιχα. Η συσχέτιση αυτό-

αναφερόμενων και μετρήσιμων στοιχείων ήταν υψηλή (r>0.9, P<0.00001) και κατ’

επέκταση ότι τα αυτό-δηλούμενα στοιχεία είναι έγκυρα για τη διερεύνηση σχέσεων

μεταξύ ύψους ,βάρους και ασθένειας σε επιδημιολογικές μελέτες. Ωστόσο

επισημάνθηκαν συστηματικά λάθη. Το ύψος υπερεκτιμήθηκε τόσο από

άνδρες(κυρίως τους πιο κοντούς) όσο και από γυναίκες(κυρίως τις πιο βαριές) ,και η

υπερτίμηση αυξάνονταν αναλογικά με την αύξηση της ηλικίας. Το βάρος

υποεκτιμήθηκε και από τα δύο φύλα και αυξάνονταν όσο αυξάνονταν και το

μετρήσιμο βάρος. Το ΒΜΙ υποτιμήθηκε και από τα δύο φύλα και από όλες τις

κατηγορίες στις οποίες κατατάχθηκαν οι συμμετέχοντες με βάση τον ΒΜΙ, εκτός της

κατηγορίας των λιπόβαρων. Η υποτίμηση αυτή αυξάνονταν όσο μεγαλύτερο ήταν το

μετρήσιμο βάρος και η ηλικία των συμμετεχόντων.

Στη συνέχεια οι ερευνητές χρησιμοποίησαν εξισώσεις προβλέψεις για να διορθώσουν

λάθη στην κατηγοριοποίηση τα οποία προέκυπταν με τη σύγκριση του ΒΜΙ

(προερχόμενου από αυτό-αναφορές) και του ΒΜΙ (προερχόμενου από μετρήσεις) τα

οποία ήταν 22.4%και 18% για άντρες και γυναίκες αντίστοιχα. Έτσι παίρνοντας ένα

Page 125: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

125

δείγμα της τάξεως του10% του αρχικού δείγματος και χρησιμοποιώντας σαν

παράγοντες πρόβλεψης την ηλικία και τις τιμές των αυτό-δηλούμενων στοιχείων

ύψους και βάρους ξεχωριστά για τα δύο φύλα υπολόγισαν έναν «διορθωμένο» ΒΜΙ

και στη συνέχεια επεξέτειναν και για το υπόλοιπο 90% το δείγματος. Συγκρίνοντας

το «διορθωμένο» ΒΜΙ με αυτόν που προέρχονταν από μετρήσεις παρατηρήθηκε

μείωση της διαφοράς από 22.4%και 18% σε 15.2% και 13.8% για άντρες και

γυναίκες αντίστοιχα, άρα και αύξηση της ακρίβειας και εγκυρότητας των αυτό-

αναφορών χωρίς όμως οι ερευνητές να προχωρούν σε νέα κατηγοριοποίηση βάρους .

Μελετώντας μαθήτριες(n=683) ηλικίας 11-18 ετών οι Abraham et al. (2004),

στην έρευνά τους αναζητήσαν τους παράγοντες- δείκτες που να προβλέπουν την

ακρίβεια των αυτό-αναφερόμενων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών. Οι ερευνητές

ανέφεραν ότι οι μαθήτριες υποτίμησαν το βάρος τους ,με μέσο όρο διαφοράς 1,2

kgr(sd=4,3). Επίσης παρατήρησαν μικρότερες ηλικιακά και σωματικά ανώριμες

μαθήτριες να υποτιμούν το ύψος τους με μέσο όρο διαφοράς 0,9cm (sd=8,4) ενώ

αυτό είχε υπερτιμηθεί από μεγαλύτερες μαθήτριες (κατά 1,1cm). Ακόμα προσθέτουν

ότι όσο αυξάνονταν το επίπεδο εξάσκησης, οι μαθήτριες «προόδευσαν» από την

υποτίμηση του ύψους τους (κατά 1.4cm ) ως την ακριβή αναφορά του (0.1 cm

περισσότερο από το μετρούμενο) καθώς και από «ελαφρά» υπερτιμώντας ως

«ελαφρά» υποτιμώντας τον ΒΜΙ τους . Σ’ ότι αφορά το βάρος μόνο οι ελλιπόβαρεις

(ΒΜΙ <18.5) μαθήτριες υπερτίμησαν το βάρος τους (0,7kg), ενώ όλες οι υπόλοιπες

μαθήτριες υποτίμησαν το βάρος τους και μάλιστα η υποτίμηση αυτή γίνονταν

μεγαλύτερη όσο αυξάνονταν το μετρημένο βάρος τους και ο πραγματικός ΒΜΙ .

Παράγοντες που βρέθηκαν να σχετίζονται με τις ανακρίβειες στις αυτό-

αναφερόμενες τιμές ύψους, βάρους και ΔΜΣ ήταν κατά σειρά βαθμού επίδρασης: ο

Page 126: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

126

πραγματικός ΔΜΣ, το πραγματικό βάρος, ο χρόνος μέχρι ή από την έναρξη της

εμμήνου ρήσης, η ηλικία, και τελευταία η άσκηση.

Λίγα χρόνια αργότερα οι Himes, J. H., Hannan, P., Wall, M., Neumark-

Sztainer, N. (2005), προσπάθησαν να εντοπίσουν κάποιους από τους παράγοντες που

οδηγούν σε συστηματικά ή μη λάθη κατά τη δήλωση ύψους και βάρους. Για την

προσπάθειά τους αυτή χρησιμοποίησαν ένα δείγμα 3797 εφήβων ηλικίας 12-18

ετών(1936 αγόρια και 1861 κορίτσια). Ως υπεύθυνοι για τη δημιουργία διαφοράς

,παράγοντες εξετάσθηκαν η ηλικία, η εθνικότητα και η κοινωνικό-οικονομική

κατάσταση οι οποίοι εισήχθησαν και στη διορθωτική εξίσωση. Παρά τις υψηλές

συσχετίσεις (από 0.80-0.96) των τιμών( αυτό-δηλούμενων και μετρήσιμων) των

ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών και τα δύο φύλα υπερτίμησαν το ύψος τους

κατά μέσο όρο 1.2 cm τα αγόρια και 2.4cm τα κορίτσια με την τάση διαφοράς να

αυξάνεται όσο μεγάλωνε η ηλικία και κυρίως για τα κορίτσια. Το βάρος και ο ΔΜΣ

υποτιμηθήκαν κατά 1.6 kgr, 2.2kgr/m2 και 3.5 kgr, 2.5 kgr/m2 για αγόρια και

κορίτσια αντίστοιχα. Η διαφορά αυτή μεγάλωνε όσο αυξάνονταν οι πραγματικές

τιμές βάρους και ΔΜΣ. Οι κύριες επιδράσεις στη δημιουργία διαφοράς οφείλονται

κατά τους ερευνητές στην επίδραση της ηλικίας και της εθνικότητας .

Σε μια σχετικά πρόσφατη έρευνα οι Janssen, I., Katzmarzyk, P., Boyce, N.,

Vereecken, C., Mulvihill, C., Roberts, C. Currie K., Picket M. (2006)εξέτασαν την

εγκυρότητα των αυτό αναφερόμενων τιμών για το ύψος και το βάρος σε 5525

μαθητές 12 - έως 13 ετών στην περιοχή του Ρότερνταμ. Οι συσχετίσεις μεταξύ αυτό-

αναφερόμενων και πραγματικών δεδομένων ήταν 0.75 για το BMI, 0.80 για το βάρος

και 0.85 για το ύψος. Τα αυτό-αναφερόμενα δεδομένα οδήγησαν σε σημαντική

υποτίμηση του Δείκτη Μάζας Σώματος κατά 1.5kgr/m2 και, κατά συνέπεια, της

επικράτησης των υπέρβαρων. Τα ποσοστά των υπέρβαρων και παχύσαρκων μαθητών

Page 127: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

127

μέσω των αυτό-αναφορών ήταν 18%, ενώ στην πραγματικότητα το ποσοστό ήταν

πολύ υψηλότερο 33%. Το ύψος υποτιμήθηκε κατά 1.5 cm ενώ το βάρος κατά 6.1 kg.

Η υποτίμηση ήταν υψηλότερη σε μαθητές που θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο

παχύσαρκο, ήταν μη ολλανδικής προέλευσης και σε χαμηλότερα επίπεδα

εκπαίδευσης. Στη συνέχεια οι ερευνητές προχώρησαν στη δημιουργία δύο

διορθωτικών εξισώσεων, όπου στη πρώτη εισήγαγαν σαν παράγοντες διόρθωσης την

εθνικότητα και το επίπεδο εκπαίδευσης , ενώ στη δεύτερη προσθέσανε και τον

παράγοντα που αφορούσε την εικόνα σώματος. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα

ποσοστά των υπέρβαρων και παχύσαρκων μαθητών αυξάνονταν από 18% σε 19.2%

και 22.8% αντίστοιχα μετά την χρήση των εξισώσεων αυτών, δίνοντας έτσι μια πιο

ακριβή εικόνα.

Οι Nyholm et al. (2007), αναζήτησαν την εγκυρότητα των αυτό-αναφορών

βάρους και ύψους. Το δείγμα τους αποτελούσαν 1703 συμμετέχοντες (860 άνδρες

και 843 γυναίκες, 30 έως 75 ετών). Η παχυσαρκία ορίστηκε ως ΔΜΣ 30 kg / m2

(WHO). Οι μέσες διαφορές μεταξύ των μετρούμενων και αυτό-αναφερόμενων τιμών

βάρους ήταν 1,6 kg στους άνδρες και 1,8 kg στις γυναίκες, ενώ οι αντίστοιχες

διαφορές στο ύψος ήταν -0,3 εκατοστά στους άνδρες και -0,4 εκατοστά στις γυναίκες.

Οι τιμές για το μετρήσιμο ΔΜΣ ήταν, κατά μέσο όρο, 0,6 kg / m2 υψηλότερος στους

άνδρες και 0,8 kg / m2 υψηλότερος στις γυναίκες, σε σύγκριση με τον αυτό-

δηλούμενο ΔΜΣ. Παχυσαρκία (μετρούμενη) βρέθηκε σε 156 άνδρες (19%) και 184

γυναίκες (25%) ενώ με αυτό-αναφερόμενα στοιχεία σε 114 άνδρες (14%) και 153

γυναίκες (20%). Ως παράγοντες ερμηνείας της διαφοράς εισήχθησαν στις

διορθωτικές εξισώσεις η ηλικία, η εκπαίδευση( κοινωνικοοικονομική κατάσταση), η

σωματική δραστηριότητα, το κάπνισμα και το αυτό-εκτιμώμενο επίπεδο υγείας. Η

ηλικία και το μέγεθος του σώματος ήταν σημαντικοί παράγοντες για τη δημιουργία

Page 128: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

128

διαφοράς στο ύψος, το βάρος, και το BMI σε άνδρες και γυναίκες. Έτσι οι

ηλικιωμένοι άνδρες υπερεκτίμησαν το ύψος και υποτίμησαν το βάρος περισσότερο

από τους νεαρούς άνδρες, ενώ στις γυναίκες το αντίστοιχο εύρημα ήταν σημαντικό

μόνο για το ύψος.

Με βάση τα αυτο-αναφερόμενα στοιχεία, η ευαισθησία για τον προσδιορισμό ατόμων

με παχυσαρκία ήταν 69,9% στους άνδρες και 81,5% στις γυναίκες, και κατά τη χρήση

του αλγορίθμου προσαρμοσμένου για την ηλικία, αυξήθηκε σε 80,8% και 89,7%

(διαφορά 1,0% στους άνδρες και στις γυναίκες). Σ’ ένα άλλο μοντέλο διορθωτικής

εξίσωσης με την ηλικία, την εκπαίδευση, τη φυσική δραστηριότητα, το κάπνισμα, και

το εκτιμώμενο επίπεδο υγείας, οι προβλέψεις για να βελτιωθεί η διαφορά ήταν 0,7%

στους άνδρες και στις γυναίκες. Συμπερασματικά οι ερευνητές καταλήγουν ότι η

χρήση γραμμικής εξίσωσης παλινδρόμησης για την πρόβλεψη του μετρήσιμου ΔΜΣ

από τον αυτό-δηλούμενο ΔΜΣ, δεν διορθώνει πλήρως τη συστηματική μεροληψία

στην αυτό-αναφορά βάρους και ύψους σε πληθυσμιακές μελέτες, καθώς και ότι η

χρήση διορθωτικών εξισώσεων βοηθά τα άτομα να κατηγοριοποιηθούν πιο σωστά ως

παχύσαρκα ή μη.

Οι De Vriendt et al. (2009), εξέτασαν την εγκυρότητα των αυτό-αναφορών για

το ύψος και το βάρος των εφήβων για τη διάγνωση της παχυσαρκίας καθώς και την

επίδραση των συνηθειών ζύγισης σχετικά στην ακρίβεια δήλωσης. Η μελέτη

πραγματοποιήθηκε στην περιοχή της Γάνδης, μια μεσαίου μεγέθους πόλη στο Βέλγιο.

Ένα δείγμα 982 έφηβων ηλικίας 10 έως 18 ετών,( μέση ηλικία 13,5 χρόνια SD +- 1,4)

από αυτούς 51,6% ήταν αγόρια, ανέφεραν το ύψος, το βάρος, και τις διατροφικές

τους συνήθειες σε ένα ερωτηματολόγιο, χωρίς να αναφερθεί ότι η επικύρωση των

ανθρωπομετρικών μετρήσεων ήταν ο στόχος της μελέτης. Οι έφηβοι

κατηγοριοποιήθηκαν βάση του ΒΜΙ με εθνικά και διεθνή κριτήρια.

Page 129: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

129

Οι συσχετίσεις μεταξύ αυτό-αναφερομένων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών

χαρακτηριστικών ήταν αρκετά υψηλές(για το βάρος, το ύψος και το ΔΜΣ ήταν

αντίστοιχα 0,961, 0,949 και 0,899 όλα σημαντικά στο επίπεδο του 0,01). Ωστόσο, ο

συντελεστής συσχέτισης δεν είναι ένα ιδανικό μέτρο για την επίτευξη συμφωνίας,

δεδομένου ότι συστηματικές υπερ-ή υπο-αναφορές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

Μια υψηλή συσχέτιση δεν συνεπάγεται αυτομάτως μια καλή συμφωνία μεταξύ των

δύο μετρήσεων αναφέρουν οι ερευνητές.

Έτσι τόσο τα κορίτσια και τα αγόρια είχαν υποτιμήσει σημαντικά το βάρος τους.

Ωστόσο, τα κορίτσια είχαν υπερεκτιμήσει σημαντικά το ύψος τους, σε αντίθεση με

τα αγόρια, όπου σημαντική υποεκτίμηση παρατηρήθηκε. Κατά συνέπεια τα κορίτσια

δήλωσαν χαμηλότερη τιμή ΔΜΣ σε σύγκριση με την πραγματική ΔΜΣ, ενώ στα

αγόρια δεν υπάρχει σημαντική διαφορά για το ΔΜΣ .

Για τις εθνικές cut-offs τιμές, η ανάλυση έδειξε ότι 849 (86.5%) των εφήβων είχαν

ταξινομηθεί σωστά, 130 (13.2%) κατετάγησαν στην παρακείμενη κατηγορία, ενώ

μόνο 3 (0.3%) είχαν κατάφωρα εσφαλμένη κατάταξη. Για τις διεθνείς cut-offs τιμές,

τα μεγέθη αυτά, αντίστοιχα, 826 (84.1%), 153 (15.6%) και 3 (0.3%).

Λαμβάνοντας υπόψη όμως τις τιμές των αυτό-αναφορών λάθη ταξινόμησης οδηγούν

σε στατιστικά σημαντική υποτίμηση του επιπολασμού των υπέρβαρων και

παχύσαρκων (μόνο σύμφωνα με τα διεθνή κριτήρια), καθώς και υπερεκτίμηση του

επιπολασμού του λιποβαρή. Τα σχετικά μεγέθη των εν λόγω υποεκτίμηση(15.5% για

τα υπέρβαρα και 41% για την παχυσαρκία) και υπερεκτίμηση (24.7% για τα

λιποβαρή) είναι ενδεικτικά μιας ουσιαστικής σημασίας για την κλινική ή τη δημόσια

υγεία. Έτσι αντίστοιχα 25% και 32% των εφήβων που πράγματι ήταν υπέρβαροι ή

παχύσαρκοι είχαν διαγνωσθεί ως κανονικού βάρους όταν χρησιμοποιούν αυτό-

Page 130: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

130

αναφορές, ενώ περίπου το 50% των εφήβων είχαν διαγνωστεί με βάρος κάτω από το

πραγματικό βάρος.

Ως πιθανοί παράγοντες που σχετίζονται με τη διαφορά αυτό-αναφερόμενων και

πραγματικών τιμών εξετάστηκαν το φύλο, το εκπαιδευτικό τους επίπεδο και η

επίδραση των συνηθειών ζύγισης.

Ένα σύνολο 82.4% των εφήβων ανέφερε ότι έχει ζυγιστεί κατά τη διάρκεια του

παρελθόντος έτους. Το ποσοστό των εφήβων ζυγίζονταν την ίδια ημέρα, εβδομαδιαία

ή μηνιαία ήταν αντίστοιχα 6.6%, 21.8% και 25.9%, ενώ το 44.5% ανέφερε λιγότερο

από μια φορά το μήνα. Η ακρίβεια της αυτό-αναφοράς βάρους επηρεάζεται θετικά

από την πραγματική ζύγιση μόνο κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους

επισημαίνοντας ότι όσοι ζυγίζονταν κατά το παρελθόν έτος υπολόγιζαν το βάρος τους

με μεγαλύτερη ακρίβεια από ό, τι εκείνοι που δεν ζυγίζονταν (p = 0.003) και όχι

βάσει του επιπέδου εκπαίδευσης ούτε του φύλου.

Για το φύλο, μια σημαντική διαφορά στη μέση αναλογική διαφορά για το ΔΜΣ

εντοπίστηκε (p = 0.014). Η μελέτη επίσης έδειξε ότι τα αγόρια και οι έφηβοι με

υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο είχαν μεγαλύτερη ακρίβεια των κατ 'ιδίαν αναφορών

BMI, σε σύγκριση με τα κορίτσια και με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, αντίστοιχα.

Η διαπίστωση ότι τα κορίτσια είχαν υποτιμήσει το βάρος τους και υπερτιμήσει το

ύψος τους θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι θέλουν να ανταποκρίνονται

στις κοινωνικές επιταγές του, να παρουσιάζονται δηλαδή λεπτές και ψηλές.

3. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

3.1. Συμμετέχοντες

Στην έρευνα συμμετείχαν 490 μαθητές και μαθήτριες έξι ελληνικών δημοσίων

σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας,

τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης και ενιαίων λυκείων. Από το σύνολο των 490

Page 131: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

131

μαθητών εξαιρέθηκαν συνολικά 18 άτομα, 13 επειδή η ηλικία τους ήταν πάνω από 20

ετών και 4 λόγω ελλιπών στοιχείων κατά τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου .

Έτσι τα δεδομένα που εισήχθησαν για ανάλυση προέρχονταν από 473 άτομα. Από

αυτά 219 ήταν αγόρια με μέση ηλικία 16.23 έτη, (ΤΑ = 1.07, Min = 15, Max = 20) και

254 κορίτσια με μέση ηλικία 16.53 έτη (ΤΑ = 1.14, Min = 15, Max = 20).

3.1.1. Διαδικασία μέτρησης

Για τη συμμετοχή των παιδιών ζητήθηκε έγγραφη άδεια των γονέων, κατόπιν

λεπτομερούς ενημέρωσής τους μέσω επιστολής.

Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν ανά σχολείο σε μία ημέρα, κατά τις πρώτες ώρες

του ημερήσιου προγράμματος και στη διάρκεια του μαθήματος Φυσικής Αγωγής,

όταν αυτό ήταν εφικτό.

Οι μαθητές-τριες υποβλήθηκαν σε ανθρωπομετρικές μετρήσεις, σύμφωνα με τις

οδηγίες τής Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, ντυμένοι ελαφριά και χωρίς υποδήματα

(WHO, 1998) αφού προηγουμένως είχαν συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο που τους

δόθηκε.

3.2. Ερωτηματολόγιο

Οι μαθητές και οι μαθήτριες ενημερώθηκαν αρχικά για τη διαδικασία και

τονίστηκε ότι η συμμετοχή στην έρευνα γίνεται σε εθελοντική βάση κι ότι το

ερωτηματολόγιο ήταν ανώνυμο. Διαβεβαιώθηκαν για το απόρρητο των απαντήσεών

τους και ότι αυτές θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο στα πλαίσια της

έρευνας που διεξάγεται. Τονίστηκε η δυνατότητα της αποχώρησής τους οποιαδήποτε

στιγμή το θελήσουν και διευκρινίστηκε ότι αυτό μπορεί να γίνει χωρίς καμιά

απαίτηση ή άλλη υποχρέωση από μέρους τους.

Στη συνέχεια, μοιράστηκε τα ερωτηματολόγια από τους ερευνητές, τα οποία

συμπληρώθηκαν παρουσία τους κατά τη διάρκεια μιας διδακτικής ώρας,(μετά από

Page 132: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

132

συνεννόηση με τους υπεύθυνους καθηγητές) χωρίς να ενημερωθούν οι μαθητές για

την επικείμενη μέτρησή τους. Πριν να αρχίσουν να απαντούν στα θέματα του

ερωτηματολογίου δόθηκαν προφορικώς οι αναγκαίες τυποποιημένες οδηγίες για τον

τρόπο συμπλήρωσης του ερωτηματολογίου και ήσυχα, ελεύθερα και με ηρεμία οι

μαθητές το συμπλήρωσαν.

Τα στοιχεία που οι μαθητές καλούνταν να συμπληρώσουν ήταν:

Το φύλο

Η ημερομηνία γέννησης

Η τάξη

Το βάρος τους σε kgr και gr

Το ύψος τους σε cm

Το σχολείο φοίτησης

Η σωματική τους δραστηριότητα κατά τον ελεύθερο χρόνο τους

Σημείωση: Για την εκτίμηση της φυσικής δραστηριότητας των συμμετεχόντων

χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο άσκησης στον ελεύθερο χρόνο (Godin &

Shephard, 1985), το οποίο έχει σχεδιαστεί για να αποτιμήσει τη σωματική

δραστηριότητα κατά τον ελεύθερο χρόνο και σε διάστημα 7 ημερών.

Χρησιμοποιήθηκε μόνο η πρώτη ερώτηση του ερωτηματολογίου, που ζητά από τους

συμμετέχοντες να δηλώσουν το πόσες φορές συμμετείχαν σε έντονη, μέτρια και ήπια

άσκηση, για περισσότερο από 15 λεπτά, στον ελεύθερο τους χρόνο. Έτσι, οι μαθητές

απαντούσαν πόσες φορές ανά εβδομάδα συμμετέχουν σε 1) έντονη άσκηση (η καρδιά

κτυπά γρήγορα π.χ. τρέξιμο, τζόκιγκ μεγάλης απόστασης, ποδόσφαιρο, μπάσκετ,

έντονο κολύμπι, έντονη ποδηλασία μεγάλης απόστασης), 2) μέτρια άσκηση (όχι

εξαντλητική π.χ. γρήγορο περπάτημα, τένις, χαλαρή ποδηλασία, βόλεϊ, χαλαρή

κολύμβηση, παραδοσιακούς χορούς) και 3) ήπια άσκηση (ελάχιστη προσπάθεια π.χ

Page 133: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

133

γιόγκα, τοξοβολία, ψάρεμα, μπόουλινγκ, γκολφ, χαλαρό περπάτημα). Στη συνέχεια,

το σκορ της πρώτης ερώτησης για την έντονη άσκηση, πολλαπλασιάστηκε με τον

αριθμό 9, το σκορ της δεύτερης ερώτησης, για τη μέτρια άσκηση, πολλαπλασιάστηκε

με τον αριθμό 5 και το σκορ της τρίτης ερώτησης, για την ήπια άσκηση,

πολλαπλασιάστηκε με τον αριθμό 3. Το άθροισμα των τριών καινούριων σκορ,

προσδιόρισαν την τιμή του δείκτη φυσικής δραστηριότητας. Η εγκυρότητα και η

αξιοπιστία της μέτρησης έχει υποστηριχθεί σε σχετικές εργασίες (Godin & Shephard,

1985; Kriska & Caspersen, 1997).

3.3. Μέτρηση ύψους και βάρους

3.3.1. Όργανα μέτρησης

Η μέτρηση του ύψους και βάρους των μαθητών πραγματοποιήθηκε κατά τη

διάρκεια μιας διδακτικής ώρας . Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν

σύμφωνη με τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο Anthropometric

Standardization Manual.

Το βάρος μετρήθηκε με τη χρήση σταθμισμένης ηλεκτρονικής ζυγαριάς SECA 770

(Vogel & Halke GmbH &Co, Hamburg, Germany) με προσέγγιση ±100 gr.

Το ύψος μετρήθηκε με αναστημόμετρο Seca Stadiometer 208, με προσέγγιση ±0.5

cm. Η ζυγαριά καλιμπραριζόταν καθημερινά(ημέρες μετρήσεων) με σταθερό βάρος 5

κιλών.

3.3.2. Μεθοδολογία μέτρησης βάρους

Η μέτρηση του βάρους έγινε χωρίς υποδήματα και με ελαφρύ ρουχισμό. Η

καταγραφή του έγινε στο πλησιέστερο 0,1 kgr. Η μεθοδολογία ήταν η εξής: Το

άτομο στέκεται στο κέντρο του ζυγού και το σωματικό του βάρος θα πρέπει να

κατανέμεται ομοιόμορφα και στα δύο άκρα. Είναι σημαντικό να τοποθετείται ο

ζυγός σε οριζόντιο δάπεδο και σε θέση όπου να είναι εύκολη η ανάγνωση της

Page 134: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

134

βελόνας από τον ερευνητή.

3.3.3. Μεθοδολογία μέτρησης ύψους

Η μέτρηση του ύψους απαιτεί οριζόντιο επίπεδο και για το λόγο αυτό

επιλέχθηκε κατάλληλο σημείο ώστε να εξυπηρετεί την τοποθέτηση του

αναστημόμετρου. Οι μαθητές μετρήθηκαν χωρίς υποδήματα και με τέτοιο

ρουχισμό ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της στάσης του σώματος.

Ζητήθηκε από τους μαθητές να βρίσκονται στην συνήθη έκταση σώματος με

τα χέρια ελεύθερα στα πλευρά. Τα πέλματα να είναι ενωμένα (όχι ανασηκωμένα) και

οι πτέρνες να αγγίζουν τον τοίχο. Επιπλέον η κεφαλή βρίσκεται στο οριζόντιο

επίπεδο Frankfurt και για το λόγο αυτό ζητήθηκε από τους μαθητές να κοιτούν ευθεία

μπροστά. Η κινητή ράβδος του αναστημομέτρου τοποθετείται στο ανώτερο μέρος της

κεφαλής με επαρκή πίεση. Η καταγραφή έγινε ως προς το πλησιέστερο εκατοστό 0,1

cm

3.3.4. Υπολογισμός του Δείκτη Μάζας Σώματος

Αναφέρθηκε και καταγράφηκε προσωπικά το ύψος και το βάρος από τους

ίδιους τους μαθητές και μαθήτριες. Οι μονάδες μέτρησης αναγράφηκαν σε μέτρα,

εκατοστά και κιλά, γραμμάρια, αντίστοιχα για το ύψος και το βάρος.

Από τα αυτοαναφερόμενα και τα πραγματικά δεδομένα υπολογίστηκε ο ΔΜΣ, ο

οποίος ορίζεται ως το πηλίκο του σωματικού βάρους (σε κιλά) προς το

τετράγωνο του ύψους (σε μέτρα).

3.3.5. Κατάταξη των μαθητών σε κατηγορίες του Δείκτη Μάζας Σώματος

Οι μαθητές και οι μαθήτριες ανάλογα με την τιμή του δείκτη μάζας σώματος

που είχαν, κατάχθησαν σε μια από τις κατηγορίες ΔΜΣ (φυσιολογικός, υπέρβαρος,

παχύσαρκος), σύμφωνα με τα διεθνή όρια της IOTF, υπέρβαρων και παχύσαρκων

αγοριών και κοριτσιών.

Page 135: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

135

Η ηλικία των συμμετεχόντων προέκυψε όταν από την ημερομηνία μέτρησης

αφαιρέθηκε η ημερομηνία γέννησης (Goodman et al., 2000).

Σημείωση: Για την ταξινόμηση των παιδιών σε «φυσιολογικά», «υπέρβαρα» και

«παχύσαρκα» χρησιμοποιήθηκαν οι καμπύλες ανάπτυξης για παιδιά και εφήβους ανά

ηλικία και φύλο (Cole et al., 2000), όπως αυτές υιοθετήθηκαν από την IOTF

(International Obesity Task Force), τα οποία ισοδυναμούν με τις αντίστοιχες τιμές

αναφοράς του ΔΜΣ ενηλίκων, δηλαδή με 25.01. ΔΜΣ . 29.99 kg/m2 για το

υπερβολικό βάρος και με ΔΜΣ . 30.0 kg/m2 για την παχυσαρκία.

3.4. Στατιστική ανάλυση

Για την στατιστική ανάλυση των δεδομένων εφαρμόστηκαν διάφορες

στατιστικές τεχνικές. Η περιγραφή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση

των ποσοστών, των μέσων τιμών και των τυπικών αποκλίσεων. Η εξέταση της

διαφοράς μεταξύ των δηλούμενων και μετρηθέντων ανθρωπομετρικών

χαρακτηριστικών έγινε με την ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων. Για την

ερμηνεία των αποτελεσμάτων, εκτός από την στατιστική σημαντικότητα ελήφθη υπ’

όψιν ο δείκτης partial η2. Σύμφωνα με διάφορους ερευνητές (Olejnik & Algina,

2000; Sutlive & Ulrich, 1998) τιμές του η2 .01-.03 θεωρούνται μικρές, .06-.09 μέτριες

και πάνω από .14 υψηλές.

Η πρόβλεψη των ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών από τα δηλούμενα και

τις διορθωτικές μεταβλητές (π.χ., χρόνος τελευταίας μέτρησης, φύλο)

πραγματοποιήθηκε με την εφαρμογή της ανάλυσης παλινδρόμησης. Ο βαθμός

συμφωνίας της κατάταξης μεταξύ των διαφόρων μετρήσεων (π.χ., μετρηθέντα ΔΜΣ,

δηλούμενο ΔΜΣ και εκτιμώμενο ΔΜΣ) μετρήθηκε με τον δείκτη Cohen’s Kappa.

Τιμές Kappa μικρότερες του 0.20 θεωρούνται ως «ανεπαρκή» συμφωνία, μεταξύ 0.21

και 0.40 ως «δίκαιη» συμφωνία, μεταξύ 0.41 και 0.60 ως «μέτρια» συμφωνία, μεταξύ

Page 136: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

136

0,61 και 0,80 ως «καλά» συμφωνία, καθώς και μεταξύ 0.81 και 1.00 ως " εξαιρετικής

ποιότητας συμφωνία.( Altman, D. G., 1991)

4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

4.1. Χαρακτηριστικά συμμετεχόντων

4.1.1. Ακρίβεια μέτρησης.

Περισσότεροι από τους μισούς (59.3%) συμμετέχοντες θεώρησαν ότι

δήλωσαν το βάρος τους με υψηλή ακρίβεια (9 ή 10). Όσον αφορά στην ακρίβεια

δήλωσης του ύψους το 49.5% θεώρησαν ότι δήλωσαν το ύψος τους με υψηλή

ακρίβεια. Ανάλυση t-test για ανεξάρτητα δείγματα έδειξε ότι η ακρίβεια της δήλωσης

δεν διαφοροποιείται σε σχέση με το φύλο (p > .05).

4.1.2. Τελευταία μέτρηση.

Με βάση τα αποτελέσματα, το 27% δήλωσε σαν χρόνο τελευταίας μέτρησης

του βάρους τους την προηγούμενη μέρα, ακολουθούμενο από το «την προηγούμενη

εβδομάδα», 21.2% και στη συνέχεια από την επιλογή την «δεν γνωρίζω» (πίνακας 13

). Όσον αφορά το ύψος, το μεγαλύτερο ποσοστό δήλωσε ως χρόνο τελευταίας

μέτρησης την προηγούμενη εβδομάδα, ακολουθούμενο με παραπλήσια ποσοστά από

την επιλογή προηγούμενο μήνα. Εφαρμογή της μη παραμετρικής δοκιμασίας Mann-

Whitney φανέρωσε ότι ο χρόνος τελευταίας μέτρησης βάρους ή και ύψους δεν

διαφοροποιούνταν ανάλογα με το φύλο (p > .05).

Πίνακας 13. Συχνότητα και ποσοστά δήλωσης τελευταίας μέτρησης βάρους και

ύψους.

Βάρος Ύψος

Ν % Ν %

Προηγούμενη ημέρα 129 27.0 56 11.7

Προηγούμενη εβδομάδα 101 21.2 107 22.4

Page 137: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

137

Προηγούμενο μήνα 83 17.4 97 20.3

Προηγούμενο τρίμηνο 23 4.8 64 13.4

Προηγούμενο εξάμηνο 9 1.9 54 11.3

Προηγούμενο χρόνο 43 9.0 66 13.8

Δεν γνωρίζω 89 18.7 33 6.9

4.1.3. Φυσική δραστηριότητα.

Η μέση τιμή της φυσικής δραστηριότητας ήταν 28.10 (TA = 21.57) με εύρος

τιμών από 0 έως 92. Το ποσοστό των ατόμων που δήλωσαν απουσία φυσικής

δραστηριότητας ανέρχονταν στο 13% (Ν = 60). Ανάλυση t-test για ανεξάρτητα

δείγματα φανέρωσε ότι τα αγόρια είχαν μεγαλύτερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας

(ΜΤ = 32.69, ΤΑ = 22.86) σε σχέση με τα κορίτσια (ΜΤ = 22.32, ΤΑ = 18.40), t =

3.08, p = .002.

4.2. Διαφορά μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών δεδομένων

4.2.1. Συσχετίσεις

Οι γραμμικές συσχετίσεις μεταξύ αυτοδηλούμενων και πραγματικών τιμών

βάρους, ύψους και ΔΜΣ στο σύνολο του δείγματος ήταν ψηλές.

Μετρούμενο & Δηλούμενο βάρος: 0,969

Μετρούμενο & Δηλούμενο ύψος: 0,954

Μετρούμενο & Δηλούμενο ΔΜΣ: 0,924

Όλες οι συσχετίσεις ήταν στατιστικά σημαντικές με P<0,001.

4.2.2. Βάρος.

Για την εξέταση της διαφοράς μεταξύ του δηλούμενου βάρους και ύψους με

το μετρήσιμο εφαρμόστηκε η ανάλυση διακύμανσης επαναλαμβανόμενων

Page 138: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

138

μετρήσεων. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι οι μαθητές-τριες στο σύνολό τους

δήλωσαν στατιστικά πιο μικρό σωματικό βάρος από αυτό που στην πραγματικότητα

μετρήθηκε, F(1, 472) = 64.44, p < .001, partial n2 = .12. Στον πίνακα 14

παρουσιάζονται οι μέσες τιμές και τυπικές αποκλίσεις του βάρους. Η μέση διαφορά

ήταν -1.43 κιλά, η οποία με βάση το δείκτη n2 θεωρείται ως ουσιαστική.

4.2.3. Ύψος.

Η ίδια ανάλυση εφαρμόστηκε και για το ύψος. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι

οι συμμετέχοντες δήλωσαν το ύψος τους κατά μέσο όρο .82 εκατοστά περισσότερο,

F(1, 472) = 41.46 p < .001, partial n2 = .08. H διαφορά αυτή ήταν μετρίου μεγέθους.

4.2.4. ΔΣΜ.

Εφαρμογή της ανάλυσης διακύμανσης για την εξέταση της διαφοράς μεταξύ

του ΔΜΣ που προκύπτει από τα δηλούμενα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά και του

ΔΜΣ από τα μετρηθέντα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά φανέρωσε στατιστικά

σημαντικές διαφορές, F(1, 472) = 96.39, p < .001 , partial η2 = .17), οι οποίες με βάση

το δείκτη partial η2 θεωρούνται ως υψηλού μεγέθους.

Πίνακας 14. Διαφορές μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών

δεδομένων ανά φύλο

Δηλωθέν Μετρήσιμο Διαφορά Partial η2

ΜΤ (ΤΑ) ΜΤ (ΤΑ) ΜΤ (ΤΑ)

Σύνολο συμμετεχόντων

Βάρος (kgr) 66.14 (14.50) 67.57(15.61) -1.43 (3.89) .12

Ύψος (cm) 170.95 (8.79) 170.13 (9.25) .82 (2.77) .08

ΔΣΜ (kgr/m2) 22.47 (3.66) 23.19 (4.14) -.72 (1.59) .17

Μαθητές

Βάρος (kgr) 73.98 (14.57) 75.75 (15.86) -1.61 (4.59) .11

Page 139: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

139

Ύψος (m) 176,93 (7.48) 176.95 (7.16) -.01 (2.61) .01

ΔΣΜ (kgr/m2) 23.51 (3.71) 24.09 (4.26) -.52 (1.62) .09

Μαθήτριες

Βάρος (kgr) 59.46 (10.57) 60.74 (11.83) -1.27 (3.18) .14

Ύψος (cm) 165.82 (6.21) 164.29 (6.41) 1.52 (2.70) .24

ΔΣΜ (kgr/m2) 21.58 (3.39) 22.47 (3.98) -.88 (1.55) .24

4.3. Διαφορά μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών δεδομένων

ανά φύλο

4.3.1. Βάρος.

Από την ανάλυση διακύμανσης φάνηκε ότι τόσο οι μαθητές F(1, 218) =

27.05, p < .001 , partial η2 = .11), όσο και οι μαθήτριες F(1, 253) = 41.52, p < .001,

partial η2 = .14), δήλωσαν στατιστικά πιο μικρό σωματικό βάρος από το πραγματικό.

Από τις τιμές του partial η2 προκύπτει ότι η διαφορά ήταν πιο ουσιαστική για τις

μαθήτριες σε σχέση με τους μαθητές.

4.3.2. Ύψος.

Όσον αφορά το ύψος τα αποτελέσματα διαφέρουν για τα δύο φύλα. Πιο

συγκεκριμένα, ενώ δεν εμφανίστηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές για τους

μαθητές F(1, 218) = ,06, p = .93 , partial η2 = .01), οι μαθήτριες δήλωσαν ότι ήταν

πιο ψηλές, F(1, 253) = 81.92, p < .001 , partial η2 = .24). Στον πίνακα 14

παρουσιάζονται οι μέσες τιμές και τυπικές αποκλίσεις του ύψος ανά φύλο.

4.3.3. Δείκτης σωματικής μάζας.

Μετά τον υπολογισμό του δείκτη σωματικής μάζας και την εφαρμογή της

ανάλυσης διακύμανσης φάνηκε ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ του ΔΣΜ από τα

δηλωθέντα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά και του ΔΣΜ από τα μετρηθέντα

ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, τόσο για τους μαθητές, F(1, 218) = 22.93, p < .001

Page 140: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

140

, partial η2 = .09) όσο και για τις μαθήτριες, F(1, 253) = 82.65, p < .001 , partial η2 =

.24). Με βάση το δείκτη μεγέθους επίδρασης partial η2 οι διαφορές αυτές

θεωρούνται μέτριες για τους μαθητές και ιδιαίτερα υψηλές για τις μαθήτριες.

4.4. Κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων σύμφωνα με το δείκτη μάζας

σώματος.

Για την κατάταξη των μαθητών και μαθητριών χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα

του IOTF ( Cole, Bellizzi, Flegal, & Dietz, 2000). Με βάση τον πραγματικό ΔΜΣ το

67.7% (323) των μαθητών και μαθητριών ανήκουν στην κατηγορία των

φυσιολογικών. Στην κατηγορία των υπέρβαρων κατατάχθηκε το 21.8% (103), ενώ το

9.9% (47) στην κατηγορία των παχύσαρκων.

Στον πίνακα 15 παρουσιάζονται τα ποσοστά κατάταξης σύμφωνα με το δείκτη

μάζας σώματος των δηλούμενων και μετρηθέντων ανθρωπομετρικών

χαρακτηριστικών. Για τον έλεγχο της συμφωνίας κατάταξης μεταξύ των δύο ΔΜΣ

(πραγματικού και δηλωθέντα) χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης Kappa του Cohen. Ο

δείκτης Kappa ήταν διάφορος του μηδενός με τιμή .59, p < .001. Το υψηλότερο

ποσοστό συμφωνίας εντοπίζεται στην κατηγορία των φυσιολογικών. Στην κατηγορία

των υπέρβαρων περισσότεροι από τους μισούς (51.5%) θα κατατάσσονταν

εσφαλμένα ως φυσιολογικοί εάν η κατηγοριοποίηση γίνονταν με βάση τα δηλωθέντα

ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά. Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στην κατηγορία

των παχύσαρκων όπου το 47.8% κατατάχθηκε εσφαλμένα ως υπέρβαροι.

Page 141: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

141

Πίνακας 15. Ποσοστά συμφωνίας κατάταξης του πραγματικού ΔΜΣ με το δηλωθέν

ΔΜΣ

Σύμφωνα με τα δηλωθέντα στοιχεία

Φυσιολογικός Υπέρβαρος Παχύσαρκος

Σύμφ

ωνα

με

τα μ

ετρη

θέντ

α

στοι

χεία

Φυσιολογικός 98.1 1.9 0

Υπέρβαρος 51.5 48.5 0

Παχύσαρκος 0 47.8 52.2

4.5. Mείωση της απόκλισης των τιμών

Για τη μείωση της απόκλισης των τιμών μεταξύ του πραγματικού ΔΜΣ με το

δηλωθέν ΔΜΣ, χρησιμοποιήθηκε η ιεραρχική ανάλυση παλινδρόμησης. Συνολικά

πραγματοποιήθηκαν δύο αναλύσεις. Η πρώτη αφορούσε στο βάρος και η δεύτερη

στο ύψος. Σε κάθε ανάλυση, στο πρώτο βήμα εισήχθηκε το δηλωθέν

ανθρωπομετρικό χαρακτηριστικό (δηλούμενο βάρος, δηλούμενο ύψος). Στο δεύτερο

βήμα εισήχθησαν οι μεταβλητές, χρόνος τελευταίας μέτρησης (βάρους ή ύψους

αντίστοιχα), υποκειμενική ακρίβεια δήλωσης (βάρους, ύψους αντίστοιχα), φύλο και

βαθμός συμμετοχής σε φυσικές δραστηριότητες.

4.5.1. Εκτίμηση του βάρους

Από τα αποτελέσματα της ανάλυσης προέκυψε ότι δηλωθέν βάρος προβλέπει

το 96.3% της μεταβλητότητας του πραγματικού βάρους, F(1, 472) = 3964, p < .001.

Από τις διορθωτικές μεταβλητές που εξετάστηκαν μόνο η φυσική δραστηριότητα

συνέβαλλε στατιστικά σημαντικά στην αύξηση της πρόβλεψης, η οποία έφθασε στο

96.4% (Fchange = 0.01, p = .031). Το μοντέλο πρόβλεψης του βάρους έχει ως εξής:

Βάροςεκτιμώμενο = 1.032 *Βάροςδηλωθέν - .022* φυσική δραστηριότητα

Page 142: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

142

Με βάση το παραπάνω μοντέλο υπολογίστηκαν οι εκτιμώμενες τιμές του βάρους των

συμμετεχόντων.

4.5.2. Εκτίμηση του ύψους

Από τα αποτελέσματα της ιεραρχικής παλινδρόμησης προέκυψε ότι το

δηλωθέν ύψος προβλέπει το 91.6% της μεταβλητότητας του πραγματικού βάρους,

F(1, 472) = 1699.9, p < .001. Η εισαγωγή των διορθωτικών μεταβλητών, αύξησε

στατιστικά σημαντικά την πρόβλεψη, η οποία έφθασε στο 92.5% (Fchange = 18.44, p <

.001). Πρέπει να σημειωθεί ότι από τις διορθωτικές μεταβλητές μόνο το φύλο ήταν

στατιστικά σημαντικό (b = .920, Beta = .894, p < .001). Το τελικό μοντέλο

πρόβλεψης του ύψους έχει ως εξής:

Ύψοςεκτιμώμενο = 15.773 + .920*Ύψοςδηλωθέν - 2.118*φύλο

Με βάση το παραπάνω μοντέλο υπολογίστηκαν οι εκτιμώμενες τιμές του

ύψους των συμμετεχόντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι μετρήσεις του ύψους είναι σε

εκατοστά, ενώ το φύλο έχει κωδικοποιηθεί ως 1 για τους μαθητές και 2 για τις

μαθήτριες.

4.6. Κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων σύμφωνα με τον εκτιμώμενο δείκτη

μάζας σώματος.

Από το εκτιμώμενο βάρος και εκτιμώμενο ύψος υπολογίστηκε ο εκτιμώμενος

δείκτης μάζας σώματος. Με βάση τον εκτιμώμενο ΔΜΣ το 70.6% (334) των

μαθητών και μαθητριών ανήκουν στην κατηγορία των φυσιολογικών. Στην

Page 143: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

143

κατηγορία των υπέρβαρων κατατάχθηκε το 21.6% (102), ενώ το 7.8% (37) στην

κατηγορία των παχύσαρκων.

Στον πίνακα 16 παρουσιάζονται τα ποσοστά σύμφωνα του δείκτη μάζας

σώματος μεταξύ των εκτιμώμενων και των μετρηθέντων ανθρωπομετρικών

χαρακτηριστικών. Για τον έλεγχο της συμφωνίας κατάταξης μεταξύ των δύο ΔΜΣ

(εκτιμώμενου και πραγματικού) χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης Kappa του Cohen. Ο

δείκτης Kappa ήταν διάφορος του μηδενός και παρουσίασε αύξηση από το .59 στο

.69 (p < .001). Τα υψηλότερα ποσοστά συμφωνίας εντοπίζονται εκ νέου στις

κατηγορίες των φυσιολογικών.

Πίνακας 16. Συμφωνία κατάταξης του πραγματικού ΔΜΣ με τον εκτιμώμενο ΔΜΣ

Σύμφωνα με τα εκτιμώμενα στοιχεία

Φυσιολογικός Υπέρβαρος Παχύσαρκος

Σύμφ

ωνα

με

τα μ

ετρη

θέντ

α

στοι

χεία

Φυσιολογικός 93.2 6.8 0

Υπέρβαρος 31.1 67.0 1.9

Παχύσαρκος 0 23.9 76.1

Σημείωση: τα ποσοστά οριζόντια αθροίζονται στο 100%

Page 144: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

144

V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Ο έλεγχος της αξιοπιστίας των αυτό-δηλούμενων τιμών βάρους και ύψους

των παιδιών και εφήβων είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα, το οποίο έχει

απασχολήσει πλήθος μελετητών διεθνώς. Τα ευρήματα των μελετών αυτών

εμφανίζουν σχετική ομοιογένεια όσον αφορά το δηλούμενο βάρος, το οποίο γενικά

υποδηλώνεται (Brener et al., 2003; Davis et al.,1994; Elgar et al., 2005; Fortenberry

1992; Giacchi et al., 1998; Goodman et al., 2000; Himes et al.,2001; Himes et al

1992; Shannon 1991; Strauss 1999; Tokmakidis et al., 2007; Tsigilis 2006), αλλά

εμφανίζουν ποικιλία για το ύψος.

Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι η προσπάθεια σύγκρισης των αποτελεσμάτων

ποικίλων ερευνών πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, μιας και η χρήση

διαφορετικών μεθοδολογικών προσεγγίσεων, οι αναφορές σε ανομοιογενείς

πληθυσμιακές ομάδες και η συλλογή των δεδομένων σε διαφορετικές χρονικές

περιόδους, μπορούν να επηρεάσουν τα τελικά δεδομένα οδηγώντας τον ερευνητή σε

αναξιόπιστα και μη ασφαλή συμπεράσματα (Valerio, Scalfi, De Martino, Franzese,

Tenore & Contaldo, 2003).

Συνεπώς τα ευρήματα δεν είναι άμεσα συγκρίσιμα αλλά βοηθούν στην

κατανόηση της γενικότερης τάσης που επικρατεί.

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει την ακρίβεια με την οποία

έφηβοι λυκειακών τάξεων δηλώνουν το ύψος και το βάρος τους και στη συνέχεια

εντοπίζοντας την επίδραση συγκεκριμένων παραγόντων στην ενδεχόμενη διαφορά

μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων τιμών, να επιχειρηθεί η μείωση αυτής, με την

ανάπτυξη διορθωτικών εξισώσεων.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα οι μαθητές/τριες του δείγματός μας, στο

σύνολό τους, είχαν την τάση να υπερεκτιμούν το ύψος τους και να υποτιμούν το

Page 145: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

145

βάρος τους. Το δηλωθέν βάρος του συνόλου των συμμετεχόντων ήταν κατά μέσο όρο

-1.43 kg μικρότερο από το πραγματικό, ενώ το δηλωθέν ύψος ήταν κατά μέσο όρο.

82 cm μεγαλύτερο από το πραγματικό. Τα ευρήματα αυτά είναι σε συμφωνία με

προηγούμενες μελέτες, που σε γενικές γραμμές αναφέρουν ότι παιδιά και οι έφηβοι

έχουν την τάση να δηλώνουν μικρότερο το βάρος και μεγαλύτερο το ύψος τους

(Brener et al., 2003; De Vrient et al., 2009; Tokmakidis et al., 2007; Giacchi et al.,

1998).

Πιο αναλυτικά, η υποεκτίμηση του βάρους έχει παρατηρηθεί σε πλήθος

ερευνών τόσο παιδιών και εφήβων (Brener et al., 2003; Himes & Faricy 2001;

Goodman et al., 2000; Strauss 1999; Giacchi et al.,1998; Himes & Story 1992;

Tienboon et al., 1992) όσο και ενηλίκων (Gorber et al., 2007; Larson, 2000; Nawaz et

al., 2001; Stewart, 1987). Η συνολική μέση διαφορά του βάρους στην παρούσα

μελέτη είναι χαμηλότερη από εκείνη που αναφέρθηκε για τους Αμερικανούς εφήβους

(Brener et al., 2003; Himes et al., 2005; Himes et al., 1992), τους Ολλανδούς (Jansen

et al., 2006) καθώς και με τις αντίστοιχες Ελληνικές έρευνες (Tokmakidis et al., 2007;

Tsigilis, 2006) στις οποίες οι διαφορές κυμάνθηκαν από -6.1kg έως -2.3kg. Αντίθετα,

μικρότερες αποκλίσεις, της τάξεως των 0.7kg έως 0.5kg παρουσιάζουν οι Ουαλοί

(Elgar et al., 2003), Αυστραλοί ( Tienboon et al., 1992) και Βέλγοι εφήβοι (De Vrient

et al., 2009). Τέλος, παρόμοιες διαφορές με αυτές της παρούσας μελέτης, μεταξύ

πραγματικού και δηλωθέντος βάρους αναφέρονται σε έρευνες εφήβων στην Ιταλία

εφήβων (Giacchi et al., 1998).

Πρέπει να τονιστεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία της υπάρχουσας

βιβλιογραφίας σχετικά με την εγκυρότητα των αυτό-δηλουμένων ανθρωπομετρικών

στοιχείων ερμήνευσε τις παρατηρούμενες διαφορές με βάση την στατιστική

σημαντικότητα. Αρκετοί όμως συγγραφείς φαίνεται να συμφωνούν ότι η ερμηνεία

Page 146: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

146

των διαφορών δεν θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στο επίπεδο στατιστικής

σημαντικότητας που προκύπτει (De Vrient et al., 2009; Tokmakidis et al., 2007;

Tsigilis, 2006; Abraham et al., 2004), αλλά να συνοδεύεται και από μία εκτίμηση για

τη σημασία των αποτελεσμάτων, δηλαδή το πόσο ουσιαστικά είναι. Υιοθετώντας την

παραπάνω άποψη και στην παρούσα έρευνα για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων,

εκτός από την στατιστική σημαντικότητα υπολογίστηκε και παρουσιάστηκε ένας

δείκτης μεγέθους επίδρασης ο δείκτης partial η2, συμφωνώντας και με προγενέστερες

μελέτες (Tsigilis, 2006).

Οι διαφορές του βάρους των Ελλήνων εφήβων σύμφωνα με το μέγεθος

επίδρασης του δείκτη partial η2 κρίνονται ως ουσιαστικές (.12) (Olejnik & Algina,

2000; Sutlive & Ulrich, 1998). Πιθανόν η όποια διαφοροποίηση των αποτελεσμάτων

προηγούμενων ερευνών να οφείλεται στο γεγονός ότι η ερμηνεία των αποτελεσμάτων

βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο στην στατιστική σημαντικότητα. Μια έρευνα

μετα-ανάλυσης στη συγκεκριμένη περιοχή θα μπορούσε να συνδυάσει τα

αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών δίνοντας μια πιο σαφή εικόνα σχετικά με την

ύπαρξη ή όχι διαφορών, μεταξύ του δηλούμενου και πραγματικού βάρους σε

έφηβους, σε συνδυασμό με το μέγεθος των διαφορών αυτών.

Ένας παράγοντας που συστηματικά εξετάζεται στην υπάρχουσα βιβλιογραφία

και φαίνεται να επιδρά στη δημιουργία διαφοράς είναι το φύλο. Η επίδραση αυτή

φαίνεται να ισχύει και στην παρούσα έρευνα. Συγκεκριμένα, τα κορίτσια

υποδήλωσαν σε μικρότερο βαθμό το βάρος τους (-1.27 kg) συγκριτικά με τα

συνομήλικα αγόρια (-1.61 kg). Το αποτέλεσμα αυτό, εάν ειδωθεί αποκλειστικά και

μόνο υπό το πρίσμα της στατιστικής σημαντικότητας, φαίνεται να είναι σε συμφωνία

με τα ευρήματα συγκεκριμένων μελετών στο διεθνή χώρο (De Vrient et al., 2009;

Jansen et al., 2006; Tienboon et al., 1992; Tsigilis, 2006). Για παράδειγμα, στη

Page 147: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

147

μελέτη των Tienboon et al. (1992) σε δείγμα 204 Αυστραλών εφήβων ηλικίας 15

ετών τα αγόρια φάνηκε να υποτιμούν περισσότερο (-0.9 kgr) το βάρος τους από τα

κορίτσια (-0.6kgr).

Εντούτοις, εάν οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων που προέκυψαν στην

παρούσα έρευνα εξεταστούν και υπό το πρίσμα του μεγέθους επίδρασης η εικόνα

αλλάζει. Έτσι, η διαφορά των κοριτσιών με βάση το δείκτη n2 (.14) θεωρείται ως

ουσιαστική, ενώ των αγοριών (.11) μετρίου μεγέθους (Olejnik & Algina, 2000;

Sutlive & Ulrich, 1998). Το αποτέλεσμα αυτό έρχεται σε συμφωνία με την έρευνα

του Tsigilis (2006), στην οποία βρέθηκε η διαφορά βάρους των κοριτσιών (partial n2

=.39) να είναι πιο ουσιαστική από αυτή των αγοριών (partial n2 =.33). Συνεπώς, τα

αποτελέσματα των ελλήνων εφήβων φαίνεται να συμβαδίζουν με την πλειονότητα

των ερευνών που αναφέρουν ότι τα κορίτσια είναι πιο πιθανό να δηλώσουν

μικρότερο βάρος από τα αγόρια (Goodman, 2000; Jacobson et al., 2001; Strauss,

1999).

Παρόμοια τάση παρουσιάζεται και στις μελέτες με δείγμα ενήλικες, όπου οι

γυναίκες φαίνεται ότι έχουν την τάση να υποδηλώνουν πιο έντονα το πραγματικό

τους βάρος από ότι οι άντρες (Niedhammer et al., 2000; Roberts, 1995; Rowland,

1990 ; Spencer, et al., 2002; Stewart, 1987; Villanueva, 2001). Έτσι ο Villanueva

(2001), σε μελέτη αντιπροσωπευτικού δείγματος 15.944 ατόμων ηλικίας από 20 έως

90 ετών στις ΗΠΑ, κατέδειξε ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στο βάρος, το οποίο

δήλωναν οι συμμετέχοντες και σ’ αυτό που πραγματικά μετρήθηκε. Παρατηρήθηκε

μια γενική υποτίμηση του βάρους κατά 1 kgr. Όμως οι άντρες υπερεκτίμησαν το

βάρος τους κατά 0.5 kg, ενώ οι γυναίκες δήλωσαν μικρότερο βάρος κατά 1.5 kg. Σε

παρόμοια αποτελέσματα κατέληξε και η έρευνα των Niedhammer et al. (2000), οι

οποίοι προσπάθησαν να διερευνήσουν τόσο τη ακρίβεια των αυτό-αναφορών ύψους

Page 148: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

148

και βάρους, όσο και την επίδραση διαφορών παραγόντων (δημογραφικών, ιατρικών,

κοινωνικό-οικονομικών), στην δημιουργία διαφοράς μεταξύ αυτών των τιμών και

εκείνων που προέρχονται από τις ακριβείς μετρήσεις. Το δείγμα αποτελούσαν 7.350

άτομα, 5.445 άνδρες και 1.905 γυναίκες ηλικίας 35-50 ετών. Το βάρος είχε

υποτιμηθεί σημαντικά για τους άνδρες (0,54 kg) αλλά σαφώς σε μεγαλύτερο βαθμό

από τις γυναίκες (0,85 kg).

Οι διαφορές μεταξύ αυτό-δηλούμενων και μετρούμενων τιμών βάρους είναι

πιθανό να αντανακλούν μια γενικότερη επιθυμία των μαθητών για χαμηλότερο βάρος.

Η εφηβεία είναι μια πολύ σημαντική περίοδος στη ζωή, που χαρακτηρίζεται από

σωματικές και ψυχολογικές εξελίξεις (De Vrient et al., 2009), όπου η αποδεκτή από

τον κοινωνικό περίγυρο εμφάνιση είναι μια από τις κυριότερες επιθυμίες.

Αναμφίβολα η αυξανόμενη έμφαση που δίνεται στην λεπτή εικόνα σώματος από τα

μέσα ενημέρωσης και την κοινωνία έχει σημαντική επίδραση στην επιθυμία για

λεπτότερο σώμα, ιδιαίτερα στα κορίτσια (Βrener et al., 2003), γεγονός που επηρεάζει

το αυτό-δηλούμενο βάρος. Ένας ενδεχόμενος λόγος όπου οι ενήλικες (Bolton-Smith

et al., 2002; Larson, 2000; Spencer et al., 2002) αλλά και οι έφηβοι(Βrener et al.,

2003; Jansen et al., 2005; Tokmakidis et al., 2007; Tsigilis, 2006) υποδηλώνουν το

βάρος τους ίσως να κρύβεται εδώ.

Επίσης παρατηρήθηκαν αποκλίσεις μεταξύ δηλούμενου και πραγματικού

ύψους στο σύνολο των συμμετεχόντων, όπου το ύψος υπερεκτιμήθηκε κατά .82 cm.

Το αποτέλεσμα αυτό έρχεται σε συμφωνία με την πλειοψηφία των διεθνών ερευνών

για εφήβους (Brener et al., 2003; Elgar et al.,2005; Himes et al., 2005; Tokmakidis et

al., 2007; Wang et al., 2002) με τις μέσες τιμές διαφοράς να κυμαίνονται από 0.43cm

έως 6.9cm. Για παράδειγμα, οι Wang et al. (2002) στην έρευνα τους με δείγμα 572

Αυστραλούς έφηβους, ηλικίας 15-19 ετών, ανέφεραν ότι αγόρια και κορίτσια

Page 149: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

149

υπερεκτίμησαν το ύψος (1.1cm). Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στους ενήλικες

(Gorber et al., 2005; Larson 2000; Nyholm et al., 2007; Roberts 1995; Stewart et al.,

1987). Ενδεικτικά αναφέρεται η εργασία των Stewart et al. (1987), όπου σε 1.598

άτομα ηλικίας 35-65 ετών από τη Νέα Ζηλανδία παρατηρήθηκε μέση υπερεκτίμηση

του ύψους κατά 1.94 cm.

Η τάση αυτή των εφήβων να υπερτιμούν το ύψος τους μπορεί ίσως να

εξηγηθεί επειδή οι περισσότεροι από αυτούς, στο σπίτι τους, δεν έχουν την ευκαιρία

να καταμετρήσουν το ύψος τους τόσο συχνά. Αυτό φάνηκε από την αύξηση των

ποσοστών για τη συχνότητα μέτρησης ύψους, προς πιο παρελθοντικούς χρόνους σε

σχέση με αυτή του βάρους. Επιπλέον ενδεχομένως να υπολογίζουν ότι ψηλώνουν το

ίδιο γρήγορα όπως στην παιδική τους ηλικία αδυνατώντας να ελέγξουν τις μεγάλες

και ταχείες φυσικές αλλαγές της εφηβείας (Fortnberry, 1992). Τέλος η τάση αυτή

μπορεί να έχει τις ρίζες της στο τι θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στο διεθνή χώρο εντοπίζονται αποτελέσματα

μελετών που αφορούν την ακρίβεια του αυτό-δηλούμενου ύψους και

διαφοροποιούνται από τα αποτελέσματα της παρούσης εργασίας (Abraham et al.,

2004; Himes et al., 2001; Jansen et al., 2006). Η διαφοροποίηση έγκειται στην

απουσία διαφορών(Himes et al., 1992) ή στην υποεκτίμηση του ύψους(Abraham et

al., 2004; Davis et al., 1994; Himes et al., 2001; Jansen et al., 2006; Strauss RS.,

1999). Έτσι σε μελέτη που χρησιμοποίησε ως δείγμα εφήβους με Αμερικανό-

Ινδιάνικη καταγωγή, ηλικίας 12-18 ετών δεν εμφανίστηκαν συστηματικά σφάλματα

στην αναφορά του ύψους (Himes et al., 1992). Ενώ στην έρευνα των Jansen et al.

(2006) οι 5525 μαθητές του δείγματος ηλικίας 12 έως 13 ετών στην περιοχή του

Ρότερνταμ υποτίμησαν το ύψος τους κατά 1.5 cm. Ενδεχόμενα η υποτίμηση του

ύψους στις παραπάνω έρευνες να οφείλεται και στην ηλικία των συμμετεχόντων

Page 150: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

150

όπως αναφέρεται και από τους ίδιους τους ερευνητές (Abraham et al., 2004; Davis et

al., 1994; Himes et al., 2001). Είναι πιθανό τα νεαρότερα άτομα να μην έχουν

επίγνωση της αύξησης του ύψους τους και γι΄αυτό να υποτιμούν το ύψος τους σε

αυτή την ηλικία. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στη μελέτη των Αbraham et al.

(2004) καθώς ενώ στο σύνολό τους οι μαθήτριες υποτίμησαν το ύψος τους με μέσο

όρο διαφοράς 0,9cm, εντούτοις μόνο οι μικρότερες ηλικιακά και σωματικά ανώριμες

μαθήτριες φάνηκε να υποτιμούν το ύψος τους ενώ αυτό είχε υπερτιμηθεί από τις

μεγαλύτερες ηλικιακά μαθήτριες (κατά 1,1cm).

Όσον αφορά την επίδραση του φύλου στην ακρίβεια της δήλωσης του ύψους,

παρατηρήθηκε ότι τα αγόρια δήλωσαν με πολύ μεγάλη ακρίβεια-ελαφρά

υποτιμώντας- το ύψος τους κατά μέσο όρο -.01cm, (μη στατιστικά σημαντική

διαφορά ) σε σχέση με τα κορίτσια που το υπερτίμησαν κατά μέσο όρο 1.52 cm. Το

αποτέλεσμα αυτό έρχεται σε συμφωνία με αποτελέσματα ερευνών από το διεθνή

χώρο (Davis et al., 1994; De Vrient et al., 2009; Tsigilis, 2006 ). Αναφορικά, στη

μελέτη των De Vrient et al. (2009),τα αγόρια δήλωσαν υποτιμώντας το ύψος τους

κατά μέσο όρο -.47cm, σε σχέση με τα κορίτσια που το υπερτίμησαν κατά μέσο όρο

.38 cm. Οι έφηβες μαθήτριες ίσως να δήλωσαν με βάση τις πεποιθήσεις για ένα

ιδανικό ύψος και έτσι να το υπερεκτίμησαν(Αbraham et al.,2004).

Ωστόσο στη διεθνή βιβλιογραφία εντοπίζονται και αποτελέσματα ερευνών τα

οποία έρχονται σε μερική(Fortenberry, 1992; Jacobson et al., 2001) ή και πλήρη

αντίθεση(Shannon et al.,1991) με αυτό της παρούσας έρευνας. Πιο συγκεκριμένα οι

Shannon et al. (1991) στην έρευνα τους αναφέρουν ότι τα κορίτσια υποτίμησαν το

ύψος τους(-0.5cm) ενώ τα αγόρια το υπερεκτίμησαν (0.5cm),ενώ οι Jacobson et al.

(2001) παρατήρησαν ότι τα κορίτσια δήλωσαν με απόλυτη ακρίβεια το ύψος τους και

τα αγόρια με ελαφρά υπερτίμηση (0.1cm).

Page 151: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

151

Ενδεχομένως η διαφωνία των αποτελεσμάτων των προηγούμενων ερευνών να

οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι το δείγμα ήταν πολύ μικρό (Jacobson et al.,2001), ή

ότι προέρχoνταν από ορισμένη κατηγορία περιοχών πχ αστικές (Fortenberry, 1992),

όσο και ότι η ερμηνεία των αποτελεσμάτων βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο στην

στατιστική σημαντικότητα. Έτσι οι διαφορές μεταξύ των αυτό-δηλούμενων και

μετρούμενων τιμών ύψους με βάση κάποιο δείκτη που θα ερμήνευε το μέγεθος των

διαφορών αυτών, ίσως έδινε μια άλλη σειρά αποτελεσμάτων. Στην παρούσα έρευνα ο

δείκτης partial η2 ,έδειξε ότι οι διαφορές των αγοριών(.01) είναι μη σημαντικές, ενώ

των κοριτσιών (.24) είχαν ιδιαίτερα σημαντικό και υψηλό μέγεθος.

Γεγονός πάντως είναι, ότι το αποτέλεσμα αυτό, δηλαδή να υπερτιμούν τα

κορίτσια τα ύψος τους περισσότερο από τα αγόρια, είτε ιδωθεί υπό το πρίσμα της

στατιστικής σημαντικότητας είτε υπό το πρίσμα του μεγέθους επίδρασης, συμφωνεί

με τα ευρήματα πολλών μελετών στο διεθνή χώρο τόσο σε έρευνες εφήβων(Brener et

al.,2003; Giacchi et al., 2003; Himes et al., 2005; Tienboon et al., 1992; Tsigilis,

2006) όσο και ενηλίκων(Bolton –Smith et al.,2000; Niedhammer et al., 2000). Για

παράδειγμα παρόμοια αποτελέσματα είχαν εμφανιστεί και στην έρευνα του Tsigilis,

2006 όπου σε δείγμα 300 μαθητών με μέσο όρο ηλικίας 15.79 ετών, τα κορίτσια

δήλωσαν ψηλότερες από ότι τα αγόρια, ενώ παράλληλα με βάση το δείκτη partial η2

οι τιμές του ύψους ήταν μικρές-μη ουσιαστικές- για τα αγόρια και σημαντικές για τα

κορίτσια όπως παρατηρήθηκε και στην παρούσα έρευνα. Η διαπίστωση ότι κυρίως τα

κορίτσια υποτιμούν το βάρος τους και υπερτιμούν το ύψος τους θα μπορούσε να

εξηγηθεί από το γεγονός ότι θέλουν να ανταποκρίνονται στις ΄΄κοινωνικές

επιθυμίες΄΄, να είναι λεπτές και ψηλές, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενη

παράγραφο, αλλά απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση για να επιβεβαιωθεί αυτή η

υπόθεση.

Page 152: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

152

Η παρούσα μελέτη έδειξε ότι η προκατάληψη για το ύψος αλλά και το βάρος

επηρεάζει την ακρίβεια της εκτιμώμενης τιμής του ΔΜΣ οδηγώντας την προς

χαμηλότερες τιμές. Συγκεκριμένα, ο ΔΜΣ υποεκτιμήθηκε κατά -.72 kg / m2 μονάδες

στο σύνολο του δείγματος. Το αποτέλεσμα αυτό έρχεται σε συμφωνία με τη

συντριπτική πλειοψηφία των διεθνών ερευνών σε εφήβους(Brener et al.,2003; Elgar

et al.,2005; Giacchi et al., 2003; Himes et al., 2005; Tienboon et al., 1992; Tsigilis,

2006). Η συνολική μέση διαφορά του ΔΜΣ στην παρούσα μελέτη είναι μεγαλύτερη

από εκείνη που αναφέρθηκε για τους Αυστραλούς εφήβους ( Tienboon et al.,

1992)και μικρότερη από αυτές των Ουαλών (Elgar et al., 2003), Αμερικανών( Brener

et al., 2003), Ιταλών (Giacchi et al., 1998) καθώς και με τους έφηβους προηγούμενων

ελληνικών ερευνών (Tokmakidis et al., 2007; Tsigilis, 2006) στις οποίες οι διαφορές

κυμάνθηκαν από -0.87kg/ m2 έως -2.7kg/ m2. Οι διαφορές του ΔΜΣ των Ελλήνων

εφήβων σύμφωνα με το μέγεθος επίδρασης του δείκτη partial η2 κρίνονται ως

ουσιαστικές (.12) (Olejnik & Algina, 2000; Sutlive & Ulrich, 1998).

Οι έρευνες σε ενήλικες στην πλειονότητά τους συμφωνούν με τα ευρήματα

της παρούσας έρευνας (Hill et al., 1998; Kuczmarski et al., 2001, Nawaz et al.,2001;

Niedhammer et al.,2000; Nyholm et al.,2007; Spencer et al. 2001). Τα μεγέθη των

διαφορών ήταν από -0.3 έως -1.14kg/ m2 που παρατηρήθηκε στη έρευνα των Nawaz

et al., (2001), με παχύσαρκες όμως συμμετέχουσες. Στο σύνολό τους τα

αποτελέσματα των άλλων έρευνων ήταν μικρότερα από αυτά των εφήβων όπως έχει

παρατηρηθεί και από άλλους μελετητές (Goodman et al., 2000; Spencer et al., 2002)

με τις γυναίκες να υποτιμούν το ΔΜΣ περισσότερο από τους άνδρες.

Αν και αποτελεί σαφώς ένα αντικειμενικά μετρήσιμο φαινόμενο, η

παχυσαρκία είναι ταυτόχρονα μια υποκειμενική, συναισθηματική εμπειρία του

σώματος καθώς και της εικόνας του σώματος (Goodman et al., 2000). Θα παρουσίαζε

Page 153: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

153

ενδιαφέρον, σε μελλοντικές έρευνες, η εξέταση της ακρίβειας των αυτό-

αναφερόμενων ανθρωπομετρικών στοιχείων από αυτή την οπτική σε συνδυασμό ίσως

με τις πεποιθήσεις των ατόμων για ένα ιδανικό σώμα και τη σωματική

δραστηριότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι η φυσική εμφάνιση είναι ένα από τα κυρίαρχα

χαρακτηριστικά της αυτό-εκτίμησης για όλη τη ζωή (Fox & Corbin, 1989) και ότι ο

παράγοντας της ελκυστικότητας του σώματος συνδέεται με τη φυσική δραστηριότητα

των ατόμων (Fox & Corbin, 1989).

Επίδραση του φύλου εντοπίστηκε και ως προς τον ΔΜΣ, με τη μεγαλύτερη

διαφορά τιμών (υποτίμηση) να παρατηρείται στα κορίτσια -.88 kg / m2 ενώ στα

αγόρια ήταν -.52 kg / m2. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν αναμενόμενο καθώς τα κορίτσια

υποτίμησαν το βάρος τους και υπερτίμησαν το ύψος τους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό

απ΄ότι τα συνομήλικα τους αγόρια και γίνεται ακόμα πιο παραστατικό με βάση το

δείκτη n2 όπου οι διαφορές θεωρούνται για τα αγόρια (n2 =.09) μέτριες, ενώ για τα

κορίτσια (n2 =.24) υψηλές. Τα αποτελέσματα αυτά, ιδίως για τις μαθήτριες έρχονται

σε πλήρη συμφωνία με αυτά του Tsigilis, (2006). Παρόμοια συμπεράσματα έχουν

αναφερθεί και από άλλους ερευνητές (Brener et al.,2003; Giacchi et al., 1998; Himes

et al., 2005; Tienboon et al., 1992). Ενδεικτικά, οι Himes et al., (2005) ανέφεραν στην

έρευνά τους ότι ο ΔΜΣ υποτιμήθηκε κατά 2.2 kg/m2 για τα αγόρια και 2.5 kg/ m2 για

τα κορίτσια.

Μόνο σε τρεις έρευνες (De Vrient et al., 2009; Goodman et al.,2000; Himes

et al., 2001 ) εμφανίζονται διαφοροποιήσεις με το παρών αποτέλεσμα. Οι Himes et

al., (2001) και οι Goodman et al.,(2000) βρήκαν ότι ο ΔΜΣ από αυτό-αναφορές

υποτιμούνταν από τα κορίτσια, το αντίθετο όμως ίσχυε- υπερεκτίμηση- για τα αγόρια.

Οι διαφοροποιήσεις ωστόσο αυτές εκτιμήθηκαν αποκλειστικά και μόνο βάση της

στατιστικής σημαντικότητας, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη και το μέγεθος της

Page 154: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

154

επίδρασης, για να είναι δυνατή μια πιο ακριβής σύγκριση. Έτσι για παράδειγμα στην

έρευνα των Himes et al. (2001) οι μέσες αναφερόμενες τιμές διαφοράς ήταν πολύ

χαμηλές ( -0.07 kg/m2 για τα κορίτσια και 0.16 kg/m2 για τα αγόρια), όπου τυχόν

εξέταση του μεγέθους των διαφορών ενδεχόμενα να μας εμφάνιζε διαφορετικά

αποτελέσματα ως προς την ουσιαστικότητα αυτών. Το μέγεθος της επίδρασης

εξετάζεται στην έρευνα των De Vrient et al. (2009), όπου παρόλο που εμφανίστηκε

και μόνο για τα κορίτσια μια στατιστικά σημαντική υποτίμηση του ΔΜΣ, εντούτοις

τα μεγέθη των διαφορών ήταν ασήμαντα (τιμές του Cohen’s d < 0.20).

Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας με προηγούμενες

μελέτες (Elgar et al., 2005; Tokmakidis et al., 2007; Tsigilis, 2006; Wang et al., 2002)

στις οποίες το φύλο δεν επηρέαζε την κατεύθυνση των διαφορών (υποεκτίμηση,

υπερεκτίμηση) των αυτό-δηλούμενων ανθρωπομετρικών στοιχείων, διαπιστώθηκε

μερική μόνο συμφωνία. Έτσι ενώ για το βάρος και το δείκτη σωματικής μάζας

υπάρχει συμφωνία, για το ύψος σημειώνεται διαφορά. Πιο συγκεκριμένα, οι Έλληνες

έφηβοι ανεξάρτητα από το φύλο τους, υποτίμησαν τόσο το βάρος όσο και το δείκτη

σωματικής μάζας. Αντίθετα οι μαθήτριες υποεκτίμησαν το ύψος τους εμφανίζοντας

στατιστικά σημαντικές αλλά και ουσιαστικές διαφορές (υπερεκτίμηση), ενώ οι

αντίστοιχες διαφορές των μαθητών ήταν ασήμαντες. Στη μελέτη των De Vrient et al.

(2009) εντοπίστηκε παρόμοιο αποτέλεσμα, με τα κορίτσια να υπερεκτιμούν

σημαντικά το ύψος τους, σε αντίθεση με τα αγόρια, όπου σημαντική υποεκτίμηση

παρατηρήθηκε, χωρίς όμως κάποια από τις πιο πάνω διαφορές να είναι ουσιαστικής

σημασίας, ενώ η έρευνα των Goodman et al. (2000), έδειξε ότι υπάρχει επίδραση του

φύλου για το βάρος και το δείκτη σωματικής μάζας αλλά όχι για το ύψος.

Συνεισφορά στις αποκλίσεις μεταξύ των αυτό-δηλούμενων και μετρούμενων

τιμών ΔΜΣ είχαν τόσο η υποεκτίμηση του βάρους όσο και η υπερεκτίμηση του

Page 155: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

155

ύψους στο σύνολο των συμμετεχόντων. Ωστόσο μια πιο ενδελεχής εξέταση η οποία

θα λάβει υπόψιν της και τις επιμέρους διαφορές θα δείξει ότι ο παράγοντας βάρος

ήταν ο πιο σημαντικός στη δημιουργία αυτών των διαφορών. Παρόμοια

αποτελέσματα έχουν αναφερθεί στη διεθνή βιβλιογραφία (Abracham et al., 2004;

Brener et al., 2003; Giacchi et al.,1998; Himes et al., 2005; Tienboon et al., 1992;

Tsigilis, 2006).

Στην μελέτη μας οι συσχετίσεις μεταξύ αυτό-δηλούμενων και μετρούμενων

τιμών βάρους, ύψους και ΔΜΣ στο γενικό σύνολο ήταν αρκετά υψηλές (r > .92).

Παρόμοιες τιμές συσχετίσεων αναφέρονται σε μελέτες των Giacchi et al.,(1998);

Goodman et al (2000); Tokmakidis et al. (2007); Tsigilis, (2006). Διάφορες μελέτες

έχουν δηλώσει υψηλές συσχετίσεις μεταξύ μετρούμενων και αυτό-δηλούμενων τιμών

βάρους και ύψους τόσο για εφήβους (Brener et al., 2003; Davis 1994; Himes et al.,

2005; Himes et al.,1992; Fortenberry, 1992; Shannon et al., 1991) όσο και για τους

ενήλικες (Osuna-Ramirez et al.,2006; Kuczmarski et al.,2001; Niedhammer,et al.,

2000). Ωστόσο, η στατιστική ανάλυση αποκάλυψε σημαντικές διαφορές μεταξύ των

αυτό-αναφερόμενων και πραγματικών μετρήσεων στις υποομάδες οι οποίες

επηρεάζουν την σωστή κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων σύμφωνα με το δείκτη

μάζας σώματος.

Παρά το γεγονός ότι η ανάλυση συσχέτισης έχει χρησιμοποιηθεί για να

ερμηνεύσει τα αποτελέσματα των ερευνών, η χρήση της έχει επανειλημμένα

επικριθεί( Himes et al., 2005; Ηauck et al., 1995; Tienboon et al., 1992). Η κύρια

αιτία αφορά το γεγονός ότι οι πηγές των συστηματικών αποκλίσεων (bias), δεν

μπορούν να εκτιμηθούν με το r του Pearson. Αυτό σημαίνει ότι ο συντελεστής

συσχέτισης δεν είναι ευαίσθητος ως προς ενδεχόμενες διαφορές (Tsigilis, 2006). H

συνθήκη αυτή εγείρει την ανάγκη να εντοπισθούν οι πηγές αυτής της προκατάληψης,

Page 156: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

156

προκειμένου να μειωθεί η διαφορά μεταξύ των αυτό-αναφερόμενων και μετρήσιμων

τιμών τόσο του βάρους αλλά και του ύψους.

Για την κατάταξη βάρους των μαθητών/τριών χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα

του IOTF (Cole, Bellizzi, Flegal, & Dietz, 2000). Με βάση τον πραγματικό ΔΜΣ το

67.7% των μαθητών και μαθητριών ανήκουν στις κατηγορίες των υπέρβαρων (

21.8%) και των παχύσαρκων(9.9%).

Τα αποτελέσματα αυτά, δείχνουν ότι οι δείκτες παχυσαρκίας είναι ιδιαιτέρως

υψηλοί, με δεδομένα παραπλήσια ή και υψηλότερα σε κάποιες περιπτώσεις με αυτά

άλλων ερευνών στον ελληνικό χώρο (Chiotis al., 2004; ΕΙΕΠ, 2005; Georgiadis et

al.,2007; Krassas, 2001; Magkos, 2005; Mamalakis, 2000; Manios, et al., 2004;

Tokmakidis et al., 2007; Tzotzas et al.,2008) αλλά και στο διεθνή (Hancox et

al.,2004; Janssen et al., 2004; Lobstein et al., 2007). Ενδεικτικά αναφέρονται τα

αποτελέσματα μερικών πιο πρόσφατων μελετών από την Ελλάδα. Έρευνα που έγινε

σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 14.456 εφήβων το 2008 (Tzotzas, Kapantais) έδειξε ότι

συνολικά το 29.4% των αγοριών και το 16.7% των κοριτσιών ήταν υπέρβαρα ενώ το

6.1% των αγοριών και το 2.7% των κοριτσιών παχύσαρκα. Οι Chiotis al., (2004) με

δείγμα 10.925 παιδιά ηλικίας 0 έως 18 ετών από την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας

αναφέρουν ότι στην ηλικιακή ομάδα 13-18 ετών, υπέρβαρα ήταν το 20.63% των

αγοριών και το 14.48% των κοριτσιών, ενώ παχύσαρκα το 9.42% των αγοριών και το

3.65% των κοριτσιών. Η Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας, (2005) μετά από

έρευνα με δείγμα 18.045 παιδιά και εφήβους, παρουσίασε τα εξής αποτελέσματα.

Στην περίοδο της εφηβικής ηλικίας (13-19 ετών), το 20.7% των αγοριών είναι

υπέρβαρα και το 8.9% παχύσαρκα. Όσον αφορά τα κορίτσια, ως υπέρβαρα

χαρακτηρίζονται το 12.5%, ενώ το 3.6% ως παχύσαρκα. Οι Georgiadis G., Nassis

G.P., (2007) σε έρευνα στην οποία συμμετείχε αντιπροσωπευτικό δείγμα 6448

Page 157: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

157

παιδιών από όλη την Ελλάδα 6-17 ετών έδειξαν ότι συνολικά το 17.3% των παιδιών

ήταν υπέρβαρα (16.9% για τα αγόρια και 17.6% για τα κορίτσια) ενώ το 3.6% ήταν

παχύσαρκα (3.8% για τα αγόρια και 3.3% για τα κορίτσια).

Σε όλες τις παραπάνω μελέτες, συμπεριλαμβανομένης και της παρούσης,

παρατηρούμε ότι, τα συνολικά ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και

εφήβων, είναι ιδιαίτερα υψηλά και κυμαίνονται από 20% έως και 30% των προς

εξέταση δειγμάτων. Το γεγονός πιστοποιεί ότι η Ελλάδα κατέχει μία από τις πρώτες

θέσεις στο χώρο της Ευρώπης, στα επίπεδα παχυσαρκίας(Lobstein and Frelut 2003;

Padez et al.,2004).

Η παιδική και εφηβική ηλικία θεωρείται ότι είναι ένας καίριος παράγοντας

που καθορίζει, όπως έχει αναφερθεί, το αν κάποιος γίνει παχύσαρκος σαν ενήλικας,

καθώς το 30% των κοριτσιών και το 10% των αγοριών που ήταν παχύσαρκα στην

παιδική ηλικία, έγιναν παχύσαρκοι ενήλικες (Guo et al., 2002). Επιπλέον, η

παχυσαρκία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για υπέρταση, στεφανιαία νόσο,

διαβήτη, ψυχολογικές διαταραχές και έχει και κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις

(Panagiotakos et al., 2004; Goodman et al., 2000). Από τα δεδομένα αυτά καθίσταται

έκδηλη και επιτακτική η ανάγκη για ανίχνευση και αξιολόγηση των δεικτών

παχυσαρκίας. Επιπλέον η υιοθέτηση παρεμβατικών προγραμμάτων κρίνεται

περισσότερο αναγκαία από ποτέ.

Για τον έλεγχο της συμφωνίας κατάταξης μεταξύ των δύο ΔΜΣ (πραγματικού και

δηλωθέντα) χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης Kappa του Cohen όπως και σε προηγούμενες

έρευνες (De Vrient et al., 2009, Brener et al., 2003). Η τιμή του (.59) χαρακτηρίζεται

ως μέτρια συμφωνία (Altman, 1991). Η τιμή αυτή είναι πιο χαμηλή(.63) αυτής των

Βέλγων εφήβων (De Vrient et al., 2009), αλλά πιο ψηλή(.48) αυτής των Αμερικανών

συνομηλίκων τους ( Brener et al., 2003). Όμως τα λάθη ταξινόμησης που

Page 158: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

158

σημειώθηκαν, οδήγησαν σε σημαντική υποτίμηση του επιπολασμού των υπέρβαρων

και παχύσαρκων. Στις κατηγορίες των υπέρβαρων και των παχύσαρκων το 51.5% και

το 47.8% θα κατατάσσονταν εσφαλμένα με βάση τις αυτό-αναφορές.

Παρόμοια ήταν επίσης τα αποτελέσματα που αναφέρθηκαν από τους Brener et

al., (2003); De Vrient et al., (2009); Elgar et al., (2005); Tokmakidis et al., (2007).

Ενδεικτικά, στη μελέτη των Tokmakidis et al., (2007) ένα ποσοστό της τάξης του

41.5% των υπέρβαρων και 57.8% των παχύσαρκων είχαν καταταγεί λάθος, γεγονός

που οδηγούσε σε υποεκτίμηση του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας κατά 3,7% και

5,8%, αντίστοιχα, για το δημοτικό σχολείο, και 8,4% και 4,4%, αντίστοιχα, για

μαθητές γυμνασίου. Ανάλογα ευρήματα παρατηρήθηκαν σε έρευνα από τους De

Vrient et al., (2009), όπου το 25% και 32% των εφήβων που πράγματι ήταν

υπέρβαροι ή παχύσαρκοι είχαν διαγνωσθεί ως κανονικού βάρους όταν

χρησιμοποιούνταν οι αυτό-αναφερόμενες τιμές τους, ενώ περίπου το ήμισυ των

εφήβων είχαν διαγνωστεί με βάρος κάτω από το πραγματικό κανονικό τους βάρος.

Η εικόνα αυτή παρουσιάζεται και στις μελέτες ενηλίκων ( Neidhammer et al.,

2000; Roberts, 1995; Shields et al., 2008; Stewart et al.,1987). Για παράδειγμα, οι

Stewart et al.,(1987) αναφέρουν ότι μετά την κατηγοριοποίηση βάρους το 30% των

υπέρβαρων και το 37% των παχύσαρκων είχαν καταταχθεί λανθασμένα με βάση τις

αυτό-δηλώσεις

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω στοιχεία η προσπάθεια δημιουργίας μίας

εξίσωσης διόρθωσης, που αποτελεί και έναν από τους σκοπούς της παρούσας

έρευνας, και η οποία αποσκοπεί να έχει θετική επίδραση στα ποσοστά ορθής

κατάταξης αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Έτσι μελλοντικές επιδημιολογικές έρευνες που

σχετίζονται με την υγεία και όπου οι πραγματικές μετρήσεις των ανθρωπομετρικών

δεικτών θα αντικαθίστανται από αυτό-αναφερόμενες τιμές για το ύψος και το βάρος,

Page 159: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

159

θα μπορέσουν κάνοντας χρήση των εξισώσεων αυτών αρχικά να βελτιώσουν την

εγκυρότητα των δηλώσεων και στη συνέχεια τα ποσοστά ορθής κατάταξης των

ατόμων στις διάφορες κατηγορίες βάρους με βάση το ΔΜΣ όπως αναφέρεται και από

τους Gorber et al. (2007).

Για τη μείωση της απόκλισης των τιμών μεταξύ του πραγματικού ΔΜΣ με το

δηλωθέν ΔΜΣ, πραγματοποιήθηκε προσπάθεια ανάπτυξης εξισώσεων με

διορθωτικούς παράγοντες. Αυτοί ήταν ο χρόνος τελευταίας μέτρησης (βάρους ή

ύψους αντίστοιχα), η υποκειμενική ακρίβεια δήλωσης (βάρους, ύψους αντίστοιχα), το

φύλο και ο βαθμός συμμετοχής σε φυσικές δραστηριότητες.

Ανεξάρτητα από το φύλο τους, οι έφηβοι της έρευνάς μας θεώρησαν ότι

δήλωσαν το βάρος και το ύψος τους με υψηλή ακρίβεια, σε ποσοστό πάνω από 50%.

Παρόμοια ποσοστά εντοπίζονται και από τους Hauck et al.,(1995), ενώ σαν πιο

συχνό χρόνο τελευταίας μέτρησης του βάρους τους ανέφεραν την προηγούμενη μέρα.

Σε αντίθεση οι Βέλγοι έφηβοι ανέφεραν ως πιο πιθανό χρόνο τελευταίας ζύγισης τον

προηγούμενο μήνα (De Vrient et al., 2009) και οι Αμερικανοί την προηγούμενη

εβδομάδα (Hauck et al., 1995). Όσον αφορά το ύψος, το μεγαλύτερο ποσοστό

δήλωσε ως χρόνο τελευταίας μέτρησης την προηγούμενη εβδομάδα, ακολουθούμενο

με παραπλήσια ποσοστά από την επιλογή προηγούμενο μήνα.

Το γεγονός αυτό υποδηλώνει το μεγάλο ενδιαφέρον που επιδεικνύουν οι

Έλληνες έφηβοι για το βάρος και το ύψος τους, ως βασικά χαρακτηριστικά της

ταυτότητάς τους, καθώς τα ποσοστά αυτών που δήλωσαν άγνοια για τα

ανθρωπομετρικά τους στοιχεία ήταν χαμηλά. Σε μελλοντικές έρευνες, όπου η

μέτρηση του ύψους και του βάρους των εφήβων δεν θα είναι εφικτή, θα μπορούσε

κανείς να δώσει την κατευθυντήρια γραμμή για τους εφήβους να μετρούνται οι ίδιοι

στο σπίτι πριν από τη συμπλήρωση της έρευνας, προκειμένου να αποκτηθούν πιο

Page 160: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

160

ακριβή αυτό-αναφερόμενα δεδομένα. Ωστόσο, η έλλειψη καλής ποιότητας

εξοπλισμού στο σπίτι θα μπορούσε επίσης να δώσει λανθασμένες ενδείξεις (

Fortenberry, 1992). Η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να διερευνήσει την επίδραση των

ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών και την επίδραση των συνθηκών μέτρησης στο

σπίτι σχετικά με την ακρίβεια των αυτό-αναφορών.

Αναφορικά με τη φυσική δραστηριότητα, βρέθηκε ότι τα αγόρια είχαν

μεγαλύτερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας σε σχέση με τα κορίτσια ενώ το

ποσοστό των ατόμων που δήλωσαν απουσία φυσικής δραστηριότητας ανέρχονταν

στο 13% (Ν = 60). Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στη διεθνή βιβλιογραφία (Craig et

al., 1997 Θεοδωράκης & Χασάνδρα , 2005). Όπως γνωρίζουμε, τα κορίτσια σε σχέση

με τα αγόρια, ωριμάζουν γρηγορότερα βιολογικά. Ενδεχομένως οι αλλαγές

σωματικά, στις οποίες υπόκεινται τα κορίτσια κατά το προεφηβικό και εφηβικό

στάδιο να τις οδηγούν στο να αποφεύγουν τη συμμετοχή στη φυσική δραστηριότητα,

κάτι που αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα μείωσης της αθλητικής απόδοσης.

Από τα αποτελέσματα της ιεραρχικής παλινδρόμησης για το βάρος προέκυψε

ότι από τις διορθωτικές μεταβλητές που εξετάστηκαν, μόνο η φυσική δραστηριότητα

συνέβαλλε στατιστικά σημαντικά στην αύξηση της πρόβλεψης για το βάρος, η οποία

έφθασε στο 96.4%. Αντίθετα στην αντίστοιχη έρευνα τωνAbraham et al., (2004) o

παράγοντας άσκηση δεν είχε επίδραση στο βάρος. Στην έρευνα των Nyholm et al.,

(2007) σε ενήλικες, βρέθηκε ότι η συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες μεταξύ

άλλων παραγόντων βελτίωνε τις προβλέψεις κατά 0,7% στους άνδρες και στις

γυναίκες χωρίς όμως να προσδιορίζεται το ακριβές ποσοστό συμμετοχής, γεγονός

που, πέρα από τη διαφορά στο δείγμα των συμμετεχόντων, εμποδίζει την άμεση

σύγκριση με τα παρόντα αποτελέσματα. Η αιτία πίσω από το γεγονός αυτό δεν είναι

ξεκάθαρη. Μια πιθανότητα είναι, τα άτομα που ασκούνται συστηματικά να είναι πιο

Page 161: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

161

συνειδητοποιημένα σε σχέση με το σώμα τους και κατ’ επέκταση να είναι σε θέση να

δηλώσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια από τα άτομα που δεν ασκούνται τα

ανθρωπομετρικά τους χαρακτηριστικά όπως αναφέρεται και από τους Abraham et al.

(2004).

Οι υπόλοιπες μεταβλητές χρόνος τελευταίας μέτρησης, υποκειμενική

ακρίβεια δήλωσης, φύλο, δε φάνηκαν να επηρεάζουν την πρόβλεψη. Το αποτέλεσμα

αυτό, συνάδει με τα ευρήματα άλλων μελετών που αφορούσαν εφήβους όπου το

φύλο δεν αποτελεί καλό προβλεπτικό παράγοντα για το βάρος. Στην έρευνα των De

Vriendt et al., (2009), βρέθηκε ότι ούτε ο παράγοντας φύλο, ούτε το επίπεδο

εκπαίδευσης παρά μόνο ο χρόνος τελευταίας μέτρησης είχε επίδραση στη διαφορά

μεταξύ των πραγματικών και αυτό-δηλούμενων τιμών βάρους των εφήβων. Έτσι όσοι

ζυγίζονταν κατά το παρελθόν έτος υπολόγιζαν το βάρος τους με μεγαλύτερη ακρίβεια

από ό, τι εκείνοι που δεν ζυγίζονταν. Πράγματι είναι λογικό κάποιος να υποθέσει ότι

όσο πιο μικρό είναι αυτό το χρονικό διάστημα τόσο μεγαλύτερη αναμένεται να είναι

η ακρίβεια με την οποία το άτομο θα μπορεί να αναφέρει τα ανθρωπομετρικά του

στοιχεία. Παρόλα αυτά όμως παρόμοιο αποτέλεσμα δεν προέκυψε στην παρούσα

έρευνα.

Για το ύψος η εισαγωγή των διορθωτικών μεταβλητών, αύξησε στατιστικά

σημαντικά την πρόβλεψη, κατά ~1%. Πρέπει να σημειωθεί ότι από τις διορθωτικές

μεταβλητές μόνο το φύλο ήταν στατιστικά σημαντικό. Επίσης σημαντική

συνεισφορά στη διαφορά μεταξύ αυτό-αναφερόμενων και μετρήσιμων τιμών ύψους

και ΔΜΣ παρατηρήθηκε για το φύλο και στην έρευνα των De Vriendt et al., 2009.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τελικός σκοπός της διόρθωσης θα πρέπει να είναι η

αύξηση του ποσοστού σωστής ταξινόμησης στις κατηγορίες βάρους. Από τη

βιβλιογραφική ανασκόπηση όμως προέκυψε ότι ελάχιστες έρευνες προέβησαν στην

Page 162: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

162

αξιολόγηση της διορθωτικής εξίσωσης που προτείνουν (Giacci, et al., 1998; Jansen et

al., 2006; Nyholm et al., 2007). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι σαφής τόσο ο

συνολικός βαθμός βελτίωσης της κατάταξης, όσο και η βελτίωση για κάθε μία

κατηγορία ξεχωριστά. Η απουσία αυτής της πληροφορίας δυσχεραίνει την

αξιολόγηση της προτεινόμενης εξίσωσης διόρθωσης. Συνεπώς κάθε προσπάθεια

δημιουργίας μίας εξίσωσης διόρθωσης θα πρέπει να συνοδεύεται και από την

επίδραση που έχει αυτή στα ποσοστά ορθής κατάταξης.

Έτσι από το εκτιμώμενο βάρος και εκτιμώμενο ύψος υπολογίστηκε ο

εκτιμώμενος δείκτης μάζας σώματος. Για τον έλεγχο της συμφωνίας κατάταξης

μεταξύ των δύο ΔΜΣ (εκτιμώμενου και πραγματικού) χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης

Kappa του Cohen. Ο δείκτης Kappa παρουσίασε αύξηση από το .59 στο .69 δηλαδή

από «μέτρια» συμφωνία, σε «καλή» συμφωνία (Altman, 1991). Το αποτέλεσμα αυτό

αποδεικνύει τη σημαντικότητα και τη σωστή κατεύθυνση στην οποία κινήθηκε το

παρόν εγχείρημα, γεγονός το οποίο γίνεται πιο φανερό καθώς μετά τη διόρθωση

αυξήθηκε το ποσοστό των έφηβων που σωστά καταταχθήκαν ως υπέρβαροι (από

48.5% με βάση τις αυτό-αναφορές ΔΜΣ σε 67% με βάση τον εκτιμώμενο ΔΜΣ) ενώ

το ποσοστό των παχύσαρκων που είχαν καταταχθεί λανθασμένα μειώθηκε στο μισό

(από 47.8% σε 23.9%).

Στα αποτελέσματα της μελέτης των Giacchi et al. (1998) όπου ο αντίστοιχος

παράγοντας διόρθωσης ήταν ο λόγος μετρούμενων προς αυτό-δηλούμενων τιμών,

αναφέρεται ότι ο αριθμός των μαθητών που πριν την διόρθωση είχαν καταταχθεί ως

υπέρβαροι σχεδόν διπλασιάστηκε μετά από τη διόρθωση (από 1,6% σε 3,1% στα

κορίτσια και από 4,4% σε 7,9% τα αγόρια), ενώ το ποσοστό των παχύσαρκων

διπλασιάσθηκε στα κορίτσια (από 0,3% σε 0.6%) και στα αγόρια (από 0,5% σε

0,9%). Σε άλλη έρευνα οι Jansen et al. (2006) προχώρησαν στη δημιουργία δύο

Page 163: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

163

διορθωτικών εξισώσεων, όπου στη πρώτη εισήγαγαν σαν παράγοντες διόρθωσης την

εθνικότητα και το επίπεδο εκπαίδευσης, ενώ στη δεύτερη προσθέσανε και τον

παράγοντα που αφορούσε την εικόνα σώματος. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα

ποσοστά των υπέρβαρων και μαθητών αυξάνονταν από 18% σε 19.2% και 22.8%

αντίστοιχα μετά την χρήση των εξισώσεων αυτών, δίνοντας έτσι μια πιο ακριβή

εικόνα για την επικράτηση του υπέρβαρου στους Ολλανδούς εφήβους.

Ωστόσο παρά τις εμφανιζόμενες συμφωνίες στα ποσοστά διόρθωσης με τις

παραπάνω έρευνες, η άμεση σύγκριση δεν είναι εφικτή, διότι άλλα cut-off κριτήρια

για τις κατηγορίες ΔΜΣ-τέθηκαν σε εφαρμογή. Πιο συγκεκριμένα στην έρευνα των

Giacchi et al. (1998) η κατηγοριοποίηση των ατόμων γίνεται με βάση την κατάταξη

L.A.R.N.-1996 (που ισχύει κατά τεκμήριο για τους ενήλικες,), ενώ στην αντίστοιχη

έρευνα των Jansen et al. (2006) αν και χρησιμοποιείται η κατάταξη του IOTF

εντούτοις οι ερευνητές παρουσιάζουν ομαδοποιημένα τα αποτελέσματα (σε μια αντί

για δύο κατηγορίες) που αφορούν τους υπέρβαρους και τους παχύσαρκους μη

επιτρέποντας κατά αυτό τον τρόπο μια άμεση σύγκριση. Επιπλέον σε καμία από τις

παραπάνω έρευνες δεν γίνεται χρήση κάποιου οργάνου –δείκτη για τον έλεγχο της

συμφωνίας κατάταξης μεταξύ των δύο ΔΜΣ (εκτιμώμενου και πραγματικού).

Ένας επιπλέον παράγοντας ο οποίος καθιστά δύσκολη την εκτίμηση της

αποτελεσματικότητας των διορθωτικών εξισώσεων (Giacchi et al., 1998 ; Jansen et

al., 2006) είναι ότι για την ανάπτυξη των διορθωτικών εξισώσεων χρησιμοποιείται

ένα μικρό δείγμα του συνολικού αριθμού συμμετεχόντων. Στη συνέχεια οι

διορθωτικές εξισώσεις εφαρμόζονται σε όλο το δείγμα, στο οποίο όμως δεν έχουν

πραγματοποιηθεί μετρήσεις για την εκτίμηση του πραγματικού ΔΜΣ. Είναι

προφανές ότι χωρίς τα δεδομένα των πραγματικών ανθρωπομετρικών στοιχείων δεν

μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα για το βαθμό διόρθωσης των δηλούμενων

Page 164: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

164

τιμών. Tέλος οι διαφοροποιήσεις των δειγμάτων τόσο ως προς το μέγεθος, τις ηλικίες

των συμμετεχόντων αλλά και την εθνικότητα αυτών αποτελούν επιβαρυντικούς

παράγοντες για να φανεί ποια ήταν η καλύτερη προσέγγιση.

Ανεξάρτητα από το πιο πάνω συμπέρασμα, η συγκεκριμένη έρευνα αποτελεί

την πρώτη θετική προσπάθεια διόρθωσης κατάταξης στον ελληνικό χώρο, σε επίπεδο

εφήβων Λυκείου, που αφορά τα αυτό-δηλούμενα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά.

Γίνεται προσπάθεια αφενός να εκτιμηθεί η ακρίβεια, αφετέρου να ερευνηθούν

κάποιοι από τους παράγοντες που δημιουργούν τη διαφορά μεταξύ των δηλούμενων

και των μετρήσιμων τιμών βάρους και ύψους και τέλος επιχειρείται η μείωση αυτής,

με την ανάπτυξη διορθωτικών εξισώσεων, οδηγώντας κατ΄επέκταση στη βελτίωση

κατάταξης των συμμετεχόντων βάση του ΔΜΣ.

Το γεγονός αυτό, της ορθότερης κατάταξης, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Σκοπός

των ερευνών που σχετίζονται με θέματα υγείας, όπως αυτό του επιπολασμού της

παχυσαρκίας στα παιδιά και τους εφήβους, και χρησιμοποιούν αυτό-αναφερόμενα

δεδομένα, είναι να βελτιώσουν τα ποσοστά ορθής κατάταξης των ατόμων στις

διάφορες κατηγορίες βάρους με βάση το ΔΜΣ. Ιδιαίτερα δε των ατόμων που ανήκουν

στις κατηγορίες των υπέρβαρων και παχύσαρκων, καθώς στις κατηγορίες αυτές

εντοπίζονται κατά κύριο λόγο οι επιπτώσεις της παχυσαρκίας.

Παρά τους περιορισμούς της έρευνας, τα υψηλά ποσοστά επικράτησης των

υπέρβαρων και παχυσαρκίας που παρατηρήθηκαν στο δείγμα μας, προσφέρουν

κάποια εικόνα για τον αυξανόμενο επιπολασμό της παχυσαρκίας στους εφήβους,

γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για συνεχή και ακριβή παρακολούθηση της

παχυσαρκία της νεολαίας.

Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ αυτό-

αναφερόμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών δεδομένων στους Έλληνες

Page 165: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

165

εφήβους, που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ακρίβεια της κατάταξης και οδηγούν

σε εσφαλμένα ποσοστά εκτίμησης του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας. Είναι

ανάγκη να εντοπισθούν οι πηγές αυτής της προκατάληψης, προκειμένου να μειωθεί η

διαφορά μεταξύ του αυτό-αναφερόμενων δεδομένων και μετρήσιμων δεδομένων και

στη συνέχεια χρησιμοποιώντας κατάλληλα μοντέλα να εφαρμοστούν για την

ελαχιστοποίηση της μεροληψίας( Tokmakidis et al., 2007; Tsigilis, 2006).

VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης δείχνουν μια γενικότερη

υποεκτίμηση του βάρους, η οποία ήταν πιο ουσιαστική στα κορίτσια. Το ύψος

ωστόσο, ενώ στα αγόρια δηλώθηκε με πολύ μεγάλη ακρίβεια, στα κορίτσια

παρουσίασε σημαντική απόκλιση. Οι διαφορές μεταξύ των αυτό-δηλούμενων και

μετρούμενων τιμών ΔΜΣ οφείλονταν περισσότερο στην λανθασμένη εκτίμηση του

βάρους και λιγότερο του ύψους.

Ωστόσο, η χρήση των αυτό-αναφερόμενων ανθρωπομετρικών τιμών για τον

προσδιορισμό της κατηγορίας του ΔΜΣ, μπορεί να οδηγήσει σε υποεκτίμηση του

υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας. Οι αποκλίσεις αυτές ,στους Έλληνες

εφήβους του συγκεκριμένου δείγματος, είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην ακρίβεια

της κατάταξης βάρους.

Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι τα αυτό-αναφερόμενα στοιχεία που

προέρχονται από τους εφήβους μπορεί να μην είναι το ίδιο έγκυρα όπως τα δεδομένα

που προκύπτουν από τις πραγματικές μετρήσεις. Έτσι θέτεται υπό αμφισβήτηση η

χρήση των αυτό-αναφορών σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες ως οθόνη για το

υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία, ιδιαίτερα για μελλοντικές ευρείας κλίμακας

επιδημιολογικές έρευνες και παρεμβάσεις.

Page 166: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

166

Για την ελαχιστοποίηση των διαφορών αυτών επιχειρήθηκε η ανάπτυξη

διορθωτικών εξισώσεων, η οποία αύξησε στατιστικά σημαντικά την πρόβλεψη,

επιτυγχάνοντας στη συνέχεια ορθότερη κατάταξη των ατόμων στις διάφορες

κατηγορίες βάρους με βάση το ΔΜΣ, ιδιαίτερα δε των ατόμων που ανήκουν στις

κατηγορίες των υπέρβαρων και παχύσαρκων.

Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι οι μεταβλητές φύλο και φυσική δραστηριότητα,

επηρεάζουν την ακρίβεια δήλωσης και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της

ικανότητας πρόβλεψης των πραγματικών τιμών, σε βαθμό σημαντικό. Δηλαδή αν

χρησιμοποιούνταν οι αυτό-αναφερόμενες τιμές το 51.5% των υπέρβαρων και το

47.8% των παχύσαρκων του συνολικού πληθυσμού, θα έπρεπε να χαθεί για μία

παρέμβαση. Μετά τη διόρθωση αυξήθηκε το ποσοστό των έφηβων που σωστά

καταταχθήκαν ως υπέρβαροι κατά 20% και των παχύσαρκων κατά 50%, ενδεικτικά

μιας προσπάθειας με ουσιαστική σημασία για την κλινική ή τη δημόσια υγεία. Το

αποτέλεσμα αυτό προσδίδει μεγαλύτερη ακρίβεια και αξιοπιστία στη χρήση των

αυτό-δηλούμενων τιμών σε μελέτες.

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η αξιοπιστία αυτή της χρήσης των αυτό-

δηλούμενων δεδομένων δεν είναι δυνατό να γενικευθεί αλλά θα πρέπει να εκτιμάται

πάντα σε σχέση με τους στόχους της εκάστοτε έρευνας. Συγκεκριμένα τα αυτό-

αναφερόμενα δεδομένα δεν συστήνονται για χρήση σε μελέτες όπου είναι επιτακτική

η ανάγκη λήψης άμεσων ανθρωπομετρικών δεδομένων ή όταν η μελέτη έχει ως

σκοπό την μακροχρόνια καταγραφή της ανάπτυξης ενός παιδιού.

Ο έλεγχος όμως της ακρίβειας των αυτό-αναφερόμενων δεδομένων με

εντοπισμό των παραγόντων πρόκλησης διαφοράς και στη συνέχεια με την ανάπτυξη

διορθωτικών εξισώσεων, μπορεί να βελτιώσει τις έρευνες υγείας για τα προβλήματα

του υπέρβαρου της νεολαίας.

Page 167: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

167

VII. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΈΡΕΥΝΕΣ

Θα ήταν ενδιαφέρον να γίνουν επιπλέον έρευνες, για την ακρίβεια των αυτό-

δηλούμενων ανθρωπομετρικών στοιχείων και των παραμέτρων της άσκησης, με

έμφαση στις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων, των διαφορετικών επιπέδων μόρφωσης

των συμμετεχόντων ή/και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση καθόσον τα

δημογραφικά χαρακτηριστικά, δεν έχουν μελετηθεί ιδιαίτερα στον ελλαδικό χώρο. Οι

έρευνες αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν ένα ευρύτερο φάσμα ηλικίας, σε

μεγαλύτερο δείγμα του πληθυσμού, και να διερευνήσουν παράγοντες και μέσα

πρόβλεψης της ανακρίβειας, ώστε να κατανοηθούν οι τάσεις στις προκαταλήψεις των

αυτό-αναφερόμενων ανθρωπομετρικών δεικτών.

Η μελλοντική έρευνα θα μπορούσε ακόμα να εστιασθεί στην επίδραση

κάποιας κατευθυντήριας γραμμής για κατ’ οίκον μετρήσεις, από τους ίδιους του

συμμετέχοντες, πριν την διεξαγωγή της έρευνας, καθώς και την επίδραση των

συνθηκών μέτρησης στο σπίτι στην ακρίβεια των αυτό-αναφορών.

Ένα δυνητικά κρίσιμο στοιχείο, το οποίο δεν έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον

της έρευνας, είναι η κοινωνική σκοπιμότητα και ιδίως οι κοινωνικές νόρμες για την

λεπτότητα. Παρόλο που η κοινωνική σκοπιμότητα έχει αναφερθεί ως ένας

σημαντικός παράγοντας για την κατανόηση των διαφορών ανάμεσα στα δηλωθέντα

και τα πραγματικά στοιχεία για τη νεολαία(Strauss R.S., 1999; Wang et al., 2002;

Brener et al., 2003) δεν υπάρχει τέτοια μελέτη που να έχει διενεργηθεί εκτός αυτής

του Larson, (2000), σε ένα μικρό δείγμα των ενηλίκων. Μελλοντικές μελέτες θα

πρέπει να αντιμετωπίσουν τα ανωτέρω θέματα.

Page 168: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

168

VIII. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Abraham, S., Luscombe, G., Boyd. C. & Olesen I. (2004). Predictors of the accuracy

of self-reported height and weight in adolescent female school students.

International Journal of Eating Disorders, 36, 76-82

Afzal, M.N., Naveed, M. (2004). Childhood obesity and Pakistan. Journal of College

of Physicians and Surgeons Pakistan Mar, 14 (3), 189-92. Review.

Altman, D.G. (1991). Practical Statistics for Medical Research; Chapman & Hall:

London, UK, pp. 403-409.

Andersen, R., Crespo, C., Bartlett, S., Cheskin, L., & Pratt, M. (1998). Relationship of

physical activity and television watching with body weight and level of fatness

among children: results from the Third National Health and Nutrition

Examination Survey." JAMA, 279(12), 938-942.

Armstrong, J., & Reilly, J. J. (2002). Child Information Team. Breastfeeding and

lowering the risk of childhood obesity. Lancet, 359, 2003-2004

Barlow, S. E., Dietz W. H. (1998).Obesity evaluation and treatment: expert

committee recommendations. The Maternal and Child Health Bureau, Health

Resources and Services Administration and the Department of Health and

Human Services. Pediatrics, 102(3), E29

Bellizzi, M. C. & Dietz, W. H. (1999). Workshop on childhood obesity: summary of

the discussion. American Journal of Clinical Nutrition, 70 (1), 173-175

Bolton-Smith, C., Woodward, M., Tunstall-Pedoe, H., Morrison, C. (2000). Accuracy

of the estimated prevalence of obesity from self reported height and weight in an

adult Scottish population. Journal of Epidemiology & Community Health, 54,

143-148

Page 169: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

169

Bouziotas, C., Koutedakis, Y., Shiner, R., Pananakakis, Y., Fotopoulou, V., Gara, S.

(2001). The prevalence of selectes modifiable coronary heart disease risk factors

in 12-year Greek boys and girls. Pediatric Exercise Science, 13, 173-184.

Brener, N. D., McManus, J., Galuska, D., Lowry, R., Wechler, H. (2003). Reliability

and validity of self-reported height and weight among high school students.

Journal of Adolescent Health, 32, 281-287

Caballero, B., Popkin, B. M. (2002). The Nutrition Transition: Diet and disease in the

developing world. London: Academic Press; 1-7

Canning, P., Courage, M., & Frizzell, L. (2004). Prevalence of overweight and

obesity in a provincial population of Canadian preschool children. Journal of

Canadian Medical Association, 171, 101-107

Caroli, M., Argentieri, L., Cardone, M., Mase, A. (2004). Role of television in

childhood obesity prevention. International Journal of obesity, 28, 104-108.

CDC. Overweight and Obesity: Obesity trends: Maps/DNPA/CDC, www.cdc.gov

CDC. (2004). Declining prevalence of no known major risk factors for heart disease

and stroke among adults – United States, 1991–2001. Morbidity and Mortality

Weekly Report ( MWR ), 53(1), 4-7. 2004 Jan 16

CDC, National Center for Chronic Disease Prevention and Health Promotion. (2000).

Chronic Disease Notes and Reports, Special focus: Nutrition and Physical

Activity, Volume 13, Number 1, winter 2000.

CDC. (2004). (EPIC. Physical Activity and Good Nutrition: Essential Elements to

Prevent Chronic Disease and Obesity / www.cdc.gov/nccdphp/dnpa.)

CDC. (2005). Physical Activity and Good Nutrition: Essential Elements to Prevent

Chronic Disease and Obesity. / www.cdc.gov/nccdphp/dnpa.

Page 170: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

170

CDC. (2005a). The burden of obesity in the United States: A problem of massive

proportions, Volume 17, Number 2.

CDC. (2005b). Target besity and bring down the big three: cancer, cardiovascular

disease, and diabetes, Volume 17, Number 2.

CDC. Behavioral risk factor surveillance system online prevalence data, 1995-2003.

Available at http://www.cdc.gov/BRFSS/technical_infodata/surveydata/2002.htm.

CDC. (2003). National Diabetes Fact Sheet: General information and national

estimates on diabetes in the United States.

Center on an Aging Society. (2002). Challenges for the 21st

Century: Chronic and

disabling conditions, childhood obesity, Number 2, March 2002.

Charney, E. (1998). Childhood obesity: the measurable and the meaningful. Journal

of Pediatrics, 132,193-195.

Chiotis, D., Krikos, X., Tsiftis, G., Hatzisymeaon, M., Maniati- Christidi, M., Dacou-

Voutetaki, A. (2004). Body mass index and prevalence of obesity in subjects of

Hellenic origin aged 0-18 years, living in the Athens area. Ann Clin Pediatr

Univ Atheniensis, 51 (2), 139-154.

Clément, K. (2006). Genetics of human obesity. C. R. Biologies, 329, 608-622

Cole, T., Bellizzi, M., Flegal, K., Dietz, W. (2000). Establishing a standard definition

for child overweight and obesity worldwide: international survey. British

Medical Journal, 320, 1-6.

Craig, C. L., Russell, S. J., Cameron, B. A., & Beaulieu, A. (1997). Foundation for

joint action. Reducing Inactivity Report, Canadian Fitness and Lifestyle.

Research Institute.

Page 171: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

171

Daniels, S., Khoury, P., Morrison, J. (1997). The utility of body mass index as a

measure of body fatness in children and adolescents: differences by race and

gender. Pediatrics, 99, 804-807.

Davis, H., Gergen, P. J. (1994). The weight and height of Mexican-American

adolescents: The accuracy of self-reports. American Journal of Pubic l Health,

84, 459-462

Davison, K. K., Birch, L. L. (2001). Childhood overweight: a contextual model and

recommendations for future research. Obesity Reviews, 2: 159-171.

DeLany, J. P., Bray, G. A., Harsha, D. W., & Volaufova, J. (2002): Energy

expenditure

in preadolescent African American and white boys and girls: the Baton Rouge

Children’s Study. American Journal of Clinical Nutrition 75: 705-713.

De Vriendt, T., Huybrechts, I., Ottevaere, C., Van Trimpont, I., and De Henauw,

S.(2009). Validity of self-Reported weight and height of adolescents, its impact

on classification into BMI-categories and the association with weighing

behaviour. International Journal of Environmental Research and Public Health,

6, 2696-2711

Diamond, F. B. (1998). Newer aspects of the pathology, evaluation and management

of obesity in childhood. Current Opinion in Pediatrics, 10, 422-427

Dietz, W. H. (1997) Periods of risk in childhood for the development of adult obesity-

What do we need to learn? Journal of Nutrition, 127, 1884S-1886S

Dietz, W. H. (1997). Predicting obesity in young adulthood from childhood and

parental obesity. New England Journal of Medicine, 337, 869-873.

Dietz, W. H. (1998). Childhood weight affects adult morbidity and mortality. Journal

of Nutrition, 128, 411S- 414S.

Page 172: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

172

Dietz, W. H. (1998). Health consequences of obesity in youth: childhood predictors of

adult disease. Pediatrics, 101, 518-525

Dietz, W. H, Bellizzi M. C.(1999). Introduction: the use of body mass index to asses

obesity in children. American Journal of Clinical Nutrition, 70(suppl),123S-5S

Dietz, W. H., Bellizzi, M. C.(1999). Assessment of childhood and adolescent obesity.

American Journal of Clinical Nutrition, Suppl 70, 117-175.

Dietz W. H. (2000). Adiposity rebound: reality or epiphenomenon? The Lancet, 356,

2027-2028.

Dietz, W. H. (2001).The obesity epidemic in young children, British Medical Journal

(BMJ), 322, 313-314.

Dietz, W. H., & Robinson, T. N. (1998). Use of the body mass index (BMI) as a

measure of overweight in children and adolescents. Journal of Pediatrics, 132,

(2), 191-193.

Dowda, M., Ainsworth, B. E., Addy, C. L., Saunders, R., Riner, W. (2001).

Environmental influences, physical activity and weight status in 8 to 16 year

olds. Archives of Pediatrics and Adolescents Medicine, 155, 711-717.

Durazo-Arvizu, R. A., McGee, D. L., Cooper, R. S., Liao, Y., & Luke, A. (1998).

Mortality and optimal body mass index in a sample of the US population.

American Journal of Epidemiology, 147, 739-49

Deurenberg, P., Yap, M., & van Staveren, W. A. (1998). Body mass index and

percent body fat: a meta analysis among different ethnic groups. International

Journal of Obesity, 22, 1164-1171

Deurenberg, P., Yap, M., Chew, S.K., & Deurenberg, P.(2002). Elevated body fat

percentage and cardiovascular risks at low body mass index levels among

Singapore Chinese, Malays and Indians. Obesity Reviews, 3(3), 209-15

Page 173: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

173

Deurenberg, P., Deurenberg-Yap, M., & Gurrice, S. (2002). Asians are different from

Caucasians and from each other in their body mass index/ body fat percent

relationship. Obesity Reviews 3(3), 141-146.

Eckel, H. R. (2005). Obesity. American Heart Association Inc. Circulation, 111,

e257-e259.

Ellis, K. J. (2001). Selected body composition methods can be used in field studies.

Journal of Nutrition, 131, 1589S-1595S

Elgar, F. J., Roberts, C., Moore, L., Tudor-Smith, C. (2005). Sedentary behavior,

physical activity and weight problems in adolescents in Wales. Public Health,

119, 518-524.

Erickson, S. J., Robinson, T. N., Haydel, K. F., Killen, J. D. (2000). Are overweight

children unhappy? Archives of Pediatrics & Adolescent Medicine, 154, 931-935

(A11)

Eto, C., Komiya, S., Nakao, T,. and Kikkawa, K. (2004). Validity of the body mass

index and fat mass index as an indicator of obesity in children aged 3-5 year.

Journal of Physiological Anthropology and Applied Human Science, 23 (1), 25-

30.

Flegal, K. M., Carroll, M. D., Kuczmarski, R. J., Johnson, C. L. (1998). Overweight

and obesity in the United States: prevalence and trends, 1960-1994.

International Journal of Obesity, 22, 39-47

Flegal, K. M., Carroll, M. D., Ogden, C. L., Flegal, Carroll, & Johnson, C. L. (2002).

Prevalence and trends of obesity among US adults, 1999-2000. Jama, 288(14),

1728-32

Fortenberry, J. D. (1992). Reliability of adolescents’ reports of height and weight.

Journal of Adolescent Health, 13,114-117

Page 174: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

174

Fox, K. R. & Corbin, C. B. (1989). The physical self-perception profile: development

and preliminary validation. Journal of Sport & Exercise Psychology, 11(4), 408-

430.

Franklin, M. F.1999. Comparison of weight and height relatios in boys from 4

countries. . American Journal of Clinical Nutrition, 70 (suppl), 157S- 162S

Freedman, D. S. and Sherry, B. (2009). The Validity of BMI as an Indicator of Body

Fatness and Risk among Children Pediatrics, 124, S23-S34

Freedman, D., Wang, J., Mayard, L.M., Thorton, J. C., Mei, Z., Dietz, W., Pierson,

R., & Horlick, M. (2004). Height and adiposity among children. Obesity

Research, 12, 846- 853.

French, S. A., Story, M., Perry, C. L. (1995). Self – esteem and obesity in children

and adolescents: a literature review. Obesity Research, 3, 479-490.

Frye, C., Heinrich, J. (2003).Trends and predictors of overweight and adiposity in

East German children. International Journal of Obesity, 27, 963- 969.

Garrow, J. S., Webster, J. (1985). Quetelet's Index (W/H^2) as a measure of fatness.

International Journal of Obesity, 9, 147-153.

Georgiadis, Nassis. (2007). Prevalence of overweight and obesity in a national

representative sample of Greece children and adolescents. European Journal of

Clinical Nutririon, 61(9), 1072-4.

Giacchi, M., Mattei, R., Rossi, S. (1998). Correction of the self-reported BMI in a

large teenage population. International Journal of Obesity, 22,673-677

Godin, G., & Shephard, R. J., (1985). A simple method to assess exercise behavior in

the community. Canadian Journal of Applied Sport Sciences, 10, 141-146.

Goodman, E., Hinden, R.B., & Khandelwal, S.. (2000). Accuracy of teen and parental

reports of obesity and body mass index. Pediatrics, 106, 52-58

Page 175: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

175

Gorber, S., Connor, T., M., Moher, D., & Gorber, B. (2007). A comparison of direct

vs. self-report measures for assessing height, weight and body mass index: a

systematic review. Obesity reviews, 8, 307–326

Gordmaker, S. L., Must, A., Perrien, .J. M., Sobol, A. M , Dietz, W. (1993). Social

and economic consequences of overweight in adolescence and young

aduldhood. The New England Journal of Medicine, 329, 1008-1012.

Gordon-Larsen, P., McMurray, R.G., Popkin, B.M. (1999). Adolescent physical

activity and inactivity vary by ethnicity; The National Longitudinal Study of

Adolescent Health. Journal of Pediatrics, 135(3), 301-306.

Groholt, E. K., Stigum, H., Nordhagen, R. (2008). Overweight and obesity among

adolescents in Norway: cultural and socio-economic differences. Journal of

Public Health, Sep, 30 (3), 258-65

Guo, S. S., Chumlea, W. S. (1999).Tracking of body mass index in children in

relation to overweight in adulthood. American Journal of Clinical Nutrition,

70(suppl), 145s-148s.

Guo, S. S., Wu, W., Chumlea, W. C., Roche, A. F. (2002). Predicting overweight and

obesity in adulthood from body mass index values in childhood and

adolescence. American Journal of Clinical Nutrition, 76(3), 653-658 (A22)

Hagger, M., Chatzisarantis, N., Biddle, S. (2001). The influence of self-efficacy and

past behavior on the physical activity intentions of young people. Journal of

Sport Sciences, 19, 711-725.

Hancox, R. J., Milne, B. J., Poulton, R. (2004). Association between child and

adolescent, television viewing and adult health: a longitudinal birth cohort

study, Lancet 364, 257-262

Page 176: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

176

Hassapidou, M., Fotiadou, E., Maglara, E., & Papadopoulou, S. (2006). Energy

intake, diet composition, energy expenditure and body fatness of adolescents in

northern Greece. Obesity, 14, 855–862

Ηauck, R. F., White, L., Guichan, C., Woolf, N., & Strauss, K. (1995). Inaccuracy of

self reported weights and heights among American Indian adolescents. Annals of

epidemiology, 5,386-392

Hill, A., & Roberts, J. (1998). Body mass index: a comparison between self-reported

and measured height and weight. Journal of public health medicine, vol.20,

No.2, pp 206-210

Himes, H. J. (2009).Challenges of accurately measuring and using BMI and other

indicators of obesity in children Pediatrics, 124, S3-S22

Himes, H. J., Hannan, P., Wall, M., Neumark-Sztainer, N. (2005). Factors associated

with errors in self-report of stature, weight, and body mass index in Minnesota

adolescents. Annals of epidemiology, vol 15, number 4, 272-278.

Himes, H. J. & Faricy, A. (2001). Validity and reliability of self-reported stature and

weight of US adolescents. American J of Human Biology, 13,255-260

Himes, H. J., & Story, M. (1992). Validity of self-reported stature and weight and of

American Indian Youth. Journal of adolescents’ health, 13, 118-120

IOTF. (2002). Obesity in Europe: The Case for Action

www.iotf.org/media/euobesity.pdf.

IOTF. (2005). Obesity in Europe- 3 http://www.iotf.org/media/euobesity3.pdf

IOTF. (2006). Childhood Obesity. www.iotf.org. (πρόσβαση Μάιος 2006)

Janssen, I., Katzmarzyk, P., Boyce, N., Vereecken, C., Mulvihill, C., Roberts, C.

Currie K., Picket M., (2005). Comparison of overweight and obesity prevalence

Page 177: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

177

in school aged youth from 34 countries and their relationships with physical

activity and dietary patterns. Obesity Review, 6, 123-132

Jansen, W., van de Looij-Jansen, P. M., Ferreira, I., de Wilde, E. J., Brug, J. (2006),

Differences in Measured and Self-Reported Height and Weight in Dutch

Adolescents, Annals of Nutrition & Metabolism, 50,339-346

Jacobson, H. B., & DeBock, H. D. (2001).Comparison of body mass index by selg-

reported versus measured height and weight. Perceptual and Motor Skills,

92,128-132

Kafatos, A., Mamalakis, G. (1993). Policies and Programmes in nutrition and physical

fitness in Greece. In: Simopoulos A., editor. World Review of nutrition and

dietetics: nutrition and fitness in health and disease and in growth and

development. Basel: Karger, 206-217.

Kaur, H., Hyder M. L., Poston, W. S. (2003). Childhood overweight: an expanding

problem. Treat Endocrinal, 2(6):375-88.

Karayiannis, D., Yannakoulia, M., Terzidou, M., Sidossis, L., Kokkevi, A. (2003).

Prevalence of overweight and obesity in Greek school aged children and

adolescents. European Journal of Clinical Nutririon, 57, 1189-1192.

Kohl, H. W., Hobbs, K. E. (1998). Development of physical activity behaviors among

children and adolescents. Pediatrics, 101 (suppl):549-554.

Kosti, R., Panagiotakos, D., Tountas, Y., Mihas, C., Alevizos, A., Mariolis, T.,

Papathanassiou, M., Zampelas, A., & Mariolis, A. (2008). Parental Body Mass

Index in association with the prevalence of overweight/obesity among

adolescents in Greece; dietary and lifestyle habits in the context of the family

environment: The Vyronas study. Appetite,Volume 51, Issue 1, Pages 218-222

Page 178: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

178

Kourides, Y., Tornaritis, M., Kourides, C., Savva, S., Hadjigeorgiou, H., Siamounki,

M. (2000). Obesity in children aged 11 to 12 y in Cyprus. Significant increase

during the last 8 y. Pediatriki 63,137-144.

Krassas, G. E., Tzotzas, T., Tsametis, C., & Konstantinidis, T. (2001). Prevalence αnd

trends in overweight and obesity among children and adolescents in

Thessaloniki, Greece. Journal of Pediatric Endocrinology & Metabolism, Suppl

5, 1319-26; Discussion 1365.

Kriska, A. M., & Caspersen, C. J. (1997). A collection of physical activity

questionnaires for health related research. Medicine and Science in Sport and

Exercise, 29, 36-38.

Kuczmarski, F. M., Kuczmarski, J. R., Najjar, M. (2001). Effects of age on validity of

self-reported height, weight, and body mass index: Findings from the third

National Health and Nutrition Examination Survey, 1998-1994. Journal of the

American Dietetic Association, vol 101, number 1, 28-34

Kuskowska-Wolk, A., Karlsson, P., Stol,t M., Rossner, S. (1989). The predictive

validity of bodymass indexbased on self-reported weight and height.

International Journal of Obesity, 13, 441-453.

Larson, R. M. (2000).Social desirability and self-reported weight and heigh.

International Journal of Obesity, volume 24, number 5,663-665

Lawlor, D. A., Bedford, C., Taylor, M., Ebrahim, S. (2002). Agreement between

measured and self-reported weight in older women. Results from the British

Women’s Heart and Health Study. Age and Ageing, 31, 169-174.

Lee, S. J. & Arslanian, S. A. (2007). Cardiorespiratory fitness and abdominal

adiposity in youth. European Journal of Clinical Nutririon, 61,561-565.

Page 179: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

179

Leibel, R. L., Rosenbaum, M., Hirsch, J. (1995).Changes in energy expenditure

resulting from altered body weight. New England Journal of Medicine, 332,

621-628.

Levine, M. D., Ringham, R. M., Kalarchian, M. A., Wisniewski, L., Marcus, M. D.

(2001). Is family-based behavioral weight appropriate for severe pedriatic

obesity? International Journal of Eating Disorders, 30, 318- 328.

Levine, J., Lanningham-Foster, L., McCrady, S., Krizan, A., Olson, L., Kane, P.,

Jensen, M., Clark M. (2005). Interindividual variation in posture allocation:

Possible role in human obesity. Science, Vol. 307. no. 5709, pp. 584 – 586

Levitsky, D. A., & Youn, T. (2004). The more food young adults are served, the more

they overeat. The Journal of Nutrition 134(10): 2546-2549.

Linsay, R. S., Hanson, R. L., Roumain, J., Ravussin, E., Kuonter, W. C. (2001). Body

mass index as a measure of adiposity in children and adolescents : Relationship

to adiposity by Dual Energy X Ray Absorbsiometry and to cardiovascular risk

factors. Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 86(9), 4061-4067

Lissau, I., Overpeck, M.D., Ruan, W.J., Due, P., Holstein, B.E., & Hediger, M.L.

(2004). Health behaviour in school-aged children obesity working group. Body

mass index and overweight in adolescents in 13 European countries, Israel, and

the United States. Archives of Pediatric & Adolescent Medicine, 158 (1), 27-33

(Youth Risk Behavior Serveillance System).

Lobstein, T., Baur, L., & Uauy, R.; IASO International Obesity Task Force. (2004).

Obesity in children and young people: Α crisis in public health. Obesity Review,

5 (Suppl 1), S4-104

Lobstein, T., & Frelut, M. L. (2003). Prevalence of overweight among children in

Europe. Obesity Review, 4(4), 195-20.

Page 180: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

180

Lobstein, T., Jackson-Leach, R. (2007). Child overweight and obesity in the USA:

prevalence rates according to IOTF definitions. Pediatrics, 2(1), 62-4.

Lowe, M.R. (2003). Self-regulation of energy intake in the prevention and treatment

of obesity: Is it feasible? Obesity Research, 11, 44s- 59s.

Maffeis, C., Pietrobelli, A., Grezzani, A., Provera, S., Tato, L. (2001). Waist

circumference and cardiovascular risk factors in prepubertal children. Obesity

Research, 9,179-187

Maffeis, C. (2000). Aetiology of overweight and obesity in children and adolescents.

European Journal of Pediatrics, 159, [suppl 1] S34-S35.

Magkos, F., Manios, Y., Christakis, G., & KafatosA.G. (2005). Secular trends in

cardiovascular risk factors among school-aged boys from Crete, Greece, 1982–

2002. European Journal of Clinical Nutrition, 59 (1), 1-7.

Malik, V. S., Schulze, M. B., Hu, F. B. (2006). Intake of sugar-sweetened beverages

and weight gain: a systematic review. American Journal of Clinical Nutrition,

84, 274-88.

Malina, R. & Katzmarzyk, T. (1999). Validity of the body mass index as an indicator

of the risk and presence of overweight in adolescents. American Journal of

Clinical Nutrition 70 (suppl), 131S-136S.

Malina, R. & Bouchard C. 1991. Growth, maturation and physical activity. In:

Champaing, IL, Human Kinetics.

Mamalakis, G., Kafatos, A., Manios, Y., Anagnostopoulou, T., Apostolaki, I. (2000).

Obesity indices in a cohort of primary school children in Crete: a six year

prospective study. International Journal of Obesity, 24, 765-771.

Page 181: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

181

Martin, J., Kulinna, P. (2004). Self-efficacy theory and the theory of planned

behavior: Teaching physically active physical education classes. Research

Quarterly for Exercise and Sport, 75, 288-297.

Manios, Y., Yiannakouris, N., Papoutsakis, C., Moschonis, G., Magkos, F., Skenderi,

K., et al. (2004). Behavioral and physiological indices related to BMI in a cohort

of primary schoolchildren in Greece. American Journal of Human Biology,16

(6), 639-647.

Manios, Y. Magkos, F., Christakis, G., Kafatos, A.(2005). Changing relationships of

obesity and dyslipidemia in Greek children: 1982-2002. Preventive Medicine,

41,846-851

Manson, J. E., Willett, W. C., Stampfer, M. J., Colditz, G. A., Hunter, D. J.,

Hankinson, S. E., Hennekens, C. H., Speizer, F. E.(1995). Body weight and

mortality among women. The New England Journal of Medicine, 333(11), 677-

85.

McArdle, W., Katch, F., Katch, V. (1999). Φυσιολογία της άσκησης, Τόμος ΙΙ, 2η εκδ.

Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδης, σελ. 704-707.

Min-hau, C., Allen, P. (2002). The relationship between attitude toward physical

education and leisure time exercise in high school students. Physical Educator,

59, 126-139.

Mοta, J., Santos, P., Guerra, S., Ribeiro, J., & Duarte, J.(2000). Differences of daily

physical activity levels of children according to body mass index. Pediatric

Exercise Science, 14, 442-452.

Must, A., Dallal, G. E., Dietz, W. H. (1991). Reference data for obesity: 85th and 95th

percentiles of body mass index (wt/ht2) and triceps skinfold thickness. American

Journal of Clinical Nutrition, 53, 839-846

Page 182: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

182

Must, A. (1996). Morbidity and Mortality associated with elevated body weight in

children and adolescents. American Journal of Clinical Nutrition, 63, 445S-

447S (A35)

Must, A., Spandano, J., Coakley, E. H., Field, A. E., Colditz, G., Dietz, W. H. (1999).

The disease burden associated with overweight and obesity. JAMA, 282, 1523-

1529

Mutch, D. M., Clément, K., (2006). Unraveling the Genetics of Human Obesity. Plos

Genetics (review). Dec 29; 2(12): e188

National Institutes of Health, National Heart, and Blood Institutes. (1998). Clinical

Guidelines on the Identification, Evaluation, and Treatment of Overweight and

Obesity in Adults. June 1998

National Task Force on the Prevention and Treatment of Obesity. (2000). Overweight,

obesity, and health risk. Archives of Internal Medicine, 160, 898-904.

Nawaz, H., Chan, W., Abdulrahman, M., Larson, D. (2001) .Self-reported weight and

height: Implications for obesity research. American Journal of Preventive

Medicine, 20,295-298

Nguyen, V. T., Larson, D. E., Johnson, R. K., Goran, M. I.(1996). Fat intake and

adiposity in children of lean and obese parents. . American Journal of Clinical

Nutrition, 63, 507-513.

NIH. (1998). – clinical guidelines on the identification, evaluation and overweight and

obesity in adults- the evidence report. American Journal of Clinical Nutrition,

68, 899–917.

Niedhammer, Ι., Bugel, Ι., Bonenfant, S., Goldberg, M. & Leclerc, A. (2000). Validity

of self-reported weight and height in the French GAZEL cohort. International

Journal of Obesity, 24, 1111-1118

Page 183: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

183

Nyholm, M., Gullberg, B., Merlo, J., Lundqvist-Persson, C., Råstam, L., and

Lindblad, U. (2007). The validity of obesity based on self-reported weight and

height: implications for population studies. Obesity, 15, 197–208.

Ogden, C. L., Flegal, K. M., Carroll, M. L., Johnson, C. L. (2002). Prevalence and

trends in overweight among US children and adolescents, 1999- 2000. Journal

of the American Dietetic Association, 288, 1728- 1732.

Olejnik, S., Algina, J. (2000). Measures of effect size for comparative studies:

application, interpretations, and limitations. Contemporary Educational

Psychology, 25, 241–86.

Osuna-Ramirez, I., Hernadez-Prado, B., Campuzano, J. C. (2006). Salmeron J. Body

mass index and body image perception in a Mexican adult population: the

accuracy of self-reporting. Salud Pública de México, 48(2), 94-103

Padez, C., Fernandes, T., Mourao, I., Moreira, P., Rosado, V. (2004). Prevalence of

overweight and obesity in 7-9-year-old Portuguese children: Trends in body

mass index from 1970-2002. American Journal of Human Biology, 16, 670-

678.

Page, M. R., Lee, Ching-Mei, Miao, Nae-Fang. (2004). Assessing prevalence of

overweight and obesity trough self-reports of height and weight by high school

students in Taipei, Taiwan. Journal of School Health, 74(10), 401-407).

Pan American Health Organization. (2002). ``Globesity: The crisis of Growing.

Perspective in Health Magazine, Vol. 7, No 3

Panagiotakos, D. B, Pitsavos, C., Chrysopoulou, C., Skoumas, J., Stefanidis, C., et al.

(2004). Epidemiology of overweight and obesity in a Greek adult population:

the ATTICA study. Obesity Research, 12, 1914-19

Page 184: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

184

Pebbling, C. B., Pawlak, D. B., Ludwig, D. S. (2002). Childhood obesity: public

health crisis, common sense. Lancet, 360, 473-482.

Pietiläinen, K., Kaprio, J., Borg, P., Plasqui, G., Yki-Järvinen, H., Kujala, U., Rose,

R., Westerterp, K., & Rissanen, A.(2008). Physical inactivity and obesity: A

vicious circle. Obesity, 16, 409–414.

Pietrobelli, A., Faith, M. S., Allison, D. B., Gallagher, D., Chiumello, G., Heymsfield

S. B. (1998). Body mass index as a measure of adiposity among children and

adolescents: A validation study. Journal of Pediatrics, 132, 204-210.

Popkin, B. M. (1994). The nutrition transition in low-income countries: an emerging

crisis. Nutrition Reviews, 52(9), 285-298

Ravussin, E., Swinburn, B.A. (1992). Pathophysiology of obesity. Lancet, 340, 404-8

Roberts, R. J. (1995). Can self-reported data accurately describe the prevalence of

overweight? Public Health, 109(4), 275-284

Rossouw, K., Senecal, M., & Stander, I. (2000). The accuracy of self-reported weight

by overweight and obese women in an oytpatient setting. Public Health

Nutrition, 4(1), 19-26

Rowland, M. L. (1990). Self-reported weight and height. American Journal of

Clinical Nutrition, 52, 1125-33

Sable, A., Weyer, C., Harper, I., Lindsay, R., Ravussin, E., & Tataranni, A. (2002).

Assessing risk factors for obesity between childhood and adolencence: II.

Energy Metabolism and Physical Activity. Pediatrics, 110, 307-314.

Savva, S. C., Kourides, Y., Tornaritis, M., Epiohaniou- Savva, M., Chadjigeorgiou,

C., & Kafatos, A. (2002). Obesity in children and adolescents in Cyprus.

Prevalence and predisposing factors. International Journal of Obesity and

Related Metabolic Disorders, 26, 1036- 1045.

Page 185: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

185

Savva, S. C., Kourides, Y., Tornarides, M., Epiphaniou-Savva, M., Tafouna, P.,

Kafatos, A. (2001). Reference growth curves for Cypriot children 6 to 17 Years

of Age. Obesity Research, 9, 754-762

Seidell, J., Verschuren, W. M., van Leer, E., Daan, Kromhout, D. (1996).Overweight,

underweight, and mortality.A prospective study of 48287 men and women

Archieves of Internal Medicine,156(9),958-963.

Shannon, B., Smiciklas-Wright, H., Wang, M. Q. (1991). Inaccuracies in self-reported

weights and heights of a sample of sixth-grade childen. Journal of the American

Dietetic Association, 91, 675-678

Shapiro, R. J., & Anderson, A. D. (2003). The Effects of Restraint, Gender, and Body

Mass Index on the Accuracy of Self-Reported Weight. International Journal of

Eating Disorders, Volume 34 Issue 1, Pages 177 - 180

Shields, M., Gorber, S. C., Tremblay, M. S. (2008). Estimates of obesity based on

self-report versus direct measures. Health Reports, volume19 (2), 61-76

Spencer, Α. E., Appleby, N. P., Davey K. G., & Key, J. T. (2001). Validity of self-

reported height and weight in 4808EPIC–Oxford participants. Public Health

Nutrition, 5(4), 561–565.

Stewart, A. W., Jackson, R. T., Ford, M. A., Beaglehole, R. (1987). Underestimation

of relative weight by use of self-reported height and weight. American Journal

of Epidemiology, 25 (1), 122-126

Strauss, R. S. (1999). Comparison of measured and self reported weight and height in

across sectional sample of young adolescents. International Journal of Obesity

and Related Metabolic Disorders, 23, 904-908

Strauss, R. S. (2000). Childhood obesity and self-esteem. Pediatrics, 105(1), 15-25

Page 186: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

186

Strock, G. A., Cottrell, E. R., Abang, A. E., Buschbacher, R. M., Hannon, T. S.

(2005)." Childhood obesity: a simple equation withcomplex variables." Journal

of long-term effects of medical implants, 15(10), 15-32.

Stunkard, J. A., & Albaum, M. J.(1981). The accuracy of self-reported weights.The

American Journal of Clinical Nutrition, 34, August, pp.1593-1599.

Steering Committee of the WHO Western Pacific Region, IASO & IOTF. The Asia-

Pacific perspective: redefining obesity and its treatment. Australia, 2000

Sutlive, V. H., Ulrich, D. A. (1998). Interpreting statistical significance and

meaningfulness in adapted physical activity. Adapted physical activity quarterly

journal articles, 15, 103–18.

Theodorakis, Y., Natsis, P., Papaioannou, A., & Goudas, M. (2002). Correlation

between exercise and other health related behaviors in Greek Students.

International Journal of Physical Education, XXXIX, 30-34.

Tienboon, P., Wahlqvist, M., & Rutishauser, I. H. (1992). Self –reported weight and

height in adolescents and their parents.Journal of the adolescents health, 13,

528-532

Togashi, K., Masuda, H., Rankinen, T., Tanaka, S., Bouchard, C., & Kamiya, H.

(2002). A 12-year follow-up study of treated obese children in Japan.

International Journal of Obesity and Related Metabolic Disorders, 26 (6), 770-

777.

Tokmakidis, S.P.; Christodoulos, A.D.; Mantzouranis, N.I. (2007).Validity of self-

reported anthropometric values used to assess body mass index and estimate

obesity in Greek school children. Journal of Adolescent Health, 40, 305-310.

Page 187: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

187

Tsigilis, N. (2006). Can secondary school students’ self-reported measures of height

and weight be trusted? An effect size approach. European Journal of Public

Health, 16 (5), 532-535.

Τremblay, M. S., & Wilms, D. (2000). Secular trends in the body mass index of

Canadian children.Canadian Medical Association Journal, 163, (11), 1429-

1433.

Troiano, R. P, Flegal, K. M. (1998). Overweight children and adolescents:

Description, epidemiology and demographics. Pediatrics, 101, 497-504.

Trost, S.G., Kerr, L.M., Ward, D.S., & Pate, R.R. (2001). Physical activity and

determinants of physical activity in obese and non- obese children. International

Journal of Obesity, 25, 822-829.

Tzotzas, T., Kapantais, E., Tziomalos, K., Ioannidis, I., Mortoglou, A., Bakatselos, S.,

Kaklamanou, M., Lanaras, L., Kaklamanos, I. (2008). Epidimiological survey

for the prevelence of overweight and abdominal obesity in Greek adolescents.

Obesity (Silver Spring), Jul; 16(7), 1718-22.

U.S. Department of Health and Human Serviceς. (2004). Think tank on enhancing

obesity research at the National heart, lung and blood institute.

U.S. Department of Health and Human Services. (2001). The Surgeon General's Call

to Action to Prevent and Decrease Overweight and Obesity. Available from:

U.S. GPO, Washington.

http://www.surgeongeneral.gov/topics/obesity/calltoaction/CalltoAction.pdf

Valerio, G., Scalfi, L., De Martino, G, Franzese, Α., Tenore Α., & Contaldo, F.(2003).

Comparison between different methods to asses the prevalence of obesity in a

sample of Italian children. Journal of Pediatric Endocrinology & Metabolism,

16(2), 211-216.

Page 188: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

188

Villanueva, V. E. (2001). The validity of self-reported weight in US adults: a

population based cross-sectional study. BMC Public Health, 1, 11

von Kries, R., Koletzko, B., Sauerwald, T., von Mutius, E., Barnert, D., Grunert, V.,

von Voss, H.(1999). Breast feeding and obesity: cross sectional study. British

Medical Journals (BMJ), 319, 147-150.

Wake, M., Hesketh, K., & Waters, E. (2003). Television, computer use and body

mass index in Australian primary school children. Journal of Pediatrics and

Child Health, 38, 130-134

Wang, Y. (2004). Diet, physical activity, childhood obesity and risk of cardiovascular

disease. International Congress Series, 1262, 176-179

Wang, Y., Ge, K., Popkin, B. M. (2000). Tracking of body mass index from

childhood to adolescent: a 6-y follow-up study in China. American Journal of

Clinical Nutrition, 72, 1018- 1024.

Wang, Y. & Lobstein, T. (2006). Worldwide trends in childhood overweight and

obesity. International Journal of Pediatric Obesity, 1, 11-25

Wang, Z., Patterson, M. C., Hills, A. (2002). A comparison of self-reported and

measured height, weight and BMI in Australian adolescents. Australian and

New Zealand journal of publik health, vol.26 no.5,473-478

White, A. M., Masheb, M. R., Burke-Martindale, C., Rothschild, B., & Grilo, M. C. (

2007). Accuracy of self-reported weight among bariatric surgery cantdidates:

the influense of race and weight cycling. Obesity, 15, 2761-2768.

Whitaker, R. C, Pepe, M., Dietz, W. H. (1998). Early adiposity rebound and the risk

of adult obesity. Pediatrics, 101(3):

http://www.pediatrics.org/cgi/content/full/101/3/e5

Page 189: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

189

Whitaker, R. C., Wright, J. A, Pepe, M. S., Seidel, K. D., Dietz, W. H. (1997).

Predicting obesity in young adulthood from childhood and parental obesity. The

New England Journal of Medicine, 337, 869-873.

Wing, R. R., Epstein, L. H., Ossip, D. J., et al. (1979). Reliability and validity of self-

report and observer’s estimates of relative weight. Addictive Behaviors, 4,133-

40

WHO. (1995).Expert Committee 1995. Physical status: the use and interpretation of

anthropometry. Report of a WHO Expert Committee. World Health

Organization; Technical Report Series; 854: 1- 452.

World Health Organization. (1997). Obesity: preventing and managing the global

epidemic: report of a World Health Organization Consultation. Presented at the

World Health Organization. Geneva. Switzerland, June 3-5, 1997

WHO. (1997). Obesity epidemic puts millions at risk from related diseases. Press

release of WHO, 12 June 1997, Geneva, http://www.who.ch/)

WHO. (1998). Report of a WHO consultation on obesity. Preventing and managing

the global epidemic. Geneva: World Health Organization.

World Health Organization.(2000). Consultation on Obesity. Obesity: Preventing and

Managing the Global Epidemic. Geneva, Switzerland: World Health

Organization; WHO Technical Report Series 894.

WHO. (2002). The world health report 2002: reducing risks, promoting healthy life.

WHO. (2003). Health and development through physical activity and sport. Retrieved

April 15, 2003 from World Wide Web: htpp:/www.who.int/hpr/

phusactiv/docs/healthanddevelopment

WHO. (2003a).Global Strategy on Diet, Physical Activity and Health, Obesity and

Overweight.

Page 190: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

190

WHO. (2003b). Global Strategy on Diet, Physical Activity and Health: Physical

Actvity.

WHO, expert consultation. (2004). Appropriate body mass index for Asian

populations and its implication for policy and intervention strategies. Lancet,

363, 157-163.

WHO. (2007). Branca, F., Nikogolia, H., Lobstein, T. The challenge of obesity in the

WHO European Region and the strategies for response. Current prevalence and

trends of overweight and obesity.

Yannakoulia, M., Karayiannis, D., Terzidou, M., Kokkevi, A. & Sidossis, L. S.

(2004). Nutritionrelated habits of Greek adolescents. European Journal of

Clinical Nutrition, 58, 580-586.

Zimmermann, M. B, Hess, S. Y. & Hurell, R. F.( 2000). A national study of the

prevalenceof overweight and obesity in 6-12y-old Swiss children: body mass

index, bodyweight perceptions and goals. European Journal of Clinical

Nutrition, 54, 568- 572.

Δακου-Βουτετάκη, Αικ., Ματσανιώτης, Ν. Η πρόληψη των νοσημάτων φθοράς και

παιδίατρος. Δελτίο Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών,

Συμπληρωματικό Τεύχος, 1979.

Ελληνική Ιατρική Εταιρία Παχυσαρκίας( ΕΙΕΠ).(2003). 1η Πανελλήνια

Επιδημιολογική Μελέτη για την ανεύρεση του επιπολασμού της παχυσαρκίας

των παιδιών και εφήβων στην ελληνική επικράτεια, Συνέντευξη τύπου 4

Δεκεμβρίου 2003, www.hmao.gr

Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας (2005). Ανακτήθηκε την 10-1-2007 από την

ιστοσελίδα: www.hmao.gr, http://www.eiep.gr/pages/home.htm).

Ελληνική Ακαδημία Φυσικής Αγωγής: www.hape.gr, (Ανακτήθηκε 3/3/06 από

Page 191: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

191

http://www.hape.gr/main/ebooks.asp)

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κρατών.(2007). Ευρωπαϊκή στρατηγική για θέματα

υγείας που έχουν σχέση με τη Διατροφή, το Υπερβολικό Βάρος και την

Παχυσαρκία. Βρυξέλλες, 30-05-2007; COM( 2007) 279 τελικό.

Θεοδωράκης, I. & Χασάνδρα, M. ( 2005).Κάπνισμα και Άσκηση, Μέρος 2ο:

Διαφορές μεταξύ Ασκουμένων και μη Ασκουμένων Αναζητήσεις στη Φυσική

Αγωγή & τον Αθλητισμό, τόμος 3 (3), 239 - 248 Δημοσιεύτηκε: 23 Δεκεμβρίου

2005

Ματάλα, Α.Δ., Χουλιάρας, Α. (2005). Η διατροφή στον 21ο αιώνα. Γεωγραφίες της

αφθονίας και της στέρησης. Εκδόσεις Παπαζήση,19-20.

Μπεμπέτσος, Ε., Ρόκκα, Σ., & Κούλη, Ο. (2005). Αυτοαποτελεσματικότητα

μαθητών/τριων δημοτικού σχολείου ως προς τις διατροφικές τους συνήθειες.

Άθληση και Κοινωνία, 40, 38-45)

Παπαϊωάννου, Α., Θεοδωράκης, I., Γούδας, Μ. (2003). Για μια καλύτερη διδασκαλία

φυσικής αγωγής, Εκδόσεις Salto.

Τζέτζης, Γ., Κακαμούκας, Β., Γούδας, Μ. & Τσορμπατζούδης, Χ. (2005). Σύγκριση

της φυσικής δραστηριότητας και της σωματικής αυτοαντίληψης παχύσαρκων

και μη παχύσαρκων παιδιών. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον Αθλητισμό

τόμος 3 (1), 29 – 39 Δημοσιεύτηκε: 31 Μαρτίου 2005

Τοκμακίδης, Σ., Μπογδάνης, Γ., Συντώσης, Λ., Μούγιος, Β., & Mamen, Α. (2000).

Άσκηση και παχυσαρκία. Άθληση και Κοινωνία, 32, 5-21

Χριστόδουλος, A., Δούδα, Ε., & Τοκμακίδης, Σ.(2007). Εγκυρότητα των αυτό-

αναφερόμενων ανθρωπομετρικών δεικτών ως μεθόδου εκτίμησης της

παχυσαρκίας σε παιδιά του Δημοτικού. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή & τον

Αθλητισμό τόμος 5 (2), 207 – 214 Δημοσιεύτηκε: 30 Σεπτεμβρίου 2007

Page 192: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

192

Χριστόδουλος, Α., Κάμτσιος, Σ., Πέγιος, Χ. (2003).Κινητική ανάπτυξη και παχυσαρκία

σε παιδιά του δημοτικού σχολείου. Πρακτικά 4ου Συνεδρίου Ελληνικής Εταιρείας

Αθλητικής Επιστήμης. –

Χριστόδουλος, Α., Κάμτσιος, Σ., Πολυκράτης, Μ. (2005). Σύγκριση επιδόσεων 8 χρονων

αγοριών και κοριτσιών σε επιλεγμένες παραμέτρους της φυσικής κατάστασης.

Πρακτικά του 13ου Διεθνούς Συνεδρίου Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού.

IX. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΑΝΩΝΥΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

Αγαπητέ μαθητή /μαθήτρια, • Αφιέρωσε 5 λεπτά για μια έρευνα. • Πριν προχωρήσεις στις απαντήσεις διάβασε καλά τις ερωτήσεις. • Το μόνο που θέλω είναι να είσαι ειλικρινής στις απόψεις σου.

Δεν υπάρχουν σωστές ή λάθος απαντήσεις Φύλο: Αγόρι ………. Κορίτσι………. Ημερομηνία γέννησης……./……./……. Ημερομηνία συμπλήρωσης ερωτηματολογίου……./……./……. Σχολείο……………………. Τάξη……….... Σε παρακαλώ συμπλήρωσε τις παρακάτω ερωτήσεις με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια

I. Πόσο είναι το βάρος σου; …………κιλά ……….γραμμάρια

II. Με πόση ακρίβεια πιστεύεις ότι δήλωσες το βάρος σου; Μικρή ακρίβεια 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 Μεγάλη ακρίβεια

III. Πότε μέτρησες το βάρος σου τελευταία φορά;

Α) Δεν γνωρίζω Ε) το προηγούμενα τρίμηνο Β) χθες Ζ) το προηγούμενο εξάμηνο

Γ) τη προηγούμενη εβδομάδα Η) τον προηγούμενο χρόνο Δ) τον προηγούμενο μήνα

IV. Ποιο είναι το ύψος σου; …………εκατοστά

V. Με πόση ακρίβεια πιστεύεις ότι δήλωσες το ύψος σου;

Μικρή ακρίβεια 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 Μεγάλη ακρίβεια

VI. Πότε μέτρησες το ύψος σου τελευταία φορά; Α) Δεν γνωρίζω Ε) το προηγούμενα τρίμηνο Β) χθες Ζ) το προηγούμενο εξάμηνο Γ) τη προηγούμενη εβδομάδα Η) τον προηγούμενο χρόνο Δ) τον προηγούμενο μήνα

Page 193: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

193

VII. Εξετάζοντας ένα διάστημα επτά ημερών (της τελευταίας εβδομάδας), πόσες φορές συμμετείχατε στις ακόλουθες δραστηριότητες για περισσότερο από 15 λεπτά, στον ελεύθερο χρόνο σας;

• Έντονη άσκηση: (Η καρδιά χτυπά γρήγορα) πόσες φορές την εβδομάδα………. • Μέτρια άσκηση: (Όχι εξαντλητική) πόσες φορές την εβδομάδα………. • Ήπια άσκηση: (Ελάχιστη προσπάθεια) πόσες φορές την εβδομάδα……….

Έντονη άσκηση: (η καρδιά χτυπά γρήγορα) – π.χ. τρέξιμο, τζόκινγκ μεγάλης απόστασης, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, έντονο κολύμπι, έντονη ποδηλασία μεγάλης απόστασης. Μέτρια άσκηση: (Όχι εξαντλητική) – π.χ. γρήγορο περπάτημα, τένις, χαλαρή ποδηλασία, βόλεϊ, χαλαρή κολύμβηση, λαϊκούς και παραδοσιακούς χορούς. Ήπια άσκηση: (Ελάχιστη προσπάθεια)-π.χ. Γιόγκα, τοξοβολία, ψάρεμα, μπόουλινγκ, γκολφ, χαλαρό περπάτημα.

VIII. Εξετάζοντας ένα διάστημα επτά ημερών (της τελευταίας εβδομάδας), στον ελεύθερο

χρόνο σας, πόσο συχνά συμμετείχατε σε δραστηριότητες τόσο όσο για να ιδρώσετε ή να νοιώσετε την καρδιά σας να χτυπά γρήγορα ;

• Συχνά • Μερικές φορές • Ποτέ ή σπάνια

Σ΄ ευχαριστώ πολύ για την συμμετοχή σου

Page 194: ikee.lib.auth.grikee.lib.auth.gr/record/123000/files/mitos.pdf · 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ

194