97
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΜΕΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Κατεύθυνση: Ιστορία της Φιλοσοφίας Γιώργος Κοτζιούλας: Δοκίμια πολεμικής κατά της νεωτερικής ποίησης Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Ιωάννας Παζαρλόγλου Επιβλέπων: Δημήτρης Κόκορης, Αναπληρωτής Καθηγητής Α.Π.Θ. Οκτώβριος 2 0 1 8

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ...ikee.lib.auth.gr/record/302594/files/GRI-2019-23504.pdf2 1. Ζʙή και έργο ʐοʑ Γιʚργοʑ

  • Upload
    others

  • View
    1

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

  • ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

    ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

    ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ

    ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΜΕΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

    Κατεύθυνση: Ιστορία της Φιλοσοφίας

    Γιώργος Κοτζιούλας:

    Δοκίμια πολεμικής κατά της νεωτερικής ποίησης

    Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία

    Ιωάννας Παζαρλόγλου

    Επιβλέπων: Δημήτρης Κόκορης, Αναπληρωτής Καθηγητής Α.Π.Θ.

    Οκτώβριος 2 0 1 8

  • 1

    Περιεχόμενα

    1. Ζωή και έργο του Γιώργου Κοτζιούλα ............................................................... 2

    2. Ιστορική ένταξη δοκιμίων ................................................................................ 11

    3. Παρουσίαση δοκιμίων ..................................................................................... 27

    I. Συγχρονισμένη ποίηση .................................................................................... 27

    II. Πού τραβάει η ποίηση ; .................................................................................... 30

    III. Η Σχολή του Καρυωτάκη και ο κύκλος των ομογενών ................................... 34

    4. Επιχειρηματολογία ........................................................................................... 37

    I. Συγχρονισμένη ποίηση .................................................................................... 37

    II. Πού τραβάει η ποίηση; .................................................................................... 42

    III. Η Σχολή του Καρυωτάκη και ο κύκλος των ομογενών ................................... 48

    5. Σχολιασμός ....................................................................................................... 54

    6. Βιβλιογραφία ................................................................................................... 68

    Παράρτημα Ι – Συγχρονισμένη ποίηση ........................................................... 71

    Παράρτημα ΙΙ – Πού τραβάει η ποίηση ............................................................ 75

    Παράρτημα ΙΙΙ – Η Σχολή του Καρυωτάκη και ο κύκλος των ομογενών ......... 93

  • 2

    1. Ζωή και έργο του Γιώργου Κοτζιούλα

    Ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956) κατάγεται από την Πλατανούσα,

    ένα μικρό χωριό των Τζουμέρκων, ο πατέρας του, Κώστας Κοτζιούλας,

    εργαζόταν ως βαρελάς και αργότερα ως ταχυδρομικός διανομέας. Έχασε

    νωρίς τη μητέρα του και μεγάλωσε με τη γιαγιά του «τη βάβω τη Θοδώ»1

    και τα τρία αδέρφια του, τον Γιάννη, τη Δήμητρα και τη Θεοφανώ.

    Βοηθούσε στη βοσκή, έμαθε την τέχνη του βαρελά μόλις στα εννέα του

    χρόνια, ενώ στα έντεκα έχασε, λόγω ασθένειας, σημαντικό μέρος της ακοής

    του, γεγονός που τον επηρέασε τραυματικά κατά την παιδική του ηλικία και

    τον επιβάρυνε και ψυχολογικά2. Ολοκλήρωσε την πεντατάξια

    πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στο σχολαρχείο του χωριού του, έχοντας την

    τύχη να έχει δάσκαλο, κατά το τελευταίο έτος φοίτησής του, τον ποιητή και

    ζωγράφο Γιώργο Αράπη3.

    1 Πεζογράφημα με τίτλο «Η βάβω η Θόδω» 43 σελίδων, γραμμένο με μολύβι -μάλλον ημιτελές-, έχει

    βρεθεί στα κατάλοιπα του Γ. Κοτζιούλα, με αφιέρωση «Τρισάγιο στην ψυχή της» και σχέδιο

    εξωφύλλου με τοποχρονολογία Αθήνα 1952 (Σαραντάκος Ν. , «Η βάβω η Θόδω» , 2009).

    2 Στη Πικρή ζωή αναφέρεται στο πρόβλημα ακοής και το αίσθημα μειονεξίας που του δημιούργησε:

    «Η παιδική μου ηλικία πέρασε μέσα σ’ ένα μαρτύριο που ήταν συνάμα κι εξευτελισμός. (...) ένα

    σημάδι που με ξεχώριζε απτούς άλλους μα κατά τρόπον υποτιμητικό». (Κοτζιούλας, Γιώργος, 2014)

    Ο Νίκος Κοσμάς σημειώνει «Ο ίδιος λέει τον καημό του : ... ο πόνος του αυτιού με τις σιχαμένες

    συνέπειές του, αυτή η κρυφή πληγή που με φαρμάκωσε από τη ρίζα και δεν μ’ άφησε τίποτα να

    χαρώ...» (σσ.9-15) (Κοσμάς, 1990) αλλά και η Λιλίκα Νάκου από την προσωπική γνωριμία που είχε

    με τον Κοτζιούλα, το επισημαίνει σε αρκετά σημεία : «είναι λίγο κουφός σα και μένα» λέει ο

    Βάρναλης (σ. 11), «δεν πολυσκοτίστηκα σα με φωνάζανε κουφάλογο στο σχολείο οι άλλοι

    συμμαθητές» (σ. 21) «Ο καημένος ο Κοτζιούλας όπως ήταν κομμάτι κουφός δεν κατάλαβε τι του

    συνέβαινε.» (σ. 23) «Ο Κοτζιούλας ήταν γεννημένος να χάνει όλες τις καλές ευκαιρίες της ζωής του.

    Σ’ αυτό έφταιγε ο χαρακτήρας του αλλά και η βαρυκοΐα του» σ. 24. «Εκεί θα ξαπλωθώ στο

    χωματόδρομο και θ’ ακούσω πότε θα περάσουν.(...) Επειδή είμαι εγώ κουφός, στραβοί είναι αυτοί;»

    (σ. 34) (Νάκου, 1978).

    3 Ο Γιώργος Αράπης είχε προοδευτικές ιδέες και αργότερα θα ενταχθεί στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ.

    (Κοσμάς, 1990)

    http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/kotzioulas_babw.htm

  • 3

    Πραγματοποίησε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Άρτα υπό

    εξαιρετικά φτωχικές συνθήκες, ωστόσο, παράλληλα προσπάθησε να

    προσεγγίσει την λογοτεχνία αναζητώντας ερεθίσματα, αλλά και

    δημιουργώντας. Ασκείται, λοιπόν, στον ποιητικό λόγο και κάνει τις πρώτες

    μεταφραστικές απόπειρες. Το Φεβρουάριο του 1924, σε ηλικία μόλις

    δεκαπέντε χρονών, δημοσίευσε το πρώτο ποίημά του, με τίτλο «Φεγγάρι»,

    χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Φώτος Πούλιας» στην εφημερίδα των

    Ιωαννίνων Ηπειρωτική Ηχώ. Ακολούθησαν χρονογραφήματα,

    ανταποκρίσεις και μεταφράσεις, σε τοπικά κυρίως έντυπα και στο αθηναϊκό

    περιοδικό Μπουκέτο4.

    Με την ολοκλήρωση των σπουδών του στην Άρτα (1926), ο

    Κοτζιούλας απορρίπτει το αρχικό σχέδιο του πατέρα του να γίνει δάσκαλος

    στο μονοτάξιο Διδασκαλείο της Άρτας. Πηγαίνει στην Αθήνα, για να

    φοιτήσει στη Φιλοσοφική Σχολή, να εργαστεί – ώστε να έχει την οικονομική

    άνεση να αγοράζει βιβλία – και να αποκτήσει ποιητική αναγνώριση.

    (Βογιατζόγλου, Ποίηση και Πολεμική, 2015). Εργάστηκε ως διορθωτής και

    μεταφραστής σε αθηναϊκά περιοδικά και εφημερίδες, ζούσε διαρκώς κάτω

    από άθλιες οικονομικές συνθήκες. Η πρώτη ποιητική συλλογή του, τα

    «Εφήμερα»5 κυκλοφόρησε το 1932 και εκφράζει το παράπονο του

    δημιουργού. Προσβλήθηκε από φυματίωση το 1934, αρρώστια που τον

    ταλαιπώρησε για μακρύ χρονικό

    διάστημα. Νοσηλεύτηκε στην

    Πάρνηθα, την Πεντέλη και την Αθήνα,

    κυρίως όμως τον φιλοξενούσαν φίλοι,

    καθώς συχνά παρέμενε άστεγος

    (Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, χ.χ.).

    Αποφοίτησε από την Φιλοσοφική

    Σχολή το 1938 και συνεργάστηκε με έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά της

    4 Το Μπουκέτο ήταν αθηναϊκό περιοδικό ποικίλης ύλης του Μεσοπολέμου, με τεράστια αναγνωστική

    απήχηση και λειτουργούσε ως πνευματικός σύνδεσμος της επαρχίας με τον περιοδικό τύπο της

    πρωτεύουσας. Από τη συνεργασία του περιοδικού με τον Κοτζιούλα, που πάντως ξεκίνησε από τα

    γυμνασιακά χρόνια, προηγήθηκαν οι δημοσιεύσεις στον τοπικό τύπο (Βογιατζόγλου, Ποίηση και

    Πολεμική, 2015).

    5 Κοτζιούλας, Γ. (1932). Εφήμερα, 1928-1931. Αθήνα: [χ.ο.].

    Παράσταση σε θέατρο του βουνού (φωτογραφία Σπύρου Μελετζή). (taneatismikrospilias24, 2012)

  • 4

    εποχής όπως τα Ελληνικά Γράμματα, τα Νεοελληνικά Γράμματα, τα

    Νεοελληνικά Σημειώματα. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά

    διώχτηκε λόγω της αριστερής του δράσης και το 1940, κατά τη διάρκεια της

    γερμανικής κατοχής, καταφεύγει στη γενέτειρά του.

    Παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, εντάχθηκε στον

    Ε.Λ.Α.Σ. (1943-1945) όπου γνώρισε τον Άρη Βελουχιώτη6. Οργάνωσε τη

    «Λαϊκή Σκηνή» που περιόδευε στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές της

    Ηπείρου παίζοντας έργα του7. Το περιοδικό Θέατρο8 στο αφιέρωμα του «Το

    θέατρο στο βουνό» αναφερόταν στη «Λαϊκή Σκηνή» της VIII Μεραρχίας του

    Ε.Λ.Α.Σ. Ηπείρου, ως «...το πρώτο και μοναδικό αντάρτικο θέατρο στην

    ιστορία του τόπου...» (Αδάμος, 1986). Ο Κοτζιούλας κατάφερε πάντως να

    διατηρήσει την πνευματική του ανεξαρτησία και το κριτικό του πνεύμα

    απέναντι στην επίσημη γραμμή του Κουμμουνιστικού Κόμματος.

    Το 1950 παντρεύτηκε την Ευμορφία Κηπουρού και απέκτησε έναν

    γιο, τον Κώστα. Πέθανε στην Αθήνα από καρδιακή προσβολή τη νύχτα της

    28ης προς 29ης Αυγούστου 19569.

    Ο Γιώργος Κοτζιούλας

    υπήρξε σημαντικός ποιητής

    και ενδιαφέρων πεζο-

    γράφος. Οι τρεις τόμοι των

    ελλιπών Απάντων10 που

    τυπώθηκαν (1956 - 1960)

    περιλαμβάνουν επιλεγμένα

    ποιήματα, ενώ στον

    δεύτερο τόμο παρουσιά-

    6 Ο Κοτζιούλας εντυπωσιάζεται από τη μορφή του Βελουχιώτη και εμπνέεται : Κοτζιούλας, Γ. (1946). Ο

    Άρης: ποιήματα. Αθήνα: [Τυπογρ. Απατσίδη] και Κοτζιούλας, Γ. (1974). επιμ. Κ. Κουλουφάκος, Όταν

    ήμουν με τον Άρη: αναμνήσεις (2η εκδ.), Αθήνα: Θεμέλιο.

    7 Τα «Θεατρικά» του Γ. Κοτζιούλα, συνολικά 14 έργα - κυκλοφόρησαν σε βιβλίο το 1976 από τις εκδόσεις Θεμέλιο (Αδάμος, 1986) σ.157.

    8 Το θέατρο στο βουνό, Περιοδικό Θέατρο, εκδότης-διευθυντής: Κώστας Νίτσος, Τεύχος 53-54,

    Σεπτέμβρης-Δεκέμβρης 1976.

    9 Εφ. Ελευθερία, φύλλο 30-8-1956, σ. 2 – Ο κόσμος της Τέχνης.

    10 Κοτζιούλας, Γ. (1956). Άπαντα. Αθήνα: Δίφρος.

    Από αριστερά: Γιώργος Κοτζιούλας, Νίκος Εγγονόπουλος, Έλλη Παπαδημητρίου, Ελένη Μυριβήλη και Στρατής Μυριβήλης, στο Πικέρμι περίπου το 1934 (Βογιατζόγλου, Ποίηση και Πολεμική, 2015)

    https://el.wikipedia.org/wiki/1950https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE_%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%AEhttps://el.wikipedia.org/wiki/1956http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin_ftr.asp?c=64&pageid=17683&id=-1&s=0&STEMTYPE=0&STEM_WORD_PHONETIC_IDS=AAiARmASXAScASOASRASXASlASTASJASaAAi&CropPDF=0

  • 5

    ζονται διηγήματα και πεζά. Έγραψε ακόμη θεατρικά έργα, κείμενα

    λογοτεχνικής κριτικής και μετέφρασε όχι λίγους ποιητές, αρχαίους Έλληνες,

    Λατίνους και ξένους, καθώς και πεζογράφους. (Βαγενάς, «Μια αφανής

    επέτειος» , 2006)

    Η θεματολογία του πηγάζει κυρίως από την καθημερινότητα των

    απλών λαϊκών ανθρώπων και αρκετά έργα του συνδέονται άμεσα με

    αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως το «Από μικρός στα γράμματα», το «Η

    βάβω η Θόδω», η «Αυτοβιογραφία» και το «Όταν ήμουν με τον Άρη»11. Η

    παρουσία του Κοτζιούλα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής ήταν

    συνεχής από το 1924 έως τις παραμονές του θανάτου του (1956). Ο

    αθηναϊκός και επαρχιακός τύπος φιλοξενεί σημαντικό μέρος από την

    πρωτότυπη και μεταφραστική δουλειά του. Πιο συγκεκριμένα,

    συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Οικογένεια", "Πνοή", "Ελληνικά

    Γράμματα", "Νέα Εστία", "Λόγος", "Ρυθμός", "Νεοελληνικά Γράμματα",

    "Πνευματική Ζωή", "Νέα Φύλλα", "Ποιητική Τέχνη". Υπέγραφε συνήθως με

    το πλήρες όνομά του, αλλά συχνά χρησιμοποιούσε και τα αρχικά Γ.Κ. ή ΓΚΛ-

    Σ, ακόμα τα ψευδώνυμα Φ.Π.12, Κ. Γεωργίου, Φιλόλαος13, Σημ, Χαμ και

    Ιάφεθ14, Γ. Ανέμης15 ενώ πολλές μεταφράσεις του ήταν ανώνυμες.

    Σημαντικό μέρος από ό,τι εξέδωσε ο ίδιος εντάχθηκε στα Άπαντά του,

    αντίθετα η συγκέντρωση των ποικίλων δημοσιεύσεών του σε κάθε λογής

    έντυπο της εποχής αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Ο ίδιος ο

    Κοτζιούλας συνήθιζε να συλλέγει τα αποκόμματα των δημοσιευμάτων του

    χωρίς, όμως, σημείωση των στοιχείων αυτής (έντυπο, τεύχος, ημερομηνία

    δημοσίευσης). (Αντωνίου-Τίλιου, 1982) Έτσι, σημαντικό μέρος του έργου

    του είτε παραμένει ανέκδοτο είτε χάθηκε στην Κατοχή, ενώ αρκετό

    βρίσκεται διάσπαρτο σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, όπως το

    11 Εκδίδεται από τις εκδόσεις Θεμέλιο τον Νοέμβριο 1965 συλλογή κειμένων «Όταν ήμουν με τον Άρη-

    Αναμνήσεις» ενώ το 2015 επανεκδίδεται εμπλουτισμένο από τις εκδόσεις Δρόμων «Όταν ήμουν με

    τον Άρη- Αναμνήσεις – Μαρτυρίες».

    12 Υπογράφει με τα αρχικά Φ-Π στην εφημερίδα των Ιωαννίνων Ηπειρωτική Ηχώ, κ.α.

    13 Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Φιλόλαος» στην εφημερίδα Ριζοσπάστης, κ.α.

    14 Το ψευδώνυμο χρησιμοποιείται στο περιοδικό Οικογένεια, κ.α.

    15 Στο Αθηναϊκό Περιοδικό Μπουκέτο.

    http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/kotzioulas_babw.htmhttp://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/kotzioulas_babw.htm

  • 6

    αξιόλογο ταξιδιωτικό κείμενο για το Άγιον Όρος που δημοσιεύτηκε στα

    «Νεοελληνικά Γράμματα» το 1940. (Παίδαρος, 1968).

    Η πρώτη σταθερή συνεργασία του Κοτζιούλα ως λογοτεχνικού

    κριτικού πραγματοποιήθηκε με το περιοδικό Ελληνικά Γράμματα, από το

    1929 έως το 1930 – οπότε κλείνει το περιοδικό –, με μόνιμη στήλη

    βιβλιοκριτικής. Φαίνεται να έχει ήδη διαμορφώσει τις κριτικές αρχές του:

    σεβασμός στην λογοτεχνική παράδοση, πίστη στην αξία της ειλικρίνειας και

    της βιωματικότητας των κειμένων, διαύγεια στην έκφραση και απόρριψη

    του μυστικισμού, επιμονή στην άρτια τεχνική κατασκευή του ποιήματος και

    σύνδεσής του με την σύγχρονη πραγματικότητα, απαίτηση για χρήση της

    δημοτικής γλώσσας με ιδιωματικά στοιχεία. Ο Κοτζιούλας, μάλιστα, δε

    διστάζει να χαρακτηρίσει τον Καρυωτάκη μετρικά πιο επιτήδειο του, ήδη

    σπουδαίου, Παλαμά16, συντασσόμενος με τις αντιπαλαμικές τάσεις των

    νέων ποιητών του Μεσοπολέμου και ακόμα να επαινέσει τον Γιάννη

    Σκαρίμπα17, γιατί αντλεί από το «άδολο λεξιλόγιο του λαού», από τα

    δημοτικά τραγούδια και τις λαϊκές διηγήσεις. Πρόκειται, μάλλον, για τη

    περίοδο που ξεκινά η μακρόχρονη φιλία ανάμεσα στους δύο

    δημιουργούς.18

    Οι κριτικές του στόχευαν στην αμεροληψία και αντιμετώπιζε εξίσου

    φίλους και εχθρούς. Ήταν οπαδός του παραδοσιακού έμμετρου στίχου και

    πολέμιος της μοντέρνας ποίησης ως το τέλος της ζωής του. Είχε γράψει

    ελεγείο στον Καρυωτάκη19, αλλά και στίχους για την Πολυδούρη, τον

    Παπαδιαμάντη και άλλους ποιητές (Σαραντάκος Ν. , «'Πού τραβάει η

    ποίηση' - εξήντα χρόνια μετά», 2011). Τοποθετείται πλησιέστερα στους

    16 «Κωστή Παλαμά: Ο κύκλος των τετράστιχων», Ελληνικά Γράμματα 5/76, 30 Νοεμ. 1929, σ. 748-749.

    17 «Γιάννη Σκαρίμπα, Καϋμοί στο Γριπονήσι», Ελληνικά Γράμματα 6/82, 11 Ιαν.1930, σ. 39-40.

    18 Βογιατζόγλου, Α. (2015). Ποίηση και Πολεμική - Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα. Αθήνα:

    ΚΙΧΛΗ, σ. 46-49.

    19 O Κοτζιούλας διαφωνεί με την απαισιοδοξία του Καρυωτάκη, μάλιστα στο κείμενό του «Η

    καθιέρωση του Καρυωτάκη» στο περιοδικό Ποιητική Τέχνη, τευχ. 18, 1η Νοεμβρίου 1948, τη

    χαρακτηρίζει «απαράδεχτη» Ολοκληρώνοντας το κείμενό του γράφει «Μας έδωσε ένα μάθημα

    τέχνης. Μας άφησε κι ένα παράδειγμα ευαισθησίας». (Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής

    λογοτεχνίας, 2004) (σ. 316). Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι του είχε αποδοθεί ο χαρακτηρισμός του

    «καρυωτακικού» (εισηγητής του όρου υπήρξε ο Καραντώνης) (Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής

    λογοτεχνίας, 2005) (σ. 311-312).

  • 7

    νεοσυμβολιστές του πρώιμου Μεσοπολέμου, συμμερίζονταν το ίδιο

    αίσθημα αδιεξόδου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα ποιήματά του που

    απεικονίζουν το τοπίο της πόλης. Καλός γνώστης της παραδοσιακής

    μετρικής, με στιχουργικές ζεύξεις πρωτότυπες, δεν προτίμησε ποτέ την

    τεχνική αρτιότητα έναντι της γνησιότητας. Από τα κύρια στοιχεία που

    εντοπίζονται σε όλη τη διαδρομή του έργου του, προπολεμικού και

    μεταπολεμικού, είναι ο κλαυσίγελος, που άλλοτε εκφράζει με οξύ τρόπο

    την αυτοειρωνία του και άλλοτε τη γενικότερη αντίθεσή του σε έναν

    ανούσιο και ευτελισμένο τρόπο ζωής, συνεχίζοντας το παράδειγμα του Γ.

    Σκαρίμπα και του Κ. Γ. Καρυωτάκη.20 Δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την

    ερμητικότητα του ποιητικού μοντερνισμού τον οποίο τεχνοτροπικά

    προώθησαν σπουδαίοι σύγχρονοί του ποιητές. Ως μαχητικός

    αντιμοντερνιστής εκφράστηκε τόσο σε κριτικό όσο και σε θεωρητικό

    επίπεδο. Μάλιστα εμβάθυνε στις παραδοσιακές ρυθμικές φόρμες,

    θεωρώντας τες ως τον μόνο τρόπο ποιητικής έκφρασης και κατάφερε να

    διαμορφώσει έναν ιδιαίτερα προσωπικό ποιητικό ρεαλισμό, ο οποίος

    εκφράζεται με γλωσσική λαϊκότητα και τολμά να κινηθεί σε θεματικές

    περιοχές που η παλαιότερη παραδοσιακή ποίηση δεν είχε προσεγγίσει.21

    Σχολιάζοντας την ποίηση του Κοτζιούλα ο Μάρκος Αυγέρης22

    παρατηρεί: «...Σπάνια ποίηση δίνει τόσο πιστά την εικόνα του ανθρώπου

    που τη δημιούργησε: τον χαρακτήρα, τη δική του πείρα μόνο και τις

    καταστάσεις, τα πρόσωπα και τα πράγματα που ο ίδιος έζησε, ό,τι ο ίδιος

    υλικά γνώρισε. Τίποτα από τις ξένες πνευματικές γνωριμίες, από την ξένη

    τέχνη κι από τον ξένο πολιτισμό δεν διακρίνεται μέσα στην ποίησή του. Ο

    πολυδιαβασμένος και πολύγλωσσος ποιητής μένει απαρασάλευτος μέσα

    στα χαρακτηριστικά του, δεν ξιπάζεται από τίποτα. Η ποίησή του βγαίνει

    από τον εαυτό της περήφανη για την ταυτότητά της ̇δε δοκιμάζει απάνω

    20 Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας: πρόσωπα, έργα, ρεύματα, όροι. 2η εκτύπωση. Αθήνα, 2008, σ.

    1137. 21 Από το κείμενο του Δημήτρη Κόκορη «Ακμή ποιητικής φωνής: Ο Γιώργος Κοτζιούλας στη δεκαετία

    του ’40» στο: το 3ο Διαβαλκανικό Φιλολογικό συνέδριο : Η ποίηση της δεκαετίας του 1940-1950 (σε

    Ελλάδα και Βαλκάνια), Περιφερειακή Ενότητα Γρεβενών-Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 4-6 Σεπτεμβρίου

    2015, Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.

    22 Μ. Αυγέρης, εφημ. «Αυγή», 16.11.1954.

  • 8

    της κανένα ξένο ρούχο. Όπως το δημοτικό τραγούδι και το τραγούδι του

    Κοτζιούλα βυθίζει τις ρίζες του βαθιά στο χώμα το Ελληνικό, στον κόσμο τον

    Ελληνικό, είναι ντόπιο σε όλα του...». Μάλιστα, ο Κώστας Βάρναλης23 δε

    διστάζει να τον τοποθετήσει στους κορυφαίους της ποιητικής πυραμίδας:

    «Ποιητή με τα ούλα του, από τους πρώτους της πρώτης πεντάδας της

    “καθεστηκυίας” γενεάς». Ο Τάκης Αδάμος σημειώνει για την κριτική που ο

    Κοτζιούλας ασκούσε ότι υπήρξε ρεαλιστής και δίχως ιδεολογικά

    διλήμματα, είχε κρίση «κοφτερή σαν χειρουργικό νυστέρι» θυμίζοντάς μας

    σχόλια24 από τον σύγχρονο του συγγραφέα Πέτρο Γλέζο : «... Έμενε κανείς

    έκπληκτος ακούγοντας τον Γιώργο Κοτζιούλα να αξιολογεί με μια ή δυο

    επιγραμματικές φράσεις ένα συγγραφέα ή ένα έργο, να σημειώνει ένα

    πνευματικό γεγονός, να χαρακτηρίζει μια λογοτεχνική εκδήλωση...» και τον

    λογοτέχνη Κώστα Καλαντζή: «Πολλοί τότε φτασμένοι λογοτέχνες

    επεδίωκαν την ανάλυση και την έρευνα της κριτικής του ματιάς. Ο

    Κοτζιούλας είχε τις ιδέες του και τις αρχές του και δε χαριζόταν σε

    κανέναν...».26

    Ο Κοτζιούλας αρνιόταν να κάνει παραχωρήσεις και συμβιβασμούς

    παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε σε όλη τη διάρκεια της

    ζωής του και την ασθενική του φύση. Είχε θέσει από νωρίς ως στόχο του

    την λογοτεχνία που την υπηρέτησε με σταθερότητα. Ενδεικτική είναι η

    «συνομιλία» ανάμεσα στον Σεφέρη και τον Ανδρέα Καραντώνη, σε μεταξύ

    τους αλληλογραφία, το Φεβρουάριο του 1937, σχετικά με το άρθρο

    πολεμικής του Κοτζιούλα για τη μοντέρνα ποίηση: «Είναι αγιάτρευτα

    ανόητος αυτός ο έρημος», γράφει ο Σεφέρης. Κι ο Καραντώνης,

    υπερθεματίζοντας: «Καταλαβαίνω γιατί ο Κοτζιούλας γράφει τόσο ανόητα.

    Έμεινε τόσο πίσω! Αλλά πώς να προχωρήσει αφού σήμερα περιφέρεται

    στους δρόμους φθισικός ζητώντας πέντε και δέκα δραχμές, για να φάει!

    23 Κ. Βάρναλης, εφημ. «Φιλελεύθερος», 17.7.1950.

    24 Περιοδικό «Θεσσαλική Εστία» Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1981. σ. 221.

    26 Αδάμος, Τ. (1986). Πνευματικές γνωριμίες: προσωπογραφίες λογοτεχνών. Αθήνα: Καστανιώτης. σ.

    148-149.

  • 9

    Είναι αξιοθρήνητη η κατάστασή του από κάθε μεριά».28 Ο Μιχάλης Δ.

    Στασινόπουλος, ποιητής και κριτικός τότε, καθηγητής πανεπιστημίου,

    υπουργός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας αργότερα, είχε ιδιαίτερη

    εκτίμηση στον Κοτζιούλα, τον οποίο γνώρισε σε νεαρή ηλικία. Μάλιστα,

    βλέποντας την κατάστασή του, του πρότεινε, «μια θέση στο δημόσιο», την

    οποία πότε δεν δέχτηκε, για να μη θάψει το ταλέντο του σε ένα γραφείο

    και να έχει ελεύθερο χρόνο να γράφει ποιήματα, όπως ο ίδιος

    υποστήριξε.29 Την κοινωνική εγρήγορση του, αλλά και την αναγνώρισή του

    από τους ομότεχνούς του αποδεικνύει η συμμετοχή του σε δημοσίευση,

    στις 15 Νοεμβρίου 1940, ενός μανιφέστου των νέων δημιουργών της

    Ελλάδος, όπου καταγγέλλεται ο Μουσολίνι και υπογράφεται από τους:

    Έλλη Αξιού, Ν. Βρεττάκο, Αλκ. Γιαννόπουλο, Κ. Θ. Δημαρά, Ο. Ελύτη, Γ.

    Θεοτοκά, Άλκη Θρύλο, Μ. Καραγάτση, Σ. Καραντινό, Θρ. Καστανάκη, Γ.

    Κατσίμπαλη, Γ. Κοτζιούλα, Λ. Κουκούλα, Λιλίκα Νάκου, Δ. Νικολαρεϊζη,

    Ασημ. Πανσέληνο, Γ. Σεφέρη, Τατιάνα Σταύρου, Αγγ. Τερζάκη, Δ. Φωτιάδη.

    Π. Χάρη, Γ. Χατζίνη και Αιμ. Χουρμούζιο (Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής

    λογοτεχνίας, 2003).

    Λίγο πριν πεθάνει στο σανατόριο ο Κοτζιούλας συνομιλώντας με

    τον φίλο του λογοτέχνη Γιώργο Πολιτάρχη, εξέφρασε την έννοια του:

    «Άραγε θα με θυμούνται οι άνθρωποι; Εδώ κινδυνεύουν να ξεχαστούν

    τόσοι και τόσοι...». Ο Τάκης Αδάμος30 «απαντά» σε υποσημείωση στο

    βιβλίο του «Πνευματικές Γνωριμίες» : «Άδικα ανησυχούσε ο φίλος μου. Οι

    δημιουργοί που αφιερώνουν το έργο και τη δράση τους στους αγώνες για

    την πρόοδο, κερδίζουν σίγουρα την αιωνιότητα»31 (Αδάμος, 1986).

    28 Σεφέρης-Καραντώνης, Αλληλογραφία 1931-1960, φιλ. επιμέλεια Φώτης Δημητρακόπουλος,

    Καστανιώτης, Αθήνα 1988, σ. 131, 137.

    29 Μ. Δ. Στασινόπουλος, «Λίγα λόγια για τον Κοτζιούλα», Νέα Εστία, τόμ. 60, τεύχ. 703 (15-10-1956), σ.

    1439.

    30 Ο Τάκης Αδάμος υπήρξε φίλος και ομοϊδεάτης με τον Κοτζιούλα και δηλώνει εξαρχής στο κείμενό

    του: «Η ποίηση του Κοτζιούλα άγγιζε την ευαισθησία μου, τις ιδεολογικές ανησυχίες μου απ’ τα

    μαθητικά μου χρόνια, καθώς απεικόνιζε και τη δική μου μοίρα.» (σελ 133).

    31 Αδάμος, Τ. (1986). Πνευματικές γνωριμίες: προσωπογραφίες λογοτεχνών. Αθήνα: Καστανιώτης,

    σ.134.

  • 10

    Τριάντα χρόνια μετά το σχόλιο του Αδάμου επιβεβαιώνεται και

    φαίνεται ότι έχει έρθει το πλήρωμα το χρόνου. Ανατυπώνονται έργα του

    και δημοσιεύονται άρθρα σχετικά με το έργο του σε ιστοσελίδες – κυρίως

    τοπικού χαρακτήρα- εκθειάζοντας τον ηπειρώτη δημιουργό. Τα

    χαρακτηριστικά που συνόδευαν την ποιητική νεωτερικότητα και στα οποία

    είχε ακραία αρνητική τοποθέτηση, όπως ο ελεύθερος στίχος, παρακμάζουν.

    Σημαντικοί μελετητές με αξιόλογη ποιητική δράση βοήθησαν να

    θυμηθούμε τον Κοτζιούλα, όπως η Άντεια Φραντζή, ομότιμη καθηγήτρια

    του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου

    Θεσσαλονίκης και ο Νάσος Βαγενάς, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος

    Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

    Την άνοιξη του 2000 δημοσιεύεται το μελέτημα της Άντειας Φραντζή «Τρεις

    σημειώσεις για τον Γιώργο Κοτζιούλα», ενώ ο Νάσος Βαγενάς αναφέρεται

    επαινετικά στη ποίηση του Κοτζιούλα σε άρθρο του στην εφημερίδα Το

    Βήμα (Βαγενάς, «Μια αφανής επέτειος», 2006) και με σονέτο στην ποιητική

    συλλογή του «Στη νήσο των Μακάρων» (Βαγενάς, Στη νήσο των Μακάρων,

    2010),32. Προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν συνεισφέρει ακόμα τόσο η

    Αθηνά Βογιατζόγλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Φιλολογίας

    του Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με το βιβλίο της «Ποίηση και πολεμική. Μια

    βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα», με επίμετρο-γλωσσάρι του Νίκου

    Σαραντάκου από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ, όσο και η ιστοσελίδα του τελευταίου

    με πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του ποιητή και ακόμα με ποιήματα

    και κείμενα του. Δείγμα της διευρυμένης αναγνώρισης που έχει αρχίσει

    πλέον να απολαμβάνει το έργο του Γεώργου Κοτζιούλα, είναι ότι σε δύο

    έργα του, φιλοτέχνησε τα εξώφυλλά ο Αλέκος Φασιανός, ενώ η

    παρουσίαση τους ήταν υπό την αιγίδα του Αρχιεπίσκοπου Αθηνών και σε

    αυτήν έλαβαν μέρος, μεταξύ άλλων, ο γλύπτης Θ. Παπαγιάννης, και ο

    αγιογράφος Π.Σ. Σκλήρης.33

    32Κόκορης, Δ. «Επανασύνδεση με τον Κοτζιούλα», The Athens Review of Books τ. 74, 2016.

    33 Το ποιητικό έργο του Γιώργου Κοτζιούλα παρουσιάστηκε τη Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014 στο Πολιτιστικό

    Κέντρο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Για τα νέα βιβλία του σημαντικού Ηπειρώτη ποιητή, «Πικρή

    ζωή» των εκδόσεων «Νηρέας», και του χειροποίητου έργου «Γ. Κοτζιούλας, Ποιήματα» σε 50

    αντίτυπα, των εκδόσεων «Μίμνερμος», με χαρακτικά του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού, μίλησαν

    οι Θόδωρος Παπαγιάννης, (γλύπτης, καθηγητής στην Α.Σ.Κ.Τ.) και ο Αναστάσιος

  • 11

    2. Ιστορική ένταξη δοκιμίων

    Στην νεοελληνική ποίηση34 κατά τον 19ο αιώνα παρουσιάζεται η

    Ρομαντική Σχολή των Αθηνών ή Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή (1830-1880) με

    επιρροές από τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό αλλά και την ποίηση των

    Φαναριωτών. Με κέντρο την Αθήνα και ποιητές όπως οι Π. Σούτσος, Αλ.

    Ραγκαβής, Ηλ. Τανταλίδης, Γ. Ζαλοκώστας κ.α. η Ρομαντική Σχολή αντλεί τη

    θεματολογία της από τη φύση, τη θρησκεία, τον έρωτα και τον θάνατο, με

    έντονες υποβλητικές εικόνες, με συναισθηματική φόρτιση, διάθεση

    μελαγχολική, νοσταλγική και απαισιόδοξη, οδηγείται συχνά στο παράδοξο,

    στο υπερφυσικό. Ένα δεύτερο κέντρο αναπτύσσεται στα Επτάνησα –

    Επτανησιακή Σχολή- με τον Δ. Σολωμό και τον Α. Κάλβο, αλλά και τους Ι.

    Τυπάλδο, Ι. Πολυλά, Γ. Μαρκορά, Α. Βαλαωρίτη. Διαφέρει ως προς τη

    γλώσσα γραφής που είναι η δημοτική και όχι η καθαρεύουσα της

    Αθηναϊκής Σχολής, ενώ υπάρχει έντονο και το πάθος για ελευθερία και η

    πατριδολατρία, καθώς και η επιρροή από την Ιταλία.

    Ακολούθησε η Νέα Αθηναϊκή Σχολή (1880-1918), που είναι

    επηρεασμένη από τον Παρνασσισμό, με θέματα από τη μυθολογία και τον

    αρχαίο πολιτισμό, με στίχο που υπακούει σε μέτρο, ρυθμό και

    ομοιοκαταληξία και με τον δημιουργό - όπως οι Κ. Παλαμάς, Γ. Δροσίνης, Ι.

    Σακελλαρόπουλος (Διευθυντής των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη). Την εκδήλωση

    χαιρέτησε ο ιατρός και αγιογράφος π. Σταμάτης Σκλήρης και τίμησε με την παρουσία του ο

    ζωγράφος Αλέκος Φασιανός. (Νέα - Ειδήσεις Ιερών Μητροπόλεων, 2014).

    34 Επιχειρείται μια εξαιρετικά σύντομη περιγραφή της νεοελληνικής ποίησης (19ος -20ος αιων.) με τους

    κύριους σταθμούς της και ονομαστική αναφορά μόνο σε μερικούς από τους εκφραστές αυτών. Η

    παρουσίαση βασίζεται στο βιβλίο της Αγάθης Γεωργιάδου : Η ποιητική περιπέτεια- Μια

    περιδιάβαση στη νεοελληνική ποίηση μέσα από τους κυριότερους ιστορικούς σταθμούς και τα

    λογοτεχνικά ρεύματα. (Γεωργιάδου, 2006) καθώς και του Λίνου Πολίτη, (1969). Ιστορία της νέας

    ελληνικής λογοτεχνίας: συνοπτικό διάγραμμα : βιβλιογραφία (2η έκδ. συμπληρωμένη).

    Θεσσαλονίκη: Εμμ. Σφακιανάκης & υιοί.

  • 12

    Πολέμης, Κ. Κρυστάλλης, Ι. Γρυπάρης - να μένει συναισθηματικά

    αποστασιοποιημένος. Την περίοδο αυτή εμφανίζεται και ο συμβολισμός με

    τους Λ Πορφύρα, Μ. Μαλακάση, Α. Μαβίλη, Κ. Χατζόπουλο, όποτε τα

    ποιήματα αποκτούν νέα διάσταση δρώντας ως εκφραστές ψυχικών

    καταστάσεων. Ο στίχος απελευθερώνεται, διατηρεί όμως την μουσικότητα

    και την υποβλητικότητά του. Η ποίηση των Κ. Καβάφη, Άγγ. Σικελιανού και

    λιγότερο του Κ. Βάρναλη τολμά ένα βήμα παραπέρα προσεγγίζοντας το

    μοντερνισμό και αποδομώντας βασικά μοτίβα της παραδοσιακής ποίησης.

    Την περίοδο του Μεσοπολέμου (1919-1944) εμφανίζονται οι

    νεορομαντικοί – νεοσυμβολιστές ποιητές όπως οι: Κ. Παράσχος, Κ.

    Καρυωτάκης, Μ. Πολυδούρη, Τ. Άγρας, Ρ. Φιλύρας, Ν. Λαπαθιώτης, Κ.

    Ουράνης ενώ το 1931 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Στροφή» ο Γ.

    Σεφέρης καθιερώνεται ως εισηγητής της μοντερνιστικής ποίησης στην

    Ελλάδα με κύρια στοιχεία την κατάργηση της ομοιοκαταληξίας, τους

    απρόσμενους συνδυασμούς λέξεων, την πολύσημη χρήση της γλώσσας και

    την κατάρρευση της παραδοσιακής μορφής. Οι A. Εμπειρίκος, Οδ. Ελύτης,

    Ν. Εγγονόπουλος, Ν. Γκάτσος κ.α. προσεγγίζουν τον υπερρεαλισμό κα

    ορισμένοι τολμούν την αυτόματη γραφή, την απόλυτη ελευθερία στο

    λεξιλόγιο και την στιχουργική, με εμφανή στην επιρροή από την

    ψυχανάλυση, η ποίηση οδηγείται από τη φαντασία, το όνειρο και το

    ασυνείδητο.

    Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η

    περίοδος που εμφανίζονται οι μετασυμβολιστές, οι ποιητές που

    εκφράζονται με υπαρξιακή ή μεταφυσική ποίηση καθώς και οι

    μεταϋπερρεαλιστές ή νεοϋπερρεαλιστές ποιητές. Η ποίηση των

    μετασυμβολιστών είναι και κοινωνικo-πολιτική, λειτουργεί ως έκφραση

    οργής ή ως χαμηλόφωνη διαμαρτυρία για τα τραυματικά βιώματα των

    δημιουργών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, όπως οι: Α. Αλεξάνδρου,

    Μ. Αναγνωστάκης, Τ. Σινόπουλος, Τ. Πατρίκιος, Κ. Κύρου, αλλά και της

    δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς - Β. Λεοντάρης, Γ. Λυκιαρδόπουλος, Τ.

    Πορφύρης, Μ. Μέσκος. Την ίδια περίοδο οι ποιητές της υπαρξιακής ή

    μεταφυσικής ποίησης προσπαθούν να αποδώσουν τις υπαρξιακές

  • 13

    ανησυχίες, τις σκέψεις για τον άνθρωπο και τη νοσταλγία για το παρελθόν

    με εικόνες φθοράς, μοναξιάς και θανάτου (Τ. Βαρβιτσιώτης, Μ. Δημάκης,

    Α. Δικταίος, Γ. Γεραλής, Ν. Φωκάς, Γ. Σαραντής Α. Δημουλάς κ.α.35 και οι

    μεταγενέστεροι Β. Καραβίτης Κ. Δημουλά, Ο. Αλεξάκης. Κ. Αγγελάκη-Ρουκ,

    Κ. Χαραλαμπίδης κ.ά.)36. Τέλος, οι ομάδα των μεταϋπερρεαλιστών ή

    νέοϋπερρεαλιστών όπως οι: Δ. Παπαδίτσας, Ε. Κακναβάτος Ν. Βαλαωρίτης

    Ε. Βακαλό, Μ. Σαχτούρης, Γ. Δάλλας με βασικά χαρακτηριστικά τoν

    ερμητισμό, το άλογο στοιχείο, την αυθαίρετη σύνδεση ανοικείων εικόνων,

    είναι κυρίως επηρεασμένοι από την ποίηση του Εμπειρίκου και γενικότερα

    από τον υπερρεαλισμό.

    Τα τελευταία σαράντα χρόνια οι ποιητές («γενιά του ‘70»)

    επιχειρούν τον συγκερασμό παλιών και νέων ρευμάτων με κεντρικούς

    άξονες στη θεματολογίας τους τον έρωτα και τον θάνατο.

    Τα δοκίμια που εξετάζονται στις παρακάτω ενότητες αποτελούν

    κείμενα του Κοτζιούλα με κοινό παρονομαστή την πίστη του στην

    παραδοσιακή ποίηση και την αδυναμία του να κατανοήσει τη νεωτερική

    τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Στην παραδοσιακή ποίηση, τόσο

    ο έμμετρος στίχος καθώς και ο ρυθμός και η ομοιοκαταληξία αυξάνουν τις

    τεχνικές απαιτήσεις που επεκτείνονται και στο ποιητικό ανάπτυγμα του

    στίχου με συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών, διαχωρισμό στις στροφές με

    σταθερό αριθμό στίχων. Η τήρηση των κανόνων είναι αυστηρή τόσο στη

    γραμματική όσο και στο συντακτικό, ενώ δεδομένη θεωρείται η νοηματική

    συνοχή του ποιήματος, η σημασία των λέξεων και λογική ανάπτυξη και

    παρουσίαση ενός κατανοητού θέματος που συνδέεται με τον τίτλο του

    ποιήματος. Το ποίημα κοσμείται με τη χρήση ποιητικών λέξεων και εικόνων

    καθώς και με τη λυρική έκφραση συναισθημάτων. Η νεωτερική ποίηση

    εμφανίζεται γύρω στα 1930 ενώ ήδη είχε εμφανιστεί η τάση κατάλυσης των

    αυστηρών περιορισμών της παραδοσιακής ποίησης. Πολλοί θεωρούν ως

    αφετηρία, ως δυναμικό και κριτικά αποδεκτό σημείο μετάβασης από την

    παραδοσιακή στη νεωτερική ποίηση, την ποιητική συλλογή του Γ. Σεφέρη

    35 Ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

    36 Ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.

  • 14

    «Στροφή» (1931). Ο ίδιος ο Κοτζιούλας σημειώνει στο κείμενο

    «Συγχρονισμένη ποίηση» ότι ο Σολωμός της τελευταίας περιόδου και ο

    Κάλβος «γράφουν ανομοιοκατάληκτα».

    Ο Νάσος Βαγενάς37 σημειώνει ως βασικότερα χαρακτηριστικά της

    μοντέρνας ποίησης τον ελεύθερο στίχο, τη μεγάλη ανάπτυξη της

    δραματικότητας, το καθημερινό λεξιλόγιο, τη σκοτεινότητα και το άλογο

    στοιχείο. Πιο συγκεκριμένα, η αυστηρή ποιητική μορφή χάνεται, ο στίχος

    απελευθερώνεται από τα στεγανά της ομοιοκαταληξίας, του μέτρου, του

    ρυθμού, από το συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών. Η κατανομή σε στροφές

    σταθερής μορφής δεν είναι πια αναγκαία και έτσι ο τρόπος γραφής

    πλησιάζει τον πεζό λόγο. Η γλώσσα, καθημερινή και απλή, χρησιμοποιείται

    με νέους τρόπους στα σημεία στίξης και στη σημασία των λέξεων.

    Πρόκειται για ποίηση πιο κλειστή και δυσνόητη, υπαινικτική, δίχως

    νοηματική και λογική συνοχή και θεματική που δεν δηλώνεται απαραίτητα

    στο τίτλο του ποιήματος. Μια σύντομη ερμηνεία της, ως φαινόμενο,

    παρουσιάζεται από τον Βαγενά: «Είναι η τεράστια αλλαγή της ευαισθησίας

    που αρχίζει να συντελείται από την αρχή του περασμένου αιώνα,

    κορυφώνεται στις αρχές του αιώνα μας και χαρακτηρίζει όλη τη μετέπειτα

    περίοδο ως τις μέρες μας- αλλαγή που ήταν αποτέλεσμα μιας μεγάλης

    μεταβολής στον τρόπο με τον όποιο ο άνθρωπος αισθανόταν τον εαυτό του

    και τη σχέση του με τον κόσμο, μιας μεταβολής που είχε τα επακόλουθά

    της στη δομή της κοινωνικής οργάνωσης. Η παλαιά ποίηση ως έκφραση της

    ευαισθησίας των παλαιότερων ανθρώπων, που ήταν άνθρωποι

    προσηλωμένοι σ' ένα υπερατομικό κέντρο, και των παλαιότερων

    κοινωνιών, πού ήταν κοινωνίες κεντρικά οργανωμένες, δεν μπορούσε παρά

    να ήταν συντεθειμένη σε μορφή πού ν' αντανακλά αυτή την τάξη. Η

    διάλυση αυτής της τάξης ήταν αναπόφευκτο να έχει τις συνέπειες της και

    στην ποίηση. Μερικά γεγονότα και ονόματα, που αποτελούν τα στάδια

    αυτής της διάλυσης: Διαφωτισμός, Γαλλική Επανάσταση, Ρομαντισμός,

    Βιομηχανική Επανάσταση, Ρωσική Επανάσταση — με καταλύτη τον πρώτο

    παγκόσμιο πόλεμο - Σοπενχάουερ, Δαρβίνος, Μαρξ, Νίτσε, Μπερξόν — με

    37 Βαγενάς, Ν. (1984). Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση. Αθήνα: Στιγμή.

  • 15

    καταλύτη τη θεωρία του ασυνείδητου του Φρόιντ, χωρίς την οποία η

    μοντέρνα ποίηση δεν θα είχε τη μορφή που έχει σήμερα.» (Βαγενάς, Για

    έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση, 1984)

    Μέσα στον ελληνικό χώρο με τις έντονες κοινωνικοπολιτικές

    αλλαγές και αντιθέσεις, ο Κοτζιούλας εξελίχθηκε και ωρίμασε καλλιτεχνικά.

    Αρχικά συμπορεύτηκε με τους «μετασυμβολιστές» ποιητές της γενιάς του

    ’20, στη συνέχεια ακολούθησε έναν ηθογραφικό και αστικό ρεαλισμό. Στο

    τέλος της δεκαετίας του ’30 και μετά ο ποιητής αποκτά «έναν προσωπικής

    κοπής ποιητικό ρεαλισμό μπολιασμένο με εύχυμη γλωσσική λαϊκότητα και

    θεματικά προσδιορισμένο με ορίζουσες, που η παλαιότερη παραδοσιακή

    ποίησή μας δε είχε προωθήσει».38 Στη δεκαετία του ’40 η θεματολογία του,

    επηρεασμένη από την αριστερή ιδεολογία και την ένταξή του στον ΕΛΑΣ,

    περιείχε κοινωνικοπολιτικές αιχμές ενώ στη τελευταία δεκαετία της ζωής

    του, ώριμος δημιουργός, η ποίησή του ήταν περισσότερο αγροτική

    ηθογραφία με μια νέα προσωπική διάσταση.39 Αν και ηλικιακά ο

    Κοτζιούλας άνηκε στη γενιά του ’30 είχε έντονη αντιπαλότητα με τους

    εκπροσώπους της, κατεδείκνυε τη χαλαρότητα και την αντιποιητικότητα

    του ελεύθερου στίχου έναντι της αρμονίας της παραδοσιακής ποίησης.

    Στην πολεμική του χρησιμοποιούσε αφενός τα άρθρα του και αφετέρου τα

    ποιήματά του. Με τα κείμενά του «Συγχρονισμένη ποίηση» (1937) και

    «Πού τραβάει η ποίηση» (1950) αλλά και το μεταγενέστερο «Η σχολή του

    Καρυωτάκη και ο κύκλος των ομογενών» (1952), υποστήριξε με πάθος την

    παραδοσιακή ποίηση, καταγγέλλοντας την μοντέρνα ως ξενόφερτη, δίχως

    κοινά με τη φύση του ποιητικού λόγου και την ελληνικότητα (Βαγενάς,

    «Μια αφανής επέτειος» , 2006).

    Οι κατηγορίες του Κοτζιούλα έναντι της μοντέρνας ποίηση δεν είναι

    ούτε μοναδικές, ούτε οι πρώτες που διατυπώθηκαν. Ο χώρος της ποίησης

    δέχεται νέες επιρροές και δημιουργούνται αντιπαραθέσεις. Ο Τέλλος Άγρας

    σημειώνει: «Το ονομάζουν υπερπραγματισμό το καινούργιο αυτό στοιχείο,

    38 Κόκορης Δ., «Γιώργος Κοτζιούλας, μια ρωμαλέα ποιητική φωνή», The Athens Review of Books, τεύχος

    61, Απρίλιος 2015, σ 22-25.

    39 Βογιατζόγλου, Α. (2015). Ποίηση και Πολεμική - Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα. Αθήνα:

    ΚΙΧΛΗ, σ. 19.

  • 16

    νομίζω ότι είμαστε πλησιέστερα, αν το πούμε hallucination40, είναι ένας

    βιασμός της λογικής, πάντοτε παρούσης, είναι μια στιγμιαία της

    στρέβλωση, ένας αλλοιθωρισμός»41, ενώ απάντησε και με το εκτενές

    άρθρο στη Νέα Εστία: «Εχρεωκόπησεν η ποίηση;» σε άλλο που είχε

    προηγηθεί στο ίδιο έντυπο: «Γιατί χρεωκόπησεν η ποίηση»42. Στο τεύχος

    της 15η Νοεμβρίου του 1930, ο Ξενόπουλος επανέρχεται στο θέμα για να

    εκθέσει τις δικές του απόψεις αρνούμενος ότι είναι δυνατόν να

    χρεωκοπήσει η ποίηση. Γεγονός είναι ότι στα 1930-1931 πλανάται η

    αίσθηση ρήξης με την παράδοση. Ο διπλωματικός υπάλληλος Γεώργιος

    Σεφεριάδης (με το ψευδώνυμο Γεώργος Σεφέρης) εκδίδει το 1931 τη

    ποιητική συλλογή «Στροφή». Ο Παλαμάς λαμβάνοντας αντίγραφο με

    αφιέρωση σπεύδει να απαντήσει μέσα από τις σελίδες της Νέας Εστίας.

    Σημειώνει: «Τα εκφραστικά του μέσα, εικόνες, υποβολές, υπαινιγμοί,

    σύμβολα, λέξεις κτλ. είναι το καθένα αυτόνομο, ανεξάρτητο, άσχετο,

    απόλυτο, πώς να το πω! Ο ολοχρονισμός του ετερόχρονου, η ομοφυλία του

    αλλόφυλου, και τανάπαλιν, στο αίσθημα και στην εικόνα, δίνουν και

    παίρνουν. Στην αισθητική του αναγνώστη, που κ’ εγώ ίσως ανήκω στην τάξη

    του, λυτρώνει τον ποιητή το παραδομένο. Πού βρίσκεται αυτό το

    παραδομένο;» Ενοχλεί τον Παλαμά η εγκατάλειψη του μετρικού λόγου και

    κατά συνέπεια η απώλεια της μουσικής εκφοράς του καθώς και η

    κρυπτογραφική γλώσσα που χρησιμοποιείται. Το ίδιο έντυπο θα

    φιλοξενήσει τη κριτική του Κλέωνος Παράσχου, για το ποίημα του Σεφέρη,

    ο οποίος θίγει το πρόβλημα της «καθαρής ποίησης» για να απαντήσει και

    πάλι ο Τέλλος Άγρας43 (Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, τ.Α',

    2002)44.

    40 Hallucination= παραίσθηση.

    41 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ’, σ. 499, επισήμανση από τον Πάνο Μουλλά.

    42 Το ερώτημα του επικείμενου θανάτου της ποίησης τέθηκε από συγγραφέα και ψυχαναλυτή με το

    ψευδώνυμο «Άγγελος Δόξας» και ακολουθήθηκε και από το άρθρο «Ο σεξουαλισμός και η ποίηση»

    (Νέα Εστία, 1930 σ. 864-868 και 1154-1157 αντίστοιχα) και υποστήριζε στηριζόμενος σε

    ψυχολογικές θεωρίες τον θάνατο της ποίησης. (Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, τ.Α',

    2002).

    43 Νέα Εστία, 1931, σ. 723.

    44 Αργυρίου, Α. (2002). Ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του

    Μεσοπολέμου, Αθήνα: Καστανιώτης, σ. 266-275.

  • 17

    Ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης σε επιφυλλίδα με τον τίτλο «Νεαροί

    Υπερόπται», που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» στις 13 Μαρτίου του

    1932, επικρίνει τα ποιήματα της συλλογής «Στροφή» του Γιώργου Σεφέρη

    και τον Αντρέα Καραντώνη για τη θετική και εκτενή κριτική του,

    επισημαίνοντας δύο σπουδαία ελαττώματα: α) τη μίμηση μέχρι κλοπής

    ενός ξένου τρόπου, χωρίς την παραμικρότερη παραλλαγή και β) τη κακή

    μίμηση». Μάλιστα αποδίδει το χαρακτηρισμό «εξάμβλωμα» (Σαββίδης,

    1975).45

    Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στο άρθρο του «Πριν το ξεκίνημα» στο

    περιοδικό Προπύλαια, τον Απρίλιο του 1938, κατηγορεί με την σειρά του

    την μοντέρνα ποίηση ότι αντίθετα με την παραδοσιακή οδηγεί σε

    οπισθοδρόμηση τη γλώσσα, στα έργα της μόλις διακρίνεται η σφραγίδα της

    ελληνικότητας, η αγάπη και η γνώση της γλώσσας αμβλύνεται, ενώ

    απομακρύνεται από το πνεύμα και τη ζωή της ελληνικής κοινωνίας46.

    Εκκινεί έτσι έναν ενδιαφέροντα «διάλογο» με τον Γιώργο Σεφέρη μέσα από

    τα έντυπα που συνεργάζονταν τότε, «Προπύλαια» και «Τα Νέα Γράμματα»

    αντίστοιχα47 (Κούσουλας Λουκάς, 1975).

    Πέντε χρόνια πριν, τον Αύγουστο του 1933, πραγματοποιείται από

    το περιοδικό Ρυθμός48 μία έρευνα για την κατάσταση της νεοελληνικής

    ποίησης με τα εξής ερωτήματα: «Ποια η γνώμη σας απάνω στις σύγχρονες

    45 Επίμετρο στο , Γ. Θεοτοκάς-Γ.Σεφέρης : Αλληλογραφία (1930-1966), εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1981,

    σελ 189. Αργότερα ο Τ.Παπατσώνης αναθεωρεί την αρνητική άποψη για τον Σεφέρη, συνδέεται

    φιλικά μαζί του και συμμετέχει το 1961 στο τιμητικό αφιέρωμα για τα τριάντα χρόνια της "Στροφής".

    46 Κ. Τσάτσος, Πριν από το ξεκίνημα, περ. Προπύλαια, Απρίλης 1938, περιέχεται στο Γ. Σεφέρης - Κ.

    Τσάτσος, Ένα διάλογος για την ποίηση, Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1975, σελ. 13

    47 Τα κείμενα του διαλόγου: Κ. Τσάτσος, «Πριν από το ξεκίνημα», περ. Προπύλαια, Απρίλης 1938

    Γ. Σεφέρης, «Διάλογος πάνω στην ποίηση», περ. Τα Νέα Γράμματα τεύχος 8-9, 1938

    Κ. Τσάτσος, «Ένας διάλογος για την ποίηση», περ. Προπύλαια, Οκτ.-Δεκ. 1938

    Γ. Σεφέρης, «Δεύτερος διάλογος ή μονόλογος πάνω στην ποίηση», περ. Τα Νέα Γράμματα τεύχ. 1-3,

    1939

    Κ. Τσάτσος, «Απολογισμός ενός διαλόγου», περ. Προπύλαια, Ιαν.- Φεβρ. 1939

    Γ. Σεφέρης – Κ. Τσάτσος, «Το τέλος ενός διαλόγου», περ. Τα Νέα Γράμματα, τεύχος 7-12, Ιουλ.–Δεκ.

    1939.

    48 Περιοδικό ΡΥΘΜΟΣ, υπότιτλος: Όργανο των νέων. Ποίηση - Διήγημα - Κριτική - Μελέτη ||

    Λογοτεχνικά τεύχη, εκδότης: Π. Σ. Βαρβαρέσος, κυκλοφόρησε από τον Σεπτέμβριο 1932 έως και τον

    Αύγουστο 1934.

  • 18

    τάσεις της ποιήσεως;», «Η ποίηση διέρχεται πράγματι περίοδο παρακμής,

    όπως υποστηρίζεται από μερικούς κριτικούς;», «Ποιους ποιητές από τους

    παλαιούς και ποιους από τους νέους προτιμάτε;» Στην έρευνα απαντούν:

    Μ. Σπιέρος, Ν. Χάγερ-Μπουφίδης, Μ. Δ. Στασινόπουλος (Μάιος, τεύχ. 8 σ.

    236-240), Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τέλλος Άγρας, Καίσαρας Εμμανουήλ

    (Ιούνιος, τεύχ. 9, σ. 271-277) και Αναστ. Δρίβας, Ν.Β. Τωμαδάκης, Γ.

    Κοτζιούλας, Τ.Κ. Παπατσώνης (Αύγουστος, τεύχ. 10-12, σ.311-320).49 Ο

    Κοτζιούλας50, που συνεργαζόταν τακτικά με το περιοδικό, συμμετέχει στην

    έρευνα και εκφράζεται θετικά για την νεοελληνική ποίηση καθώς «δεν

    ξεφωνίζει, δεν αεροβατεί και δεν οπτασιάζεται, προσπαθεί επιπρόσθετα να

    γίνει απλότερη και λιτότερη στο ύφος, πιο καίρια και ουσιαστική στο

    περιεχόμενο, δίχως άχρηστα στολίδια και αστείους αναχρονισμούς, με

    σκοπούς συγχρονισμένους και με πιο τελειοποιημένα μέσα»

    (Βογιατζόγλου, Ποίηση και Πολεμική, 2015). Σε άλλο σημείο τονίζει

    «Φαίνεται κιόλας από τα παραπάνω πως εγώ τουλάχιστον δεν πιστεύω γι’

    αυτά που λέγονται για χρεωκοπίες και παρακμές του ποιητικού λόγου. [...]

    ΄Οποια εκδοχή κι αν παραδεχτούμε από τις δυο στο ίδιο συμπέρασμα θα

    καταλήξουμε: πως άδικα φοβούνται όσοι φαντάζονται την ποίηση σε

    κίνδυνο.» Επισημαίνει ότι η τελευταία δεκαετία ανάδειξε δύο

    προσωπικότητες με εξαιρετική σημασία, τον Καρυωτάκη και τον Βάρναλη

    ενώ για τους νέους πρωτόπειρους σημειώνει: «Απ’ την ηλικία αυτών των

    τελευταίων προέρχονται κι εκπλήξεις λιγότερο ευχάριστες – στίχοι

    άρρυθμοι, στίχοι ανέμελοι, στίχοι αναρχικοί, δίχως μέτρο δίχως σύνταξη,

    δίχως ειρμό μα η νιότη, μ’ όλο που τρικλίζει κάποτε και παραπατά,

    ανανεώνει ωστόσο τη ζωή και φέρνει νεωτερισμούς – ας την

    παρακολουθούμε μ’ επιείκεια, λοιπόν, ας μη πολυφωνάζουμε τα

    παραπτώματά της».51 Οι παραπάνω τοποθετήσεις του Κοτζιούλα, έχουν

    ιδιαίτερη σημασία γιατί διαφαίνεται η καθησυχαστική διάθεση του και η

    ανοχή στο καινούργιο. Αυτή η αρχική τοποθέτηση παρουσιάζει και την 49 Αργυρίου, Α. (2002). Ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του

    Μεσοπολέμου, Αθήνα: Καστανιώτης, σ. 332-333.

    50 Στο περιοδικός Ρυθμός, τεύχος 10-12, Αύγουστος 1933, σ. 316-319, απάντηση σε έρευνα για την

    νεοελληνική ποίηση.

    51 Ο.π. σ.319.

  • 19

    θετική πρόθεσή του προς την αλλαγή και την ανανέωση της ποίησης

    εφόσον διατηρούνται αρχές που για τον Κοτζιούλα θεωρούνται

    ουσιαστικές και γι’ αυτό και απαραβίαστες. Η στάση του θα αλλάξει, όταν

    θεωρήσει ότι η νεωτερική ποίηση βεβηλώνει την ιερή γι΄αυτόν

    παραδοσιακή ποίηση. Την αλλαγή αυτή θα παρακολουθήσουμε στα υπό

    εξέταση κείμενα.

    Την περίοδο που δημοσιεύεται το πρώτο δοκίμιο, «Συγχρονισμένη

    Ποίηση», η Ελλάδα πολιτικά βρίσκεται υπό το δικτατορικό καθεστώς της 4ης

    Αυγούστου. Ο Κοτζιούλας διανύει, λίγο πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του,

    μια πολύ δημιουργική περίοδο. Το 1937 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή

    του «Σιγανή φωτιά»54 ενώ τον επόμενο χρόνο (1938) οι συλλογές «Η

    δεύτερη ζωή» και «Ο Γρίφος» καθώς και το 1939 η συλλογή διηγημάτων

    «Το κακό συναπάντημα και άλλα διηγήματα»55. Συνεργάζεται με έγκυρα

    λογοτεχνικά περιοδικά56. Τα ποιήματα της περιόδου αυτής αναδίδουν

    πίκρα και θλίψη για την σκληρή ζωή του αλλά και μια αγωνιστικότητα

    αξιοθαύμαστη. Ήταν όπως σημειώνει ο ίδιος57 «...πολύ συγχρονισμένα στο

    νόημα από άποψη κοινωνικού περιεχομένου» και «...είχαν θέση κανονικά,

    χρονολογικά και ψυχολογικά, ανάμεσα στα σύγχρονά τους των τριών

    συλλογών μου, που δημοσιεύτηκαν μαζωμένες το 1938. Αποτελούσαν τη

    φυσική απάντηση και διέξοδο που θ’ αναζητούσε ο αναγνώστης μέσα στην

    ατμόσφαιρα της στέρησης και της ταλαιπωρίας εκείνων. ‘Όλο κλαίει τη

    μοίρα του αυτός ο ποιητής;’ θ’ αναρωτιόταν με απορία ο άνθρωπος της

    ταραγμένης εκρηχτικής περιόδου του μεσοπολέμου. Όχι, ο ποιητής έχει και

    στιγμές εξέγερσης, στίχους που στιγμάτιζαν την καταπίεση και την αδικία,

    με τρόπο ευθύ και όχι πλάγιο ̇ σαρκαστικά, όπως τα βλέπει κανείς αλλού

    στα διασωμένα κομμάτια. Κι επειδή εκεί βρισκόταν πολλή αναπόληση και

    συσχέτιση με την ύπαιθρο, με τα χωριά μας, μπορώ να πω πως

    αποτελούσαν και την πρώτη απήχηση των καινούργιων ιδεών, της

    54 Κοτζιούλας, Γ. (1938). Σιγανή φωτιά (1932-5): ποιήματα. Αθήνα: [Εκτ. Αθ. Γκογκώνης].

    55 Κοτζιούλας, Γ. (1939). Το κακό συναπάντημα: κι' άλλα διηγήματα. Αθήνα: [χ. ό.].

    56 Όπως τα περιοδικά Ελληνικά Γράμματα, Νεοελληνικά Γράμματα, Νεοελληνικά Σημειώματα.

    57 Κοτζιούλας, Γ. (1956). Άπαντα. Αθήνα: Δίφρος τ. Α’, σ. 12.

  • 20

    εθνικολαϊκής χειραφέτησης, σε πλαίσια εξωαστικά, δηλαδή αγροτικά...»59.

    Αν και υπήρχε ακόμα επιφύλαξη για την αποδοχή του μοντερνισμού,

    σημαντικοί κριτικοί όπως ο Κ.Θ. Δημαράς, ο Πέτρος Σπανδωνίδης

    εκφράζονται θετικά για τους νεωτερισμούς60.

    Το κείμενο «Συγχρονισμένη ποίηση»61 δημοσιεύτηκε στα

    Νεοελληνικά Γράμματα τον Φεβρουάριο του 1937 και είναι ένα άρθρο

    πολεμικής. Η επιείκεια που έδειχνε ο Κοτζιούλας, στις αρχές τις δεκαετίας,

    στους νέους δημιουργούς αναζητώντας τον «συγχρονισμό της ποίησης» με

    τις ανάγκες της «σύγχρονης» ψυχής καθώς και τη τελειοποίηση και την

    εκλέπτυνση των τεχνικών μέσων της, δίνει τη θέση της τώρα στην

    αγανάκτηση. Σε αυτό το άρθρο ο Κοτζιούλας επιλέγει να μην αναφέρει

    ονόματα, έργα ή λογοτεχνικά ρεύματα. Απαριθμεί και σχολιάζει της

    καταστροφικές, όπως εκτιμά, αλλαγές στην ποίηση.62 Στο κείμενο είναι

    εντοπίζεται εύκολα η αρνητική χρήση του όρου «συγχρονισμένη» από τον

    Κοτζιούλα. Σύντομα ήρθε η απάντηση μέσα από το ίδιο έντυπο63 από τον

    κριτικό και ποιητή Γιώργο Μυλωνογιάννη64, αρχισυντάκτη του περιοδικού,

    με τον όρο να χρησιμοποιείται θετικά αυτή τη φορά. Το ύφος στο κείμενο

    59 Αδάμος, Τ. (1986). Πνευματικές γνωριμίες: προσωπογραφίες λογοτεχνών. Αθήνα: Καστανιώτης. σ.

    163.

    60 Βογιατζόγλου, Α. (2015). Ποίηση και Πολεμική - Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα. Αθήνα:

    ΚΙΧΛΗ. σ. 89.

    61 Κοτζιούλας, Γ. (1937, Φεβρουαρίου 6). Συγχρονισμένη ποίηση. Νεολληνικά Γράμμματα (10), σ. 14.

    62 Βογιατζόγλου, Α. (2015). Ποίηση και Πολεμική - Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα. Αθήνα:

    ΚΙΧΛΗ. σ. 88.

    63 Νεοελληνικά Γράμματα, στις 20 Φεβρουαρίου 1937.

    64 Γιώργος Μυλωνογιάννης (1909-1954): Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 από τις σελίδες

    του περιοδικού Μπουκέτο, όπου δημοσίευσε στίχους και ποιητικές μεταφράσεις. Υπήρξε μέλος της

    συντακτικής ομάδας του περιοδικού Ξεκίνημα από το 1933 και επιμελητής έκδοσης του περιοδικού

    Κρητικαί Μελέται, εξέδωσε τα περιοδικά Λυτρωμός (1933) και Φλόγα (1935), ενώ από το 1936 ως

    το 1940 διηύθυνε από κοινού με τον Δημήτρη Φωτιάδη το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα.

    Παράλληλα δημοσίευσε κείμενα σε πολλά αθηναϊκά περιοδικά και υπήρξε μέλος της Ένωσης Νέων

    Λογοτεχνών και του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε

    από εξάρτηση σε ναρκωτικές ουσίες. Νοσηλεύτηκε σε κλινικές και ιδρύματα και πέθανε στο

    Δρομοκαΐτειο. Το μεγαλύτερο μέρος του γραπτού έργου του Γιώργου Μυλωνογιάννη αποτελούν

    ποιήματα και κριτικά δοκίμια. Η ποίησή του κινείται στα χνάρια της απαισιοδοξίας του Ναπολέοντα

    Λαπαθιώτη και του Μήτσου Παπανικολάου. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, ενώ μεγάλο μέρος

    του έργου του βρίσκεται δημοσιευμένο σε περιοδικά. (Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, χ.χ.)

  • 21

    του Μυλωνογιάννη65 είναι αυστηρό και μάλλον ειρωνικό: «Ο κύριος Γ.

    Κοτζιούλας που είναι κι ο ίδιος ένας ποιητής, ίσως από λόγους

    ιδιοσυγκρασίας να είναι ανίκανος να δει τη σημερινή πραγματικότητα

    τέτοιαν, όπως πρέπει να βλέπεται από έναν άνθρωπο διανοούμενο, από

    έναν σημερινό στοχαστή». Σημειώνει ότι «το πρόβλημα της

    συγχρονισμένης ποίησης και της παράδοσης δεν είναι απλώς μια υπόθεση

    μορφής» και συμπληρώνει: «Κάτι το βαθύτερο, και πέρα από τεχνοτροπίες

    και σχολές, κάτι το πιο ουσιαστικό και γεμάτο ευθύνες και απαιτήσεις, μας

    συγκλονίζει σήμερα». (Βογιατζόγλου, Ποίηση και Πολεμική, 2015).

    Το δοκίμιο «Συγχρονισμένη Ποίηση»66 ακολούθησαν τέσσερα

    κείμενα του Κοτζιούλα που δημοσιεύτηκαν αμέσως μετά και διαδοχικά στο

    περιοδικό Νεοελληνικά Σημειώματα67 στα αντίστοιχα τεύχη: «Η

    λογοτεχνική μας γλώσσα»,68 «Φιλοσοφικές Σχολές»,69 «Ελληνικές

    ηθογραφίες»70 και «Κριτικής της κριτικής μας».71 Το γλωσσικό θέμα

    αποτέλεσε άξονα και με έντονη τη διαμάχη ανάμεσα στην καθαρεύουσα

    και τη δημοτική. Ο Κοτζιούλας είναι ξεκάθαρος στην τοποθέτησή του:

    επισημαίνει τις υπερβολές στη δημοτική - «Στα κείμενα των πρώτων

    δημοτικιστών υπάρχει όχι λίγη χοντροκοπιά»,72 - εκφράζει τη δυσαρέσκειά

    του για την χρήση της γαλλικής σε ελληνικά κείμενα - «...τα γαλλικά, το

    σύμβολο της ξενομανίας», «Όποιος κατηγόρησε μία φορά τον υπερβολικό

    ζήλο των παλιών δημοτικιστών, αυτός θα κατηγορήσει δέκα την καινούργια

    τούτη ευγένεια που δεν καταδέχεται πια τα πατροπαράδοτα»73 - και

    καταλήγει: «Ο λογοτέχνης της εποχής μας έχει όχι μόνο τη δυνατότητα

    65 Μυλωνογιάννης, Γ. (1937, Φεβρουάριος 20). «Ένα γράμμα. Συγχρονισμός και παράδοση».

    Νεοελληνικά Γράμματα (12), σ. 12.

    66 «Συγχρονισμένη Ποίηση»: άρθρο στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, τεύχος 10, δημοσιεύτηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1937.

    67 Νεοελληνικά Σημειώματα, διευθυντής ήταν ο Γιάννης Σκαρίμπας.

    68 Ο.π. τεύχος 2, Απρίλιος 1937, σ. 21-23.

    69 Ο.π. τεύχος 3, Μάιος 1937, σ. 38-41.

    70 Ο.π. τεύχος 4, Ιούνιος 1937, σ. 56-59.

    71 Ο.π. τεύχος 5, Ιούλιος 1937, σσ. 77-80.

    72 «Η λογοτεχνική μας γλώσσα», σ. 21.

    73 Ο.π. σ. 22.

  • 22

    παρά και την υποχρέωση μαζί ν’ αντλήσει ακόμα από την πρώτη πηγή: από

    το στόμα του λαού».74 Το δεύτερο κείμενο ασχολείται με τις λογοτεχνικές

    σχολές, βάλλει κατά καθιερωμένων ποιητών όπως ο Βαλαωρίτης και ο

    Παλαμάς αλλά και κατά του Ξενόπουλου που επισημαίνει ότι είναι ο μόνος

    από τους παλιούς που κατάφερε να σχηματίσει σχολή.75 Κατηγορεί τον

    τελευταίο ότι κατεβάζει την ποιότητα των έργων σκόπιμα αντί να ανεβάσει

    το αναγνωστικό κοινό γιατί τον ενδιαφέρει η μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα.

    76 Ο Ξενόπουλος απαντά με το εκτενές άρθρο «Η ανύπαρκτη σχολή μου»78

    γραμμένο σε έντονο ύφος, καταφεύγοντας σε υπερβολές και

    υπογραμμίζοντας τις αρετές της γραφής του, την πρωτοτυπία των θεμάτων

    του και την επιτυχία των πειραματισμών του. Η απάντηση του Κοτζιούλα

    δεν δημοσιεύτηκε ποτέ παρά τη σχετική αναγγελία γιατί σταμάτησε η

    κυκλοφορία του περιοδικού. Σε επόμενο δοκίμιο, με τίτλο: «Ελληνικές

    ηθογραφίες», υπερασπίζεται την άποψή του κατά των δυτικών επιρροών:

    «Είμαστ’ ένας λαός στα πρώτα βήματα του ακόμα, δεν έχουμε την

    ικανότητα μήτε ν’ αφομοιώσουμε καλά καλά. Κάθε επιρρ