7
O™O KPATAEI ENA™ KAºE™ .... ¢ÈËÁ‹Ì·Ù· ŸÛÔ ÎÚ·Ù¿ÂÈ ¤Ó·˜ ηʤ˜... ™˘ÏÏÔÁ‹ ¢ÈËÁËÌ¿ÙˆÓ ∂. ∞ÛÈÒÙË & ¢. ÃÚÈÛÙÔ‰Ô‡ÏÔ˘ º. ª¿Ì·ÏË & ™. ™ËÊ¿ÎË-∞˚‚·ÏÈÒÙË Ã. ™ÙÚ·ÙËÁÔÔ‡ÏÔ˘-ª·ÎÚÔÔ‡ÏÔ˘ ¢. ∆·ÓÔ‡‰Ë˜ & ™. ∫ÔÏ˘‚¿ KÈ ¿Ó ̤۷ ÛÙȘ ÛÂÏ›‰Â˜ ·˘ÙÔ‡ ÙÔ˘ ÌÈÎÚÔ‡ ‚È‚Ï›Ô˘, ‚Ú›˜ οÙÈ ·fi ÙÔÓ Â·˘Ùfi ÛÔ˘, ‹ ·Ó·Î·Ï¤ÛÂȘ οÔÈ· ·fi ηÈÚfi ¯·Ì¤ÓË ı‡ÌËÛË, Ì›ÓÂÈ ·Ó‹Û˘¯Ô˜... Â›Û·È ·ÎÚÈ‚Ò˜ ÂÛ‡... ÌÈ¿ ·fi ÙȘ ¯ÈÏÈ¿‰Â˜ „ËÊ›‰Â˜ ÙÔ˘ ·Ù¤ÏÂȈÙÔ˘ ¿˙Ï ·˘Ù‹˜ Ù˘ fiÏ˘... KÈ ¤ÙÛÈ... Î¿Ô˘... οˆ˜... οÔÙÂ...

Maroko_Tameland

Embed Size (px)

DESCRIPTION

λογοτεχνία'διήγημα

Citation preview

Page 1: Maroko_Tameland

O™

O K

PA

TA

EI E

NA

™ K

E™

....

¢ÈË

Á‹

Ì·

Ù·

ŸÛÔ ÎÚ·Ù¿ÂÈ ¤Ó·˜ ηʤ˜...

™˘ÏÏÔÁ‹ ¢ÈËÁËÌ¿ÙˆÓ

∂. ∞ÛÈÒÙË & ¢. ÃÚÈÛÙÔ‰Ô‡ÏÔ˘º. ª¿Ì·ÏË & ™. ™ËÊ¿ÎË-∞˚‚·ÏÈÒÙËÃ. ™ÙÚ·ÙËÁÔÔ‡ÏÔ˘-ª·ÎÚÔÔ‡ÏÔ˘

¢. ∆·ÓÔ‡‰Ë˜ & ™. ∫ÔÏ˘‚¿

KÈ ¿Ó ̤۷ ÛÙȘ ÛÂÏ›‰Â˜ ·˘ÙÔ‡ ÙÔ˘ ÌÈÎÚÔ‡ ‚È‚Ï›Ô˘,

‚Ú›˜ οÙÈ ·fi ÙÔÓ Â·˘Ùfi ÛÔ˘, ‹ ·Ó·Î·Ï¤ÛÂȘ οÔÈ·

·fi ηÈÚfi ¯·Ì¤ÓË ı‡ÌËÛË, Ì›ÓÂÈ ·Ó‹Û˘¯Ô˜... ›۷È

·ÎÚÈ‚Ò˜ ÂÛ‡... ÌÈ¿ ·fi ÙȘ ¯ÈÏÈ¿‰Â˜ „ËÊ›‰Â˜ ÙÔ˘

·Ù¤ÏÂȈÙÔ˘ ¿˙Ï ·˘Ù‹˜ Ù˘ fiÏ˘...

KÈ ¤ÙÛÈ... Î¿Ô˘... οˆ˜... οÔÙÂ...

Page 2: Maroko_Tameland
Page 3: Maroko_Tameland

http://i396.photobucket.com/albums/pp48/magdalini36/NCave_posteredges.jpg�FPRIVATE

"TYPE=PICT;ALT=" http://i396.photobucket.

com/albums/pp48/magdalini36/NCave_posteredges.jpgΗ βαριά γκρίζα ξεφλουδισµένη εξώπορτα που είχε το χρώµα του παγωµένου πρωινού, έκλεισε πίσω του µε θόρυβο. Στάθηκε µπροστά στο φθαρµένο δίπατο νεοκλασσικό ψαχουλεύοντας µισοκοιµισµένος τις τσέπες της καµπαρτίνας γιά το κλειδί της χοντρής αλυσσίδας που ήταν περασµένη στα κάγκελα. Τα χέρια του ακούµπησαν κάτι στιλπνό και µαλακό...Το τράβηξε έξω...το φουλάρι της Νάνσυς... πορτοκαλί-χρυσό και µώβ µετάξι...Xαµογέλασε λίγο θλιµµένα καθώς έφερνε στο µυαλό του την προηγούµενη νύχτα...το ίδιο σκηνικό µε τόσες επαναλήψεις...είχαν καταλήξει οι δυό τους στο κρεβάτι του γι'ακόµα µιά φορά σε άλλη µιά προσπάθεια να αλληλοπαρηγορηθούν γιά ανεκπλήρωτους πόθους, οδυνηρές πλάνες και ελπίδες που είχαν θρυµµατιστεί. Τίποτα περισσότερο που να χαρακτηρίζει την γνήσια ερωτική επιθυµία που δένει δυό εραστές παρά µιά απεγνωσµένη προσπάθεια να γαντζωθούν από κάπου, να κουρνιάσουν σε µιά αγκαλιά. Κούµπωσε το παλτό του και βόλεψε καλύτερα το λουρί από το µακρύ λινό ταγάρι που κρεµόταν στον ώµο του, κατηφορίζοντας από το µικρό λόφο προς τη λεωφόρο. Ήθελε να προλάβει από νωρίς την τράπεζα πριν πλακώσουν οι συνταξιούχοι καθώς ήταν µέρα πληρωµών κι εκείνος περίµενε όπως πάντα το έµβασµα από τον αδερφό του που ερχόταν το τελευταίο δεκαήµερο κάθε µήνα. ΄Ηταν το µερίδιο του από την συγκοµιδή της ελιάς ή από τις φυστικιές που καλλιεργούσαν στα κτήµατα κάτω στο χωριό, κάπου στα περίχωρα της Καλαµάτας. Εκείνος, άν και έξι χρόνια µικρότερος, δεν είχε κλείσει ακόµα τα τριάντα, τα είχε καταφέρει καλά στην διαχείριση της µικρής αγροτικής περιουσίας που είχαν κληρονοµήσει, εξασφαλίζοντας ένα καλό εισόδηµα γιά τους δυό τους. Μ'αυτό τον τρόπο φρόντιζε µε συνέπεια να ενισχύει οικονοµικά τον µεγαλύτερο αδερφό του, χωρίς να γίνεται αδιάκριτος µε ενοχλητικές ερωτήσεις γιά το τι λογάριαζε να κάνει και γιατί παρέµενε τόσα χρόνια στην Αθήνα, έχοντας αφήσει στην µέση τις σπουδές του και χωρίς να υπάρχει τίποτα που πραγµατικά να τον δένει εκεί. ΄Αρχισε να νιώθει ασφυξία και ξαναγύρισε την σκέψη του στην Νάνσυ.

Page 4: Maroko_Tameland

Είχαν συναντηθεί όπως πάντα το προηγούµενο απόγευµα στην πλατεία µε τους επιρρεπείς παράφρονες και µετά από πειράγµατα και αστεϊσµούς είχαν µαζευτεί στο γωνιακό ξύλινο καφέ αµερικάνικου τύπου γιά µπύρες και κρασοκατάνυξη, 7-8 άτοµα, ανάµεσα τους η Νάνσυ και µιά άλλη κοπέλλα. Εκείνη µετά από µισή ντουζίνα µπύρες είχε αναλυθεί σ'έναν χείµαρο υστερίας πάνω στον ώµο του, παραληρήµατος γιά τον δρόµο που δεν έβγαζε πουθενά, γιά την ατέρµονη αναµέτρηση µε τους προσωπικούς της δαίµονες. Αφού πέρασαν έτσι ένα τρίωρο τον ρώτησε ντροπαλά και µελαγχολικά σε κατάσταση ελαφριάς µέθης : «Νασούλη, να κοιµηθώ απόψε σπίτι σου? ...δεν νοµίζω πως θα µπορέσω να πάρω τα πόδια µου µέχρι το δικό µου.» ΄Ηταν παλιό συνήθειο της παρέας από δέκα χρόνια και βάλε που ζούσε στο παλιό ψηλοτάβανο σπίτι να το θεωρούν καταφύγιο διανυκτέρευσης όταν η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο όπως σε εφόδους και κυνηγητά της αστυνοµίας γιά ναρκωτικά ή εξακρίβωση στοιχείων, όταν κάποιος ήταν λιώµα και δεν µπορούσαν να τον µεταφέρουν σπίτι, γιά κάθε είδους ερωτική συνεύρεση όταν δεν υπήρχε πρόχειρο κάτι άλλο. Ο χώρος προσφερόταν καθώς υπήρχαν εκτός από το δικό του, άλλα δύο ψηλοτάβανα δωµάτια στο υπερυψωµένο ισόγειο και τη σάλα που παρέµεναν άδεια παρά την λιτή επίπλωση, φτιαγµένη από πολυθρόνες, αυτοσχέδια τραπέζια, στρώµατα ριγµένα στο πάτωµα και ετερόκλητα αντικείµενα που µάζευε από τα σκουπίδια ή αγόραζε στο γιουσουρούµ. Πόστερ και φυλλάδια από διάφορες εικαστικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις και πορείες-παρεµβάσεις αντιεξουσιαστικών οµάδων στόλιζαν τους µαδηµένους τοίχους. Είχε σκεφτεί αρκετές φορές να νοίκιαζε κάποιον απ'αυτούς τους χώρους ενισχύοντας το εισόδηµα του, αλλά γρήγορα είχε εγκαταλείψει την ιδέα: δεν εγκατέλειπε την ησυχία και την αυτονοµία του γιά κανένα αντίτιµο... Χάθηκε σε µιά ονειρική οµιχλώδη αναπόληση της πρώτης εγκατάστασης του στην περιοχή, όταν είχε καταφέρει µε την δεύτερη προσπάθεια να περάσει στην Φιλοσοφική. ΄Ηταν µόλις είκοσι χρονών και ένιωθε χαµένος και εκµηδενισµένος στην τεράστια άγρια µεγαλούπολη. Τα πρώτα χρόνια όταν ακόµα ήταν ποτισµένος µε ιδέες και όνειρα είχε δεί σκηνές στην πλατεία που τον είχαν σοκάρει. Τώρα δεν υπήρχαν και πολλά πράγµατα που µπορούσαν να τον τροµάξουν, να τον αγγίξουν ή να τον κάνουν να ονειρευτεί. Τότε είχε γνωρίσει και την Νάνσυ, τρία χρόνια µικρότερη του που το είχε σκάσει από το εύπορο µεγαλοαστικό περιβάλλον της όπου της ετοίµαζαν ήδη έναν ευκατάστατο γαµπρό χωρίς να έχει τελειώσει ακόµα το λύκειο. Είχαν νιώσει αµοιβαία συµπάθεια και έλξη, όχι ερωτική, απλά ταιριάζαν τα χνώτα τους και είχαν γίνει κολλητοί σχεδόν από την πρώτη στιγµή. Στα χρόνια που περάσαν είχε ζήσει από κοντά πολλά δικά της σκαµπανεβάσµατα διάθεσης και αισθηµάτων καθώς και το κατρακύλισµα της στα ναρκωτικά και στην ανώφελη εναλλαγή ερωτικών συντρόφων. ΄Εχοντας υιοθετήσει από νωρίς έναν ιδιόρρυθµο και προκλητικό τρόπο εµφάνισης και συµπεριφοράς η Νάνσυ ήταν µε λίγα λόγια «το τσουλί της πλατείας». Σήµα κατατεθέν τα κοντά κοληµµένα µε

Page 5: Maroko_Tameland

λάκ µαλλιά που σχηµάτιζαν ασύµµετρα µαύρα και κόκκινα καρφιά και τούφες που έπεφταν άτσαλα στο µέτωπο και στους ώµους της. Μαύρα διχτυωτά καλσόν και γάντια, µυτερά µποτάκια, µίνι φούστες, δερµάτινα τζάκετ και περικάρπια µε καρφιά συµπλήρωναν το αλλοπρόσαλο λούκ και το έντονο θεατρικό µακιγιάζ. ΄Ηταν ένα καλόκαρδο και ευαίσθητο παιδί-ήταν από τους λίγους που το ήξεραν και είχε προσπαθήσει επανειληµµένα να την τραβήξει από την αδυσώπητη αναµέτρηση µε τον εαυτό της.

Επιτέλους είχε φτάσει η σειρά του στην ουρά του ταµείου. ΄Εχωσε βιαστικά την δέσµη µε τα χαρτονοµίσµατα στο ταγάρι, το ασφάλισε καλύτερα φέρνοντας διαγώνια το λουρί µπροστά στον θώρακα και δρασκέλισε την περιστρεφόµενη αλουµινένια πόρτα. ΄Ενιωσε ότι δεν τον κρατάγανε τα πόδια του καθώς είχε κοιµηθεί µόλις δυόµισυ ώρες και θυµήθηκε ότι δεν είχε φάει τίποτα από χθές το µεσηµέρι. Χώθηκε βιαστικά στο τυροπιτάδικο στη γωνία. Βγήκε µασουλώντας µιά µακεδονίτικη µπουγάτσα όταν ξεπρόβαλλε µπροστά του η...Ελπίδα. Από νύστα και κεκτηµένη ταχύτητα µόλις που πρόλαβε την τελευταία στιγµή να µην πέσει πάνω της. «Νάσο, πως έτσι πρωινός? Σ’έψαξα χθές το βράδυ στο καφέ αλλά µου είπαν πως είχες φύγει κάπως νωρίς.». Πως φωτιζόταν ο µουντός κόσµος του κάθε φορά που την έβλεπε. Mεν ήταν όµορφη, ίσως λίγο µεγαλύτερη του, αρκετά µεγαλόσωµη µε φαρδείς και δεµένους γοφούς, φορούσε ριχτά καφτάνια σε ουδέτερα χρώµατα και είχε τα ανοιχτοκάστανα µαλλιά της κοµένα κοντά. ΄Ενιωσε τέτοια ανακουφιστική αίσθηση οικειότητας µαζί της από την πρώτη στιγµή που την συνάντησε πρίν ένα µήνα. Μιά γλυκιά ζεστασιά απλωνόταν στο σώµα του κάθε φορά που του µιλούσε µε την ήρεµη φωνή της, µιά αίσθηση που είχε να νιώσει πολλά χρόνια, σαν να γύριζε σπίτι. Είχε τόσα ωραία πράγµατα να διηγηθεί κάθε φορά γιά βιβλία που είχε διαβάσει µε υπαρξιακό και φιλοσοφικό περιεχόµενο, αναλύσεις γιά ταινίες και ρεύµατα της σύγχρονης τέχνης µε τα οποία ερχόταν σ’επαφή µέσω της δουλειάς της. ΄Ηταν µεταφράστρια και είχε γυρίσει πρόσφατα από ένα µικρό διάστηµα παραµονής στο Μαρόκο, όπου εργαζόταν στην ελληνική παροικία παραδίδοντας µαθήµατα Αγγλικών στα παιδιά των µεταναστών και µεταφράζοντας κείµενα γιά πρεσβείες και άλλους δηµόσιους οργανισµούς. Παρακολουθούσε εκστασιασµένος τις περιγραφές της γιά την εξωτική χώρα, τις πορτοκαλόχρωµες ερήµους και τα ατέλειωτα, πολύβουα παζάρια καθώς και τα µουσεία και τις αρχαιότητες που είχε επισκεφθεί. Βρισκόταν εδώ σε κάποιο διάλειµµα από τις δραστηριότητες της προκειµένου να επισκεφθεί τους γονείς της που ζούσαν σε κάποιο διαµέρισµα στην Κυψέλη και σύχναζε τα βράδια στην πλατεία. Στεκόταν κάπως παράµερα από την υπόλοιπη παρέα µην έχοντας και πολλά κοινά σηµεία αναφοράς ή θέµατα να συζητήσει, αλλά τον Νάσο τον είχε συµπαθήσει από την αρχή.

Page 6: Maroko_Tameland

«Θα σε δώ σήµερα?» τον ρώτησε κοιτώντας τον ερευνητικά µε τα καστανοπράσινα καλοσυνάτα µάτια της. Εκείνος ανταπέδωσε το βλέµµα πίσω από τα χοντρά µαύρα γυαλιά µυωπίας που φορούσε: «Και βέβαια. Να πούµε στις 7.00 γιά καφέ?». Συνέχισε να χαµογελάει σ’όλο τον δρόµο της επιστροφής γιά το σπίτι. Γδύθηκε βιαστικά, τάισε το µικρό κουτάβι που είχε στην εσωτερική αυλή και έπεσε ξερός στο κρεβάτι µε τον ψηλό θόλο και τις κουρτίνες που είχε φτιάξει ο ίδιος. Γρατσουνίσµατα και κλάµατα τον ξύπνησαν πίσω από το µάνταλο της φαγωµένης πόρτας της κουζίνας που οδηγούσε στην αυλή. ΄Αρχισε να βλαστηµάει γιά την ψυχοπονιάρικη ευαισθησία που τον είχε οδηγήσει να µαζέψει το κουτάβι µιά βδοµάδα πρίν από τα σκουπίδια που το βρήκε να κλαψουρίζει, όταν το βλέµµα του έπεσε στο ρολόι που κρεµόταν στον τοίχο της κουζίνας. 18.47 µµ. ΄Ηταν πρωί ή απόγευµα? Ξαφνικά αναπήδησε καθώς θυµήθηκε την Ελπίδα και το ραντεβού τους. Πλησίαζε στο µέρος που είχαν ορίσει όταν είδε τον Σπύρο, παλιό φίλο να κάθεται µελαγχολικός στο πεζούλι του µαγαζιού µε τις αντίκες που βρισκόταν δίπλα στο καφέ. Χαιρέτησε βιαστικά και ετοιµαζόταν να δρασκελίσει το κατώφλι όπου τον περίµενε η Ελπίδα όταν ο Σπύρος τον σταµάτησε: «Τα έµαθες γιά την Νάνσυ?». Το βήµα του έµεινε µετέωρο. «Τι έγινε µε την Νάνσυ?». -«Μα που ήσουν όλο το πρωί και το µεσηµέρι? ΄Εγινε χαµός...Την βρήκε η συγκάτοικος της λιπόθυµη...πρέπει να το χόντρυνε αυτή την φορά γιατί την µετέφεραν αµέσως µε ασθενοφόρο και ακόµα δεν µπορούν να µας δώσουν πληροφορίες άν διέφυγε τον κίνδυνο. Είναι και κάποια παιδιά δικά µας εκεί και περιµένουν µήπως µάθουν κάτι.» Το µυαλό του δούλευε πυρετωδώς καθώς τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας από την αναστάτωση. ΄Ηθελε να βάλει φτερά στα πόδια του γιά να φτάσει µιά ώρα γρηγορότερα στο νοσοκοµείο ενώ µέσα τον περίµενε η Ελπίδα και δεν ήθελε να την χάσει. Μπούκαρε σαν κυνηγηµένος στο καφέ και την είδε να τον περιµένει χαλαρή και χαµογελαστή στο γωνιακό τραπέζι δίπλα στις κονσόλες µε τα βίντεο γκέιµς. Η έκφραση της άλλαξε µόλις κατάλαβε την αγωνία του. «Ελπίδα, κάτι πολύ σοβαρό συµβαίνει στην φίλη µου την Νάνσυ, την έχεις συναντήσει νοµίζω. Είναι στο νοσοκοµείο, πρέπει να φύγω αµέσως γιά κεί. Θα µε συγχωρήσεις ? Μπορούµε να συναντηθούµε λίγο αργότερα κατά το βραδάκι, ίσως στις 10.00. Θα ήθελες να έρθεις στο σπίτι µου; Το θυµάσαι πιστεύω, είχες έρθει µε την παρέα κάποια φορά τις προάλλες.». Μιά ελαφρή απογοήτευση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. Η Ελπίδα δεν είχε καταφέρει να διευκρινίσει το είδος της σχέσης που τον συνέδεε µε την άλλη κοπέλα. Του απάντησε µε κάποια θλίψη: «Εντάξει, θα σε περιµένω εκεί». ΄Ενα σπασµωδικό χαµόγελο συγκατάνευσης σχηµατίστηκε στο πρόσωπο του καθώς γύρισε την πλάτη και αποµακρύνθηκε τρέχοντας γιά την έξοδο. Είχε φτάσει κιόλας στη στάση του λεωφορείου όταν ένιωσε τη δόνηση του κινητού του µέσα από την τσέπη του. Το άρπαξε βιαστικά. -«΄Ελα ρε µεγάλε» άκουσε τη φωνή του Κωστή, «είναι καλά το κορίτσι µας άν και µας τρόµαξε

Page 7: Maroko_Tameland

στ’αλήθεια αυτή τη φορά. Σε ψάχναµε από νωρίς το µεσηµέρι, που ήσουν?» «Μπορώ να τη δώ?» -«΄Οχι απόψε, απλώς βγήκε ο γιατρός και µας καθησύχασε.Αύριο το πρωί.» -«Εντάξει, ευχαριστώ ρε φίλε που µε ενηµέρωσες». Ξανάχωσε το κινητό στη θέση του, ενώ µιά βαθιά ανάσα ανακούφισης έβγαινε από τα πνευµόνια του. Στάθηκε µετέωρος στο λυκόφως ενώ το πολύχρωµο πλήθος που τον τριγύριζε χωνόταν σε µαγαζιά, καφέ και κινηµατογράφους. Το µάτι του έπεσε σ’ένα ταξιδιωτικό γραφείο στο απέναντι πεζοδρόµιο και µιά διαφηµιστική αφίσα στην βιτρίνα γιά µιά προσφορά ταξιδιού γιά το Μαρόκο. Πήρε ανυπόµονα το δρόµο της επιστροφής...Θα την προλάβαινε ακόµα στο µπαράκι? -«Ελπίδα...» πρόφερε µε λαχτάρα το όνοµα της καθώς καθόταν στην πάνινη καρέκλα δίπλα της. -«Νάσο, τι συνέβει γιατί ξαναγύρισες?» -«Πότε επιστρέφεις στο Μαρόκο?» -«Ετοιµάζοµαι αυτή τη βδοµάδα...γιατί?» -«Χωράει άλλος στο ταξίδι σου?». Τώρα το χαµόγελο της ήταν πλατύ και λαµπερό: -«Χµ,...δεν ξέρω αλλά νοµίζω πως κάτι µπορούµε να σκεφτούµε γι’αυτό.»... Τ Ε Λ Ο Σ