Upload
evsevios-hadjicostas
View
1.159
Download
5
Embed Size (px)
DESCRIPTION
The book of Abstract of the 5th Congress of Clinical Laboratory and Laboratory Medicine
Citation preview
cov 18-03-11 11:08 MM Σελίδα1
cov 18-03-11 11:08 MM Σελίδα2
1
5ο Συνεδρίου Κλινικής Χηµείας και Εργαστηριακής Ιατρικής
5th Congress of Clinical Chemistry and laboratory Medicine
Βιβλίο Περιλήψεων και Πρόγραµµα Συνεδρίου
Book of Abstracts and Scientific Program
Λεµεσός 18, 19, & 20 Μαρτίου 2011
Limassol 18, 19, & 20 Μarch 201
ρί
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα1
Σύνδεσµος ∆ιευθυντών Κλινικών Εργαστηρίων
Βιοιατρικών και Κλινικών Εργαστηριακών Ειστηµόνων
Τηλέφωνο: (+357) 22758858
Fax: (+357) 22755272
Email: [email protected]
∆ιεύθυνση: Αρχ. Μακαρίου 41, Γραφείο 21, 1065, Λευκωσία, Κύρος
Η ανααραγωγή κειµένων ειτρέεται υό τον όρο ότι θα αναφέρεται η ηγή τους
Reproduction is authorized provided the source is acknowledged
Copyright:Σύνδεσµος ∆ιευθυντών Κλινικών Εργαστηρίων
Το βιβλίο εριλήψεων του 5ουΣυνεδρίου Κλινικών Χηµικών και Ιατρικών Εργαστηρίων
εκδόθηκε το Μάρτιο του 2011 σε 300 αντίτυα.
Ειµέλεια εξώφυλλου Lightblack Solutions Ltd
ISBN 978-9963-9615-1-1
Εκδόσεις Quintessence Enterprises Ltd
..
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Χαιρετισµός Προέδρου του Συνεδρίου κ. Χάρη Χαριλάου ...................................................... 6
Χαιρετισµός Προέδρου του Συνεδρίου ……………………………………………………...8
∆ιοικητικό Συµβούλιο Συνδέσµου ∆ιευθυντών Κλινικών Εργαστηρίων ................................... 9
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ . ............................................................................ 10
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ . ............................................................................ 12
ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ . ............................................................................ 19
Η Συµβολή του επιχρίσµατος περιφερειακού αίµατος στη διαγνωστική προσέγγιση συχνών και σπάνιων νοσηµάτων . ............................................................................ 20
The peripheral blood film in the diagnostic approach of common and rare diseases ............ 22
3
Εργαστηριακή ∆ιερεύνηση Κληρονοµικών Μεταβολικών Νοσηµάτων .................................. 36
Laboratory investigation of inherited metabolic disorders ..................................................... 37
Ιός των Ανθρώπινων Θηλωµάτων (HPV): Πού βρισκόµαστε σήµερα ................................... 38
Acute Myelogenous Leukemia (AML): New Diagnostic and Prognostic Criteria ................... 39
Current HIV epidemiology and the challenges of HIV management in Africa. ...................... 40
Monotoring the HIV -1 disease in Cyprus:1986 TO 2010 ..................................................... 41
Επαλήθευση µεθόδων και εκτίµηση αβεβαιότητας στα κλινικά εργαστήρια. ......................... 43
Ειδικά Θέµατα ∆ιαπίστευσης: Στόχοι και ∆είκτες Ποιότητας ................................................ 44
Κώδικας ∆εοντολογίας, Εµπειρία από την Εφαρµογή της ∆ιαπίστευσης .............................. 44
Accreditation Special Issues: Quality Goals and Indicators .................................................. 46
Code of Conduct Experience from an Accredited Clinical Laboratory ................................... 46
Ο Έλεγχος Ποιότητας στη Γενική Αίµατος και τα σφάλµατα των Αιµατολογικών Αναλυτών .. 47
The Full Blood Count (FBC) quality control. Common errors of automated hematology analyzers . ............................................................................ 50
∆ιασφάλιση ποιότητας στο κλινικό εργαστήριο ..................................................................... 53
Quality assurance in clinical laboratory . ............................................................................ 54
Accreditation of molecular diagnostics laboratories (According to iso 15189) ....................... 55
∆ιαίστευση εργαστηρίων µοριακής διαγνωστικής κατά ISO 15189 ..................................... 57
Οι απαιτήσεις του ISO 15189 – H εµπειρία της εφαρµογής του στην Κύπρο ........................ 60
Requirements of ISO 15189 – The Cyprus experience ........................................................ 61
Αξιολόγηση Κυπριακών εργαστηρίων στο πρόγραµµα Κλινικής Χηµείας του ΕΣΕΑΠ .......... 62
Assessment of Cyprus laboratories’ in the ESEAP EQA Clinical Chemistry scheme ............ 64
Σακχαρώδης ∆ιαβήτης Τι το νέο; . ............................................................................ 66Τι το νέο; ):
Η Συµβολή του επιχρίσµατος περιφερειακού αίµατος στη διαγνωστική προσέγγιση συχνών και σπάνιων νοσηµάτων . ............................................................................ 20
7
10
11
13
15
23
25
27
29
41
42
43
44
45
46
48
49
49
51
51
52
54
57
58
59
61
64
65
66
68
70
OÚÁ·ÓˆÙÈ΋˜ EÈÙÚÔ‹˜
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα3
4
Υπάρχει σχέση µεταξύ µεταξύ µέσης τιµής γλυκόζης και γλυκοζυλιωµένης αιµοσφαιρίνης; . 67
Is there any relationship between average glucose and glycated heamoclobin? - ............... 69
To πανευρωπαϊκό πρόγραµµα εξωτερικού ελέγχου ποιότητας για την HbA1c ..................... 71
The pan European External Quality Assessment Scheme for HbA1c ................................... 74
Προσυµπτωµατικός έλεγχος προεκλαµψίας στην κύηση: Υπάρχει κάποιος ρόλος για τουςβιοχηµικούς δείκτες; . ............................................................................ 76
Screening for pre-eclampsia in pregnancy. Is there a role for biochemical markers? ........... 77
Μεγαλακρία στην Κύπρο: Επιδηµιολογία και αποτελέσµατα µακροχρόνιας θεραπευτικής αγωγής . ............................................................................ 79
Acromegaly in Cyprus: Epidemiology and long-term treatment outcome .............................. 80
Βασικός µικροβιολογικός έλεγχος συνήθων λοιµώξεων ....................................................... 81
Ορολογικός ∆ιαγνωστικός Έλεγχος των Συνήθων Λοιµώξεων ............................................. 83
Μοριακή ∆ιάγνωση Λοιµώξεων . ......................................................................... 84
Σύγχρονες Εξελίξεις και Εφαρµογές της Κυτταροµετρίας ροής............................................. 85
Recent Developments and Applications of Flow Cytometry ................................................. 87
The EC4 Register for Specialists in Clinical Chemistry and Laboratory Medicine ................. 88
Implementation of the EU Directive on Recognition of Professional Qualifications as applied to Specialists in Clinical Chemistry and Laboratory Medicine .............................................. 89
Το εκπαιδευτικό πρόγραµµα Κλινικής Χηµείας στην Ελλάδα στα πλαίσια της οργάνωσης του Μητρώου Κλινικών Χηµικών . ............................................................................ 91
The Greek educational program in Clinical Chemistry .......................................................... 92
New Trends in Laboratory Diagnostics . ............................................................................ 93
tFFDP - Ένα Νέο, χρήσιµο εργαστηριακό εργαλείο στην πρώιµη ανίχνευση και παρακολούθηση της εξέλιξης νεοπλασιών. ......................................................................... .94
tFFDP - a New, Useful Laboratory Tool for Early Detection and Monitoring of Neoplasias. .. 96
ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ . ............................................................................ 97
Συχνά εντοπιζόµενα ευρήµατα κατά τη ∆ιαπίστευση Κλινικών Εργαστηρίων ....................... 98
Frequently occurring findings in the accreditation of medical laboratories ............................ 99
Μέτρηση Cystatin C στον ορό , Σύγκριση δυο ανοσοθολωσιµετρικών µεθόδων .............. .100
Level of Cystatin C in serum, Comparison of two Immunoturbidimetric methods .............. .100
Εισαγωγή και αξιολόγηση ενός Συστήµατος ∆ιασφάλισης Ποιότητας ∆ιαγνωστικών / ΚλινικώνΕργαστηρίων στο Αιµατολογικό Εργαστήριο του Γενικού Νοσοκοµείου Λευκωσίας. .......... 101
Introduction and evaluation of a Quality Assurance System for Diagnostic / Clinical Laboratories to the Haematology Laboratory of the Lefkosia General Hospital. ................. 102
Η Μέτρηση των βιοδεικτών CEA, EGFR, GA 733-2, CA 19-9 στον ορό ασθενών µε καρκίνο του παχέος εντέρου και η συσχέτιση τους µε τα κλινικοπαθολογικά χαρακτηριστικά .......... 103
107
108
109
94
96
97
98
99
101
103
104
105
106
106
71
74
76
79
81
82
84
85
86
88
89
90
92
93
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα4
5
Συγκριτική µέτρηση των επιπέδων γλυκοζυλιωµένης αιµοσφαιρίνης (HbA1c) σε δείγµατα ασθενών µε αιµοσφαιρινοπάθειες . .......................................................................... 106
Comparative measurement of glycosylated haemoglobin (HbA1c) in patients with hemoglobinopathies . .......................................................................... 108
Φυσιολογικός ρόλος των υποδοχέων που συνδέονται µε τις G-πρωτεΐνες (GPCRs) στονανθρώπινο οργανισµό. . .......................................................................... 110
Physiological role of G-protein coupled receptors (GPCRs) in the human organism. ......... 111
H µέτρηση των βιοδεκτών CEA, EGFR, GA 733-2, CA 19-9 στον ορό ασθενών µε καρκίνο τουπαχέος εντέρου και η συσχέτισή τους µε τα κλινικοπαθολογικά χαρακτηριστικά ................ 112
Genetic characterization of near full – length HIV-1 sequences derived from sub-sahara Africa in Cyprus . .......................................................................... 113
Optimisation of a protocol for near – full characterization of two putative hepatitis c virus 2k/1b recombinants . .......................................................................... 114
Value-Adding Monitoring of Hemolysis Interference In Laboratory Testing......................... 115
A Study of Galactosaemia in Cyprus: Epidemiological, Biochemical and Molecular Investigation .......................................................................... .117
Factors associated with multivessel coronary artery disease CAD in young patients with acute myocardial infarction. . .......................................................................... 119
Optimisation Of A Protocol For Near-Full Characterisation Of Two Putative Hepatitis C Virus 2k/1b Recombinants . .......................................................................... 121
European HPV DNA test External Quality Assurance Scheme (EHEQAS) ........................ 123
Investigation of genital HPV infection in Cypriot men and in Male Urogenital Cancers ....... 124
Conformity of the population of Greece with the national vaccination program for the reduction of infection . .......................................................................... 126
Determination of antibody of hepatitis on the Greek province. Study of necessity to vaccine imunorpotection. . .......................................................................... 127
Value-Adding Monitoring of Hemolysis Interference In Laboratory Testing......................... 128
Hypothyroidism end prolactin . .......................................................................... 130
Levels Of Lipids Cafestol And Kahweol In Several Types Of Coffee Consumed In Cyprus 131
Επίπεδα Των Λιπιδίων Καφεόλη Και Καχεστόλη σε ∆ιάφορους Τύπους Καφέ Που Καταναλώνονται στην Κύπρο . .......................................................................... 132
Γνωστικές και Μεταγνωστικές δεξιότητες του Κλινικού Επιστήµονα στο σύγχρονο Κλινικό
Εργαστήριο . .......................................................................... 133
Cognitive and meta-cognitive competencies of the clinical scientist in the modern clinical laboratory. . .......................................................................... 134
ΧΟΡΗΓΟΙ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ . .......................................................................... 135
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΟΜIΛΗΤΩΝ..................................................................... 147
112
114
116
117
118
119
120
121
123
125
127
129
130
133
134
136
137
138
139
140
141
153
132
XOPH°OI KAI Y¶O™THPIKTE™
34835_book 9-03-11 11:25 MM Σελίδα5
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα6
6
Αγα ητοί συνάδελφοι και φίλοι,
Είναι µε µεγάλη χαρά ου ε ικοινωνώ µαζί σας µε την ευκαιρία της οργάνωσης
του 5ου Συνεδρίου Κλινικής Χηµείας και Εργαστηριακής Ιατρικής ου οργανώνεται
α ό τον Σύνδεσµο Κλινικών Εργαστηρίων Βιοϊατρικών και Κλινικών Ε ιστηµόνων
στις 18-20 Μαρτίου 2011. Το Συνέδριο θα διεξαχθεί στους χώρους του ξενοδοχείου
AMATHUS BEACH HOTEL στην όλη της Λεµεσού.
Το Συνέδριο µας α ευθύνεται σ’ όλους τους γιατρούς και ε ιστήµονες ου
ασχολούνται µε την εργαστηριακή ιατρική και έχει στόχο την σφαιρική κάλυψη
εργαστηριακών θεµάτων και ε ιστηµονικών ανακοινώσεων ου αφορούν όλους
τους τοµείς του κλινικού εργαστηρίου.
Η αρουσία ε ιφανών οµιλητών στο τοµέα της εργαστηριακής ιατρικής ου θα
καλύψουν θέµατα έρευνας στην κλινική χηµεία, την εργαστηριακή διερεύνηση τωνλοιµώξεων, τη συµβολή της µελέτης ε ιχρίσµατος στη διαγνωστική ροσέγγιση
αιµατολογικών νοσηµάτων, τις εξελίξεις για εφαρµογές της κυτταροµετρίας ροής, τη δια ίστευση της τεχνικής ε άρκειας των εργαστηρίων και τη διασφάλιση και έλεγχο οιότητας των εργαστηριακών α οτελεσµάτων, καθώς και ολλών άλλων
θεµάτων, είµαι σίγουρος ως θα συµβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση της γνώσης
µας και θα αναδείξει τη σ ουδαιότητα της ροσφοράς του κλινικού εργαστηρίου
γενικότερα ως ένα ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια των κλινικών γιατρών.
Η αρουσία της ροέδρου και της γραµµατέως του EC-4 Registry και η ενεργός
συµµετοχή τους στο συνέδριο ροσδίδουν ιδιαίτερη τιµή στο Σύνδεσµό µας και
αναγνώριση των ροσ αθειών µας για αναβάθµιση του ε αγγέλµατος.
Η ενεργός συµµετοχή των συναδέλφων της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Χηµείας-Κλινικής Βιοχηµείας α οτελεί ε ιστέγασµα της µακρόχρονης συνεργασίας µας και
εδραιώνει στον µέγιστο βαθµό τους άρρηκτους δεσµούς φιλίας και ε ιστηµονικής
αρωγής ου ανά τυξαν τα τελευταία χρόνια οι ε ιστηµονικοί µας σύλλογοι.
Σας καλούµε λοι όν, να συµµετέχετε στο 5ο Συνέδριό µας και ελ ίζουµε να σας
ροσφέρουµε ότι καλύτερο α ό α όψεως ενηµέρωσης και φιλοξενίας.
Ο Πρόεδρος του Συνεδρίου και Συνδέσµου,
Χάρης Χαριλάου
7
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα7
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα8
7
Welcome Message
Dear Colleagues and Friends,
It is an honour and privilege to welcome you all to Cyprus for the 5th Congress of
Clinical Chemistry and laboratory Medicine in March 2011.
The Congress is organized by the Association of Clinical Laboratory Directors,
Biomedical and Clinical Laboratory Scientists, in the town of Limassol.
The organizing committee and myself would like to invite you to join us in March
2011 in our beautiful island to enjoy a very stimulating scientific programme and
relaxing staying at Amathus Beach Hotel.
Warm Regards,
Charis Charilaou
President of the 5th Congress of Clinical Chemistry and laboratory Medicine
9
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα9
8
Αγα ητοί Συνάδελφοι, Εκλεκτοί Προσκεκληµένοι,
Θα ήθελα να σας καλωσορίσω στο 5ον Συµ όσιο Κλινικής Χηµείας και
Εργαστηριακής Ιατρικής ου ραγµατο οιείται α ό τον Σύνδεσµο µας.
Το ταξίδι της διοργάνωσης ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2010 µε την ανακοίνωση
της α όφασης αυτής του Συµβουλίου και οφείλω να ω ότι το ταξίδι ήταν µακρύ
και ε ί ονο και χρειάστηκαν ολλές ώρες δουλειάς για να φτάσουµε στο τέρµα.
Το «όνειρο έγινε ράγµα» και είµαστε σήµερα εδώ για να αρακολουθήσουµε τα
όσα ενδιαφέροντα έχουν να µας ουν οι εκλεκτοί οµιλητές ου µας τιµούν µε την
αρουσία τους.
Ευχαριστώ όλους όσους βοήθησαν στην διοργάνωση. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τους
χορηγούς του Συµ οσίου, η οικονοµική συνεισφορά των ο οίων βοήθησε τα
µέγιστα.
Ευχαριστώ όσους είχαν την υ οµονή να αντέξουν τους τελευταίους 15 µήνες το
καταιγισµό των καθηµερινών α αιτήσεων για να ροσφέρουµε µια όσο το δυνατό
καλύτερη διοργάνωση.
Εύχοµαι σε όλους τους συµµετέχοντες να α ολαύσουν ένα τριήµερο ε ιστηµονικής
ανδαισίας και για όσους ε ισκέ τονται το νησί µας για ρώτη φορά να έχουν µια
ευχάριστη διαµονή.
Με φιλικούς χαιρετισµούς
Σ υρούλα Χρίστου
Πρόεδρος Οργανωτικής Ε ιτρο ής
10
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα10
9
Association of Clinical Laboratory Directirs, Biomedical and Clinical Laboratory Scientists www.cyprusassociation.org
Πρόεδρος: Χάρης Χαριλάου
Αντιρόεδρος: Σάββας Όµορφος Γραµµατέας: Συρούλλα Χρίστου Ταµίας: Κυριάκος Λάµρου
Μέλη: Κωνσταντίνος Θεοχαρίδης
Μαρίνα Ιορδάνους
Φρανσίσκο Ρούδας
Σώτος Μανναρίδης
Παύλος Νεοφύτου
Πρόεδρος Συνεδρίου: Χάρης Χαριλάου
Ειστηµονική Ειτροή: Πρόεδρος: Ηλίας Ζήρας
Μέλη: Παύλος Κωστέας
Ανθή ∆ρουσιώτη
Χριστίνα Χριστοδούλου
Σάββας Όµορφος
Παύλος Νεοφύτου
Ανδρούλλα Χάσικου-Κωνσταντινίδου Κατερίνα Ψαρά
Χρήστος Κρουής
Όθων Παναγιωτάκης Αλέξανδρος Χαλιάτσος ∆ηµήτρης Ρίζος
Ειρήνη Λεϊµονή
Παναγιώτα ∆ιακουµή-ΣυροούλουΟργανωτική Ειτροή: Πρόεδρος: Συρούλλα Χρίστου Μέλη: Κυριάκος Λάµρου
Φρανσίσκο Ρούδας
Σώτος Μανναρίδης
Ντίνος Γεωργαλλίδης
Κώστας Παυλίδης
Αλέξης Τιγγιρίδης
Ευσέβιος Χατζηκώστας
Έλενα Χαραλάµους
Υεύθυνος Χορηγιών, ∆ιαφήµισης και Γραµµατείας
Quintessence Enterprises Ltd
www.quintessence.com.cy
11
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα11
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα12
10
!"#
Στην Κύ ρο το Κλινικό Εργαστήριο στο ευρύ κοινό είναι γνωστό ως Χηµείο.
Ακόµη και οι ειδικοί του ιατρικού κόσµου χρησιµο οιούν τον όρο αυτό. Ίσως γιατί
µε τον όρο Χηµεία ή Χηµικός ροσδίδουµε ιδιαίτερη βαρύτητα στο αντικείµενο µε
το ο οίο ασχολούµαστε. Είναι µια λέξη µαγική και συγχρόνως ε ιστηµονικά
φορτισµένη. Σήµερα όταν κά οιος θέλει να εριγράψει τα του έρωτος τα
ανεξήγητα καταφεύγει σ΄αυτή τη µαγική λέξη «είναι θέµα χηµείας…» γι΄αυτό ο
εθνικός µας οιητής Κωστής Παλαµάς αναφωνεί συγκινηµένος:
Ώ κορωνίδα των Ε ιστηµών, θαυµατουργή Χηµεία,
ου µέσα α ό τα σκύβαλα στολίδια βγάζεις και ετράδια
µ ορείς τα τίµια να τα λάσεις α ό την ατιµία,
να βρεις ερωτικούς αλµούς και στην καρδιά την άδεια;
∆εν θα µ ορούσε φυσικά ο οιητής να φανταστεί έναν χηµικό µ ροστά σε ένα
ηλεκτρονικό υ ολογιστή όταν υµνούσε τη Χηµεία µε τους αρα άνω στίχους. Ο
όρος Κλινική Χηµεία ολύ ιθανό να µην είχε εµφανιστεί τότε αλλά ως γνήσιο
τέκνο όµως της Χηµείας δικαιούται ένα µέρος α ό τον έ αινο του οιητή.
Πε οίθησή µου είναι ότι µε τις εργασίες και τις ανακοινώσεις ου θα
αρουσιαστούν στο συνέδριο, τις αρατηρήσεις, τις εισηγήσεις και α όψεις ου θα
ακουστούν, θα λουτίσει ο ροβληµατισµός µας, θα διεξαχθεί ένας γόνιµος
διάλογος και θα αναβαθµιστεί το κύρος της κλινικής εργαστηριακής ε ιστήµης.
Μέσα στα χρονικά εριθώρια και τις οικονοµικές δυνατότητες ου είχαµε
διαµορφώσαµε το ε ιστηµονικό ρόγραµµα του συνεδρίου µε σκο ό να
καλύψουµε ένα ευρύ φάσµα της εργαστηριακής ιατρικής και να συµ ληρώσουµε
ένα κύκλο ζωτικών θεµάτων της καθηµερινής ε αγγελµατικής και ε ιστηµονικής
µας ενασχόλησης. Εκτός α ό τα θέµατα της καθηµερινής ρακτικής θα
αρουσιαστούν σύγχρονες εργαστηριακές τεχνικές ου ολλές α ’ αυτές α αιτούν
τη στενή συνεργασία διαφόρων ειδικοτήτων. Ε ι λέον η συνεργασία
εργαστηριακού ε ιστήµονα και κλινικού ιατρού είναι α αραίτητη διότι η κλινική
κατάσταση του ασθενούς ρέ ει να αξιολογείται τις ερισσότερες φορές µε τα
εργαστηριακά ευρήµατα. Όσο είναι ε ικίνδυνο για τον ασθενή να τεθεί µία «κατά
ροσέγγιση» διάγνωση βασισµένη σε ληθώρα εργαστηριακών εξετάσεων, άλλο
τόσο ε ικίνδυνο είναι να διατυ ωθεί µία «σαφής διάγνωση» µε µία µόνο εξέταση.
Η ρόληψη, διάγνωση, η συστηµατική αρακολούθηση και η θερα εία των
13
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα13
11
ασθενειών στηρίζονται σήµερα κατά µεγάλο µέρος στα εργαστηριακά ευρήµατα τα
ο οία ρέ ει να είναι αξιό ιστα
Εδώ θα ήθελα να αναφερθώ και στο νοµικό λαίσιο της λειτουργίας των κλινικών
εργαστηρίων. Μέρος της συνολικής ευθύνης της Πολιτείας είναι η σωστή οργάνωση
και αρακολούθηση των υ ηρεσιών υγείας. Κατά συνέ εια η Πολιτεία έχει και την
ευθύνη της οιότητας των εργαστηριακών α οτελεσµάτων την αξιο ιστία των
ο οίων ρέ ει νοµοθετικά να διασφαλίσει. Θα ρέ ει να λάβει τέτοια µέτρα ούτως
ώστε τα εργαστήρια να είναι «υ οχρεωµένα» να εκδίδουν αξιό ιστα
α οτελέσµατα.
Στη διάρκεια αυτού του συνεδρίου υ άρχει µια ειδική ενότητα για τον έλεγχο
οιότητας και τη δια ίστευση κατά την ο οία διακεκριµένοι ειδικοί ε ιστήµονες θα
µας εξηγήσουν οιες ροϋ οθέσεις α αιτούνται ούτως ώστε ένα κλινικό
εργαστήριο να α οδεικνύει την ορθή εργαστηριακή λειτουργία, την υψηλή
οιότητα των αρεχοµένων υ ηρεσιών, την αξιο ιστία και την εγκυρότητα των
εξετάσεων ου διενεργεί.
Στόχος µας είναι η αρουσία όλων αυτών των ε ιστηµόνων να λειτουργήσει ως
ένα εφαλτήριο για την αναβάθµιση της κλινικής εργαστηριακής ε ιστήµης και ως
χώρος ανταλλαγής ε ιστηµονικής γνώσης και εµ ειρίας για αραγωγή
ε ιστηµονικά έγκυρου και τεχνικά αξιό ιστου έργου.
Ε ειδή το 5ο Συνέδριο Κλινικής Χηµείας και Εργαστηριακής Ιατρικής είναι ιά
γεγονός οφείλουµε α ό τη θέση αυτή να ευχαριστήσουµε και να συγχαρούµε τα
µέλη της οργανωτικής ε ιτρο ής, να χαιρετίσουµε την αρουσία όλων των
διακεκριµένων ε ιστηµόνων ου µας τιµούν µε την αρουσία τους στο νησί της
Αφροδίτης δί λα στην αρχαία Αµαθούντα και όλους τους «αφανείς ήρωες» ου
συνέβαλαν στην ραγµατο οίησή του.
Ακόµα θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους χορηγούς του συνεδρίου χωρίς την
οικονοµική συµβολή των ο οίων η ραγµατο οίησή του θα ήταν αδύνατη.
Τέλος εύχοµαι σε όλους τους φιλοξενούµενους ου ήλθαν α ό το εξωτερικό καλή
διαµονή στην Κύ ρο.
Ηλίας Ζήρας-Πρόεδρος της Ειστηµονικής Ειτροής
14
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα14
12
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ
SCIENTIFIC PROGRAMM
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα15
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα16
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα17
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα18
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα19
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα20
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα21
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα22
19
ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
ORAL PRESENTATIONS
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα23
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα24
20
$% & ' ( )
'*+ +
Γιάννης Χρ. Μελέτης
Καθηγητής Παθολογίας-Αιµατολογίας, A’ Παθολογική Κλινική, Ιατρική ΣχολήΕθνικού και Κα οδιστριακού Πανε ιστηµίου Αθηνών, Νοσοκοµείο «ΓενικόΛαϊκό», Αθήνα
Είναι ραγµατικότητα ότι η Ιατρική και ιδιαίτερα η Αιµατολογία µε τη σηµερινή
της τρο ή, έχει όσο ερνά ο καιρός την τάση να “µηχανο οιηθεί'' εντελώς. Ηευκολία της τέλεσης ολλών, ακόµα και ολύ ολύ λοκων αρακλινικών
εξετάσεων και µετρήσεων και η µαγεία των αυτόµατων αναλυτών και
ηλεκτρονικών υ ολογιστών, έχει όσο ερνάει ο καιρός όλο και ερισσότερους
θιασώτες. Όµως, η µαγεία της ροσέγγισης στη διάγνωση µε αρχή τις ληροφορίεςα ό το ιστορικό, την κλινική εξέταση και την αξιολόγηση α λών αιµατολογικών
και βιοχηµικών µετρήσεων και ιδιαίτερα της αρατήρησης των ε ιχρισµάτων
αίµατος και µυελού των οστών, είναι το ίδιο θελκτική και µάλλον θα έλεγα
εντυ ωσιακά ενδιαφέρουσα, αλλά και ικανή και αναγκαία για να ε ιτευχθεί ο
στόχος του κλινικού γιατρού, ου είναι η σωστή διάγνωση.
Α ό τη µελέτη του χρωσµένου ε ιχρίσµατος του εριφερικού αίµατος µ ορεί να
ληφθούν διάφορες ληροφορίες µετά την α όκτηση εµ ειρίας α ό την
αρατήρηση των ερυθρών, ό ως διαταραχές του µεγέθους, του σχήµατος, τηςέντασης της χρώσης των ερυθρών. Οι διακυµάνσεις του φυσιολογικού αµφίκοιλουσχήµατος ( οικιλοκυττάρωση) µ ορεί να είναι εµφανείς, και τα ερυθρά µ ορεί να
είναι σφαιροκύτταρα ή ωοκύτταρα ή µ ορεί να αίρνουν την µορφή
στοχοκυττάρου ή δρε ανοκυττάρου ή άλλα σχήµατα (ακανθοκύτταρα, εχινοκύτταρα κλ ). Η διακύµανση της συγκέντρωσης αιµοσφαιρίνης (ορθόχρωµα, υ όχρωµα ή υ έρχρωµα ερυθρά) µ ορεί να ροσεγγίζει την εκτίµηση της MCHC. Η εµφάνιση ολυχρωµατοφιλίας χαρακτηρίζει τα δικτυοερυθροκύτταρα. Ηβασεόφιλη στίξη χαρακτηρίζει την έκθεση σε µόλυβδο, αλλά µ ορεί να εµφανιστεί
και σε αρκετές ερι τώσεις αιµολυτικών αναιµιών. Οι δακτύλιοι του Cabot δείχνουν ελλειµµατική δραστηριότητα αναγέννησης των κυττάρων της ερυθράς
σειράς. Η αρουσία ώριµων ερυθροβλαστών αντανακλά την αρουσία έντονων
αναγκών στα αιµο οιητικά όργανα και είναι µια ένδειξη αύξησης της λειτουργίας
του µυελού σαν αντίδραση σε κά οια νόσο. Η αρουσία rouleaux δείχνει αύξησητων γ-σαφαιρινών. Τα σωµάτια Heinz και σιδηροκύτταρα δείχνουν αιµολυτική
αναιµία µετά έκθεση σε διάφορα φάρµακα ή/και σ ληνεκτοµή.
Στο ε ίχρισµα του εριφερικού αίµατος µ ορεί να γίνει µια εκτίµηση του αριθµού
των αιµο εταλίων µε αρατήρηση σε χαµηλή µεγέθυνση, υ ό την ροϋ όθεση ότιτα αιµο ετάλια έχουν οµαλή κατανοµή στην ε ίστρωση και δεν συναθροίζονται σε
25
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα25
21
µερικές εριοχές. Ο αριθµός των λευκών αιµοσφαιρίων µ ορεί να εκτιµηθεί αρχικά
µε αρατήρηση της ε ίστρωσης, και µε τον λευκοκυτταρικό τύ ο βρίσκεται η
ε ικρατούσα µορφή κυττάρων και αρατηρούνται οι τυχόν µορφολογικές
ανωµαλίες. Πριν καταλήξει κανείς στην αξιολόγηση των ευρηµάτων του
χρωµατισµένου ε ιχρίσµατος, θα ρέ ει να έχει υ όψιν του τις φυσιολογικές τιµές
των λευκών, όσο και των ε ιµέρους διακυµάνσεων των φυσιολογικών α όλυτων
τιµών των διαφόρων κατηγοριών τους. Σηµασία ε ίσης έχει η αναγνώριση της
αθολογικής µορφολογίας των λευκών, η ύ αρξη τοξικής κοκκίωσης και η
αρουσία .χ. “στροφής ρος τα δεξιά ή “στροφής ρος τ’αριστερά”, ευρήµατα ουέχουν σηµαντική κλινική σηµασία.
Σηµασία ε ίσης έχει η αρουσία λευκοερυθροβλαστικής αντίδρασης, στροφής ροςτ’αριστερά και κυκλοφορία ερυθροβλαστών στο εριφερικό αίµα, ό ως ε ί έντονηςδιέγερσης της αιµο οίησης, σε κατάληψης του µυελού α ό νεο λασµατικά κύτταραή και σε εξωµυελική αιµο οίηση.
“Μια εικόνα ισοδυναµεί µε χίλιες λέξεις” και αυτό ιδιαίτερα ισχύει για την
αιµατολογία, αφού η εξοικείωση και η µακροχρόνια αρατήρηση αιµατολογικών
αρασκευασµάτων είναι η βάση για τη σωστή διαγνωστική ροσέγγιση. Η αρατήρηση ολλών αρασκευασµάτων είναι α αραίτητη εκ αιδευτικά, αφούκάθε άρρωστος έχει τη “δική του νόσο” και συχνά η κυτταροµορφολογία αλλάζει
σηµαντικά ανάλογα µε την ερί τωση. Είναι βέβαιο ότι η ενασχόληση µε την
“αιµατολογική” ρακτική είναι το καλύτερο σχολείο για να φτάσει κανείς σύντοµακαι µε ασφάλεια στη διάγνωση.
26
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα26
22
,-./.01/-.02343556713819:-.612;95<:1=2//052=-57=58859296
020.61<.2<.<
John Meletis
Professor of Internal Medicine and Hematology, First Department of Internal Medicine, National and Kapodistrian University of Athens, School of Medicine, Laiko General Hospital, Athens, Greece
It is real that in Medical and in particular hematological diagnostic procedure tends to be turned into a computerized process, nowadays. The facility of performance of several, even sometimes complicated, laboratory tests and measurements, and the magic of automatic analyzers and computers have a tendency to override more established and accurate “old” methods. However, the magic of diagnostic approach using information from the patient’s history, the clinical examination, the evaluation of simple hematological and biochemical measurements and particularly the observation of blood and bone marrow specimens, is very attractive and impressively interesting, but also necessary to achieve objective and correct diagnosis.
A careful observation of a stained peripheral blood smear can, in the first place, supply the hematologist with useful information regarding red cell morphology. Thus, variations of size, shape, as well as of the intensity of the stain may be demonstrated. The degree of anisocytosis, poikilocytosis, and/or anisochromia denotes the fluctuations of the normal biconcave red cell shape and hemoglobin comncentration; therefore these cells may be spherocytes, elliptocytes, sickle or target cells or, may form other shapes (acanthocytes, burr cells etc). Assessment of red cell color and of their normally pale central area, can provide information about their hemoglobin concentration; normo-, hypo- or hyper- chromatic red cells may therefore be seen may approach the evaluation of MCHC values. The presence of polychromasia is characteristic finding of reticulocytosis. Basophilic stippling of red cells characterizes the cases of exposure to lead, or many hemolytic anemias. The presence of Cabot rings usually reveals a disturbed regenerative activity of red cells. Normoblasts in the peripheral blood reflect an enhanced cell production in hemopoietic organs and can also be an indication of the intense marrow activity exacerbation in some diseases. Rouleaux appearance is derived from enhanced quantities of serum γ-globulins. Heinz bodies and/or siderocytes denotes the existence of hemolytic anemia mostly following splenectomy, or after exposal to drugs.
Leukocyte counts can also be estimated as well as differential leukocyte count, the observer should also look for the predominant cell type as well as for possible morphological abnormalities. Recognizing an abnormality in leukocyte morphology, or the presence of toxic granulation, or even a left or a right switch in
27
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα27
23
the peripheral blood is also an important issue of clinical relevance e.g. in an acute infection such as appendicitis or septicemia. A left switch can also present and it is important to note the presence of a leukoerythroblastic reaction (shift to the left and circulating erythroblasts in the peripheral blood). This may occur due to an intense stimulation of hemopoiesis, or marrow infiltration by neoplastic cells and/or extramedullary hemopoiesis. An estimation of platelet counts their morphology as well as their inclusions of normal or abnormal granules.
A picture counts for more than thousand words” says a Greek proverb. This is particularly in effect in hematology, as the familiarization and the long-lasting observation of hematological preparations is the base for the correct diagnostic approach. The observation of several preparations is essential for hematology education. Each patient has “his own disease” and the cellular morphology often varies considerably, depending on the case. A well known feature is that hematological diagnosis in the past was mainly based on observation, which is considered to be “the best school” for someone to reach shortly and accurately at diagnosis.
28
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα28
24
$% & ' ( )
'*+ +
Γιάννης Χρ. Μελέτης
Καθηγητής Παθολογίας-Αιµατολογίας, Α΄Παθολογική Κλινική, Ιατρική ΣχολήΕθνικού και Κα οδιστριακού Πανε ιστηµίου Αθηνών, Νοσοκοµείο «ΓενικόΛαϊκό», Αθήνα
Η σύγχρονη αυτοµατο οιηµένη µέτρηση της γενικής αίµατος αρέχει ικανό
αριθµό δεδοµένων για τα χαρακτηριστικά των εµόρφων στοιχείων του αίµατος. Εκτός α ό τις κλασσικές µετρήσεις και τους ερυθροκυτταρικούς δείκτες, µ ορεί ναγίνουν και µετρήσεις κατανοµής του µεγέθους των ερυθρών αιµοσφαιρίων (RDW) και ιο σ άνια του εύρους κατανοµής της αιµοσφαιρίνης (HDW) αρέχοντας ληροφορίες για τη διακύµανση του µεγέθους των ερυθρών αιµοσφαιρίων
(ανισοκυττάρωση) και συγκέντρωσης της αιµοσφαιρίνης (ανισοχρωµία) αντίστοιχα. Αρκετοί ηλεκτρονικοί µετρητές δίνουν ληροφορίες για την ύ αρξη
αυξηµένου αριθµού υ όχρωµων ή υ έρχρωµων ερυθρών, ενδείξεις για την ύ αρξηκατακερµατισµένων ερυθρών ή κυκλοφορίας ερυθροβλαστών (NRBC) και µέτρησητων δικτυοερυθροκυττάρων (∆ΕΚ). Τα ερισσότερα όργανα δίνουν ιστογράµµατα
µεγέθους των ερυθρών, µερικά δίνουν δυσδιάστατα διαγράµµατα µεγέθους
ερυθρών σε συνδυασµό µε την οσότητα αιµοσφαιρίνης και οι εργαστηριακοί
γιατροί µ ορεί να βοηθηθούν α ό τα χαρακτηριστικά ιστογράµµατα. Εντούτοις, αρά τον λούτο των διαθέσιµων ληροφοριών, οι ληροφορίες για την
αξιολόγηση όλων των κυττάρων του αίµατος είναι ολύ ερισσότερες µε την
ροσεκτική αρατήρηση των χρωµατισµένων ε ιστρώσεων του εριφερικού
αίµατος ου είναι ολύτιµο και συχνά µοναδικό εργαλείο στα χέρια του κλινικού
αιµατολόγου για τη διάγνωση των αιµατολογικών νοσηµάτων. Κατ' αρχήν, για να έχει αξία η ληροφορία α ό το ε ίχρισµα θα, ρέ ει τοτελευταίο να είναι σωστά ε ιστρωµένο. ∆υστυχώς η ε ίστρωση βασίζεται
α οκλειστικά στην ε ιδεξιότητα αυτού την εκτελεί. Η ε ιδεξιότητα της σωστής
ε ίστρωσης, δεν διδάσκεται αλλά α οκτάται ροοδευτικά µε καθηµερινή άσκηση. Αυτό δεν υ οκαθίσταται ή συµ ληρώνεται µε τί οτε. Το τελικό α οτέλεσµα µ ορείνα εξαρτάται βέβαια α ό ολλούς αράγοντες ό ως η υ οκείµενη αιµατολογική
νόσος, η ταχύτητα των κινήσεων, η οιότητα των λακιδίων, η θερµοκρασία του
χώρου, κλ αλλά σε τελική ανάλυση ένα καλό αρασκεύασµα είναι σχεδόν
α οκλειστικά το δηµιούργηµα ενός ε ιδέξιου εργαστηριακού (ιατρού-τεχνολόγου). Η εξέταση των ε ιχρισµάτων αίµατος µ ορεί να αξιολογεί µοναδικά τα
α οτελέσµατα των αυτόµατων αναλυτών και ε ιβεβαιώνει ή α οκλείει τα
λασµατικά α οτελέσµατα των µετρήσεων. Η ανεύρεση ενός αυξηµένου MCV θα ρέ ει άντοτε να ε ιβεβαιωθεί α ό το ε ίχρισµα αφού µ ορεί να είναι
λασµατικός σαν α οτέλεσµα ύ αρξης κρυοσφαιρίνης. Οι σε δυσαρµονία
29
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα29
25
ερυθροκυτταρικοί δείκτες θα ρέ ει α αραίτητα να οδηγούν στην αρατήρηση του
χρωµατισµένου ε ιχρίσµατος του εριφερικού αίµατος αφού λασµατικά
α οτελέσµατα µ ορεί να οφείλονται σε ύ αρξη υ ερλι ιδαιµίας ή αρεντερικής
διατροφής µε σκευάσµατα ου εριέχουν γαλακτο οιηµένα λι ίδια, σε θολερότητατου εναιωρήµατος λόγω ολύ αυξηµένου αριθµού λευκών αιµοσφαιρίων, σε αρουσία αρα ρωτεΐνης ή κρυοσφαιρίνης, σε κατά λάθος θέρµανση ή ψύξη του
δείγµατος ή συνεχιζόµενη in vitro λύση του δείγµατος α ό σηψαιµία λόγω
Clostridium perfrigens, ό ως και µέτρηση αλιού δείγµατος ή ρόσµιξη του µε
υ οδόριο λί ος. Εκτός α ό ε αλήθευση και την ιθανή ερµηνεία των διαταραχών ου µ ορεί να
αρουσιαστούν σε µια γενική αίµατος, η εκτίµηση των µορφολογικών διαταραχώντων ερυθρών αιµοσφαιρίων µ ορεί να δώσει σηµαντικές ληροφορίες ου δεν
µ ορεί να δοθούν α ό τον ηλεκτρονικό µετρητή και να ε ιτρέψουν αξιολόγηση και
ερµηνεία των µορφολογικών και αριθµητικών δεδοµένων σε σχέση µε την ηλικία, το φύλο και την κλινική εικόνα. Η εξέταση του ε ιχρίσµατος του εριφερικού
αίµατος είναι συνήθως ολύ χρήσιµη για τη διάγνωση των αιµολυτικών αναιµιών, των αιµοσφαιρινο αθειών και µεσογειακών συνδρόµων, των µικροκυτταρικών καιµακροκυτταρικών αναιµιών και λιγότερο των ορθοκυτταρικών αναιµιών. Στις αιµολυτικές αναιµίες, το ε ίχρισµα του αίµατος µ ορεί να θέσει οριστικά τη
διάγνωση ή να βοηθήσει στη διαφορική διάγνωση. Ορισµένες διαταραχές ό ως .χ. η κληρονοµική ελλει τοκυττάρωση, η ωοκυτταρωση της ΝΑ Ασίας και η
κληρονοµική υρο οικιλοκυττάρωση έχουν τόσο χαρακτηριστικά ευρήµατα ου
το ε ίχρισµα θέτει σχεδόν βέβαια τη διάγνωση. Το ε ίχρισµα στην ωοκυτταρωση
της ΝΑ Ασίας .χ. αρουσιάζει έναν µοναδικό συνδυασµό µακροωοκυττάρων, ουα οτελούνται α ό κύτταρα σχεδόν δι λού µεγέθους σε σχέση µε τα άλλα κύτταρα, και αρουσία στοµατοκυττάρων ου µερικά είναι τυ ικά, ενώ άλλα έχουν κεντρική
ωχρή εριοχή σχήµατος Υ ή V. Άλλες διαταραχές των ερυθρών στο ε ίχρισµα
µ ορεί να είναι λιγότερο διαγνωστικές αλλά βοηθούν στη διαφορική διάγνωση. Ηδιάκριση µεταξύ σφαιροκυττάρων και ακανόνιστων συρρικνωµένων κυττάρων
είναι ολύ σηµαντική, αφού η διαγνωστική τους σηµασία είναι αρκετά
διαφορετική. Η αρουσία σφαιροκυττάρων δείχνει συχνότερα κληρονοµική
σφαιροκυττάρωση ή αυτοάνοση αιµολυτική αναιµία, ενώ σε νεογνά µ ορεί να
δείχνει αλλοάνοση αιµολυτική αναιµία. Τα µικροσφαιροκύτταρα
(σφαιροσχιστοκύτταρα) έχουν µερικές φορές διαγνωστική σηµασία, δείχνοντας την αρουσία κατακερµατισµού των ερυθρών (µικροαγγειο αθητικές αιµολυτικές
αναιµίες, αιµολυτικές αναιµίες α ό µηχανικά αίτια και το ε ίχρισµα είναι ολύ
σηµαντικό για την ταχύτατη διάγνωση της θροµβωτικής θροµβο ενικής ορφύρας. Σε ασθενείς µε βαριά εγκαύµατα τα µικροσφαιροκύτταρα εµφανίζονται µαζί µε
µικροκύτταρα και ζαρωµένα ερυθρά. Στην κληρονοµική υρο οικιλοκυττάρωση
αρατηρούνται µικροσφαιροκύτταρα µαζί µε άφθονα ερυθρά άλλων σχηµάτων
(έντονη οικιλοκυττάρωση). Μερικά ερυθρά µ ορεί να µοιάζουν µε
σφαιροκύτταρα ε ειδή στερούνται της κεντρικής ωχρής εριοχής αλλά
30
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα30
26
διακρίνονται ε ειδή έχουν ακανόνιστο ερίγραµµα και διακρίνονται α ό τα
σφαιροκύτταρα και µικροσφαιροκύτταρα δείχνοντας είτε οξειδωτική βλάβη στο
ερυθρό, είτε αστάθεια της αιµοσφαιρίνης (οξείας αιµόλυση λόγω έλλειψης της
G6PD, αιµοσφαιρινο άθειες, σύνδροµο Zieve). Στην ανε άρκεια G6PD και µετάέκθεση σε κά οιον οξειδωτικό αράγοντα τα ανώµαλα συρρικνωµένα ερυθρά
συνδυάζονται συχνά µε ανεύρεση κερατοκυττάρων ("τσιµ ηµένα ερυθρά"), καιφυσσαλιδοκοττάρων ("blister cells") και συχνά υ ολείµµατα ερυθρών. Αρκετέςφορές στην ε ιφάνεια των ερυθρών αρατηρούνται ροσεκβολές σε
αρασκευάσµατα µε αναζήτηση σωµάτων Heinz στα ο οία και οφείλονται. Ηανίχνευση των χαρακτηριστικών ευρηµάτων α ό την οξειδωτική βλάβη είναι ολύ
σηµαντική για τη διάγνωση της ανε άρκειας G6PD αφού η ενζυµατική τεχνική
ανίχνευσης δεν είναι άντοτε αθολογική κατά τη διάρκεια της αιµόλυσης. Μερικές φορές τα ακανόνιστα συρρικνωµένα ερυθρά είναι α οτέλεσµα της
α ελευθέρωσης χαλκού α ό βλάβη του ή ατος σε όψιµα στάδια νόσου του Wilson. Άλλες µορφολογικές διαταραχές των ερυθρών ου υ οδηλώνουν τη φύση της
αιµόλυσης είναι η αρουσία στοµατοκυττάρωσης, ακανθοκυττάρωσης, συγκόλλησης των ερυθρών, βασεόφιλης στίξης ή η αρουσία
ενδοερυθροκυτταρικών µικροοργανισµών. Η στοµατοκυττάρωση είναι συνήθως
ενδεικτική η ατικής νόσου συχνά αλκοολικής η ατίτιδας ή ολύ σ άνια στο
λαίσιο κληρονοµικής στοµατοκυττάρωσης. Η σηµασία της εξέτασης του
ε ιχρίσµατος του αίµατος φαίνεται α ό την ρόσφατη αναγνώριση ενός αριθµού
ερι τώσεων φυτοστερολαιµίας/υ ερχοληστεριναιµίας ου συνοδεύονται α ό
στοµατοκυττάρωση. Η ακανθοκυττάρωση είναι χαρακτηριστική αιµολυτικής
αναιµίας λόγω η ατικής ανε άρκειας καθώς και σε κληρονοµική
ακανθοκυττάρωση (α-βήτα λι ο ρωτεϊναιµία). Η συγκόλληση των ερυθρών είναι
χαρακτηριστικό της κρυοσφαιριναιµίας και της αροξυντικής αιµοσφαιρινουρίας
εκ ψύχους και σ άνια βρίσκεται στην αυτοάνοση αιµολυτική αναιµία θερµού
τύ ου. Η αδρή βασεόφιλη στίξη είναι µια µη ειδική διαταραχή αλλά εντούτοις
µ ορεί να είναι σηµαντικό χαρακτηριστικό εύρηµα για τη διάγνωση της
µολυβδίασης ή της ανε άρκειας της υριµιδίνο-5'-νουκλεοτιδάσης, Οι
µικροοργανισµοί ου µ ορεί να ευθύνονται για αιµολυτική αναιµία είναι είτε
αράσιτα (ελονοσία, µ αµ εσίωση) ή βακτηρίδια ( υρετός Oroya, και σ άνια σε
ερι τώσεις νόσου του Whipple). Το ε ίχρισµα αίµατος στις αιµοσφαιρινο άθειες και στα µεσογειακά σύνδροµα
συχνά εµφανίζει στοχοκυττάρωση και αρκετές φορές ανώµαλα συρρικνωµένα
κύτταρα. Στη δρε ανοκυτταρική αναιµία µ ορεί να αρατηρούνται
δρε ανοκύτταρα, διαφόρου µορφολογίας (σαν σκαρί λοίου, σαν καρ ό βρώµης
κ.α.), στοχοκύτταρα και άλλες διαταραχές ό ως στον υ οσ ληνισµό, ανώµαλασυρρικνωµένα κύτταρα, γραµµοειδή ράκη ερυθρών, χαρακτηριστικά
οικιλοκύτταρα ε ί συνδυασµού δρε ανοκυτταρικής / αιµοσφαιρινο άθειας C, κρύσταλλοι αιµοσφαιρίνης C (ε ί αρουσίας αιµοσφαιρινο άθειας C) και κύτταρασαν "Να ολεόντειο κα έλο”) (ε ί αρουσίας αιµοσφαιρίνης SOman). Τα ανώµαλα
31
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα31
27
συρρικνωµένα ερυθρά είναι ε ίσης χαρακτηριστικά των ασταθών αιµοσφαιρινών
και λιγότερο της οµόζυγης και ετερόζυγης αιµοσφαιρινο άθειας Ε (έντονηστοχοκυττάρωση). Η διάγνωση της ετερόζυγης α- και της β-µεσογειακής αναιµίαςείναι ιο αξιό ιστη χρησιµο οιώντας τους ερυθροκυτταρικούς δείκτες αρά µε τη
µορφολογία του εριφερικού αίµατος. Το ε ίχρισµα του αίµατος αρκετές φορές
δείχνει µόνο µικροκυττάρωση, ενώ σε άλλους αρρώστους µ ορεί ε ίσης να
αρατηρηθεί οικιλοκυττάρωση, βασεόφιλη στίξη ή και στοχοκυττάρωση. Μεταξύ
των ασχόντων α ό α-µεσογειακή αναιµία η ανεύρεση βασεόφιλης στίξης είναι
ιδιαίτερα ενδεικτική αιµοσφαιρινο άθειας Constant Spring. Στην
αιµοσφαιρινο άθεια Η το ε ίχρισµα αίµατος δείχνει έντονη υ οχρωµία, καθώς καιικανή µικροκυττάρωση και οικιλοκυττάρωση. ενώ α ό τις µετρήσεις τις γενικής
αίµατος τα ∆ΕΚ είναι αυξηµένα και σε αντίθεση µε την ετερόζυγη α- και β-µεσογειακή αναιµία, το MCHC είναι συνήθως χαρακτηριστικά µειωµένο. Η διαφορική διάγνωση ε ί µικροκυτταρικής αναιµίας βοηθιέται αρκετές φορές
α ό την εξέταση του ε ιχρίσµατος του εριφερικού αίµατος. Συνήθη ευρήµατα
α οτελούν η αρουσία ή α ουσία ανισοχρωµίας ή εικόνας δι λού ληθυσµού
(µικρά και άδεια-µεγάλα και γεµάτα ερυθρά), η αρουσία βασεόφιλης στίξης ή
σωµατίων Pappenheimer και η αρουσία rouleaux ή ευρηµάτων υ οσ ληνισµού. Η ανισοχρωµία είναι τυ ική µιας µη θερα ευόµενης σιδηρο ενικής αναιµίας, ενώο δίµορφος ληθυσµός υ οθέτει είτε σιδηρο ενική αναιµία υ ό θερα εία ή
σιδηροβλαστική αναιµία. Η συγγενής σιδηροβλαστική αναιµία συνοδεύεται α ό
µικροκυττάρωση, ενώ η ε ίκτητη σιδηροβλαστική αναιµία συνοδεύεται συχνότερα, αλλά όχι άντοτε, α ό µίγµα µικροκυτταρικών και υ όχρωµων ερυθρών και
µακροκυτταρικών και ορθόχρωµων ερυθρών. Η βασεόφιλη στίξη υ οθέτει είτε
ετερόζυγη µεσογειακή αναιµία ή µολυβδίαση. Η µολυβδίαση είναι ολύ σ άνια
στις ερισσότερες χώρες αλλά η αναγνώριση της είναι ολύ σηµαντική για τον
άρρωστο. Η σιδηρο ενική αναιµία και βαριά αναιµία χρόνιας νόσου δεν είναι
άντοτε εύκολο να διακριθούν α ό το ε ίχρισµα του εριφερικού αίµατος, αλλά η
αρουσία rouleaux, αυξηµένη χρώση του background ή εµφάνιση διεγερµένων
λευκών αιµοσφαιρίων είναι υ έρ της δεύτερης διάγνωσης Ο υ οσ ληνισµός σε
έναν άρρωστο µε υ οχρωµία και µικροκυττάρωση υ οθέτει, ε ί α ουσίας
ιστορικού σ ληνεκτοµής, ότι ο άρρωστος ιθανόν να έχει κοιλιοκάκη. Το ε ίχρισµα του εριφερικού αίµατος έχει συχνά σηµαντική αξία στη διαφορική
διάγνωση µιας µακροκυτταρικής αναιµίας. Στην µεγαλοβλαστική αναιµία
ευρήµατα ου βοηθούν είναι η ανεύρεση ανισοκυττάρωσης, οικιλοκυττάρωσης, ωοειδών ερυθρών και υ ερκατάτµητων ολυµορφο ύρηνων. Συγκριτικά στην
υ ατική νόσο ή τον αλκοολισµό τα ερισσότερα µακροκύτταρα είναι συνήθως
στρογγυλά, δεν βρίσκονται υ ερκατάτµητα ολυµορφο ύρηνα και µ ορεί να
αρατηρούνται στοχοκύτταρα ή στοµατοκύτταρα. Αν ο ασθενής δεν έχει
σ ληνεκτοµηθεί, τα ευρήµατα υ οσ ληνισµού ε ί αρουσίας µακροκυτταρικής
αναιµίας εγείρουν την υ οψία ύ αρξης µεγαλοβλαστικής αναιµίας σαν
α οτέλεσµα κοιλιοκάκης. Το ε ίχρισµα του εριφερικού αίµατος µ ορεί να
32
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα32
28
εµφανίζει αθολογικές µεταβολές µε ολυάριθµα σωµάτια Howell-Jolly. Όταν η
µακροκυττάρωση είναι α οτέλεσµα µυελοδυσ λαστικού συνδρόµου, το ε ίχρισµατου αίµατος µ ορεί να δείχνει έναν ληθυσµό υ όχρωµων και µικροκυτταρικών
ερυθρών καθώς και σωµάτια Pappenheimer ή µ ορεί να υ άρχουν σηµεία
δυσ λασίας των άλλων σειρών. Αυξηµένος αριθµός αιµο εταλίων µε
µακροκυτταρική αναιµία εγείρει την υ οψία διάγνωσης ενός συνδρόµου 5q-. Ανεξήγητη µακροκυττάρωση είναι αρκετές φορές µια εκδήλωση του ολλα λού
µυελώµατος και τότε η συνύ αρξη rouleaux και αυξηµένης χρώσης στο background εγείρει υ οψία για τη διάγνωση. Αν η µακροκυττάρωση είναι α οτέλεσµα
αιµολυτικής αναιµίας θα υ άρχει ολυχρωµατοφιλία και δικτυοερυθροκυττάρωση, µε η χωρίς σύγχρονη αρουσία ειδικών µορφολογικών αλλοιώσεων. Η συγγενής
δυσερυθρο οιητική αναιµία α οτελεί µια σ άνια αιτία µακροκυτταρικής αναιµίας
ου χαρακτηρίζεται α ό σηµαντική ανισοκυττάρωση και οικιλοκυττάρωση, ενώ ιο συχνή αιτία µακροκυττάρωσης είναι χορήγηση µερικών φαρµάκων
(αντιρετροϊκά φάρµακα ό ως zidovudine κλ ). Οι αιτίες µιας ορθόχρωµης ορθοκυτταρικής αναιµίας είναι αρκετές ό ως νεφρική
ανε άρκεια, ρώιµα στάδια τόσο της αναιµίας χρόνιας νόσου και σιδηρο ενικής
αναιµίας. Το ε ίχρισµα αίµατος συχνά δεν είναι ολύ διαφωτιστικό, αλλά µ ορεί
να υ ο τευθεί κανείς µυέλωµα, λόγω της αρουσίας των rouleaux και της χρώσηςτου background και αν υ άρχει στο ε ίχρισµα λευκοερυθροβλαστική αντίδραση
να υ ο τευθεί ιδιο αθή µυελοϊνωση ή διήθηση του µυελού α ό νεο λασµατικά
κύτταρα. Η εξέταση του ε ιχρίσµατος του αίµατος µ ορεί να βοηθήσει σε αρρώστους µε
ερυθραιµία ό ως στους αρρώστους µε αναιµία. Η αρουσία αύξησης του αριθµού
των βασεόφιλων ( ου δεν διακρίνονται ακριβώς α ό ολλούς ηλεκτρονικούς
µετρητές) ή η ανεύρεση γιγάντιων αιµο εταλίων ενισχύουν τη διάγνωση αληθούς
ολυκυτταραιµίας σε αντίθεση µε την σχετική ή δευτερο αθή ολυκυτταραιµία. Τελικά θα ρέ ει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι σε όλες τις ερι τώσεις αναιµίας στις
ο οίες η διάγνωση δεν είναι άµεσα εµφανής α αιτείται εκ των ουκ άνευ η
αρατήρηση του ε ιχρίσµατος του εριφερικού αίµατος. Αυτό είναι ιδιαίτερα
σηµαντικό αν η αναιµία είναι ιδιαίτερα βαριά και α αιτείται ταχύτατη διάγνωση. Το ε ίχρισµα θα ρέ ει να ερµηνεύεται άντοτε λαµβάνοντας υ όψη το ιστορικό
του αρρώστου και τα α οτελέσµατα της γενικής αίµατος. Ο αριθµός των λευκών αιµοσφαιρίων στο εριφερικό αίµα µ ορεί να εκτιµηθεί
αρχικά µε αρατήρηση της ε ίστρωσης, σε χαµηλή µεγέθυνση και µετά µε
καταδυτικό φακό, για να καθοριστεί αν ο αριθµός τους είναι φυσιολογικός, χαµηλός ή αυξηµένος σε σύγκριση µε τις φυσιολογικές τιµές. Συγχρόνως µε τηνεξαγωγή του λευκοκυτταρικού τύ ου βρίσκεται η ε ικρατούσα µορφή κυττάρων
και αρατηρούνται οι τυχόν µορφολογικές ανωµαλίες. Ο λευκοκυτταρικός τύ ος
καλό είναι, αρά τον µεγαλύτερο α αιτούµενο χρόνο, να ροσδιορίζεται µε
καταδυτικό φακό, µε µετακίνηση της τρά εζας συστηµατικά ώστε να µην γίνεται
δύο φορές µέτρηση του ίδιου κυττάρου. Έτσι το λακίδιο κινείται α ό δεξιά ρος
33
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα33
29
τ'αριστερά, στη συνέχεια µετακίνηση ρος τα άνω ή ρος τα κάτω, κατά ένα ο τικό εδίο και στη συνέχεια α ό αριστερά ρος τα δεξιά κ.ο.κ. Η αρατήρηση γίνεται
τόσο σε αραιά, όσο και σε υκνή εριοχή της ε ίστρωσης, ε ειδή µ ορεί να
υ άρχουν διαφορές λόγω διαφορετικής κατανοµής των κυττάρων. Πάντοτε θα
ρέ ει να γίνεται καταµέτρηση τουλάχιστον 100 κυττάρων. Τα µη ταξινοµούµενα ήµη αναγνωριζόµενα λευκά θα ρέ ει να καταµετρώνται ξεχωριστά. Ο α όλυτος
αριθµός για κάθε τύ ο κυττάρου θα ρέ ει να υ ολογίζεται άντοτε, ώστε να
γίνεται διαγνωστική ροσέγγιση ανάλογα µε την αύξηση ή µείωση του α όλυτου
αριθµού τους και όχι ανάλογα µε το οσοστό τους, ου ιθανόν να µας αρασύρεισε εσφαλµένες διαγνωστικές σκέψεις. Πριν καταλήξει κανείς στην αξιολόγηση των ευρηµάτων του χρωµατισµένου
ε ιχρίσµατος, θα ρέ ει να έχει υ όψη του τις φυσιολογικές τιµές των λευκών, όσοκαι των ε ιµέρους διακυµάνσεων των φυσιολογικών α όλυτων τιµών των
διαφόρων κατηγοριών τους. Σηµασία ε ίσης έχει η αναγνώριση της αθολογικής
µορφολογίας των λευκών, η ύ αρξη τοξικής κοκκίωσης και η αρουσία "στροφής ρος τα δεξιά" ή "στροφής ρος τ' αριστερά", ευρήµατα ου έχουν σηµαντική
κλινική σηµασία. Η στροφή ρος τ'αριστερά χαρακτηρίζεται συνήθως α ό αυξηµένο αριθµό λευκών, λόγω αύξησης της αραγωγής τους, σαν α άντηση κά οιας οξείας ανάγκης στην
εριφέρεια, ριν ολοκληρωθεί η φυσιολογική ανά τυξη και διαφορο οίηση τους, ό ως .χ. σε µια οξεία λοίµωξη (ό ως σκωληκοειδίτιδα) ή σηψαιµία. Στροφή ρος
τ'αριστερά µ ορεί να φανεί ακόµα και µε χαµηλό αριθµό λευκών, συνήθως λόγωκαταστολής της κοκκιώδους σειράς, ό ως στην ερί τωση της δράσης τοξινών µε
α οτέλεσµα διαταραχές στο µέγεθος και την εµφάνιση των κυκλοφορούντων
κυττάρων (φυµατίωση, τυφοειδής υρετός, κ.α.). Τα νεαρότερα ολυµορφο ύρηνα έχουν ακόµα έναν µη καλά λοβωµένο υρήνα
(5%), ενώ αργότερα έχουν δύο λοβούς (35%), τρεις λοβούς (41 %), τέσσερους λοβούς(17%) και 5 ή ερισσότερους λοβούς ( ιο ώριµα κύτταρα, 2%). Μια στροφή ρος τα
αριστερά δείχνει αύξηση των νεαρότερων κυττάρων, ενώ η στροφή ρος τα δεξιά
αυξηµένος αριθµός γηραιότερων κυττάρων. Η τελευταία εµφανίζεται συχνότερα
στη µεγαλοβλαστική αναιµία. Σηµασία ε ίσης έχει η αρουσία λευκοερυθροβλαστικής αντίδρασης, ου
χαρακτηρίζεται α ό στροφή ρος τ'αριστερά και κυκλοφορία ερυθροβλαστών στο
εριφερικό αίµα, ό ως ε ί έντονης διέγερσης της αιµο οίησης, κατάληψης τουµυελού α ό νεο λασµατικά κύτταρα ή εξωµυελικής αιµο οίησης. Σηµαντική διαγνωστικά είναι η ανεύρεση και µορφολογική τυ ο οίηση τόσο των
λευκοκυττάρων ου φυσιολογικά κυκλοφορούν στο εριφερικό αίµα και
αρατήρηση των µορφολογικών αρεκκλίσεων τους και βέβαια η σηµαντική
διαγνωστική βοήθεια ε ί κυκλοφορίας δια λαστικών µορφών ή αωρότερων
ροβαθµίδων τους (µυελοδυσ λαστικά, µυελοϋ ερ λαστικά νοσήµατα, λευχαιµίες) ή κυττάρων µε χαρακτηριστική µορφολογία (λεµφοϋ ερ λαστικά νοσήµατα) και
34
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα34
30
διαγνωστική ροσ έλαση ανάλογα µε τις µεταβολές των άλλων µυελικών σειρών
(αναιµίες, ανκυτταρο ενίες, συστηµατικά νοσήµατα, λοιµώξεις κλ ). Η αδρή εκτίµηση του αριθµού των αιµο εταλίων, συνηθίζεται να αναφέρεται µε
ηµι οσοτικό τρό ο ( .χ. µε έναν ή ερισσότερους σταυρούς κλ ). Οι καταγραφέςαυτές έχουν κά οια σηµασία όταν εκφράζουν άγια και σταθερή τακτική σε ένα
τµήµα και κυρίως όταν υ άρχει συνέ εια στην ε ικοινωνία κλινικού-εργαστηριακού. Ε αναλαµβάνεται ότι οι ακραίες τιµές, α αιτούν αρίθµηση των
αιµο εταλίων. Το ε ίχρισµα αίµατος γενικά δείχνει τη φύση του υ εύθυνου
ροβλήµατος και για την αρέκκλιση των α οτελεσµάτων. ∆ιαταραχές του
αριθµού των αιµο εταλίων (υψηλός ή χαµηλός αριθµός ή µη αναµενόµενα
α οτελέσµατα) µ ορεί να αξιολογηθούν στο ε ίχρισµα του αίµατος και µε αυτήν
την ευκαιρία µ ορεί να αρατηρηθούν και να αξιολογηθούν διαταραχές των
ερυθρών αιµοσφαιρίων. Ο υψηλός αριθµός αιµο εταλίων µ ορεί να οφείλεται σε
υ οσ ληνισµό, ου αρατηρείται εύκολα στο ε ίχρισµα, ή µ ορεί να οφείλεται σε
λασµατική αύξηση λόγω αρουσίας ολλών σχιστοκυττάρων ή
µικροσφαιροκυττάρων ου εσφαλµένα µετρώνται σαν αιµο ετάλια. Η
αρατήρηση του ε ιχρίσµατος όχι µόνο θα αξιολογήσει τον χαµηλό αριθµό
αιµο εταλίων αλλά µ ορεί να αναδείξει και τις µεταβολές των ερυθρών
αιµοσφαιρίων µε ανεύρεση της αιτίας ό ως .χ. η ατική νόσο, µεγαλοβλαστικήαναιµία ή µυελοδυσ λαστικό σύνδροµο. Η "δι λή" δια ίστωση (α) ότι το υ ό µικροσκό ηση σωµατίδιο είναι αιµο ετάλιο
(β) ότι το αιµο ετάλιο αυτό είναι φυσιολογικό, είναι καθαρά ροϊόν της είρας του αρατηρητή. Μάλιστα, θα αρατηρούσε κανείς ότι σε αντίθεση µε τις λοι ές
αιµο οιητικές σειρές για τις ο οίες υ άρχει αρκετή βιβλιογραφία, για στοιχεία καικανόνες ειδικά για τα αιµο ετάλια οι διατιθέµενες ηγές είναι µάλλον
εριορισµένες. Ο µοναδικός τρό ος ανα λήρωσης αυτού του κενού, είναι η άσκησηστη µικροσκό ηση. Η εφαρµογή διαφόρων µεγεθύνσεων του φακού είναι
α αραίτητη και συνιστάται ιδιαίτερα ανάλογα την ερί τωση. Το µέγεθος των αιµο εταλίων, οικίλει υ ό φυσιολογικές συνθήκες. Τα νεαρά
αιµο ετάλια κλασσικά θεωρούνται µεγαλύτερα σε µέγεθος αλλά η ά οψη αυτή
σήµερα λέον δεν θεωρείται α όλυτα ορθή. Το ίδιο ισχύει και για την ά οψη ότι ταµεγαλύτερα σε µέγεθος αιµο ετάλια είναι και τα λουσιότερα σε υκνότητα
ενζύµων και γι' αυτό υ οχρεωτικά ερισσότερο δραστήρια. Ανεξαρτήτως αυτού άντως, το αιµοστατικό α οτέλεσµα των αιµο εταλίων είναι συνάρτηση του όγκουτων ανά µονάδα λάσµατος (αιµο εταλιοκρίτης) και όχι του αριθµού των. Υ ό φυσιολογικές συνθήκες, αρατηρούµε στο ε ίχρισµα ότι τα αιµο ετάλια είναι
τόσο µεµονωµένα όσο και συσσωρευµένα κατά σωρούς άλλοτε άλλου µεγέθους. Καλό θα είναι στην αναζήτηση αιµο εταλιακών σωρών να µελετάται η ε ίστρωση
σε όλη την έκταση του λακιδίου και ιδίως στα ακραία του εδία. Παράλληλα µε
τον σχηµατισµό αιµο εταλιακών σωρών, µ ορεί να αρατηρήσουµε στο ε ίχρισµατου εριφερικού αίµατος και αιµο ετάλια ροσκολληµένα σε άλλα κύτταρα ό ως
ουδετερόφιλα ("δορυφορισµός"). Αν και αυτό αρατηρείται σε άτοµα µε
35
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα35
31
θροµβο ενία και µε κυκλοφορούντα αντιαιµο εταλιακά αντισώµατα, είναι
δυνατόν να αρατηρηθεί και σε α ολύτως φυσιολογικά άτοµα. Το φαινόµενο αυτόόµως δεν αρατηρείται όµως σε ε ιχρίσµατα α ό αίµα µε αντι ηκτικό. Σε ορφύρα, είναι χρήσιµη η δια ίστωση α ό την άµεση ε ισκό ηση του
αρασκευάσµατος τυχόν α ουσίας σχηµατισµού αιµο εταλιακών σωρών. Τέτοιοεύρηµα, αν και είναι καθαρά «υ οκειµενικό» και γι' αυτό ανε αρκές, µ ορεί εντούτοις να είναι διαγνωστικό κά οιας λειτουργικής µειονεξίας των αιµο εταλίων
(σε σ άνιες καταστάσεις θροµβασθένειας ό ως η νόσος του Glanzmann). Η ταχεία αναγέννηση αιµο εταλίων ό ως µεθαιµορραγικές καταστάσεις οξεία
αιµόλυση, θροµβο ενική ορφύρα ή ταχεία έξοδο α ό το µυελό συνε εία
τοξικότητας χαρακτηρίζεται α ό αρκετά µεγάλα σε διάµετρο αιµο ετάλια, λούσιασε κοκκία στην κεντρική τους εριοχή. Υψηλό οσοστό µεγάλων αιµο εταλίων
συνοδεύει κυρίως τα µυελοϋ ερ λαστικά σύνδροµα (ιδίως θροµβοκυττάρωση και
µυελοσκλήρυνση). Ειδικά στα τελευταία, µ ορεί κανείς να αρατηρήσει ε ίσης και υρήνες µεγακαρυοκυττάρων (ολόκληρους ή σε θραύσµατα) στο εριφερικό αίµα(αυτό είναι ειδικό χαρακτηριστικό εύρηµα εξωµυελικής αιµο οίησης ή βλάβης του
"µυελικού φραγµού"). Τονίζεται για µια ακόµα φορά, ότι η αρατήρηση των µορφολογικών διαταραχώντων κυττάρων του αίµατος θα ρέ ει να γίνεται σε ε ίχρισµα εριφερικού αίµατος
µετά α ό άµεση ε ίστρωση (διαταραχή της µορφολογίας των ερυθρών όταν το
αίµα µ ει σε αντι ηκτικό), α όρριψη των ρώτων σταγόνων α ό τη βελόνα, καλόκαθαρισµό της ράγας του δακτύλου (η αραµονή οινο νεύµατος συρρικνώνει τα
κύτταρα), κατασκευή λε τής ε ίστρωσης, καλή ξήρανση της ε ίστρωσης, χρώση µεMay-Grűnwald-Giemsa και ε ιλογή αντι ροσω ευτικού εδίου για αρατήρηση
στο ε ίχρισµα ό ου µε καταδυτικό φακό αρατηρείται η λε τοµερής µορφολογία
των κυττάρων (α αιτείται ροσοχή, συστηµατική αρατήρηση και ικανή εµ ειρίαγια την ορθή αξιολόγηση και την εξαγωγή συµ ερασµάτων).
36
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα36
32
Ανωµαλία Chediak-Higashi
Μεγάλα γκριζω ά κοκκία (έγκλειστα) στα ολυµορφο ύρηνα και στις ρόδροµες
µορφές τους (διαταραχή λυσοσωµάτων, γιγάντια λυσοσώµατα). Παρατηρούνταιστο σύνδροµο Chediak-Higashi (στα αιδιά ε αναλαµβανόµενες λοιµώξεις α ό
θετικούς κατά Gram κόκκους, αλφισµός, συχνά ανκυτταρο ενία, θροµβο άθεια, ιστιοκυτταρική διήθηση ή ατος, σ ληνός, εγκεφάλου και µυελού των οστών). ∆ιαταραχή χηµειοταξίας και βακτηριοκτόνου δράσης (µη αραγωγή καταλάσης) των ολυµορφο ύρηνων ενώ η φαγοκυττάρωση είναι φυσιολογική.
Ανωµαλία Alder-Reilly
Μεγάλα ερυθρω ά κοκκία στα λευκά αιµοσφαίρια ( ρωτεΐνες/ ολυσακχαρίτες). Ηανωµαλία µ ορεί να βρίσκεται σε ολλά είδη κυττάρων ( ολυµορφο ύρηνα, ηωσινόφιλα, λεµφοκύτταρα, µονοκύτταρα, λασµατοκύτταρα, οστεοβλάστες κλ ) ήµόνο στα ολυµορφο ύρηνα ή στα λεµφοκύτταρα ή στα µονοκύτταρα. Παρατηρείται στις βλεννο ολυσακχαριδώσεις (σύνδροµο Hurler, San Filippo, Moequio, κ.λ .). ∆ιαταραχή ενζύµων στα λυσοσώµατα.
Ανωµαλία May-Hegglin
Βασεόφιλα κυτταρο λασµατικά έγκλειστα στα λευκά αιµοσφαίρια. Παρατηρούνταιστο σύνδροµο May-Hegglin (συνδυάζεται µε ουδετερο ενία, θροµβο ενία και
ανεύρεση γιγάντιων αιµο εταλίων).
Ανωµαλία Pelger-Huet
Πολυµορφο ύρηνα µε δίλοβο (χωρίς κατάτµηση) υρήνα και αδρή κατανοµή της
χρωµατίνης (ετερόζυγη µορφή), ενώ στην οµόζυγη µορφή ο υρήνας είναι
στρογγυλός
Παρατηρείται σε κληρονοµική µεταβίβαση της ανωµαλίας ή ε ίκτητα στις οξείες
λευχαιµίες και στα µυελοδυσ λαστικά σύνδροµα (ψευδο-Pelger), σε µερικές
λοιµώξεις (µονο υρήνωση, ελονοσία), σε οστικές µεταστάσεις νεο λασµάτων ή σε
λήψη φαρµάκων ( .χ. κολχικίνη). Φυσιολογική λειτουργικότητα
ολυµορφο ύρηνων (ίσως διαταραχή µετανάστευσης των ολυµορφο ύρηνων).
Σωµάτια D hle
Μικρά κυανω ά κυτταρο λασµατικά έγκλειστα (κοντά στην κυτταρική µεµβράνη) στα ολυµορφο ύρηνα (ριβοσωµατικό RNA). Παρατηρούνται σε λοιµώξεις, σεφλεγµονώδη νοσήµατα, εγκαύµατα, τοξική δράση ουσιών στο µυελό και στα
µυελοδυσ λαστικά σύνδροµα.
Τοξική κοκκίωση
Αδρά κοκκία στα ολυµορφο ύρηνα (διατήρηση των ρωτογενών κοκκίων). Παρατηρούνται σε λοιµώξεις, σε φλεγµονώδη νοσήµατα και σε λήψη GM- ή G-CSF.
37
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα37
33
Ραβδία ή Σωµάτια Auer
Ε ιµήκη ή στρογγυλά έγκλειστα στα βλαστικά κύτταρα και ροµυελοκύτταρα
(συναθροίσεις αθολογικών αζουρόφιλων κοκκίων). Παρατηρούνται στην οξεία
µυελογενή λευχαιµία (ιδιαίτερα στην οξεία ροµυελοκυτταρική λευχαιµία ό ου
µ ορεί να είναι και ολλα λά).
Λευκοκυττάρωση
Αριθµός λευκών αιµοσφαιρίων άνω α ό 11x109/1. Παρατηρείται κατά τη
διάρκεια κάθε φυσιολογικού ή αθολογικού stress ή στη λήψη κορτικοειδών.
«Στροφή ρος τ' αριστερά»
Παρουσία στο εριφερικό αίµα µεταµυελοκυττάρων και άλλων αωρότερων
κυττάρων της κοκκιώδους σειράς. Παρατηρείται σε λοιµώξεις, νέκρωση ιστών, στηδιαβητική οξέωση, στις λευχαιµοειδείς αντιδράσεις, στη χρόνια µυελογενή
λευχαιµία, µυελοσκλήρυνση και σε άλλα µυελοδυσ λαστικά και
µυελοϋ ερ λαστικά νοσήµατα.
«Στροφή ρος τα δεξιά»
Ανεύρεση ολυκατάτµητων ολυµορφο ύρηνων (µε άνω α ό έντε λοβούς). Παρατηρείται στη µεγαλοβλαστική αναιµία, στη σιδηρο ενική αναιµία (σ άνια), στα µυελοδυσ λαστικά σύνδροµα, σε βαριές λοιµώξεις ή στην ουραιµία και σ άνιαείναι κληρονοµική διαταραχή. Σ άνια εριγράφεται η ίδια διαταραχή και στα
ηωσινόφιλα.
Πολυµορφούρηνα µε ροσεκβολές του υρήνα
Οι ροσεκβολές του υρήνα των ολυµορφο ύρηνων (drumstick στις γυναίκες) είναι αυξηµένες στα υ ερκατάτµητα ολυµορφο ύρηνα και σε ανωµαλίες του
καρυότυ ου µε ερισσότερα Χ χρωµοσώµατα. Σε άτοµα µε τρισωµία της οµάδας D αρατηρούνται 2-5 µικρές ροσεκβολές κατευθυνόµενες ρος το κέντρο του
κυττάρου (καρυόσχιση). Συχνά συνοδεύεται µε ανωµαλία Pelger-Huet και µ ορείνα βρίσκεται σε αρρώστους µε µυελοδυσ λαστικά σύνδροµα, µετά α ό
ακτινοβόληση ή µετά έκθεση σε τοξικές ουσίες.
Λευκοερυθροβλαστική Αντίδραση
Παρουσία στο εριφερικό αίµα στροφής ρος τ'αριστερά της κοκκιώδους σειράς µεσύγχρονη αρουσία ερυθροβλαστών. Παρατηρείται στη µυελοσκλήρυνση, σεκατάληψη του µυελού α ό µεταστάσεις νεο λάσµατος καθώς και κατά τη διάρκεια
µιας οξείας αιµορραγίας ή αιµόλυσης.
Άτυα λεµφοκύτταρα
Συνήθως µεγάλα σε µέγεθος σε σχέση µε τα φυσιολογικά λεµφοκύτταρα ου συχνά
χρωµατίζονται ιο έντονα bleu α ό ότι συνήθως. Παρατηρούνται στη λοιµώδη
µονο υρήνωση, σε λοιµώξεις α ό ιούς, τοξο λάσµωση, σε αντιδράσεις α ό
φάρµακα καθώς και στο σύνδροµο λεµφοκυττάρωσης µετά α ό µεταγγίσεις.
38
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα38
34
Πυρηνικές σκιές
Κατεστραµµένοι υρήνες λεµφοκυττάρων. Παρατηρούνται στη χρόνια λεµφογενή
λευχαιµία και φυσιολογικά στα βρέφη.
Λεµφοκυττάρωση
Αριθµός λεµφοκυττάρων άνω α ό 4x109/1 για τους ενήλικες και άνω α ό
7x109/1 για τα αιδιά. Παρατηρείται στη χρόνια λεµφογενή λευχαιµία, λοιµώδηµονο υρήνωση, κοκίτη, σε λοιµώξεις α ό ιούς και στον υ οσ ληνισµό.
Λεµφολασµατοκυτταροειδή κύτταρα
Κύτταρα µε χαρακτηριστικά λεµφοκυττάρων και λασµατοκυττάρων.
Παρατηρούνται στη µακροσφαιριναιµία Waldenstrı m, στα λεµφώµατα ή στις
ιογενείς λοιµώξεις.
Λευχαιµικά κύτταρα
Παρουσία άλλοτε άλλου οσοστού των βλαστών. Παρατηρείται σε όλους τους
τύ ους οξείας λευχαιµίας, µυελοϋ ερ λαστικών συνδρόµων, λευχαιµοειδούς
αντίδρασης και σε α οκατάσταση της κοκκιώδους σειράς µετά α ό µυελική
α λασία ή ακοκκιοκυτταραιµία.
Λεµφωµατικά κύτταρα
Αύξηση της αναλογίας άτυ ων λεµφοκυττάρων, λεµφοβλαστών χαρακτηριστικής
µορφολογίας ανάλογα µε τον υ οκείµενο κυτταρικό τύ ο λεµφφώµατος. Παρατηρούνται στα κακοήθη λεµφώµατα.
Εµύρηνα ερυθρά
Ερυθρά αιµοσφαίρια ου εριέχουν ακόµα τον υρήνα τους (ερυθροβλάστες ουµ ορεί να είναι ορθοβλαστικοί, µεγαλοβλαστικοί ή δυσερυθρο οιητικοί). Παρατηρούνται στις αιµολυτικές αναιµίες, λευχαιµίες, µυελοϋ ερ λαστικά ή
µυελοδυσ λαστικά σύνδροµα, στην ιδιο αθή ερυθραιµία, στις µυελοφθισικές
αναιµίες, στο µυέλωµα, στην εξωµυελική αιµο οίηση, µεγαλοβλαστική αναιµία, σ ληνεκτοµή ή σε ο οιαδή οτε βαριά ή οξεία αναιµία, και στην κατάληψη του
µυελού α ό µεταστάσεις.
Σωµάτια Howell-Jolly
Σφαιρικά ερυθροκύανου χρώµατος ενδοερυθροκυτταρικά σωµάτια (µε χρώση
Wright) ου είναι κοµµάτια α ό τον υρήνα ( υρηνορρηξίες, θετική χρώση για
DNA, Feulgen). Παρατηρούνται στον υ οσ ληνισµό ή στην κακοήθη αναιµία.
Σωµάτια Heinz
Μικρά στρογγυλά έγκλειστα ου φαίνονται στο µικροσκό ιο αντιθέσεως φάσεων ή
µετά α ό έµβια χρώση στο κοινό µικροσκό ιο (χρώση µε methyl violet ή new methylen blue). Παρατηρούνται σε κληρονοµικές αιµολυτικές αναιµίες ( .χ. ανε άρκεια G6PD), στις δευτερογενείς αιµολυτικές αναιµίες λόγω φαρµάκων
39
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα39
35
(δαψώνη, φαινακετίνη κλ ), στα µεσογειακά σύνδροµα (αιµοσφαιρινο άθεια Η), σε µερικές αιµοσφαιρινο άθειες (αιµοσφαιρίνη Zurich, Koln, Ube, I κλ ) ή σε
ασταθείς αιµοσφαιρίνες.
Σιδηροκύτταρα (σωµάτια Pappenheimer)
Ερυθρά αιµοσφαίρια ου εριέχουν κοκκία σιδήρου, ου χρωµατίζονται
κυανο ράσινα µε χρώση Wright ή Prussian blue. Παρατηρούνται στις
σιδηροβλαστικές αναιµίες, στον υ οσ ληνισµό ή στις χρόνιες αιµολυτικές
αναιµίες.
∆ακτύλιοι Cabot
Ενδοερυθροκυτταρικοί δακτυλιοειδείς σχηµατισµοί ου είναι υ ολείµµατα της
υρηνικής ατράκτου κατά τη διαίρεση του κυττάρου. Παρατηρούνται στη
µεγαλοβλαστική αναιµία, στη µολυβδίαση ή σε εγγενείς διαταραχές DNA ( .χ. διούρηση ορωτικού οξέος κλ ).
Παράσιτα ~ Μικρόβια (ελονοσία, µ αµ εσίωση, µύκητες, λεϊσµανίαση, τοξό λασµα, ερλιχίαση, µ αρτονέλλωση, φιλαρίαση, κ.λ .)
Βιβλιογραφία
1. Bain B. Leukaemia diagnosis. 3rd edition, Blackwell Publishing Ltd, London, 2006 2. Bain B. Blood Cells: A Practical Guide. Blackwell Publishing Ltd, London, 2006 3. Bessis M. Blood Smears Reinterpreted. Springer International, New York 1997 4. Dreyfus B. Hematologie. Flammarion, Paris, 1987 5. Hoffbrand AV, Pettit JE. Sandoz Atlas. Clinical Haematology. 2nd edition, Mosby-
Wolfe, London, 1994 6. Hoffbrand AV, Pettit JE, Moss PAH. Essential Haematology. 4th edition, Blackwell
Scientific Publ., London, 2001 7. Meletis J. Color Atlas of Hematology. 3rd edition, Nireas Publ. Ltd., Athens, 2009 8. Williams Hematology. 7th edition, Mac-Graw Hill Professional, London, 2005 9. Wintrobe MM. Clinical Hematology. 12th edition, Lippincott Williams & Wilkins,
New York, 2008 10. Zucker-Franklin D, Greaves MF, Grossi CE, Marmont Am. Atlas of Blood Cells.
Function and Pathology. Lea & Febinger, Philadelphia, 1981 11. Μελέτης Ι. Αό το Αιµατολογικό Εύρηµα στη ∆ιάγνωση. Εκδόσεις "Νηρέας", 7η
Έκδοση, Αθήνα, 2010 12. Μελέτης Ι. Μεταµόσχευση Μυελού των Οστών στην Βαριά Αλαστική Αναιµία.
Εκδόσεις "Νηρεύς", Αθήνα 1989 13. Μελέτης Ι. Άτλας Αιµατολογίας. 3η
Έκδοση, Εκδόσεις «Νηρέας», Αθήνα 2009 14. Μελέτης Ι, Μελέτης Χρ. Σαµάρκος Μ, Γιαταγάνας Ξ, Λουκόουλος ∆. CDROM
Άτλας Αιµατολογίας. Εκδόσεις "Νηρέας", Αθήνα 1996 15. Μελέτης Ι, Μελέτης Χρ. CDROM Αιµατολογία-∆ιαγνωστική Προσέγγιση. Εκδόσεις
"Νηρέας", Αθήνα 1998. 16. Μελέτης Ι, Βαριάµη Ε. Αιµοοιητικό Σύστηµα - Ερυθροκύτταρα. Στο Αξιολόγηση
των εργαστηριακών εξετάσεων. Εκδόσεις Π..Χ. Πασχαλίδης, Αθήνα 2010
40
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα40
36
>)?& *@% &*
+
Ανθή ∆ρουσιώτου, Τµήµα Βιοχηµικής Γενετικής, Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής
Κύρου
Τα κληρονοµικά µεταβολικά νοσήµατα, ή ενδογενείς διαταραχές του µεταβολισµού, οφείλονται στην έλλειψη ή δυσλειτουργία ενός αό τα εκατοντάδες ένζυµα ου
εµλέκονται στον µεταβολισµό. Ανήκουν στην κατηγορία των σάνιων ή «ορφανών» νοσηµάτων αλλά λόγω του µεγάλου αριθµού τους (άνω αό 500) η συνολική τους
συχνότητα είναι ψηλή, υολογίζεται τουλάχιστον σε 1:1000 γεννήσεις. Τα κλινικά
συµτώµατα µορεί να εµφανιστούν αό την ενδοµήτρια µέχρι την ενήλικο ζωή και
αφορούν όλα τα συστήµατα και όργανα (νευρικό, µυϊκό, σκελετικό, καρδιαγγειακό, ήαρ, νεφρούς, µάτια κ.λ..), κατά συνέεια οι ασθενείς µορεί να ροσφύγουν σε
ιατρούς όλων των ειδικοτήτων. Η έγκυρη και έγκαιρη διάγνωση αυτών των
νοσηµάτων, ιδιαίτερα στη βρεφική ηλικία, είναι ολύ σηµαντική γιατί για ένα αριθµό
αό αυτά υάρχει αοτελεσµατική θεραεία η οοία µορεί να αοτρέψει τον θάνατο
ή την µόνιµη νευρολογική ή άλλη βλάβη. Ακόµη και στις εριτώσεις όου δεν
υάρχει ρος το αρόν θεραεία, η έγκαιρη διάγνωση ειτρέει τη γενετική
συµβουλευτική και την ειλογή της ρογεννητικής διάγνωσης για µελλοντικές
εγκυµοσύνες. Η διάγνωση των κληρονοµικών µεταβολικών νοσηµάτων γίνεται εφικτή
µόνο µετά αό υοψία για αυτές τις αθήσεις αό τον κλινικό ιατρό και
εργαστηριακή διερεύνηση.
Η εργαστηριακή διερεύνηση των κληρονοµικών µεταβολικών νοσηµάτων γίνεται σε
εξειδικευµένα εργαστήρια τα οοία συνήθως βρίσκονται σε µεγαλύτερα ακαδηµαϊκά ή
ερευνητικά κέντρα. Συστήνεται ένα τέτοιο εργαστήριο για κάθε 2-4 εκατοµµύριακατοίκους ή ένα σε κάθε χώρα αν ο ληθυσµός είναι ιο µικρός. Χρησιµοοιείται έναµεγάλο φάσµα τεχνικών, οι ερισσότερες εκ των οοίων είναι ολύλοκες και
ααιτούν µεγάλο βαθµό εξειδίκευσης, όως .χ. HPLC, GC/MS, διαδοχική
φασµατοµετρία µάζας (MS/MS), ενζυµολογία και ανάλυση DNA. Οι διαγνωστικές
εξετάσεις γίνονται σε τρία είεδα: 1. Μέτρηση µεταβολιτών στο αίµα, στα ούρα και το
εγκεφαλονωτιαίο υγρό, 2. Μέτρηση της δραστικότητας ενζύµων σε καλλιεργηµένα
κύτταρα ή οµογενοοιηµένους ιστούς και 3. Ανάλυση DNA. Η συµβολή του
εργαστηρίου στην ειλογή των διαγνωστικών εξετάσεων καθώς και στην αξιολόγηση
των αοτελεσµάτων είναι εξαιρετικής σηµασίας. Το εργαστήριο έχει είσης ρόλο στην
διάγνωση φορέων, στην αρακολούθηση της θεραείας και στην ρογεννητική
διάγνωση.
Το Τµήµα Βιοχηµικής Γενετικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύρου
είναι το εργαστήριο αναφοράς για τα κληρονοµικά µεταβολικά νοσήµατα εδώ και 20 χρόνια. Θα αρουσιαστούν αραδείγµατα εργαστηριακού ελέγχου ου οδήγησε στη
διάγνωση συγκεκριµένων µεταβολικών νοσηµάτων και θα γίνει αναφορά σε
κληρονοµικά µεταβολικά νοσήµατα µε αυξηµένη συχνότητα στην Κύρο.
41
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα41
37
A24502:50B19C.<:1;2:1595719-.01:.68.:24531=61<506.0<
Αnthi Drousiotou, Department of Biochemical Genetics, The Cyprus Institute of Neurology and Genetics, Nicosia, Cyprus
Inherited metabolic disorders, or inborn errors of metabolism, are caused by a deficiency or mal-functioning of one of the hundreds of enzymes taking part in metabolic processes in the cell. Individually they are classified among the rare or “orphan” disorders, however, because of their large number (more than 500) their collective incidence is high, affecting about one in 1000 newborns. Their clinical symptoms can present from intra-uterine life through to adulthood affecting all systems and organs of the body (nervous, muscular, skeletal, cardiovascular, liver, kidneys, eyes etc.), and therefore patients can present to doctors from all specialties. The accurate and timely diagnosis of these disorders, especially in the neonatal period, is very important because for a number of them effective therapy can prevent death or the development of permanent neurological and other deficits. Even for conditions for which there is currently no treatment, prompt diagnosis allows for genetic counseling and the option of prenatal diagnosis for future pregnancies. The diagnosis of inherited metabolic disorders is achieved once a suspicion for these disorders is raised by the clinical doctor and a laboratory investigation is performed.
The laboratory investigation of inherited metabolic disorders is carried out in specialized laboratories that are usually part of a bigger academic or research centre. It is recommended that one such laboratory should exist per 2-4 million population, or one per country if the population is less. A great variety of techniques, most of which are complex and require a high level of expertise, are used, including HPLC, GC/MS, tandem mass spectrometry (MS/MS), enzymology and DNA analysis. Diagnostic tests are carried out at three levels: 1. Μeasurement of metabolites in blood, urine and cerebrospinal fluid to reveal increased or decreased concentration 2. Μeasurement of enzyme activity and/or metabolic flux studies in cultured cells or tissue homogenates to identify the enzyme deficiency and 3. DNA studies to identify the mutation(s) responsible for the disorder. The role of the laboratory in choosing the right tests and in the interpretation of the results, so that they are meaningful to the clinician, is crucial. The laboratory also has a role in monitoring the treatment of patients, in identifying carriers and in prenatal diagnosis.
The Department of Biochemical Genetics of the Cyprus Institute of Neurology and Genetics has been the referral laboratory for inherited metabolic disorders in Cyprus for the last 20 years. Examples of the laboratory work-up leading up to the diagnosis of specific disorders will be given as well as some information on inherited metabolic disorders occurring with an increased frequency in Cyprus.
42
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα42
38
!"#$%&'()
Οµιλήτρια: Χριστίνα Γ. Χριστοδούλου, Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής-
Τµήµα Μοριακής Ιολογίας
Ο ιός των ανθρω ίνων θηλωµάτων ανήκει στην οικογένεια των Papovaviridae στο
γένος των Papillomaviruses (HPV). Είναι ιός µε γονιδίωµα δι λής αλυσίδας DNA
ερί ου 8,000 bp. Το γονιδίωµα αυτό κωδικο οιεί ρωτεΐνες οι ο οίες εκφράζονται
άµεσα (early, Ε1, Ε2, Ε4, Ε5, Ε6, Ε7 µε ρυθµιστικό /ενζυµατικό χαρακτήρα) και
ρωτεΐνες οι ο οίες εκφράζονται έµµεσα (late L1 και L2 δοµικές υ εύθυνες για το
σχηµατισµό του καψιδίου). Σήµερα είναι γνωστοί ερισσότερο α ό 100
διαφορετικοί τύ οι HPV. Είναι ιοί σεξουαλικά µεταδιδόµενοι και ολύ
διαδεδοµένοι. Θεωρούµε ότι στον ευρω αϊκό χώρο 1 στις 2 γυναίκες έχει ήδη
συναντήσει τουλάχιστο µία φορά στη ζωή της αυτό τον ιό. Αρκετοί α ό αυτούς
ευθύνονται για την δηµιουργία κονδυλωµάτων, µυρµηγκιών, θηλωµάτων στο
δέρµα, µ ορούν να α οικήσουν τον τράχηλο της µήτρας και να ροκαλέσουν
ροκαρκινικές/καρκινικές αλλαγές στα κύτταρά του. Χωρίζονται σε δύο οµάδες
σύµφωνα µε το δυναµικό νεο λασίας ου αρουσιάζουν, την οµάδα υψηλού
κινδύνου µε βασικά στελέχη 16, 18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 53, 55, 56, 57, 58, 59, και
68 και την οµάδα χαµηλού κινδύνου µε στελέχη ό ως : 6, 11, 41, 42, 43, 44. Σήµερα
ο καρκίνος του τραχήλου της µήτρας είναι το δεύτερο ιο συχνό κακόηθες
νεό λασµα στις γυναίκες µετά τον καρκίνο του µαστού και την 4η και 5η αιτία
θανάτου α ό καρκίνο στις γυναίκες ηλικίας 15-34 και 35-54 ετών αντίστοιχα.
Περί ου 500.000 νέες ερι τώσεις αρουσιάζονται κάθε χρόνο και η θνητότητα
είναι υψηλή (σχεδόν 300.000 θάνατοι ετησίως). Στην Κύ ρο τα εριστατικά HPV
αυξήθηκαν ολύ και ε ιδηµιολογικά το το ίο έχει αλλάξει και έχει ροσαρµοστεί
ερισσότερο στα ευρω αϊκά δεδοµένα. Το 2006 έκαναν την εµφάνιση τους δύο
σηµαντικά εµβόλια τα ο οία ροστατεύουν α ό τους HPV 16/18 η HPV 16/18 και
HPV 6/11. Τα εµβόλια αυτά συνιστούνται σε άτοµα τα ο οία δεν έχουν συναντήσει
ακόµη τους ιο άνω τύ ους των ιών. Α ό την αρχή των εµβολιασµών, έχει
αρατηρηθεί σηµαντική µείωση στους αριθµούς των εριστατικών. Με τα θετικά
α οτελέσµατα των εµβολιασµών δηµιουργούνται διάφορα ερωτήµατα, τα ο οία
ροσφέρονται ρος συζήτηση.
43
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα43
39
D=E:.FB.35;.95E<A.EG.812HDFAIJK.LM12;95<:1=296N05;95<:1=
O01:.012
Dr Paul Costeas
The pace of progress in biomedicine in the last few decades has been breathtaking. Dramatic advances led by the sequencing of the human genome, have transformed the once “art” of medicine into a fast-moving and highly complex scientific discipline.
Leukemia causes more cancer deaths than any other cancer among children and young adults under the age of 20, whilst leukemia, lymphoma and myeloma account for approximately 10 percent of total cancer deaths in western countries. A significant amount of scientific work in the field has advanced our understanding of the molecular pathogenesis of hematological malignancies and by extension our ability to diagnose, classify and treat these disorders. Many of these advances are being translated into tangible benefits to patients and we are entering an era of great anticipation that these feared diseases will be conquered.
Unsurprisingly, more than in any other field of medicine, our ability to convert these advances into clinical benefits for patients, relies increasingly on a highly skilled scientific laboratory. The application of multiple complementary diagnostic disciplines ranging from cytomorphology, histopathology, immunophenotyping, cytogenetics, FISH and molecular genetics underpins the modern diagnosis and management of hematological malignancies. The concurrent application of these techniques does not only define a diagnosis, but can also provide significant prognostic information, guide therapeutic decisions, monitor response to treatment and give early warnings of disease relapse. It is widely acknowledged by the medical and scientific communities that hematological malignancies can no longer be correctly managed without detailed information derived from a combination of classical diagnostic techniques and sophisticated molecular technologies.
However, notwithstanding these and other important advances, most hematological malignancies still carry a high risk of mortality, usually secondary to disease progression or relapse and despite the administration of toxic therapies to sufferers. Further progress relies on improvements in our understanding of the molecular pathogenesis of these disorders and the identification of novel targets for rational drug design. The application of genomic technologies is a key tool helping us to achieve these goals by improving the classification of hematological cancers and aiding the identification of the genetic lesions underlying them.
The identification of specific genetic lesions and their clinical relevance, as well as the understanding of the biological mechanisms involved in specific disorders such as AML can lead to better sub-classification of diseases and improve their diagnosis, therapy and monitoring.
44
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα44
40
OE00.9:PQR./16.81535;B296:-.=-233.9;.<57PQR8292;.8.9:19
D701=2S
P.Mugyenyi
HIV/AIDS has devastated Sub-Saharan Africa for over the last 25 years. It remains
a very serious problem despite the American PEPFAR and Global AIDS fund
initiatives that introduced antiretroviral therapy (ART) from 2003. While the
numbers receiving ART has risen to well over 4.5 million people the challenges of
treatment, infrastructure including laboratories, and human resource deficiencies
persist. Meanwhile people newly infected outnumber those being started on
therapy. The presentation outlines the impact of the epidemic, discuses treatment,
laboratory and prevention issues in Africa.
45
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα45
41
F595:5019;:-.PQRTU61<.2<.19OB/0E<JUVWX,YZ[U[
Leondios G. Kostrikis Department of Biological Sciences, University of Cyprus, Nicosia, Cyprus
Background: HIV-1 evolution generates substantial genetic diversity among isolates,
the majority of which are represented in areas where multiple strains co-circulate. The
molecular epidemiology of HIV-1 infection was first studied in Cyprus in the mid-
1990s, but the extent of HIV-1 diversity and the prevalence of drug resistance have
remained elusive. In an effort to address this issue, in this study we determined the
genetic diversity among HIV-1 strains isolated from 151 HIV-1 seropositives
diagnosed in 1986 to 2010, representing 41% of the known infected population by
means of a near full-length genome sequence analysis.
Materials & Methods: Near full-length genome sequences were amplified by RT-
nested PCR using diluted RNA from all HIV-1 seropositives and sequenced using a
newly designed assay. Detailed phylogenetic and bootscanning analyses were
performed to determine subtype assignments, phylogenetic associations and to explore
putative recombination patterns in the sequences, respectively. All amplified products
from newly diagnosed naïve patients (78/151) were studied according to established
genetic methodologies to determine the prevalence of drug-resistance-associated
mutations to protease and reverse transcriptase (RT) inhibitors.
Results: Phylogenetic analyses of the obtained viral sequences indicated subtype B as
the dominant subtype (55%), followed by subtype A (21%), subtype C (8%),
CRF02_AG (6,3%), CRF11_cpx (1,4%), subtype D, (sub)subtype F1, CRF01_AE,
CRF04_cpx, and CRF37_cpx (0.6% each). Eight HIV-1 isolates (5.3%), were not
classified in any pure (sub)subtype or circulating recombinant form (CRF). Complete
phylogenetic and bootscanning analyses revealed that seven isolates had a new,
unique recombinant pattern and is distinct from any other CRFs or unique
recombinant forms (URFs) reported so far in the literature. Two of the seven isolates
have the same unique mosaic pattern. The eighth isolate even though is close to
subtype K reference sequences could not be classified because it clusters near the root
of the clade. Two newly diagnosed naïve patients (2.5%) had mutations in the RT
associated with high-level resistance to nucleoside RT inhibitors.
Conclusions: This study reveals the high degree of diversity of HIV-1 infection in
Cyprus, which is being fueled by a continuous entry of new non-B genetic forms from
other countries, creating an evolving and polyphyletic infection. Remarkably, one
unclassified variant was found and six unique natural intersubtype recombinant forms
46
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα46
42
were characterized and derived by a recombination event originated from parental
strains circulating in other countries. Additionally, the prevalence of transmitted drug
resistance is very low in the population of newly diagnosed naïve patients. Ongoing
surveillance of HIV-1 infection in Cyprus may have important implications for HIV-1
disease control, vaccine development, new and drug design and can provide insights
into HIV-1 evolutionary history.
Corresponding author:Dr. Leondios G. Kostrikis. Associate Professor of Biotechnology, Head of the Laboratory of Biotechnology and Molecular Virology, Department of Biological Sciences, University of Cyprus. 75 Kallipoleos Avenue, P.O. BOX 20537, Nicosia 1678, Cyprus Tel: +357 22 892885, Email: [email protected]
47
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα47
43
&\\%%&+
S
Μιχαήλ Κου άρης, Εργαστήριο Αναλυτικής Χηµείας, Τµήµα Χηµείας, Παν/µιο
Αθηνών, Πανε ιστηµιού ολη, Ζωγράφου, 157 71 Αθήνα, [email protected]
Η διασφάλιση οιότητας (Quality Assurance) στα Κλινικά Εργαστήρια
εξασφαλίζεται µε την καθιέρωση ενός Συστήµατος ∆ιαχείρισης της Ποιότητας
(Quality Management System), ό ως ροβλέ εται α ό το ∆ιεθνές Πρότυ ο ISO
15189. Μεταξύ άλλων α αιτείται η ε ικύρωση / ε αλήθευση (Validation /
Verification) των µεθόδων ου χρησιµο οιούνται, τόσο α ό τους αυτόµατους
αναλυτές, όσο και για τις «δια χειρός» εξετάσεις και ο υ ολογισµός της
αβεβαιότητας (uncertainty) των α οτελεσµάτων.
Κατά την ε ικύρωση / ε αλήθευση των αναλυτικών µεθόδων εξετάζονται
ειραµατικά τα διάφορα χαρακτηριστικά οιότητας των µεθόδων (ακρίβεια,
ε αναληψιµότητα, ανα αραγωγιµότητα, όριο ανίχνευσης και οσοτικο οίησης,
γραµµική εριοχή) και αξιολογούνται βάσει ροδιαγραφών (κατασκευαστή
συστηµάτων, διεθνής βιβλιογραφία, α οτελέσµατα εξωτερικού ελέγχου οιότητας)
για να δηλωθεί η καταλληλότητά τους για το σκο ό ου χρησιµο οιούνται.
Για την ορθολογιστική ερµηνεία των α οτελεσµάτων των εξετάσεων, ειδικά κοντά
στα όρια λήψεως α οφάσεων α ό τον κλινικό ιατρό, α αιτείται η γνώση της
αβεβαιότητας του α οτελέσµατος. Ο υ ολογισµός της αβεβαιότητας µιας µεθόδου
γίνεται κατά την ε ικύρωση / ε αλήθευση της µεθόδου και λαµβάνονται υ όψη οι
κρίσιµες συνιστώσες (ανα αραγωγιµότητα, αβεβαιότητα βαθµονοµητών,
εξο λισµού, καµ ύλης αναφοράς, κλ .).
48
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα48
44
+]>J' >
?*> & ^(
>
∆ρ Αγγελική Σταθάκη-Φερδερίγου, ∆ιευθύντρια Βιοχηµικού Τµήµατος Νοσοκοµείου
«Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ», ΑΘΗΝΑ
Το Ινστιτούτο της Ιατρικής (Institute of Medicine, IOM) ορίζει την οιότητα για
την φροντίδα των ασθενών, ως τον «βαθµό ου οι υ ηρεσίες υγείας, γιαµεµονωµένα άτοµα ή/και ληθυσµιακές µονάδες, αυξάνουν την ιθανότητα
λήψεως ε ιθυµητών α οτελεσµάτων, συνε ή µε την ισχύουσα ε αγγελµατικήγνώση». Με την ∆ια ίστευση κατά το ρότυ ο ISO 15189:2007,τα Εργαστήρια Κλινικής
Χηµείας και Εργαστηριακής Ιατρικής, ε ιχειρούν ακριβώς την ικανο οίηση του
κύριου αυτού «Στόχου Ποιότητας» (Quality Goals). Η οσοτικο οίηση (σύγκρισηµε ένα κριτήριο) των ροσ αθειών του εργαστηρίου ρος ε ίτευξη ενός Στόχου
Ποιότητας σε βάθος χρόνου, εριγράφεται α ό τους «∆είκτες Ποιότητας» (Quality indicators). Οι δείκτες οιότητας α οτελούν χρήσιµα εργαλεία για την συλλογή και ανάλυση
δεδοµένων µε σκο ό την:
• Ταυτο οίηση, διόρθωση και συνεχή αρακολούθηση των ροβληµάτων
• Βελτίωση της ε ίδοσης του εργαστηρίου
• Ασφάλεια του ασθενούς µε τον εντο ισµό και την α οτελεσµατική
αρέµβαση σε αναφυόµενα ροβλήµατα
• Ενδυνάµωση της συνέ ειας και ροτυ ο οίησης των βασικών διαδικασιών
λειτουργίας των ∆ιαγνωστικών Εργαστηρίων
Γι’αυτό, οι δείκτες οιότητας, ρέ ει να είναι σαφείς, µετρήσιµοι, αντικειµενικοίκαι να καλύ τουν όλα τα στάδια της εργαστηριακής δουλειάς ό ως:
• Παραγγελία εξετάσεων
• Ταυτο οίηση ασθενούς, ∆ειγµατοληψία, Μεταφορά
• Ταυτο οίηση δείγµατος, Προετοιµασία
• Ανάλυση
• Α όδοση α οτελεσµάτων
• Ερµηνεία α οτελεσµάτων και άλλες ενέργειες.
∆ιάφορες ε ιστηµονικές εταιρείες και οργανισµοί ου δραστηριο οιούνται στον
τοµέα της Υγείας αλλά και τα αρµόδια Υ ουργεία σε ορισµένες χώρες, θεσ ίζουντην χρήση δεικτών οιότητας για τον έλεγχο των αρεχοµένων στους ολίτες υ ηρεσιών, α ό τα διαφόρων ειδικοτήτων τµήµατα της Εργαστηριακής Ιατρικής. Τα Εργαστήρια Κλινικής Χηµείας και Εργαστηριακής Ιατρικής, στο λαίσιο της
δια ίστευσης των εξετάσεων ου διενεργούν, α αιτείται α ό το σχετικό ρότυ ο, και ε οµένως α ό τους φορείς αξιολόγησης, να χρησιµο οιούν δείκτες οιότητας
49
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα49
45
για την αρακολούθηση, έλεγχο, αξιολόγηση και τεκµηρίωση της συνεισφοράς τουςστην οιότητα των υ ηρεσιών ου ροσφέρουν. Όλα τα ανωτέρω α αιτούν φυσικά, γνώση και εργασία, αλλά ρωτίστως χρειάζεταιΗΘΟΣ. Η ρακτική λειτουργίας ενός εργαστηρίου Κλινικής Χηµείας και Εργαστηριακής
Ιατρικής ρέ ει να είναι τέτοια ώστε να ροστατεύεται η φήµη του ε αγγέλµατος, µε την µη εµ λοκή των εργαζοµένων σε α αγορευµένες α ό τον Νόµο
δραστηριότητες. Το ε ιστηµονικό ροσω ικό ου έχει την ευθύνη της λειτουργίαςτου εργαστηρίου θα ρέ ει να δεχθεί ότι έχει ευθύνες ε ί λέον και υ εράνω α ό
το ελάχιστον ου α αιτεί ο Νόµος. Τούτο ισχύει άλλωστε και µε τους άλλους
ε αγγελµατίες της Υγείας. Οι ηθικοί κανόνες ου διέ ουν τον τρό ο άσκησης τωνκαθηκόντων µας, εριγράφονται τόσον α ό την εθνική νοµοθεσία όσον και α ό
τους Κώδικες ∆εοντολογίας των ε ιστηµονικών εταιρειών. Η EC4 και η EFCC έχουν κυκλοφορήσει τον σχετικό Κώδικα ∆εοντολογίας ρος
τον ο οίο, και εµείς, σαν µέλη, δεσµευόµαστε να συµµορφούµεθα. Ε ίσης, τοδιεθνές ρότυ ο ΕΛΟΤ EN ISO 15189:2007 ου διέ ει την οιότητα στα
εργαστήρια Κλινικής Χηµείας και Εργαστηριακής Ιατρικής εριέχει ειδικό
αράρτηµα (Annex C), ου αναφέρεται σε θέµατα δεοντολογίας κατά την άσκηση
των καθηκόντων µας. Όλες οι σχετικές αραινέσεις έχουν κύριο στόχο, τονσεβασµό ρος την ζωή, την υγεία και την αξιο ρέ εια του Ασθενούς. Αυτόε ιτυγχάνεται µε την έντιµη και κόσµια συνεργασία µε τον κλινικό ιατρό, µε τονσεβασµό ρος την Πολιτεία, τους συναδέλφους και το εριβάλλον. Ο εργαζόµενος σε ένα δια ιστευµένο εργαστήριο Κλινικής Χηµείας και
Εργαστηριακής Ιατρικής, µε τον καιρό δια ιστώνει ότι, εφαρµόζοντας τις
α αιτήσεις του ροτύ ου ISO 15189:2007, «εθίζεται» στο να θέτει σε σωστή
εφαρµογή τις ε ιστηµονικές του γνώσεις αλλά και να υ ακούει στους κανόνες
καλής συµ εριφοράς ου υ αγορεύει το λειτούργηµα ου υ ηρετεί.
50
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα50
46
D==0.61:2:159_/.=123Q<<E.<J`E231:Ba523<296Q961=2:50<
O56.57O596E=:bc/.01.9=.705829D==0.61:.6O3191=23A24502:50B
Dr. Angeliki Stathaki - Ferderigou, Director of Biochemistry Dept of “SAINT SAVVAS” Hospital, Athens, Greece
The Institute of Medicine (IOM) defines the quality of care as “the degree to which health care services for individuals and populations increase the likelihood of desired health outcomes and consistent with current professional Knowledge”. The accreditation of a Medical Laboratory according to the ISO 15189:2007 standard, aims at this principal Quality Goal. The quantification (comparison with a criterion) of the efforts of a laboratory to achieve a Quality Goal over time is described as Quality Indicator. The Quality Indicators are useful tools for collecting and analyzing data for:
• Identifying, correcting and monitoring performance problems
• Improving performance
• Safety of the patient by identifying and implementing effective interventions
• Increasing consistency and standardization of key processes among clinical laboratories.
Quality Indicators have to be well defined, measurable, objective and they should cover all 6 stages of total laboratory testing process.
• Test ordering
• Patient identification, specimen collection and transport
• Specimen identification, preparation
• Analysis
• Result reporting
• Result interpretation and ensuing action Many scientific societies and national agencies all over the world have established the use of quality indicators for monitoring the quality of the services of a clinical laboratory. Also, the laboratories of Clinical Chemistry and Laboratory Medicine, in the process of accreditation, are required to establish quality indicators. For the implementation of the above, knowledge and hard work is required; but most of all, the personnel of a clinical laboratory should be bound by the ethical codes of its respective profession. The general principle of health care ethics is that patient’s welfare is paramount. In that respect, the personnel of the clinical laboratories, as with all the other health professionals, should accept that they have responsibilities over and above the minimum required by law. Our experience, by working in an accredited Clinical Chemistry Hospital laboratory is that, by applying the requirements of ISO 15189:2007 standard, we think that, more or less, we got used to do our work properly.
51
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα51
47
d&' " (+&
& *&*
Γιώργος Πατεράκης, Αιµατολόγος, ∆ιευθυντής, Ανοσολογικό Τµήµα , ΠΓΝΑ «Γ.
ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ», Εργαστήριο Κυτταροµετρίας Ροής.
Κάθε αιµατολογικό εργαστήριο οφείλει να ακολουθεί διαδικασίες
εσωτερικού ελέγχου οιότητας (internal quality control) µε στόχο την έγκαιρη
ανίχνευση συστηµατικών σφαλµάτων. Σε δεύτερη φάση ακολουθούνται
διαδικασίες α οκατάστασης της εκτρο ής, δηλαδή διαδικασίες ρύθµισης
(calibration). Ο ρόλος του κλινικού γιατρού στον εσωτερικό έλεγχο οιότητας εξ
ορισµού δεν έχει θέση διότι άν ανακαλύ τονται συστηµατικά σφάλµατα α ό
τον κλινικό σηµαίνει οτι δεν λειτουργεί ο εν λόγω έλεγχος. Τα τυχαία σφάλµατα
τα ο οία δεν οφείλονται σε κά οια ανωµαλία του δείγµατος α οτελούν
ονοκέφαλο για τον εργαστηριακό γιατρό και συχνά υ οκρύ τουν τεχνικό
ρόβληµα ή αραµεληµένη συντήρηση και συµµόρφωση µε τις οδηγίες του
κατασκευαστή. Α λές και χρήσιµες χειρωνακτικές µέθοδοι ου ελέγχουν την
µέτρηση των έµµορφων στοιχείων του αίµατος µε τους αναλυτές είναι η
διενέργεια του µικροαιµατοκρίτη στην µικροφυγόκεντρο και η χρώση και
εκτίµηση των ε ιχρισµάτων στο ο τικό µικροσκό ιο. Ο µικροαιµατοκρίτης
α οτελεί λίαν αξιό ιστη εξέταση όταν διενεργείται και διαβάζεται σωστά. Αν
και υ οστηρίζεται ότι κάθε αρχή βιολογικής µέτρησης βασίζεται σε artifact, ρέ ει
να τονιστεί ότι το artifact σαν διαγνωστική αγίδα στους αυτόµατους αναλυτές
ε ιβάλλει άµεση αναγνώριση έτσι ώστε να γίνει η σωστή ερµηνεία του φαινοµένου
και να µη θεωρηθεί ως α ορρύθµιση του αναλυτή αλλά ως ανωµαλία του
δείγµατος.
Οι ψυχροσυγκολλητίνες ροκαλούν µείωση του αριθµού των ερυθρών και αύξηση
του MCV, γιατί δυάδες ερυθρών µετρούνται σαν µόνοι αλµοί. Το φαινόµενο
αρατηρείται σε όλους τους αναλυτές ανεξάρτητα α ό την αρχή µέτρησης. Στην
τυ ική του µορφή το artifact εµφανίζεται µε τιµές MCHC αράλογα υψηλές. Το
σφάλµα ε ιτείνεται µε την αρέλευση του χρόνου ενώ είναι δυνατόν στις
ε είγουσες µετρήσεις να µη αναδειχθεί ανωµαλία ιδιαίτερα αν ο τίτλος είναι
χαµηλός. Έχουν εριγραφεί άτυ ες ερι τώσεις µε µικρή αύξηση του MCV στην
εριοχή των ανωτέρων φυσιολογικών τιµών. Αν µάλιστα συνυ άρχει κά οιος
βαθµός δικτυοερυθροκυττάρωσης µ ορεί να αρα λανήσει τον γιατρό και να της
α οδώσει την µακροκυττάρωση. Το δείγµα δεν είναι ανάγκη να φθάνει στο
52
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα52
48
εργαστήριο µέσα σε υδατόλουτρο, όταν υ εισέρχεται µόνο µηχανισµός
συγκόλλησης (χωρίς αιµόλυση) αφού αναστρέφεται ο οιαδή οτε στιγµή µετά
α ό ε ώαση στους 370C για 10 λε τά.
Εντονότατη µικροκυττάρωση κάτω των 25fl εκτός α ό την αρεµβολή στις
µετρήσεις των αιµο εταλίων (βλ. κατωτέρω) δηµιουργεί ρόβληµα σε
αναλυτές στους ο οίους υ άρχει σταθερός κατώτερος ουδός στα ερυθρά στα 36fl.
Η α ώλεια αρίθµησης ερυθρών οδηγεί σε λασµατική αύξηση των δεικτών. Οταν
τα ερυθρά είναι ολύ υ όχρωµα ή υ έρχρωµα ε ηρεάζεται η
αραµορφωσιµότητά τους. Σε ορισµένους αναλυτές ο ής η ρύθµιση της
µέτρησης του όγκου γίνεται µε βάση τα φυσιολογικά ερυθρά. Έτσι τα ανώµαλα
ερυθρά "φαίνονται" λασµατικά µικρότερα όταν έχουν µεγάλη
αραµορφωσιµότητα (υ όχρωµα λε τοκύτταρα) ή αντίθετα λασµατικά
µεγαλύτερα όταν είναι δύσκαµ τα (σφαιροκύτταρα). Το φαινόµενο δεν
αρατηρείται µε την ίδια ένταση σε όλους τους αναλυτές ο ής ούτε στους
αναλυτές µε σκεδασµό laser στην µέτρηση των ερυθρών. Το σφάλµα αυτό είναι
συστηµατικό και εγγενές και δεν µ ορεί να διορθωθεί. Σαν α οτέλεσµα
αραβλά τεται στις ανώµαλες ερι τώσεις ο υ ολογισµός του αιµατοκρίτη
του αναλυτή και των ερυθροκυτταρικών δεικτών. Πρέ ει συνε ώς να γίνει
σαφές στον κλινικό γιατρό ότι δεν έχουν όλοι οι αναλυτές δυνατότητα έγκυρης
µέτρησης της MCHC αρά µόνο εκείνοι στους ο οίους δεν υ εισέρχεται το εν λόγω
σφάλµα λόγω ε ίδρασης του αράγοντα σχήµατος των ερυθρών.
Τα εµ ύρηνα ερυθρά στους ερισσότερους αιµατολογικούς αναλυτές ρώτης και
δεύτερης γενιάς, εριλαµβάνονται στην µέτρηση των λευκών. Η διόρθωση γίνεται
µε βάση τον συνολικό αριθµό των εµ υρήνων κυττάρων ("λευκά" του αναλυτή)
και την αναλογία των εµ υρήνων ανά 100 λευκά στο ε ίχρισµα. Μερικοί
αναλυτές ε ιχειρούν διόρθωση του αριθµού των λευκών ό ως οι αναλυτές Cell
Dyn 3000 και 3500 (Αbbott), ενώ οι ερισσότεροι σύγχρονοι αναλυτές τελευταίας
γενιάς, Cell Dyn Sapphire (Abbott), Sysmex XE-5000 και ADVIA 2120 Siemens,
αρέχoυν άµεση µέτρηση του α ολύτου αριθµού των εµ υρήνων ερυθρών.
∆είγµατα ασθενών µε αιµοσφαιρινο άθειες, η ατική ανε άρκεια, το νεογνικό
αίµα και άλλες σ ανιότερες ερι τώσεις έχουν ερυθρά ανθεκτικά στα µαλακά
λυτικά αντιδραστήρια ορισµένων µόνο αναλυτών. Στην ερί τωση αυτή
αυξάνεται λασµατικά ο αριθµός των λευκών µόνο στον δεδοµένο αναλυτή.
Η ψευδοθροµβο ενία οφείλεται σε συνάθροιση των αιµο εταλίων αρουσία
EDTA και σ άνια στην η αρίνη ή το κιτρικό νάτριο. Μ ορεί να αρα λανήσει
53
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα53
50
,-.eE33f3556O5E9:HefOIgE231:B=59:053SO58859.0050<57
2E:582:.6-.82:535;B2923Bh.0<
George Paterakis M.D, PhD, Hematologist, Director, Immunology Department, "G.
Gennimatas" General Hospital, Flow Cytometry Laboratory, Athens, Greece.
In each Hematology Laboratory, procedures of internal quality control are abided
by responsible personnel, aiming to the prevention of systemic errors. A correcting
action of calibration follows. There is no role for the clinician in laboratory internal
quality control, in the sense that errors reaching the clinic are equivalent to the
quality control measures failure. Random errors not attributed to the nature of the
specimen, are the laboratory manager's headache and are usually a sign either of
instrument malfunction or of not conformation to the manufacturers orders. There
are simple manual methods to check the performance of hematology analyzers, like
the microhematocrit and the morphological evaluation of stained smears in the
optical microscope. Specifically the microhematocrit still remains a useful method
when properly assessed. Though it has been supported that every measurement is
based on an artifact-like phenomenon, in hematology analyzers, artifacts should be
immediately recognized, before leading to diagnostic pitfalls. Artifacts should not
be considered systemic or random errors, but should be interpreted as a problem
residing in the nature of the specimen and probably due to the interaction with the
instrument counting principle per se.
Cold agglutinins cause a reduction in red cell counts and an increase in MCV, due
to red cell doublet formation and their counting as single events. This effect is
observed in all hematology analyzers and is independent of their principle of
measurement. Unreasonably high MCHC values usually point to this artifact.
However when the agglutinin titer is low and the specimen is immediately
counted, the phenomenon is less evident. There have been cases reported with
MCV in the upper normal range. What's more, in certain samples with a
concomitant degree of reticulocytosis, the clinician may falsely overlook a
borderline macrocytocis. In case of agglutination without hemolysis, there is no
point of sample transportation to the laboratory in a warm water bath, because the
phenomenon of agglutination is easily reversed before counting, after 10 minute
incubation in 370C.
Overt microcytosis with erythrocytes below the counting threshold of 36fl, interfere
with automated platelet counts. The problem is more evident in analyzers with a
54
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα54
51
fixed lower threshold. In this case red cell count appears lower and there is an art
factual increase in red cell indices. When erythrocytes are very hypochomic or
hyperchromic, their deformability is affected in shear stress conditions of flow
through the counting aperture. In hematology analyzers volume analysis of
erythrocytes is calibrated according to normal red cells. Abnormal hypochromic
leptocytes, due to their increased deformability produce a lower volume signal. In
the same way, stiff dense spherocytes produce higher signals. This effect varies
among different impedance and optical scatter hematology apparatus. As an
intrinsic error in volume estimation, it is not amenable to correction and affects
valid estimation of hematocrit and erythrocytes indices in these abnormal samples.
The clinician should understand that MCHC estimation may be not equally
comparable among instruments of various counting principles, due to this red cell
"shape factor" effect.
Nucleated red blood cells (NRBC) in first and second generation hematology
analyzers were included in white blood cell count (WBV). A correction was based
on total cell count represented by WBC and the number of NRBC per 100 white
cells, appreciated morphologically in the smear. Certain analyzers like Cell Dyn
3000 και 3500 (Αbbott) started correcting WBC for NRBC. Contemporary
apparatus, like Cell Dyn Sapphire (Abbott), Sysmex XE-5000 και ADVIA 2120
Siemens provide an accurate NRBC and WBC, by direct estimation of NRBC.
Specimens of patients with hemoglobinopathies, liver failure, cord blood and some
other rare conditions have abnormal erythrocytes which are resistant to lysis by
"soft" lytic reagents of certain manufacturers. In this case abnormal specimen's
white cell counts are found falsely increased, only by these manufacturer's
hematology analyzers.
Pseudo thrombocytopenia is caused by platelet aggregation due to EDTA and less
commonly due to sodium citrate and heparin anticoagulants. The clinician often is
deceived by such results and orders unnecessary tests or invasive procedures like
bone marrow aspiration or biopsy. Platelet agglutinins against glycoproteins gpIIb-
IIIa are activated in the presence of EDTA. There is no underlying autoimmune or
other disease mechanism and these subjects are usually asymptomatic. Platelet art
factual reduction is escalated as tome passes since venipuncture. Incubation in 370
immediately after venipuncture usually inhibits aggregation. However when
agglutination has been established, it appears to be irreversible., contrary to what
applies to red cell cold agglutinins. The phenomenon is not usually observed when
55
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα55
52
sodium citrate is used as an alternative anticoagulant In the optical microscope
platelet aggregates are observed, only in the smears prepared from EDTA
anticoagulated blood. Platelet aggregates are counted as white cell events causing a
subtle though false increase in white cell count.
References
1. Paterakis G.(1984) Blood volume analysis - Laboratory assessment and clinical relevance. Ed Karlaftis, Athens..
2. Paterakis G (1993) Errors in automated erythrocyte counts and experimental investigation (Thesis) Medical School, University of Athens.
3. Paterakis et al (1994) The effect of red cell shape on the measurement of red cell volume. A proposed method for the comparative assessment of this effect among various haematology analysers. Clin Lab Haematol, 16, 235.
4. Paterakis et al (1994) Spuriously increased platelet count due to microcyte interference: value of the R-1000 (Sysmex) reticulocyte analyzer Am J Hematol,46, 57.
5. Paterakis G. (2006) Hematology Analyzers and their step by step understanding. Ed Technogramma, Athens.
56
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα56
53
>(+& &
Ειρήνη ∆. Λεϊµονή, Ευρωιατρική Συµµετοχών Ελλάδος Α.Ε, Τµήµα Ανά τυξης
Κλινικών Εργαστηρίων, Αγ. Κωνσταντίνου 50, Μαρούσι, Τ.Κ. 151 24,
Έλεγχος Ποιότητας στο Κλινικό Εργαστήριο καλείται ο έλεγχος της αναλυτικής
διαδικασίας, ροκειµένου να διασφαλισθεί ότι τα α οτελέσµατα των δοκιµών
συµφωνούν µε τις α αιτούµενες ροδιαγραφές. Α οτελεί α αίτηση του Προτύ ου
∆ια ίστευσης ISO 15189. ∆ιενεργείται σε καθορισµένη συχνότητα µε χρήση
δειγµάτων ελέγχου οιότητας (control samples). Στις οσοτικές δοκιµές τα
α οτελέσµατα του Ελέγχου Ποιότητας α εικονίζονται στα λεγόµενα διαγράµµατα
ελέγχου (control charts), τα ο οία αξιολογούνται µε διάφορα κριτήρια, ου
ροκύ τουν α ό τη στατιστική, .χ. κανόνες Westgard.
Ο Έλεγχος Ποιότητας εριλαµβάνει δύο αράλληλους και συµ ληρωµατικούς
µηχανισµούς ελέγχου: τον εσωτερικό (ενδο-εργαστηριακό) και τον εξωτερικό ή
∆ιεργαστηριακά Σχήµατα Ελέγχου Ικανότητας (Proficiency Testing), γνωστό και ως
Εξωτερική Αξιολόγηση Ποιότητας (External Quality Assessment, EQA).
Στην αρουσίαση αυτή θα εριγραφούν τα διάφορα είδη διαγραµµάτων ελέγχου
[µέσου όρου (Shewhart, Levey-Jennings), µετακινούµενου µέσου όρου (Moving
Average), αθροιστικά διαγράµµατα (CUSUM), µέσου εύρους, τάσεως, δίδυµα
διαγράµµατα µέσου όρου (Youden)]. Τα διάφορα όρια ου τίθενται στα
διαγράµµατα ελέγχου ( ροειδο οίησης, δράσεως) θα συσχετισθούν µε τη
στατιστική των τυχαίων σφαλµάτων και την κατανοµή Gauss και θα εριγραφούν
τα κριτήρια αξιολόγησης για τις ερι τώσεις θέσεως του συστήµατος µετρήσεων
εκτός ελέγχου. Η µορφή των διαγραµµάτων ελέγχου σε βάθος χρόνου α εικονίζει
και ανιχνεύει το µέγεθος των τυχαίων σφαλµάτων και την εµφάνιση συστηµατικών
σφαλµάτων (bias).
Θα εριγραφούν ε ίσης οι διορθωτικές ενέργειες ου ρέ ει να αναληφθούν, όταν
το σύστηµα µετρήσεων βρεθεί εκτός ελέγχου.
Με τα διαγράµµατα ελέγχου οιότητας αρακολουθείται σε τακτά χρονικά
διαστήµατα η ε ίδοση των συστηµάτων µέτρησης και των µεθόδων των
εργαστηρίων, ρολαµβάνονται εκτρο ές (εµφάνιση τάσης) και διασφαλίζεται η
σταθερότητα των α οτελεσµάτων σε βάθος χρόνου. Ε ι λέον, α οφεύγεται η
άσκο η εκτέλεση δοκιµών και η σ ατάλη δειγµάτων και αντιδραστηρίων, όταν το
σύστηµα είναι εκτός ελέγχου.
57
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα57
54
`E231:B2<<E029=.19=3191=23324502:50B
IRINI D. LEIMON, Evroiatriki, Department of Clinical Laboratories Development, Ag. Konstantinou 50, Marousi, P.C. 151 24, [email protected]
Quality Control in Clinical Laboratory is the control of the analytical phase in order to ensure that the results of the tests are in accordance with the defined specifications. Quality Control constitutes a requirement of the Standard ISO 15189 for Accreditation of Medical Laboratories. Quality Control is performed at a fixed frequency using quality control samples. In quantitative tests, the results of quality control are shown in charts and evaluated by various criteria, derived from statistics, e.g. Westgard rules.
Quality control consists of two parallel and complementary procedures: the Internal (intra-laboratory) and the External Control Schemes (Proficiency Testing), also known as External Quality Assessment (EQA).
This presentation describes the various types of control charts [average (Shewhart, Levey-Jennings), Moving Average, cumulative charts (CUSUM), mid-range, Youden charts]. The various restrictions imposed on the control charts (notice of action) is associated with the random statistical errors and the Gauss distribution and describe the corrective actions for cases which the system is out of accepted criteria. The control charts over time show and detect the appearance of random and systematic errors (bias). The corrective actions need to be undertaken when the analytical system is out of control are also described.
The quality control charts monitoring periodically the performance of measurement systems and all the analytical methods in Clinical laboratory prevent deflection (voltage display) and the stability of results over time. It assists in avoiding unnecessary testing and implementation of the waste samples and reagents, when the system is out of control.
58
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα58
55
D==0.61:2:15957853.=E320612;95<:1=<324502:501.<HD==50619;:51<5
UiUWVI
Kroupis Christos, MSc, PhD, EurClinChem, Lecturer of Clinical Biochemistry-Molecular Biology, Attikon University Hospital, University of Athens Medical School
Molecular Diagnostics clinical testing could be classified into 3-4 categories such as: 1) Molecular Microbiology (presence or absence of microorganisms, genotyping-phylogenetic analysis, quantification of microorganism), 2) Molecular Genetics (detection of germline mutation in carriers, in prenatal and preimplantation diagnosis, determination of the number of CGG triplets in the 5’-UTR area of FMR1 gene in Fragile X), 3) Identity Testing (in forensics labs) or paternity/relatedness testing with size polymorphisms in various STRs of the genetic material and 4) General Molecular Biology -mainly in tumors- such as detection of somatic mutations or dosage of genes or chromosomes (in aneuploidies) or detection of cancer genes transcripts (e.g. in minimal residual disease). Most of Molecular Diagnostic testing is based on PCR (Polymerase chain reaction), however beyond PCR methodologies and their derivatives (nested, multiplex, real-time, PCR-RFLP, ARMS, ASO etc), there exist others as well such as Southern blot hybridization, ISH (most often FISH), NASBA, TMA, LCR etc. Especially for PCR techniques, meticulous good laboratory practices should be strictly followed according to literature. The five most difficult -but also most important- elements for recognition of “technical competence” of the Molecular labs on their way to ISO15189 accreditation are the following: Α) Laboratory infrastructure: Personnel must be sufficient in number and qualifications and must practice a program of continuous education. Facilities have to excel in terms of convenience and safety and must be environmentally friendly (proper biological waste disposal). Care must be taken for personnel safety from potentially harmful reagents –that are frequently used for Molecular techniques such as EtBr, etc- that have to be inactivated before thrown in domestic waste. Many guidelines can be retrieved from literature regarding separation of spaces in Molecular labs and ideally a 4-area division is proposed whether being different rooms with proper arrangement and controlled air pressure or with laminar hoods (or cabinets). As a minimum requirement, care should be taken for the separation of pre- and post-PCR procedures. Every separate space must carry its own equipment (e.g. pipettes, vortex) so that no movements of small devices occur. Critical equipment for Molecular Diagnostics labs such as PCR engines, microarrays, DNA/RNA photometers, water baths or thermo blocks or incubators if used, pipettes etc must be calibrated. Freezers, refrigerators, centrifuges, vortex, balances and pH meters must be cleaned and regularly maintained. Β) Selection of proper laboratory methods for the parameters in the scope of
accreditation according to literature (fit for purpose) and with specific targets (e.g. lab error reduction, clinical utility). Methods must be sufficient described in the Methods
59
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα59
56
Manual and written also as SOPs (Standard Operating Procedures) for faithful execution from lab personnel. Method performance and GLP (Good Laboratory
Practice) must be internally audited on a regular basis. Effort must be exercised in order to reduce pre-analytical variation with proper instructions to personnel, “users” (physicians) and “clients” (patients). Also meta-analytical procedures must be controlled: proper transfer of results (e.g. ideally through a Laboratory Information System), adherence to time limits for storage of primary samples isolated DNA/RNA and obtained data and finally proper results reports (e.g. correct mutation nomenclature). Evaluation of pathological germline mutations must be done in the context of genetic counseling. C) Validation or verification depending on whether it is an in-house method or a standardized manufacturers’ kit (preferably CE-IVD marked), related to: 1) Analytical characteristics: i) methodology characteristics like analytical sensitivity and specificity, ii) performance characteristics of the method like: precision, trueness (bias), accuracy, limit of detection and quantification, linearity, measurement range, recovery, interference, uncertainty estimation, robustness and ruggedness, reference values. 2) Clinical characteristics: the accredited molecular method must provide satisfactory results regarding clinical validation (diagnostic clinical sensitivity and specificity, negative and positive predictive value). Also the method must possess clinical utility by improving patient diagnosis and therapy; therefore not being research-use only. Traceability must be shown whenever possible with comparison of results with a reference method and with the use of CRMs (certified reference materials).
D) Internal quality control of accredited tests with the required frequency and with the use of proper internal QC controls. So far, certified reference materials have been obtain for G20210A prothrombin gene mutation (IRMM/IFCC 490-2), for some cystic fibrosis mutations, bcr-abl transcripts, HPV-16/18 (WHO-NIBSC) etc. There is intense debate on whether plasmid controls are as reliable as genomic ones and whether any matrix effect is observed. Control materials are now commercially available from organizations or companies such as JRC-IRMM, WHO, CDC, ATCC/Coriell, NIBSC, NGRL, LGC, Acrometrix, Advanced Biotechnologies, MMQCI etc. Ε) External quality control with -at least annual- successful participation in EQAs
(external quality assessments or PT, proficiency testing). There already exist sufficient EQAs for molecular diagnostics testing: molecular detection and typing of microorganisms, detection of resistance to HIV antiretroviral therapy, viral load (HBV, HCV, CMV), specific mutations in specific genes, genetic diseases but also more general schemes regarding lab evaluation in specific techniques like real-time qPCR, DNA Sequencing etc. These are offered by organisms such as UK-NEQAS, EMQN, CAP, QCMD, UNIQ, INSTAND, EHEQAS etc. and most of them are ISO 17043-accredited (the proper standard for EQAs).
60
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα60
57
∆ιαίστευση εργαστηρίων µοριακής διαγνωστικής κατά ISO 15189
Κρού ης Χρήστος, MSc, PhD, EurClinChem, Λέκτορας Κλινικής Βιοχηµείας-
Μοριακής Βιολογίας. Αττικόν Πανε ιστηµιακό Νοσοκοµείο, Ιατρική Σχολή
Πανε ιστηµίου Αθηνών
Οι κλινικές δοκιµές ου εκτελούνται στα εργαστήριαΜοριακής ∆ιαγνωστικής θα
µ ορούσαν να ταξινοµηθούν σε 3-4 τοµείς ό ως είναι:
1) η Μοριακή Μικροβιολογία (ανίχνευση ή µη µικροοργανισµών, τυ ο οίηση-φυλογενετική ανάλυση, οσοτικο οίηση µικροοργανισµού),
2) η Μοριακή Γενετική (ανίχνευση κληρονοµούµενων µεταλλάξεων στους φορείς, στη ρογεννητική και ροεµφυτευτική διάγνωση, µέτρηση του αριθµού CGG τρι λεττών στη 5’-UTR του FMR1 γονιδίου στο εύθραυστο Χ),
3) η Ανίχνευση ταυτότητας (στα εγκληµατολογικά εργαστήρια) ή
ατρότητας/συγγένειας µε ολυµορφισµούς µεγέθους σε διάφορα STRs στογενετικό υλικό καθώς και
4) η γενική Μοριακή Βιολογία κυρίως σε καρκίνους ό ως είναι η ανίχνευση
σωµατικών µεταλλάξεων, η οσοτικο οίηση γονιδίων (gene dosage) ή
χρωµοσωµάτων (ανευ λοειδίες) ή µεταγράφων στην ανίχνευση κακοηθειών ή
ελάχιστης υ ολει όµενης νόσου (minimal residual disease).
Οι ερισσότερες α ό τις δοκιµασίες ου εκτελούνται στη Μοριακή ∆ιαγνωστική
έχουν ως βάση τους την αντίδραση PCR, ωστόσο έραν των PCR µεθοδολογιών ήτων αραγώγων τους (nested, multiplex, real-time, PCR-RFLP, ARMS, ASO κλ ) χρησιµο οιούνται και άλλες µεθοδολογίες ό ως υβριδισµού κατά Southern blot, ISH ( ιο συχνά η FISH), NASBA, TMA, LCR κλ . Ειδικά για τις PCR µεθοδολογίες ρέ ει να ακολουθούνται σχολαστικά οδηγίες καλής εργαστηριακής ρακτικής
σύµφωνα µε τη διεθνή βιβλιογραφία.
Τα έντε σηµεία τα ο οία είναι και τα ιο δύσκολα αλλά και ιο σηµαντικά για
την αναγνώριση της «τεχνικής εάρκειας» των ανωτέρω εργαστηρίων στην
ορεία τους για δια ίστευση κατά ISO15189 είναι τα ακόλουθα:
Α) Υοδοµή εργαστηρίου: Το ροσωικό ρέ ει να είναι ε αρκές σε αριθµό και
γνώσεις και να ακολουθεί ρόγραµµα συνεχιζόµενης εκ αίδευσης. Οι εγκαταστάσεις ρέ ει να είναι άριστες ως ρος την άνεση και την ασφάλεια χώρου
και φιλικές ως ρος το εριβάλλον (κατάλληλη διαχείριση βιολογικών
α οβλήτων). Πρέ ει να λαµβάνεται µέριµνα για την ασφάλεια του ροσω ικού
α ό δυνητικά ε ικίνδυνα αντιδραστήρια - ου χρησιµο οιούνται κατά κόρον στη
Μοριακή Βιολογία ( .χ. EtBr)- και τα ο οία ρέ ει να α ενεργο οιούνται ριν τηνα όρριψή τους στα οικιακά λήµµατα. Έχουν αναγραφεί στην βιβλιογραφία ολλέςοδηγίες για τον διαχωρισµό των χώρων και µάλιστα έχει ροταθεί ιδανικά η
διαίρεση σε τέσσερεις εριοχές είτε µε διαφορετικά δωµάτια µε κατάλληλη διάταξη
61
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα61
58
και ελεγχόµενη ίεση του αέρα είτε µε θαλάµους νηµατικής ροής ή α αγωγούς
(cabinets, hoods). Ωστόσο τουλάχιστον ρέ ει να λαµβάνεται µέριµνα για τον
διαχωρισµό των pre-PCR διαδικασιών α ό τις post-PCR διαδικασίες και ε ίσης ρέ ει ο κάθε χώρος να έχει τον δικό του εξο λισµό ( .χ. ι έττες, vortex) ώστε ναµη γίνονται µετακινήσεις µικροεξο λισµού. Ο κρίσιµος εξο λισµός για τη
λειτουργία ενός εργαστηρίου Μοριακής ∆ιαγνωστικής (PCR µηχανήµατα, microarrays, φασµατοφωτόµετρα για τη µέτρηση συγκέντρωσης του γενετικού
υλικού, υδατόλουτρα ή thermo blocks ή ε ωαστικοί κλίβανοι εάν
χρησιµο οιούνται, ι έττες κλ .) ρέ ει να διακριβώνεται για την ορθή
λειτουργία του. Ψυγεία, καταψύκτες, φυγόκεντροι, vortex, ζυγοί και εχαµετρικέςσυσκευές ρέ ει να καθαρίζονται και να συντηρούνται.
Β) Ειλογή των κατάλληλων εργαστηριακών µεθόδων για τις υ ό δια ίστευση
αραµέτρους (scope of accreditation) µε βάση τη βιβλιογραφία και
συγκεκριµένους στόχους ( .χ. ελάττωση του εργαστηριακού σφάλµατος, κλινικήχρησιµότητα). Οι µέθοδοι ρέ ει να εριγράφονται ε αρκώς στο Εγχειρίδιο των
µεθόδων και να ακολουθεί σύνταξη τυ ο οιηµένων οδηγιών (SOPs, Standard
Operating Procedures) για την κατάλληλη εφαρµογή τους α ό το ροσω ικό του
εργαστηρίου. Η ιστή εκτέλεση των ανωτέρω µεθόδων αλλά και των κανόνων της
ορθής εργαστηριακής ρακτικής (GLP, Good Laboratory Practice) ρέ ει να είναι
αντικείµενο συχνών εσωτερικών ειθεωρήσεων (internal audits). Πρέ ει να
γίνεται ροσ άθεια µείωσης της ρο-αναλυτικής διακύµανσης µε κατάλληλες
οδηγίες ρος το ροσω ικό, τους «χρήστες» (ιατρούς) και τους « ελάτες» (ασθενείς). Ε ίσης να ελέγχονται και οι µετα-αναλυτικές διαδικασίες: αφορούν τη
σωστή µεταφορά των α οτελεσµάτων ( .χ. ιδανικά µέσω Laboratory Information System), τη τήρηση των χρονικών διαστηµάτων για τη φύλαξη των ρωτογενών
δειγµάτων, των α οµονωθέντων DNA/RNA και των ληφθέντων δεδοµένων και
τέλος το σωστό τρό ο αρουσίασης στην έκθεση των α οτελεσµάτων ( .χ. σωστήαναγραφή των µεταλλάξεων). Η αξιολόγηση αθογνωµικών γενετικών
µεταλλάξεων γίνεται στα λαίσια γενετικής συµβουλευτικής.
Γ) Εικύρωση ή εαλήθευση µεθόδων αναλόγως του εάν είναι εσωτερική (in house) µέθοδος ή ροτυ ο οιηµένη µέθοδος κατασκευαστή (kit, κατά ροτίµηση
CE-IVD) ως ρος τα:
1) αναλυτικά χαρακτηριστικά (analytical characteristics):
i) µεθοδολογικά χαρακτηριστικά (methodology characteristics) ό ως: αναλυτικήευαισθησία και αναλυτική ειδικότητα (analytical sensitivity and specificity)
ii) χαρακτηριστικά είδοσης (performance characteristics) της µεθόδου ό ως: ιστότητα (precision), ορθότητα (trueness, bias), ακρίβεια (accuracy), όριο
ανίχνευσης και οσοτικο οίησης (limit of detection and quantitation), γραµµικότητα (linearity) και αναλυτικό εύρος µέτρησης (range), ανάκτηση(recovery), αρεµβολή (interference), υ ολογισµός αβεβαιότητας (uncertainty),
62
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα62
59
ανθεκτικότητα (robustness) και αντοχή (ruggedness) της µεθόδου, όρια αναφοράς
του ληθυσµού (reference values).
2) κλινικά χαρακτηριστικά: η µοριακή µέθοδος ρος δια ίστευση ρέ ει να δίνει
ικανο οιητικά α οτελέσµατα ως ρος την κλινική αξιολόγηση (clinical
validation) σε σχέση µε το νόσηµα (διαγνωστική κλινική ευαισθησία και
ειδικότητα, αρνητική και θετική ροβλε τική αξία). Ε ίσης να έχει κλινική αξία(clinical utility) δηλαδή να είναι χρήσιµη στη διάγνωση και θερα εία του
ασθενούς και όχι να έχει α λά ερευνητική χρήση.
Ε ίσης ρέ ει να α οδεικνύεται ό ου είναι δυνατόν η ιχνηλασιµότητα
(traceability) των µετρήσεων µε σύγκριση µε µεθόδους αναφοράς και χρήση
ιστοοιηµένων υλικών αναφοράς (CRM, certified reference materials).
∆) Εσωτερικός έλεγχος οιότητας εργαστηριακών δοκιµασιών µε την
ενδεδειγµένη συχνότητα και τη χρήση κατάλληλων δειγµάτων ελέγχου (internal QC controls). Έως τώρα έχουν ροκύψει ιστο οιηµένα υλικά αναφοράς για τον
έλεγχο της µετάλλαξης G20210A του γονιδίου της ροθροµβίνης (IRMM/IFCC 490-2), για κά οιες µεταλλάξεις του γονιδίου της κυστικής ίνωσης, αντίγραφα bcr-abl, HPV-16/18 (WHO-NIBSC) κλ . Υ άρχει µεγάλη συζήτηση κατά όσο τα control σε λασµίδια είναι το ίδιο αξιό ιστα ό ως τα γενωµικά controls και δεν
δηµιουργείται κά οιο matrix effect. Υλικά ελέγχου διατίθενται λέον α ό αρκετούςοργανισµούς ή εταιρείες ό ως τις JRC-IRMM, WHO, CDC, ATCC/Coriell, NIBSC, NGRL, LGC, Acrometrix, Advanced Biotechnologies, MMQCI κλ .
Ε) Εξωτερικός έλεγχος οιότητας µε τουλάχιστον ετήσια ε ιτυχηµένη συµµετοχή
του εργαστηρίου σε διεργαστηριακά σχήµατα (EQA, external quality assessment
ή PT, proficiency testing). Ήδη υ άρχει ένας ικανο οιητικός αριθµός
διεργαστηριακών σχηµάτων για δοκιµές µοριακής διαγνωστικής: µοριακή
ανίχνευση µικροοργανισµών και τυ ο οίηση, έλεγχος αντίστασης στην HIV αντιρετροική αγωγή, ιϊκό φορτίο (HBV, HCV, CMV), συγκεκριµένες µεταλλάξεις σεσυγκεκριµένα γονίδια, γενετικά νοσήµατα αλλά και ιο γενικά σχήµατα
αξιολόγησης του εργαστηρίου σε συγκεκριµένες τεχνικές .χ. real-time qPCR, DNA Sequencing κλ . Αυτά ροσφέρονται α ό οργανισµούς ό ως UK-NEQAS, EMQN, CAP, QCMD, UNIQ, INSTAND, EHEQAS κλ . οι ερισσότεροι α ό τους ο οίουςέχουν ροχωρήσει και σε δια ίστευση των διεργαστηριακών σχηµάτων ου
ροσφέρουν κατά το ρότυ ο ISO 17043.
63
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα63
60
Q_YUiUWVjP(
?)
Κυριάκος Τσιµίλλης, Κυ ριακός Οργανισµός Προώθησης Ποιότητας – Κυ ριακός
Φορέας ∆ια ίστευσης
Το Πρότυ ο ISO 15189 α οτελεί το κύριο εργαλείο για τη δια ίστευση των
κλινικών εργαστηρίων. Με την έκδοσή του το 2003, υ ήρξαν ορισµένες ε ιφυλάξεις
α ό όσους είχαν ήδη την εµ ειρία της εφαρµογής του ISO 17025 καθώς και
α ροθυµία για µετάβαση στο νέο ρότυ ο. Βρισκόµαστε ήδη σε αναµονή της
δεύτερης αναθεώρησης (2012) και έχει µεσολαβήσει η έκδοση του 2007 καθώς και
µια ακόµα ροσ άθεια για σηµαντικές αλλαγές του ου όµως καταψηφίστηκε α ό
τους οργανισµούς τυ ο οίησης στο λαίσιο του ISO. Στην Κύ ρο, τηρουµένων των
αναλογιών, υ άρχει µεγάλος αριθµός δια ιστευµένων κλινικών εργαστηρίων,
ό ως µεγάλος είναι και ο συνολικός αριθµός τους. Πέρα α ό τα νοσοκοµειακά του
δηµόσιου τοµέα και ορισµένα ου λειτουργούν σε νοσοκοµειακές µονάδες του
ιδιωτικού τοµέα, υ άρχει µεγάλος αριθµός ιδιωτικών κλινικών εργαστηρίων ου
λειτουργούν αυτόνοµα. Ανεξάρτητα α ό τις εξελίξεις σε σχέση µε την α ό ολλού
αναµενόµενη λειτουργία του Γενικού Συστήµατος Υγείας, είναι ευρέως α οδεκτή η
αναγκαιότητα αναβάθµισης της αξιο ιστίας των α οτελεσµάτων των κλινικών
εργαστηρίων. Η δια ίστευση α οτελεί αναµφισβήτητα την υψηλότερου ε ι έδου
διαδικασία τεκµηρίωσης αυτής της αξιο ιστίας. Ε τά χρόνια µετά την έναρξη
εφαρµογής του Προτύ ου ISO 15189, η συνο τική αρουσίαση των α αιτήσεών
του σε συσχετισµό µε την υ άρχουσα εµ ειρία εξακολουθεί να είναι χρήσιµη. Η
α οσαφήνιση ε ίσης της εφαρµογής της δια ίστευσης µόνο στα κλινικά
εργαστήρια και όχι στα νοσοκοµειακά ιδρύµατα (ό ου η ιστο οίηση α οτελεί το
εργαλείο για τη διαχείριση της οιότητας) είναι ε ίκαιρη. Η συγκεκριµένη
εισήγηση, σε συνδυασµό µε τις άλλες εισηγήσεις αυτής της ενότητας του Συνεδρίου,
στοχεύει ε ίσης να εµ λουτίσει τη συζήτηση ου θα ακολουθήσει και να
ροβληµατίσει ενόψει των αναµενόµενων αλλαγών ου θα ε έλθουν µε το ISO
15189: 2012.
64
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα64
61
k.gE10.8.9:<57Q_YUiUWVj,-.OB/0E<.c/.01.9=.
Kyriacos Tsimillis, Cyprus Organization for the Promotion of Quality – Cyprus
Accreditation Body
The international standard ISO 15189 represents the main tool for the accreditation
of clinical laboratories. In 2003, when the standard was firstly issued, there were
some reservations from people who had already been familiar with ISO 17025; to
this end they were reluctant to shift to the new standard. We are now approaching
the second revision, expected to appear in 2012, after the revision in 2007 and an
unsuccessful effort for further changes which followed. In Cyprus there are quite a
few accredited clinical laboratories, all of them except one, operating as
independent ones in the private sector. Regardless of the developments in the
introduction of the National Health System, it is widely understood that further
efforts need to be made to upgrade the reliability of clinical laboratories results.
Furthermore, it is fully accepted that accreditation is the highest level of assessment
of the competence and reliability of the laboratories. With this contribution, the
requirements of the standard will be briefly described in correlation with the
gained experience from its implementation in Cyprus. A clarification will also be
made for accreditation to be applicable only to laboratories and not to hospitals as a
whole; in the latter case, certification is the appropriate tool. The task of this
contribution is to provide some further points for the discussion to follow as well as
to increase the awareness of the expected changes to be reflected in ISO 15189:2012.
65
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα65
62
l &?* ?&
Οθων Παναγιωτάκης, ∆ρ. κλινικός Χηµικός, Βιοχηµικό τµήµα Γ.Ν.Α. «ΟΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ»
Ο εσωτερικός και ο εξωτερικός έλεγχος οιότητας α οτελούν τα δύο βασικά
εργαλεία µε τα ο οία εντο ίζονται και εριορίζονται τα αναλυτικά σφάλµατα ου
ροκύ τουν κατά τη διάρκεια των εργαστηριακών εξετάσεων, συµβάλλουνε οµένως καθοριστικά στη διασφάλιση της οιότητας των εργαστηριακών
α οτελεσµάτων. Το ΕΣΕΑΠ (Εθνικό Σύστηµα Εξωτερικής Αξιολόγησης Ποιότητας) είναι ένα ελληνικό ρόγραµµα εξωτερικού ελέγχου οιότητας, το µοναδικό
ελληνικό ρόγραµµα στην κλινική χηµεία, το ο οίο λειτουργεί ανελλι ώς α ό το1994 µε τη συµµετοχή άνω των 300 εργαστηρίων εκ των ο οίων τα 40 είναιΚυ ριακά.
Ολα τα ρογράµµατα εξωτερικού ελέγχου οιότητας (διεργαστηριακά σχήµατα) αρέχουν κά οιου είδους αξιολόγηση στους συµµετέχοντες η ο οία βασίζεται στη
διαφορά του α οτελέσµατος α ό µία τιµή-στόχο. Η διαφορά αυτή µ ορεί να
εκφραστεί µε διάφορους τρό ους ( χ ως εκατοστιαία α όκλιση ή ως δείκτης
τυ ικής α όκλισης), α οτελεί δε µία α ό τις βασικές ληροφορίες ου
εριλαµβάνονται στις εκθέσεις α οτελεσµάτων των διαφόρων διεργαστηριακών
σχηµάτων.
Η βασική αξιολόγηση ου αρέχουν όλα τα διεργαστηριακά σχήµατα
εριλαµβάνει τη στατιστική ε εξεργασία των α οτελεσµάτων ου στέλνουν τα
εργαστήρια σε τακτά χρονικά διαστήµατα. Στο ΕΣΕΑΠ αυτή γίνεται κάθε ένα ή
δύο µήνες και, αφού ολοκληρωθεί, γνωστο οιείται στο διαδίκτυο ως έκθεση
α οτελεσµάτων. Πολλά διεργαστηριακά σχήµατα αρέχουν µία ε ί λέον
αξιολόγηση η ο οία καλύ τει µία µεγαλύτερη χρονική ερίοδο και βασίζεται στο
σύνολο των µετρήσεων ου το εργαστήριο έχει ραγµατο οιήσει την ερίοδο αυτή. Στην ερί τωση του ΕΣΕΑΠ, ρόκειται για ένα ρότυ ο σύστηµα βαθµολογίας καικατάταξης ου καταγράφει τις ε ιδόσεις του κάθε εργαστηρίου στη διάρκεια ενός
µονοετούς ή διετούς κύκλου ο ο οίος εριλαµβάνει 12 συµµετοχές (12 α οτελέσµατα). Συνο τικά η λειτουργία του έχει ως εξής:
Για κάθε αράµετρο και για κάθε µία α ό τις 12 συµµετοχές στη διάρκεια του
κύκλου, το κάθε εργαστήριο βαθµολογείται µε ένα ακέραιο βαθµό α ό το 0 µέχρικαι το 10, ανάλογα µε την α όκλιση α ό την τιµή-στόχο του µέσου όρου των 2 α οτελεσµάτων ου στέλνει για τους ορούς Α και Β. Οσο κοντύτερα βρίσκεται το
α οτέλεσµα στο στόχο, τόσο υψηλότερη είναι η βαθµολογία του εργαστηρίου. Τοσύνολο της βαθµολογίας καταγράφεται σε ένα ίνακα ο ο οίος εριλαµβάνει µία
οριζόντια βαθµολογία (ανά αράµετρο) και µία κάθετη (ανά συµµετοχή). Α ό τοµέσο όρο της οριζόντιας βαθµολογίας ροκύ τει η κατάταξη του εργαστηρίου ανά
66
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα66
63
αράµετρο ενώ α ό το γενικό µέσο όρο ροκύ τει η κατάταξή του στο σύνολο των
αραµέτρων σε όλη τη διάρκεια του κύκλου σε σχέση µε τα υ όλοι α εργαστήρια.
Αν ένα εργαστήριο χρησιµο οιεί αναλυτή ου δίνει σε κά οια αράµετρο
συστηµατικές α οκλίσεις α ό την «consensus» µέση τιµή (τιµή-στόχο για τα
ρογράµµατα του ΕΣΕΑΠ), η βαθµολογία του για τη συγκεκριµένη αράµετρο, βασίζεται στην α όκλισή του όχι α ό την «consensus» αλλά α ό τον µέσο όρο της
οµάδας των εργαστηρίων ου χρησιµο οιούν τον ίδιο αναλυτή. Ωστόσο, σ’ αυτήτην ερί τωση, ο µέσος όρος της βαθµολογίας για την εν λόγω αράµετρο δεν
λαµβάνεται υ όψη για τον υ ολογισµό του γενικού µέσου όρου του εργαστηρίου, ροκειµένου να µην ε ηρεάζει την γενική κατάταξη του συνόλου των
εργαστηρίων.
Εφόσον ο γενικός µέσος όρος κάθε εργαστηρίου α οτελεί το µοναδικό κριτήριο για
την κατάταξή του σε ένα κύκλο, εύκολα µ ορεί να συγκριθεί η ε ίδοσή του µε αυτή ου είχε σε ροηγούµενο κύκλο. Η σύγκριση αυτή µ ορεί να γίνει και για µία
οµάδα εργαστηρίων αρκεί να υ ολογιστεί ο γενικός µέσος όρος της οµάδας. Θεωρώντας ως διακριτή οµάδα τα εργαστήρια τα Κύ ρου, ε ιχειρήσαµε µία
συγκριτική α οτίµηση των ε ιδόσεων των Κυ ριακών εργαστηρίων σε σχέση µε το
σύνολο των εργαστηρίων ου συµµετέχουν στο ρόγραµµα κλινικής χηµείας του
ΕΣΕΑΠ.
Αρχικά υ ολογίστηκε ο γενικός µέσος όρος ου είχαν το σύνολο των εργαστηρίων
Ελλάδας και Κύ ρου καθώς ε ίσης και οι υ οοµάδες του δηµοσίου και του
ιδιωτικού τοµέα στη διάρκεια των 3 τελευταίων Κύκλων (6ου, 7ου και 8ου). Ο ίδιος
υ ολογισµός έγινε και για το υ οσύνολο των εργαστηρίων της Κύ ρου, καθώςε ίσης και για τις υ οοµάδες του δηµοσίου και του ιδιωτικού της τοµέα.
Οι µεταβολές του γενικού µέσου όρου α ό τον 6ο στον 8ο κύκλο αντικατο τρίζουν
τις µεταβολές των ε ιδόσεων των εργαστηρίων κάθε οµάδας µε την άροδο του
χρόνου. Ε ί λέον, α ό τη σύγκριση του γενικού µέσου όρου των διαφόρων
οµάδων σε κάθε κύκλο, ροκύ τουν συµ εράσµατα για τις ε ιδόσεις των
εργαστηρίων του δηµοσίου και του ιδιωτικού τοµέα της Κύ ρου σε σχέση µε το
σύνολο των εργαστηρίων του δηµοσίου και του ιδιωτικού τοµέα την ίδια χρονική
ερίοδο.
67
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα67
64
D<<.<<8.9:57OB/0E<324502:501.<m19:-.b_bDNb`DO3191=23
O-.81<:0B<=-.8.
Othon Panagiotakis, Dr. Clinical Chemist, Biochemistry Department, “Evangelismos” General Hospital, Athens, Greece
Internal and External quality control constitute the two main tools allowing the detection and reduction of analytical errors occurring during blood tests; therefore they contribute significantly to the improvement of the quality of laboratory results. ESEAP (National Extarnal Quality Assesment Scheme) is a Greek EQA scheme, the only Greek program in Clinical Chemistry, which has been operating without interruption since 1994 with the participation of more than 300 laboratories including 40 from Cyprus.
All inter-laboratory schemes provide some kind of assessment to the participating laboratories based on the difference of the measured result from a target-value. This difference may be expressed in different ways (e.g. as percentage deviation or as standard deviation index) and constitutes part of the basic information included in the reports of the various schemes.
The main assessment provided by all inter-laboratory schemes includes the statistical evaluation of results sent by laboratories regularly. In ESEAP this is done annually or biannually and, once completed, is published in the internet as a report. Many inter-laboratory schemes provide extra assessment covering a longer time period, based on the total number of measurements made by the laboratory during that period. In the case of ESAP, this concerns an original scoring and ranking system recording the performance of each laboratory during a annually or bianually cycle which includes 12 participations (12 results). Briefly, it has been operating as follows:
For each analyte and for each one of the 12 surveys during the cycle, each laboratory is scored with a number from 0 to 10, according to the deviation from the target value of the mean of the two results sent for controls A and B. The closer the result to the target, the higher the laboratories score. The total score is recorded on a table which includes a horizontal scoring (by analyte) and a vertical one (by participation). The mean value of the horizontal score leads to the laboratory’s ranking (by analyte) and the general mean leads to the laboratory’s ranking for all analytes during the whole cycle among the rest of the laboratories.
If a laboratory uses an instrument giving systematic deviations from the
“consensus mean” (target-value for ESEAP) in one analyte, its score for this
particular analyte is based on its deviation, not from the “consensus mean” but,
from the mean of the group of laboratories using the same instrument. However, in
that case, the mean score for this analyte is not taken into account for the
68
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα68
65
determination of the general mean of the laboratory, in order to not distort the
general score of the total number of laboratories.
Since the general mean of each laboratory constitutes the sole criterion for its ranking in a cycle, its performance may be easily compared to that of a previous cycle. This comparison may be also made for a group of laboratories provided that the general mean value of the group has been calculated. Considering the laboratories of Cyprus to be a distinct group, we have attempted a comparison of their performances with that of the total number of laboratories participating in the ESEAP Clinical Chemistry scheme.
Initially, the general mean value of the total number of laboratories of Greece and Cyprus was calculated as well as that of the subgroups of the public and private sector during the last three cycles (6th, 7th and 8th). The same calculation was also made for the subgroup of the laboratories of Cyprus as well as for its public and private sector.
The changes of the general mean value from the 6th to the 8th cycle reflect the changes in the performance of the laboratories of each group over time. Furthermore, comparing the general mean value of the different groups in each cycle, conclusions have been made concerning the performances of the Cyprus public and private sector laboratories’ with regard to the total number of laboratories of the public and private sector at the same time period.
69
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα69
66
'*>% n
Ιωσήφ Κάσιος, Παθολόγος-∆ιαβητολόγος
Ο σακχαρώδης διαβήτης, είναι µία εξελισσόµενη µεταβολική νόσος, ου
χαρακτηρίζεται α ό έλλειψη ινσουλίνης η α ό αντίσταση στην ινσουλίνη η και στα
δύο .Η διάγνωσης γίνεται µε µέτρηση της οσότητας του σακχάρου στο αίµα, είτε
σε κατάσταση νηστείας, είτε µεταγευµατικά και σ άνια χρειάζεται να γίνει
καµ ύλη γλυκόζης. Παρόλο ου υ άρχουν ολλοί τύ οι σακχαρώδη διαβήτη, οι
κυριότεροι είναι, ο σακχαρώδης διαβήτης τύ ου 1 και o τύ ου 2. Η αυξηµένη τιµή
του σακχάρου στο αίµα οδηγεί στην εµφάνιση των οξέων και χρονίων ε ι λοκών,
ου είναι, η µεν οξεία ε ι λοκή η διαβητική κετοοξέωση, οι δε χρόνιες ε ι λοκές, η
µικροαγγειο άθεια ήτοι αµφιβληστροειδο άθεια, νευρο άθεια και νεφρο άθεια,
και η µακροαγγειο άθεια (καρδιακή νόσος, ισχαιµία των εριφερικών και
εγκεφαλικών αγγείων,) ου οδηγούν σε έµφραγµα, ακρωτηριασµό των άκρων ή
εγκεφαλικών ε εισοδίων. Σήµερα έχει α οδειχθεί ότι µε την σωστή ρύθµιση του
σακχάρου, και άλλων αραγόντων κινδύνου οι ανωτέρω ε ι λοκές ελαττώνονται
δραστικά. Λόγω του ότι ο σακχαρώδης διαβήτης είναι εξελισσόµενη νόσος,
δυστυχώς ρος το χειρότερο, η εκάστοτε σωστή φαρµακευτική αρέµβαση είναι
α αραίτητη για την διατήρηση του γλυκαιµικού ελέγχου.
Ένας σηµαντικός αριθµός φάρµακων έχει ανα τυχθεί τα τελευταία χρόνια, ου
α ευθύνεται στη θερα ευτική αντιµετώ ιση του σακχαρώδη διαβήτη τόσο τού
τύ ου 1 όσον και του τύ ου 2. Ταυτόχρονα διάφορες µελέτες έχουν σχεδιασθεί
και έχουν δηµοσιευθεί , µελετώντας την ε ίδραση των αλαιάς και καινούργιας
γενιάς φαρµάκων, ήτοι των ινσουλινών και των α ό του στόµατος
υ ογλυκαιµικών αραγόντων, στην θερα ευτική αντιµετώ ιση του σακχαρώδη
διαβήτη, στη ρόληψη των ε ι λοκών, στην ε ίδραση των στα β κύτταρα και στο
σωµατικό βάρος. Φαίνεται α ό τις διάφορες µελέτες, ότι η νέες γενιές
υ ογλυκαιµικών αραγόντων υ όσχονται ολλά, στη θερα ευτική αντιµετώ ιση
του σακχαρώδη διαβήτη τύ ου 1 και τού τύ ου 2, (ανάλογα ινσουλίνης,
εισ νεόµενη ινσουλίνη, εξενατίδη, λιραγλουτίδη, οι µεγλιτιδίνες,
θιαζολιδινεδιόνες, αναστολείς της α γλυκοσιδάσης, DPP4, Ινγκρετίνες) λόγω του
διαφορετικού τρό ου δράσεως και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους.
Τα ανωτέρω φάρµακα έχουν το κάθε ένα, το δικό του χαρακτηριστικό, ου µας
δίδει την ευχέρεια ε ιλογής στη ρύθµιση του σακχαρώδη διαβήτη τόσο τού τύ ου
1,όσο και του τύ ου 2.
n
70
J
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα70
67
#+''l)&o&
(nj@(+o P4DU=S
Κωνσταντίνος Μακρής – Ph.D, EurClinChem, Τµήµα Κλινικής Βιοχηµείας – Γενικό
Νοσοκοµείο Αττικής KAT.
Η διατήρηση των ε ι έδων της γλυκόζης του αίµατος εντός ροκαθορισµένων
ορίων είναι σηµαντική για την ρόληψη των ε ι λοκών του διαβήτη. Η
αρακολούθηση της γλυκαιµικής κατάστασης είναι αναγκαία για την θερα εία και
των έλεγχο των ε ι λοκών στο διαβήτη.
Η κλινική αξία της HbA1c: η µέτρηση της γλυκιωµένης αιµοσφαιρίνης και κυρίως
της HbA1c ( ου α οτελεί το κύριο συστατικό της) θεωρείται η λέον ενδεδειγµένη
εργαστηριακή εξέταση για την αρακολούθηση του γλυκαιµικού ελέγχου των
ασθενών µε διαβήτη. Η HbA1c µας δίνει µια εκτίµηση των ε ι έδων της γλυκόζης
του ασθενούς για τους ροηγούµενους 3 µήνες. Η στενή σχέση της τιµής της Α1c µε
τον κίνδυνο ανά τυξης µακρο ρόθεσµων ε ι λοκών έχει α οδειχθεί σε διεθνείς
ε ιδηµιολογικές και κλινικές µελέτες. Όµως η HbA1c δεν µ ορεί να µας δώσει την
εικόνα των καθηµερινών µεταβολών της τιµής της γλυκόζης του αίµατος των
ασθενών. Για αυτό χρειάζονται συχνές µετρήσεις της γλυκόζης του αίµατος α ό τον
ίδιο των ασθενή.
Η µέτρηση της HbA1c και η ροτύ ωση της: Η συγκρισιµότητα ανάµεσα στις
µετρήσεις της HbA1c ενός ασθενούς είναι αναγκαία. Σήµερα κυκλοφορούν >20
διαφορετικές µέθοδοι µέτρησης της HbΑ1c οι ο οίες βασίζονται σε διαφορετικές
αρχές. Η εναρµόνιση των µετρήσεων µέχρι σήµερα βασιζόταν µεµονωµένες
ρωτοβουλίες το ικά, µε το Αµερικανικό ρόγραµµα NGSP να έχει διεθνή
α ήχηση. Η ανά τυξη µεθόδου αναφοράς α ό της IFCC µ ορεί να έλυσε το
ρόβληµα ροτύ ωσης της µεθόδου αλλά δηµιούργησε αντι αραθέσεις σχετικά µε
την έκδοση των α αντήσεων µιας και η αυξηµένη ειδικότητα της µεθόδου έχει ως
α οτέλεσµα οι τιµές ου δίδονται για ένα ασθενή να είναι α ό 1-2% χαµηλότερες
συγκριτικά µε τις σηµερινές τιµές. Η συµφωνία για την αγκόσµια ροτύ ωση των
µετρήσεων µε βάση την µέθοδο αναφοράς της IFCC, α ό όλες τις διεθνείς
διαβητολογικές οργανώσεις, συνοδεύτηκε µε διαφωνίες σχετικά µε τον τρό ο
έκδοσης των α οτελεσµάτων. Πολλές ευρω αϊκές χώρες υιοθέτησαν στην έκδοση
των α οτελεσµάτων να χρησιµο οιούνται οι µονάδες της IFCC (mmol/mol)
αντίθετα στις ΗΠΑ άρθηκε α όφαση της συνέχισης της χρήσης των αλαιών
µονάδων (DCCT) σε συνδυασµό µε την ροσθήκη της «estimated average glucose»
71
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα71
67
#+''l)&o&
(nj@(+o P4DU=S
Κωνσταντίνος Μακρής – Ph.D, EurClinChem, Τµήµα Κλινικής Βιοχηµείας – Γενικό
Νοσοκοµείο Αττικής KAT.
Η διατήρηση των ε ι έδων της γλυκόζης του αίµατος εντός ροκαθορισµένων
ορίων είναι σηµαντική για την ρόληψη των ε ι λοκών του διαβήτη. Η
αρακολούθηση της γλυκαιµικής κατάστασης είναι αναγκαία για την θερα εία και
των έλεγχο των ε ι λοκών στο διαβήτη.
Η κλινική αξία της HbA1c: η µέτρηση της γλυκιωµένης αιµοσφαιρίνης και κυρίως
της HbA1c ( ου α οτελεί το κύριο συστατικό της) θεωρείται η λέον ενδεδειγµένη
εργαστηριακή εξέταση για την αρακολούθηση του γλυκαιµικού ελέγχου των
ασθενών µε διαβήτη. Η HbA1c µας δίνει µια εκτίµηση των ε ι έδων της γλυκόζης
του ασθενούς για τους ροηγούµενους 3 µήνες. Η στενή σχέση της τιµής της Α1c µε
τον κίνδυνο ανά τυξης µακρο ρόθεσµων ε ι λοκών έχει α οδειχθεί σε διεθνείς
ε ιδηµιολογικές και κλινικές µελέτες. Όµως η HbA1c δεν µ ορεί να µας δώσει την
εικόνα των καθηµερινών µεταβολών της τιµής της γλυκόζης του αίµατος των
ασθενών. Για αυτό χρειάζονται συχνές µετρήσεις της γλυκόζης του αίµατος α ό τον
ίδιο των ασθενή.
Η µέτρηση της HbA1c και η ροτύ ωση της: Η συγκρισιµότητα ανάµεσα στις
µετρήσεις της HbA1c ενός ασθενούς είναι αναγκαία. Σήµερα κυκλοφορούν >20
διαφορετικές µέθοδοι µέτρησης της HbΑ1c οι ο οίες βασίζονται σε διαφορετικές
αρχές. Η εναρµόνιση των µετρήσεων µέχρι σήµερα βασιζόταν µεµονωµένες
ρωτοβουλίες το ικά, µε το Αµερικανικό ρόγραµµα NGSP να έχει διεθνή
α ήχηση. Η ανά τυξη µεθόδου αναφοράς α ό της IFCC µ ορεί να έλυσε το
ρόβληµα ροτύ ωσης της µεθόδου αλλά δηµιούργησε αντι αραθέσεις σχετικά µε
την έκδοση των α αντήσεων µιας και η αυξηµένη ειδικότητα της µεθόδου έχει ως
α οτέλεσµα οι τιµές ου δίδονται για ένα ασθενή να είναι α ό 1-2% χαµηλότερες
συγκριτικά µε τις σηµερινές τιµές. Η συµφωνία για την αγκόσµια ροτύ ωση των
µετρήσεων µε βάση την µέθοδο αναφοράς της IFCC, α ό όλες τις διεθνείς
διαβητολογικές οργανώσεις, συνοδεύτηκε µε διαφωνίες σχετικά µε τον τρό ο
έκδοσης των α οτελεσµάτων. Πολλές ευρω αϊκές χώρες υιοθέτησαν στην έκδοση
των α οτελεσµάτων να χρησιµο οιούνται οι µονάδες της IFCC (mmol/mol)
αντίθετα στις ΗΠΑ άρθηκε α όφαση της συνέχισης της χρήσης των αλαιών
µονάδων (DCCT) σε συνδυασµό µε την ροσθήκη της «estimated average glucose»
72
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα72
68
(eAG), τιµής ου ροκύ τει α ό την µέτρηση της HbA1c ενός ασθενούς
χρησιµο οιώντας την εξίσωση ου έχει ροκύψει α ό µελέτη της ADAG.
Η φυσιολογική σχέση ανάµεσα στη µέση τιµή γλυκόζης (MBG) και HbA1c:
Γλυκίωση είναι η µη-ενζυµατική ροσθήκη ενός σακχάρου σε µια αµινοµάδα µιας
ρωτεΐνης. Αν και ο οιαδή οτε ρωτεΐνη του σώµατος µ ορεί να γλυκιωθεί,
εντούτοις η γλυκιωµένη αιµοσφαιρίνη έχει καθιερωθεί να µετράται λόγω της
ευκολία λήψης και χρήσης του δείγµατος. Και ενώ η χηµεία της γλυκίωσης
ροβλέ ει µια ξεκάθαρη σχέση ανάµεσα στη µέση τιµή γλυκόζης και στην
συγκέντρωση της HbA1c, υ άρχουν αρκετοί αράγοντες ου µ ορούν να την
ε ηρεάσουν.
Η µαθηµατική σχέση HbA1c – MBG: Αναδροµική ανάλυση των δεδοµένων της
DCCT καθώς και δεδοµένα α ό ροο τικές µελέτες (ό ου οι τιµές της γλυκόζης
ροέρχονται κυρίως α ό µετρήσεις των ιδίων των ασθενών) α οκάλυψαν την
ύ αρξη µιας γραµµικής συσχέτισης µεταξύ HbA1c και MBG. Όµως α ό την µία οι
ανακρίβεια στις µετρήσεις των οργάνων αυτών και α ό την άλλη η αναγκαιότητα
ε ι λέον µελετών για την ε αλήθευση των α οτελεσµάτων σε όλους τους
διαβητικούς ληθυσµούς εριορίζουν την χρησιµότητα της σχέσης αυτής.
73
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα73
69
Q< :-.0. 2 0.32:159<-1/ 4.:L..9 2C.02;. ;3E=5<. 296 ;3B=2:.6
-2.85;354196pT,029<32:19;:-.P4DU=2<<2B.
Konstantinos Makris – Ph.D, EurClinChem, Clinical biochemistry Department –
KAT General Hospital
Good control of blood glucose level is important in preventing or delaying the
complications of diabetes such as heart disease, peripheral vascular disease visual
loss and renal failure. Monitoring of glycaemic status is essential for the treatment
and control of complications in diabetes.
The clinical value of HbA1c: Measurement of glycated haemoglobin and especially
HbA1c (which is its major constituent) is considered as the gold standard for
monitoring the glycaemic control of diabetic patients. HbA1c gives an average of
the patient’s blood glucose level over 3 months and its close association with the
risk for the development of long-term complications is well established in
epidemiologic studies and clinical trials. However HbA1c does not tell patients
what their blood glucose is doing on a day-to-day basis. Frequent measurements of
blood glucose levels are necessary for the day-to-day management of diabetes.
HbA1c measurement and standardization: Long-term comparability of HbA1c
values within one individual patient is an absolute necessity. At present more than
20 different Hba1c methods are in use based on different assay principles. The
harmonization of all assays was an issue and until recently was addressed with
local initiatives with the NGSP program been the most successful and gained
worldwide acceptance. The development of a reference method by IFCC solved the
standardization issue but created controversy over reporting since the higher
specificity of the IFCC reference method resulted in lower HbA1c (by 1-2%) values
in blood samples. A consensus on worldwide standardization of measurements
was made, by all major diabetic associations, but not on reporting. While many
European countries agree that results should be reported in IFCC units
(mmol/mol) in the US decision was made to continue using the DCCT reporting
system along with the estimated average glucose (eAG) level, derived from HbA1c
by regression formula based on the ADAG study.
Physiological relationship between average glucose and HbA1c: Glycation is the
non-enzymatic addition of sugar to amino-groups of proteins. Although any
protein in the human body can be glycated, glycated haemoglobin is measured in
the blood because of its convenience and ease of obtaining a sample. While the
74
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα74
70
chemistry of glycation predicts a straightforward relationship between mean
glucose concentrations and HbA1c, there are factors affecting this relationship.
Mathematical relationship HbA1c – MBG: Retrospective analysis of data of the
DCCT study as well as data from prospective studies, derived mostly from self-
monitoring of blood glucose by patients with diabetes identified a linear correlation
between HbA1c and average blood glucose concentrations. However inaccuracies
of the blood glucose measuring instruments and the need of additional studies may
limit the usefulness and applicability of a unique mathematical equation to all
diabetic populations
75
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα75
71
,5ql )&'
P4DU=
Οθων Παναγιωτάκης, ∆ρ. Κλινικός Χηµικός, Βιοχηµικό τµήµα Γ.Ν.Α. «Ο
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ»
Η συµβολή της HbA1c στη διάγνωση του διαβήτη τύ ου 2 και στη µείωση της
συχνότητας των ε ι λοκών µετά α ό ρύθµιση των ε ι έδων της, καθιστούν τον
ροσδιορισµό της κρίσιµης σηµασίας για τους διαβητικούς ασθενείς, υ ό την
ροϋ όθεση ως η µέτρησή της είναι αξιό ιστη. Αυτό µ ορεί να διασφαλιστεί σε
µεγάλο βαθµό α ό τη συµµετοχή των εργαστηρίων ου ροσδιορίζουν HbA1c σε
ρογράµµατα εξωτερικού ελέγχου οιότητας. Ενα α ό τα ληρέστερα
ρογράµµατα ου ροσφέρεται διεθνώς είναι το ανευρω αϊκό ρόγραµµα
εξωτερικού ελέγχου οιότητας για την HbA1c, το ο οίο διατίθεται α ό το ΕΣΕΑΠ
στα εργαστήρια της Ελλάδας και της Κύ ρου.
Τα εργαστήρια ου συµµετέχουν σ’ αυτό ροσδιορίζουν, στη διάρκεια ενός έτους
και µε συχνότητα 1 δείγµα ανά 2 εβδοµάδες, τη συγκέντρωση 24
λυοφιλο οιηµένων δειγµάτων ελέγχου HbA1c τα ο οία έχουν ανά δύο την ίδια
συγκέντρωση, όµως η αρίθµησή τους γίνεται µε τυχαία σειρά. Οι τιµές στόχοι
καθορίζονται µετά α ό µέτρηση µε δύο µεθόδους αναφοράς: Με τη µέθοδο DCCT η
ο οία χρησιµο οιήθηκε ως η αρχική µέθοδος αναφοράς και µετρά σε εκατοστιαίες
µονάδες (%) και µε την νέα ρότυ η µέθοδο της IFCC η ο οία µετρά σε διεθνείς
µονάδες (mmol/mol). Παρά τη σύσταση όλων των αρµόδιων ε ιστηµονικών
φορέων, ενώσεων, οµοσ ονδιών κλ ου ασχολούνται µε τον ∆ιαβήτη, για
αναφορά των τιµών της HbA1c και µε τις 2 αυτές µεθόδους, λόγω της
εριορισµένης ακόµα χρήσης των διεθνών µονάδων (mmol/mol), τα εργαστήρια
µ ορούν να συνεχίσουν να στέλνουν τα α οτελέσµατά τους µόνον σε % µονάδες
DCCT µε ένα δεκαδικό ψηφίο.
Οι εκθέσεις α οτελεσµάτων ου αρέχει το ρόγραµµα της HbA1c είναι δύο ειδών:
(α) Αυτές ου είναι διαθέσιµες κάθε 2 εβδοµάδες, µόλις αρέλθει η καταληκτική
ηµεροµηνία της α οστολής ου ολοκληρώθηκε, και
(β) η ετήσια έκθεση ου ετοιµάζεται µία φορά το χρόνο, στο τέλος κάθε
ηµερολογιακού έτους, και βασίζεται στα α οτελέσµατα και των 24 δειγµάτων ου
αναλύθηκαν σ’ αυτό το διάστηµα. Η ετήσια έκθεση είναι σχεδιασµένη µε τρό ο
76
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα76
72
ώστε να ροκύ τουν συµ εράσµατα για την ακρίβεια, την ανααραγωγιµότητα
και την γραµµικότητα των µετρήσεων του εργαστηρίου.
Και στις δύο εκθέσεις τα α οτελέσµατα του κάθε εργαστηρίου συγκρίνονται όχι
µόνον µε τους στόχους κατά DCCT και IFCC αλλά και µε τη µέση τιµή του συνόλου
των εργαστηρίων ου συµµετέχουν στο ρόγραµµα καθώς ε ίσης και µε τη µέση
τιµή της οµάδας των εργαστηρίων ου χρησιµο οιούν τον ίδιο αναλυτή.
Το ρόγραµµα λειτουργεί α οκλειστικά µέσω διαδικτύου. Πληκτρολογώντας ένα
ροσω ικό κωδικό (user name) και ένα password, οι συµµετέχοντες µ ορούν α ό
την ιστοσελίδα του ρογράµµατος
1) Να δηλώσουν τον ή τους αναλυτές ου χρησιµο οιούν για τον ροσδιορισµό
της HbA1c:
2) Να στέλνουν τα α οτελέσµατά τους:
3) Να βλέ ουν τους δύο τύ ους εκθέσεων α οτελεσµάτων. Με την ε ιλογή
«standard» ή «advanced» report εµφανίζεται η τρέχουσα στατιστική καθενός α ό
τα δείγµατα ου αναλύουν κάθε 2 εβδοµάδες (24 συνολικά εκθέσεις το χρόνο), ενώ
µε την ε ιλογή «annual report», εµφανίζεται η στατιστική ου βασίζεται στα
α οτελέσµατα και των 24 δειγµάτων ου αναλύθηκαν στη διάρκεια ενός
ηµερολογιακού έτους. Αναλυτικότερα:
α) Ε ιλέγοντας το «standard report» εµφανίζεται ένας ίνακας ου εριλαµβάνει
την ταυτότητα του δείγµατος, τους στόχους κατά IFCC και DCCT, το α οτέλεσµα
του εργαστηρίου, τη µέση τιµή στο σύνολο των εργαστηρίων (group) και στην
οµάδα αυτών ου χρησιµο οιούν τον ίδιο αναλυτή (instruments) και τον
αντίστοιχο αριθµό n των εργαστηρίων ου εριλαµβάνει η κάθε οµάδα.
Εµφανίζεται ε ίσης ένα ιστόγραµµα, ό ου µε γκρίζο χρώµα α εικονίζεται η
κατανοµή του συνόλου των εργαστηρίων και µε κόκκινο η κατανοµή της οµάδας
των εργαστηρίων ου χρησιµο οιούν τον ίδιο αναλυτή.
β) Η ε ιλογή «advanced report» εριλαµβάνει δύο ε ί λέον δυνατότητες: Με την
ρώτη («trend last year») εµφανίζεται η στατιστική των 24 δειγµάτων ου
αναλύθηκαν τους 12 ροηγούµενους µήνες κατά χρονολογική σειρά, ενώ µε τη
δεύτερη («level related last year») η ίδια στατιστική κατά σειρά µεγέθους των
συγκεντρώσεων της HbA1c. Και στις δύο ερι τώσεις η στατιστική εριλαµβάνει
τους αύξοντες αριθµούς των δειγµάτων, τις καταληκτικές ηµεροµηνίες, τις τιµές-
στόχους κατά DCCT, τα α οτελέσµατα του εργαστηρίου µε τις αντίστοιχες
77
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα77
73
α οκλίσεις α ό τους στόχους καθώς ε ίσης και τις µέσες τιµές του συνόλου των
εργαστηρίων στο σύνολο των αναλυτών, µε τις αντίστοιχες α οκλίσεις α ό τους
στόχους. Στην τελευταία στήλη εµφανίζονται οι στόχοι και κατά IFCC.
γ) Η ε ιλογή «annual report» εριλαµβάνει ληροφορίες για την ακρίβεια, την
ανα αραγωγιµότητα και την γραµµικότητα των µετρήσεων του εργαστηρίου ε ί τη
βάσει των 24 α οτελεσµάτων ου έστειλε στη διάρκεια ενός ηµερολογιακού έτους.
Στον ίνακα ου εµφανίζεται εριλαµβάνονται οι τιµές των τριών αυτών
στατιστικών µεγεθών έτσι ό ως έχουν υ ολογιστεί α ό το ρόγραµµα, καθώς
ε ίσης και η οιοτική τους ερµηνεία. Οι τιµές αυτές αφορούν το υ ό αξιολόγηση
εργαστήριο («your lab»), την οµάδα των εργαστηρίων ου χρησιµο οιούν τον ίδιο
αναλυτή («your instruments»), και το σύνολο των εργαστηρίων («all labs»).
78
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα78
74
,-./29bE05/.29bc:.0923`E231:BD<<.<<8.9:_=-.8.750P4DU=
Othon Panagiotakis, Dr. Clinical Chemist, Biochemistry Department,
“Evangelismos” General Hospital, Athens, Greece
The contribution of glycated haemoglobin (HbA1c) in the detection of type II
diabetes and the reduction of the frequency of complications after regulation of its
level, make its determination of critical importance for diabetic patients, provided
that its measurement is reliable. This can be assessed to a large extent by the
participation of laboratories measuring HbA1c in EQA schemes. One of the more
successful programs existing worldwide is the pan European External Quality
Assessment Scheme for HbA1c which is offered by ESEAP to the laboratories of
Greece and Cyprus.
Participating laboratories determine the concentration of 24 HbA1c lyophilized
controls of 12 different levels (one every two weeks) during a year. Samples are
identical pair-wise. Target-values are defined from two reference methods: From
the DCCT method used as the primary reference method which measures in
percentage units (%) and from the new IFCC reference method recommending the
use of SI units (mmol/mol). Despite the quidelines of all competent scientific
bodies, federations etc involved in diabetes management for publishing the HbA1c
results with both methods, laboratories may keep sending their results only in
DCCT % units with one decimal.
There are two types of reports provided by the HbA1c scheme:
(a) Those available every two weeks, just after the deadline for sending the results
of the current survey has passed and
(b) The annual report, prepared once a year at the end of each year, after all 24
results of the annual cycle have been submitted. The annual report is designed in
such a way that conclusions can be made on the accuracy, the reproducibility and
the linearity of the measurements of the laboratory.
In both reports the results of each laboratory are compared not only to the DCCT
and IFCC targets but to the mean value of all participating laboratories as well as to
the mean value of the group of laboratories using the same instrument.
The scheme has been operating exclusively through the internet. After entering a
user name and a password, participants are able to:
79
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα79
75
1) Define and register the instrument(s) using for the determination of HbA1c
2) Send their results
3) Watch the two types of reports. By selecting «standard» or «advanced» report,
the current statistics of each one of the samples analysed every two weeks appears
(24 reports per year in total), while by selecting «annual report» statistics based on
the results of all 24 samples analysed during the current year appears. In more
detail:
a) «Standard report» leads to a table presenting the sample’s identity, the DCCT
and IFCC targets, the laboratory’s result, the mean value of all laboratories (group)
as well as of those using the same instrument and the number n of laboratories for
each group. A histogram also appears where the grey columns reflect the
distribution of all laboratories and the red ones the distribution of the group of
laboratories using the same instrument.
b) «Advanced report» offers two more possibilities: The first («trend last year»)
shows the statistics of all 24 samples analyzed during the 12 previous months in
chronological order, while the second («level related last year») shows the same
statistics in order of HbA1c concentration values. In both cases statistics include the
samples’ serial number, the submission deadline, the DCCT targets, and the
laboratory’s result with the corresponding deviations from the targets as well as the
mean values of all laboratories with the corresponding deviations from the targets.
In the last column the IFCC targets are presented.
c) «Annual report» provides information concerning the accuracy, the
reproducibility and the linearity of the laboratory’s 24 measurements send during a
year. The related table shows their values as they have been calculated by the
scheme as well as their qualitative interpretation. These values concern the
laboratory under evaluation («your lab»), the group of laboratories using the same
instrument («your instruments») and the total number of laboratories («all labs»).
80
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα80
76
&' &r)J#+'
+ & % ' )n
∆ηµήτρης Ρίζος, PhD, EurClinChem, Ε ίκουρος καθηγητής Κλινικής Χηµείας,
Ιατρική Σχολή, Πανε ιστήµιο Αθηνών - Ορµονολογικό Εργαστήριο, Αρεταίειο
Νοσοκοµείο.
Εισαγωγή
Η ροεκλαµψία είναι µία σοβαρή ε ι λοκή της κύησης η ο οία χαρακτηρίζεται
α ό υ έρταση και ρωτεϊνουρία της µητέρας ου εµφανίζεται µετά την 20η
εβδοµάδα κύησης. Η ροεκλαµψία ε ι λέκει ερί ου το 3-5% του συνόλου των
κυήσεων και αραµένει η κύρια αιτία εριγεννητικής νοσηρότητας και
θνησιµότητας.
Παθοφυσιολογία της ροεκλαµψίας
Αν και η υ οκείµενη αιτία της ροεκλαµψίας αραµένει άγνωστη, ολλά έχουν
γίνει γνωστά τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τις αθολογικές διεργασίες ου
εµ λέκονται στην ανά τυξη της ροεκλαµψίας και καταλήγουν στο συµ έρασµα
ότι η ροεκλαµψία είναι µια νόσος ου ροκαλείται α ό την ανώµαλη εµφύτευση
και ανά τυξη του λακούντα. Είναι γενικά α οδεκτό ότι χαρακτηρίζεται α ό έναν
καταρράκτη γεγονότων ό ως: µειωµένη διείσδυση της τροφοβλάστης, µειωµένη
αιµάτωση του λακούντα, λακουντιακή ισχαιµία, οξειδωτικό στρες, και τελικά
µειωµένη αραγωγή λακουντιακών αραγόντων οι ο οίοι διαδραµατίζουν
βασικό ρόλο στην ρόκληση συστηµατικής ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας της
µητέρας.
Προσυµτωµατικός έλεγχος ειλογής για ροεκλαµψία
Ένας µεγάλος αριθµός βιοχηµικών ουσιών έχουν ερευνηθεί ως υ οψήφιοι
βιοδείκτες για την ροεκλαµψία. Ο PlGF και o sFlt-1 είναι α ό τους λέον
µελετηµένους και ελ ιδοφόρους. Σε µεγάλο αριθµό µελετών έχουν βρεθεί
αυξηµένες συγκεντρώσεις του sFLt-1 και µειωµένες των VEGF και PlGF στον ορό
της µητέρας στο 2ο αλλά και στο 1ο τρίµηνο κυήσεων οι ο οίες ανέ τυξαν
ροεκλαµψία αργότερα στην κύηση. Πρόσφατα, σε µελέτη ου ανακοινώσαµε στο
AACC Annual Meeting 2009, βρήκαµε σηµαντικά αυξηµένο λόγο sFlt-1/PlGF στο
2ο και 3ο, αλλά όχι στο 1ο τρίµηνο κυήσεων ου ανέ τυξαν αργότερα
ροεκλαµψία.
81
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα81
77
Εκτός α ό τους βιοδείκτες, ένα σηµαντικό µέρος της έρευνας έχει ε ικεντρωθεί και
στον ιθανό ρόλο της Doppler υ ερηχογραφίας ως ρογνωστικό ή/και
διαγνωστικό εργαλείο στην ροεκλαµψία. Αρκετές µελέτες έχουν ροτείνει, ε ίσης,
το συνδυασµό των υ ερήχων Doppler µε τα ε ί εδα των βιοχηµικών δεικτών στον
ορό µε ολύ ελ ιδοφόρα α οτελέσµατα.
Συµεράσµατα
Αν και ολλές βιοχηµικές ουσίες έχουν αξιολογηθεί ως δείκτες για την ρόβλεψη
της ροεκλαµψίας, καµία δεν ληροί τα κριτήρια µιας κλινικά αξιό ιστης δοκιµής
διαλογής. Οι ιο ελ ιδοφόροι δείκτες είναι οι sFlt-1 και PLGF και ο συνδυασµός
τους στο 1ο ή 2ο τρίµηνο µε το Doppler µ ορεί να α οδειχθεί µια λύση στο
ερί λοκο θέµα της ρόβλεψης και της ρόληψη της ροεκλαµψίας.
*+,--./.012,3,-4-+56738/6/.3,-0.6.+9:;8<=-,-6,25-12,>/2+=-7/+65
76,?-,8@
Demetrios Rizos, PhD, EurClinChem, Assistant Prof of Clinical Chemistry, Medical
School, University of Athens, Hormone Laboratory, “Aretaieio” Hospital.
Introduction
Pre-eclampsia is a serious pregnancy-related complication, characterized by
elevated maternal blood pressure and proteinouria occurring after 20 weeks of
gestation. Pre-eclampsia complicates approximately 3-5% of all pregnancies, and
remains a leading cause of maternal and perinatal morbidity and mortality.
Pathogenesis of Pre-eclampsia
While the underlying aetiology of pre-eclampsia remains unclear, much has been
learned over the past few years regarding the pathological processes involved in
the development of pre-eclampsia. Pre-eclampsia is a disease resulting from
abnormal development of the placenta. It is generally accepted that is characterized
by a cascade of events such as: impaired early trophoblast invasion, decreased
placental perfusion, placental ischemia, oxidative stress, and consequentially
impaired placental factors (dysbalance in angiogenic and anti-angiogenic factors)
which are playing a key role in inducing systemic maternal endothelial
dysfunction. The various clinical symptoms of pre-eclampsia appear to be the
direct result of endothelial dysfunction.
82
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα82
78
Screening for pre-eclampsia
A large number of biochemical substances have been researched as candidate
biomarkers for pre-eclampsia. The most promising and intense searched
biomarkers are PlGF and sFlt-1. A large number of studies have found elevations in
sFLt-1 and decreases in VEGF and PlGF maternal concentrations in early second
trimester (16th to 22nd week) and even in the first trimester of pregnancies that
later developed pre-eclampsia. Recently, in a preliminary study announced in the
AACC Annual Meeting 2009, we found significantly elevated sFlt-1 to PlGF ratio in
the 2nd and 3rd but not in the 1st trimester of pregnancies that later developed pre-
eclampsia.
In addition to serum biomarkers, a significant amount of research has focused on
the potential role of Doppler ultrasound as a predictive and/or diagnostic tool in
pre-eclampsia. Several studies have also proposed the combination of Doppler
ultrasound with serum biomarker levels with quite promising results.
Conclusions
Although many biochemical substances have been assessed as markers for
predicting pre-eclampsia, none of them fulfils the criteria for a clinically valuable
screening test. The most promising biochemical markers, to date, are sFlt-1 and
PLGF and their combination with first or second trimester Doppler
ultrasonography might be proved a solution to the complex issue of predicting and
preventing pre-eclampsia.
83
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα83
79
@&?) J & &
'\
Dr Christina Zira, Endocrinologist, Director, Endocrinology Department, Makarios
III Hospital, Lefkosia-Cyprus
Η µεγαλακρία είναι µία σ άνια ασθένεια µε ε ί τωση 3 µε 4 νέα εριστατικά ανά
εκατοµµύριο ανά έτος. Η Κύ ρος λόγω ληθυσµού και λόγω της δοµής των
ιατρικών υ ηρεσιών α οτελεί ιδεώδες µοντέλο για ε ιδηµιολογική έρευνα της
ασθένειας .
Στο Μακάρειο Νοσοκoµείο έχοµε καταγράψει όλα τα εριστατικά ου έχουν
αρουσιαστεί στις ιατρικές υ ηρεσίες α ό το 1986 µέχρι το 2009. Ε ίσης έγινε
καταγραφή των βιοχηµικών και κλινικών αραµέτρων κατά µηνιαία διαστήµατα
ε ιτρέ οντας µια σφαιρική αντίληψη της ε ιδηµιολογικής και κλινικής εικόνας
ου αρουσιάζει η ασθένεια στην Κύ ρο.
Η ε ί τωση της ασθένειας είναι 1.7 νέα εριστατικά ανά εκατοµµύριο ανά έτος
και έχοµε καταγράψει 37 εριστατικά κατά την ερίοδο της µελέτης. Είκοσι ε τά
ασθενείς έχουν λήρως αξιολογηθεί και έχουµε βιοχηµικά και κλινικά δεδοµένα
κατά την είσοδο τους στη µελέτη και κατά τη διάρκεια της αρακολούθησης τους.
Η µέση ηλικία κατά την διάγνωση ήταν 44 χρονών και αφορούσε 54% Γυναίκες και
46% Άνδρες. Η µέση τιµή της Αυξητικής Ορµόνης κατά την διάγνωση ήταν 29.6
µg/l και στο τέλος της µελέτης ήταν 2.37 µg/l. Οι ερισσότεροι ασθενείς έ αιρναν
µία µηνιαία δόση αναλόγου σωµατοστατίνης αλλά τουλάχιστον 9 ασθενείς
έ αιρναν δοσολογία ανάλογα µε τις ροσω ικές του ανάγκες σύµφωνα µε τα
α οτελέσµατα των εργαστηριακών εξετάσεων.
Στην αρακολούθηση και ανα ροσαρµογή της δοσολογίας διαδραµατίζει
σηµαντικό ρόλο το εργαστηριακό α οτέλεσµα τόσο των στατικών όσο και των
δυναµικών δοκιµασιών γι΄ αυτό είναι σηµαντικό να υ άρχει µια κοινή γλώσσα
µεταξύ των εργαστηρίων όσον αφορά τις δοκιµασίες και τα α οτελέσµατα της
Αυξητικής Ορµόνης (GH).
84
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα84
80
D=058.;23B19OB/0E<Jb/16.81535;B296359;T:.08:0.2:8.9:
5E:=58.
Dr Christina Zira, Endocrinologist, Director, Endocrinology Department, Makarios
III Hospital, Lefkosia-Cyprus
Acromegaly is a rare disease with an incidence of 3 to 4 new cases per million per
annum. With a population of 797000 and only one center of diagnosis and
treatment of acromegaly, Cyprus is an ideal place to evaluate the epidemiology of
the disease.
This report is the result of a nationwide data collection done retrospectively from
1986 until 2009 at Makarios Hospital in Nicosia.
Prospective data collection at monthly visits of patients on pharmacological
treatment allowed the recording of biochemical parameters and the supervision of
clinical outcome.
The current prevalence of acromegaly in Cyprus is 37 and the incidence rate for the
period studied was 1.7 new cases per million per year. Twenty seven patients were
fully evaluable with baseline and follow-up biochemical data. The mean age at
diagnosis was 44years.The percentage of females and males was 54% and46%
respectively. The mean GH level was 29.6 µg /L at baseline and 2.37 µg/L after
treatment at the end of the study period.
Most patients are receiving a monthly injection of a somatostatin analogue,
although at least 9 patients are receiving an individually tailored dosage, according
to personal needs.
In conclusion we think that retrospective data analysis provides a useful tool in
analyzing the epidemiological and clinical parameters of acromegaly in a relatively
small population, highlighting treatment outcome, possible adverse effects, and
comorbidities.
85
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα85
81
s % & &' \& *l
Παναγέα Θεοφανώ[1]
Η εξέταση κλινικών δειγµάτων α ό το µικροβιολογικό εργαστήριο στοχεύει στη
διάγνωση της λοίµωξης, καθώς και την αναζήτηση και α οµόνωση αθογόνων
µικροοργανισµών ου α οτελούν το αίτιό της. Με στόχο όλα τα αρα άνω
ραγµατο οιείται γενική εξέταση υγρών(ΕΝΥ, λευριτικό, αρθρικό, εριτοναϊκό,
ούρα), µικροσκό ηση νω ού αρασκευάσµατος και άµεσου µονιµο οιηµένου
κεχρωσµένου αρασκευάσµατος, άµεση αναζήτηση αντιγόνων του αθογόνου στο
δείγµα, καλλιέργεια και έλεγχος ευαισθησίας στα αντιβιοτικά. 1)Γενική εξέταση
υγρών. Πραγµατο οιείται µέτρηση κυττάρων, ροσδιορισµός του τύ ου
των(εξαιρούνται τα ούρα) καθώς και ροσδιορισµός βιοχηµικών αραµέτρων
αναλόγως του εξεταζόµενου υγρού (σάκχαρο, λεύκωµα, ειδικό βάρος, pH, LDH,
κά.) 2)Μικροσκό ηση νω ού αρασκευάσµατος(ίζηµα ούρων, κολ ικό ε ίχρισµα,
ροστατικό έκκριµα, κό ρανα). Αναζητώνται υοσφαίρια, ερυθρά αιµοσφαίρια,
ε ιθήλια, λοι ά κύτταρα ( .χ. clue cells σε κολ ικό ε ίχρισµα) και
µικροοργανισµοί(µύκητες, αράσιτα). Ειδικότερα, η αναζήτηση των µυκήτων σε
δείγµα λε ίων δέρµατος, ονύχων ή άλλα δείγµατα ραγµατο οιείται σε νω ό
αρασκεύασµα µε διάλυµα KOH 10%, ενώ για την αναζήτηση κρυ τοκόκκου στο
ΕΝΥ ραγµατο οιείται µικροσκό ηση νω ού αρασκευάσµατος µε χρώση σινικής
µελάνης. 3)Μικροσκό ηση αµέσου µονιµο οιηµένου αρασκευάσµατος µε Gram
χρώση. Αναζητώνται υοσφαίρια, ερυθρά αιµοσφαίρια, µικροοργανισµοί και
ειδικά για τα δείγµατα τυέλων ελέγχεται η καταλληλότητα για καλλιέργεια. Για
την αναζήτηση οξεάντοχων µικροοργανισµών το αρασκεύασµα βάφεται µε
χρώση Ziehl-Neelsen. 4)Άµεση αναζήτηση αντιγόνων του αθογόνου στο δείγµα.
Στο ΕΝΥ, µε τη χρήση σωµατιδίων latex ε ικαλυµµένων µε τα κατάλληλα
αντισώµατα, αναζητώνται αντιγόνα N.meningitidis A,B,C,Y/W135, S.pneumoniae,
H.influenzae τύ ου b, E.coli K1 και Streptococcus grB, ενώ αντιγόνο κρυ τοκόκκου
αναζητείται στο ΕΝΥ ή τον ορό του ασθενούς. Τέλος, µε ταχεία µέθοδο
ανοσοχρωµατογραφίας αναζητείται σε φαρυγγικό ε ίχρισµα αντιγόνο β-
αιµολυτικού στρε τοκόκκου οµάδας Α, ενώ στα ούρα ασθενών µε νευµονία,
αντιγόνο νευµονιοκόκκου ή λεγιωνέλλας.
Ακολουθεί καλλιέργεια του δείγµατος για την α οµόνωση και ταυτο οίηση του
αθογόνου µικροοργανισµού και έλεγχος ευαισθησίας στα αντιβιοτικά µε µία α ό
τις αρακάτω µεθόδους: 1) µέδοθος διάχυσης αντιβιοτικού σε άγαρ µε δίσκους(disc
86
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα86
82
diffusion), 2) ροσδιορισµός MIC είτε µε τη µέθοδο αραιώσεων σε ζωµό µε τη
χρήση έτοιµων κιτ του εµ ορίου ή αυτοµατο οιηµένων συστηµάτων
(χρησιµο οιούν εριορισµένο αριθµό συγκεντρώσεων του αντιβιοτικού στην
εριοχή των ορίων ευαισθησίας και αντοχής-µέθοδος breakpoint) είτε µε διάχυση
σε άγαρ α ό ταινίες κλιµακωτής συγκέντρωσης αντιβιοτικού. Τέλος, στα
εντεροβακτηριακά ελέγχεται η αραγωγή β-λακταµασών εκτεταµένου φάσµατος
(ESBL) και καρβα ενεµασών και στους σταφυλοκόκκους η ύ αρξη ε αγώγιµης
αντοχής στην κλινταµυκίνη. Η ερµηνεία των α οτελεσµάτων βασίζεται στα όρια
ευαισθησίας ου ορίζουν διεθνείς οργανισµοί ό ως CLSI για την Αµερική ή
EUCAST για την Ευρώ η.
Λέξεις κλειδιά: άµεσο αρασκεύασµα, άµεση αναζήτηση αντιγόνου, αντιβιόγραµµα
[1] ∆΄Παν/κή Παθολογική κλινική Παν/µίου Αθηνών
87
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα87
83
& >d&' \! *l
Ιωσήφ Πα α αρασκευάς, Βιο αθολόγος, Λέκτορας, Εργαστήριο Μικροβιολογίας,
Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Κα οδιστριακό Πανε ιστήµιο Αθηνών
Η διαδικασία του ορολογικού ελέγχου στην καθηµερινή διαγνωστική των
λοιµώξεων έχει ως βάση κατά κύριο λόγο την ανοσολογική αντίδραση µεταξύ ενός
αντιγόνου και ενός αντισώµατος, τον ε ακόλουθο σχηµατισµό του συµ λέγµατος
και την τελική ο τικο οίηση του α οτελέσµατος. Βέβαια, µε την άροδο του
χρόνου και την εξέλιξη της βιοϊατρικής τεχνολογίας και άλλες διαγνωστικές
ανοσολογικές µέθοδοι έχουν εισαχθεί και εφαρµοσθεί, µε α οτέλεσµα λέον ο όρος
“ορολογικός έλεγχος ή µεθοδολογία” να τείνει να αντικατασταθεί α ό τον όρο
“ανοσολογικός έλεγχος ή µεθοδολογία” στην διαγνωστική των λοιµώξεων.
Στα λαίσια της αρουσίασης, θα γίνει ροσ άθεια να ραγµατο οιηθεί µια
σύντοµη ιστορική αναδροµή των συγκεκριµένων τεχνικών, να συζητηθούν οιές
“ορολογικές” τεχνικές χρησιµο οιούνται ακόµη στο εργαστήριο, οιές τείνουν να
αντικατασταθούν α ό ιο σύγχρονες “ανοσολογικές” τεχνικές, για οιο λόγο
υ άρχει αυτή η τάση αντικατάστασης και οια ροβλήµατα αντιµετω ίζονται στην
καθηµερινή ρακτική.
Ε ίσης θα γίνει ροσ άθεια να συζητηθεί, µε αράθεση αραδειγµάτων
λοιµώξεων, ό ως το µυκοβακτηρίδιο, τα χλαµύδια, η βρουκέλλα κλ ., η εφαρµογή
των συγκεκριµένων τεχνικών στην καθηµερινή κλινική διαδικασία, η διαγνωστική
ευαισθησία και ειδικότητα ου διαθέτουν καθώς και η ρογνωστική αξία των
α οτελεσµάτων ου δίνουν. Ιδιαίτερα θα δοθεί έµφαση στις ερι τώσεις ό ου η
λάθος εφαρµογή τους, τόσο α ό την λευρά της κλινικής όσο και α ό την λευρά
του εργαστηρίου, µ ορεί να εµ οδίσει αντί να βοηθήσει την διαγνωστική
διαδικασία.
88
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα88
84
@ >+! *l
Λουκία Ζέρβα
Οι εφαρµογές των τεχνικών της Μοριακής Βιολογίας στην Κλινική Μικροβιολογία
είναι ολλές και ε ικεντρώνονται, µεταξύ άλλων, στην ταυτο οίηση και εραιτέρωχαρακτηρισµό των µικρο-οργανισµών ου έχουν ήδη α οµονωθεί σε καλλιέργειες, στον ροσδιορισµό της αντοχής σε αντιµικροβιακά φάρµακα και στην µελέτη της
ε ιδηµιολογίας των λοιµώξεων. Ωστόσο, η εφαρµογή ου χαρακτηρίζεται α ό
ιδιαίτερα µεγάλη κλινική χρησιµότητα είναι η ανίχνευση του αθογόνου α ’ ευθείας στο κλινικό δείγµα. Λόγω του χαµηλού βακτηριακού ή ιικού φορτίου στο
κλινικό δείγµα, αναγκαστικά, για την άµεση ανίχνευση του αθογόνου, χρησιµο οιούνται τεχνικές ολλα λασιασµού των νουκλεικών οξέων, των ο οίων ρότυ ο α οτελεί η Polymerase Chain Reaction.
Στην αρούσα εργασία, χρησιµο οιώντας ως αραδείγµατα σηµαντικά αθογόνα
για τα ο οία η συµβατική εργαστηριακή µεθοδολογία διάγνωσης αδυνατεί να
δώσει α οτέλεσµα έγκαιρα ή αξιό ιστα (ό ως τα Mycobacterium tuberculosis, Chlamydia trachomatis, ιός του α λού έρ ητα, και άλλα), θα εξετασθεί η κλινική
χρησιµότητα των νέων µοριακών εξετάσεων, η ευκολία εφαρµογής τους και, τελικά, η αξιο ιστία των α οτελεσµάτων τους.
89
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα89
85
)' l&l( ?
Κ. Ψαρρά, MSc, PhD, EurClinChem
H τεχνολογία της κυτταροµετρίας ροής αίζει σηµαντικό ρόλο στην
οσοτικο οίηση όσο το δυνατόν ερισσοτέρων κυτταρικών συστατικών σε ε ί εδο
µεµονωµένων κυττάρων. Οι εφαρµογές της δεν εριορίζονται στο γνωστό
ροσδιορισµό των CD4+ λεµφοκυττάρων και στη διάγνωση των αιµατολογικών
κακοηθειών, αν και η ανά τυξη αυτών των εφαρµογών και η µέγιστη σηµασία τους
συντέλεσε κατ’ εξοχή και στην ανά τυξη της ίδιας της τεχνολογίας. Τέλος, ενώ ο
όρος κυτταροµετρία ροής αναφέρεται στη µέτρηση κυττάρων, η ροσέγγιση της
ραγµατο οίησης ευαίσθητων ολυ αραµετρικών ο τικών µετρήσεων σε δείγµα
ου «ρέει» είναι µια ολύ γενική αναλυτική ροσέγγιση. Τα τελευταία χρόνια
έχουν δει µια έκρηξη της εφαρµογής της τεχνολογίας της κυτταροµετρίας ροής για
µοριακή ανάλυση και µετρήσεις µε χρήση µικροσωµατιδίων ως στερεάς φάσης για
τον ροσδιορισµό γονιδίων, ρωτεϊνών και µοριακών συµ λόκων.
H ολυ αραµετρική ανάλυση µε ΚΡ είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Παρέχει ερισσότερα
δεδοµένα α ό µικρότερο δείγµα, σηµαντικός αράγοντας όταν το δείγµα είναι
εριορισµένο. Η ολυ αραµετρική ανάλυση ε ιτρέ ει ε ίσης την ακριβέστερη
ταυτο οίηση κυτταρικών ληθυσµών, α οκλείοντας ανε ιθύµητα κύτταρα, ου
συνδέουν κά οια αντιδραστήρια. Το ιο σηµαντικό είναι ότι η τεχνολογία αυτή
µ ορεί να ταυτο οιήσει κύτταρα µε ολύ λοκους φαινότυ ους, ό ως αυτοί ου
είναι υ εύθυνοι για αιµατολογικά κακοήθη νοσήµατα ή αυτοί ου έχουν σηµασία
για την ανοσία σε εµβόλια ή νοσήµατα.
Η λογική των ολλα λών αραµέτρων (όχι λιγότεροι των 4 δεικτών) υ όκειται του
εδίου της ολυ αραµετριής ΚΡ και έχει οδηγήσει δεκαετίες συνεχούς ροόδου
α ό τα 1990 και ιο συγκεκριµένα οδήγησε α ό τα έντε στα 13 χρώµατα (το 2001)
και ρόσφατα στα 18 χρώµατα (2006).
Τα τελευταία χρόνια έχουν ραγµατο οιηθεί και εφαρµοσθεί σε εµ ορική κλίµακα
σηµαντικές εξελίξεις στον ηλεκτροµηχανολογικό εξο λισµό (hardware) – LASERs
και συστήµατα υψηλού εργο-συνόλου -, ου ε ιτρέ ουν τη σειριακή ανάλυση
εκατοντάδων αν όχι χιλιάδων δειγµάτων µε αυτόµατο τρό ο, µετά τη χρώση τους
µε αυτόµατο τρό ο. Στον τοµέα των αντιδραστηρίων έχουν ανακαλυφθεί ληθώρα
νέων µονοκλωνικών αντισωµάτων και νέες φθορίζουσες ουσίες µετά τις οργανικές
και τις δίδυµες, ό ως τα quantum dots (QDs), βασισµένα στη νανοτεχνολογία.
90
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα90
86
Καθώς η ολυ αραµετρική ανάλυση γίνεται ολυ λοκότερη, ο όγκος της
αραγόµενης ληροφορίας αυξάνεται εκθετικά. Ευτυχώς ανα τύσσονται σιγά σιγά
στρατηγικές και εργαλεία για την αρουσίαση και ανάλυση ολύ λοκων
ολυ αραµετρικών οµάδων δεδοµένων, ου ίσως στο µέλλον να βασίζονται όλο
και ερισσότερο σε λογισµικό ηλεκτρονικών υ ολογιστών.
Έτσι στη σηµερινή ε οχή η ολυ αραµετρική ΚΡ µ ορεί να α οτελέσει ένα
εργαλείο κλειδί για τη µελέτη των αιµατολογικών κακοηθειών και ιδιαίτερα στη
µελέτη των µικρών κυτταρικών ληθυσµών, κατά τη διάγνωση και αρακολούθηση
των ασθενειών αυτών.
91
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα91
87
k.=.9:M.C.35/8.9:<296D//31=2:159<57e35LOB:58.:0B
Κ. Psarra MSc, PhD, EurClinChem
Flow cytometry plays an important role in the quantification of as many as possible cellular parameters at a single cell level. Its applications are not restricted to the well known CD4+ T lymphocytes quantification and the haematological malignancies diagnosis, though the development of these applications and their outmost importance have contributed a lot to the development of the technology itself. Finally while the term “flow cytometry” refers to cell “counting”, the approach of performing sensitive polyparametric optical measurements in a sample “flowing” is a very general analytical approach. Recent years have seen an explosion of flow cytometry applications in molecular analysis and genes, proteins and molecular complexes determinations using microparticles as a solid phase.
Multiparameter analysis is quite powerful. It provides more data from less sample, a key consideration when patient samples are limited. Multiparameter analysis also allows more accurate identification of populations, by excluding unwanted cells that bind some reagents. Most importantly, the technology can identify cells with complex phenotypes, such as those responsible for haematological malignancies or those that may be relevant to immunity in vaccine or disease settings.
Multiple parameters rationale (not less than 4 parameters) underlies the field of multiparameter flow cytometry and has driven decades of successive advances in instrumentation and reagents. In particular, an explosion of advances since the 1990s has driven the field from five to 13 colours (in 2001), and recently to 18 colours (in 2006).
The earliest advances occurred for hardware, (LASERs and high-throughput systems), which have largely been incorporated into commercial cytometers, allowing serial analysis of hundreds, if not thousands, of samples automatically after staining multiple samples at once.
Advances in fluorochromes and reagents followed and the repertoire of commercial fluorescent reagents is still expanding rapidly, beyond the classical organic and tandem dyes with the development of a new class of inorganic dyes, based on nanotechnology, namely Quantum Dyes (QDs).
Finally, as multiparameter flow cytometry becomes more complex, the volume of information generated grows exponentially. Fortunately, strategies and tools for the presentation and analysis of complex, multiparameter datasets are slowly emerging, based more and more to new software.
Nowadays multiparameter flow cytometry could be a key tool for hematological malignancies study especially regarding small cellular subsets during diagnosis and follow-up of these diseases.
92
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα92
88
,-.bOtk.;1<:.0750_/.=1231<:<19O3191=23O-.81<:0B296A24502:50B
F.61=19.
S. Zerah
The EC4 European Register of Specialists in Clinical Chemistry and Laboratory Medicine is held and operated by the European Communities Confederation of Clinical Chemistry and Laboratory Medicine (EC4). It is a Foundation under the supervision of the European Federation of Clinical Chemistry and Laboratory Medicine (EFCCLM). The EC4 Board of Governors and the representatives on the EC4 Register Commission (EC4RC), which manages the Register, are elected by the national societies of the 27 EU countries. The Register is a database of senior professionals who have met the agreed high level education and training requirements to be independent (consultant grade) practitioners. Standards for EC4 Registration: University degree in medicine, biochemistry, or pharmacy. 9 years university and postgraduate study, 4 years specialist training after 1st degree. The main aim is to ensure a high quality of professional standards and practice in the European Union (EU) countries, and, to assist free movement of professionals within the EU, in accordance with European Directives ( EU Official Journal L255/22, 30/09/2005.): « …so that citizens know that health care is offered in their country at a level comparable to other countries… »It is based on 2 main documents: 1) The Syllabus: Clin Chem Lab Med 2006;44(1):110–120 The Syllabus describes the scientific content of the training and the knowledge that a professional must acquire to be a Specialist in Clinical Chemistry and Laboratory Medicine, 2) The Code of Conduct: Clin Chem Lab Med 2009;47(3):372-375 represents the ethical values required for correct professional behavior , taking account particularly of the guidelines of CEPLIS (Conseil Européen des Professions Libérales http://www.ceplis.org ) of which EFCC is a member, The EC4 Register is recognized by the European Commission as Self-regulation. It has been placed on the self-regulation Database of the European Economic and Social Committee's Single Market Observatory (EESC/SMO). It is at the stage of recommendation from the EU (“soft” law). The aim is now to move to legal status. The Register opened in 1999. More than 2000 practitioners from 20 countries are registered; the number is rising. Registration is valid for 5 years after which time it needs to be renewed for a further 5 years. Registration is important for each of us and is essential for the future of our profession in Europe. An online application form is on the website: www.ec4register.eu
93
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα93
89
Q8/3.8.9:2:159 57 :-. bu M10.=:1C. 59 k.=5;91:159 57 N057.<<15923
`E23171=2:159< 2< 2//31.6 :5 _/.=1231<:< 19 O3191=23 Chemistry 296
A24502:50BF.61=19.
J. McMurray,
Directive 2005/36/EC on the recognition of professional qualifications was
adopted in September 2005 and its purpose is to guarantee mutual recognition of
professional qualifications between the Member States of the European Union. By
December 2009 22 countries had transposed the Directive into national law.
The Directive consists of two methods for recognising qualifications – an automatic
system (Chapter III) and a general system (Chapters I and II). Seven professions,
including medical practitioners, are given automatic recognition of their
qualifications. All other professions are covered by Chapters I and II which
provide mutual recognition, but host countries can demand compensation
measures. Specialists in Clinical Chemistry and Laboratory Medicine (CCLM) who
have a medical education are given automatic recognition in most Member States
as Clinical Biologists or Biological Chemists, whereas those who have a scientific or
pharmacy education are not, although all groups practise at a fully comparable
level of responsibilities, advisory and consulting functions and competencies in
most countries.
The Directive introduces a possible fourth method of recognition, Common
Platforms, which are a collection of criteria on professional qualifications able to
bridge substantial differences between training conditions in the different Member
States, and which provides pre-defined compensation measures. Once accepted,
automatic recognition of qualifications should occur.
For a Common Platform, an inventory of the duration, level and content of training
is required and this has been prepared for 26 of the 27 Member States. For medical
specialists, Clinical Biology/Biological Chemistry is recognised in 23 Member
States with the majority regulating specialist training in CCLM. There are scientist
and pharmacist specialists in 19 and 10 countries respectively and training is
regulated in the majority. There are differences in the CCLM disciplines included
in the training content/areas of activity with all countries including general
chemistry and most including haematology and microbiology. The proportion of
the disciplines included varies. Some countries also include genetics/IVF. There is
94
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα94
90
no significant difference in the areas of activity or the duration of specialist training
between specialists with different academic backgrounds.
For scientists/pharmacists there are differences in the length of academic education
and professional training with a mean total duration of 9.7 years for both regulated
(range 9-10 years) and non-regulated (range 8-12 years) countries. A total duration
of 10 years academic (minimum 5 years) and specialist training (minimum 4 years)
plus, if necessary, one year of additional experience is recommended for a Common
Platform for the profession. Recommendations are also made for the content of the
training programmes with respect to the disciplines covered and their relative
proportions.
95
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα95
91
?&&&+
& + @* ?&**
∆ηµήτρης Ρίζος, PhD, EurClinChem, Ε ίκ. Καθηγητής Κλινικής Χηµείας Ιατρικής
Σχολής ΠΑ, Πρόεδρος της Ε ιτρο ής Μητρώου Κλινικών Χηµικών-Κλινικών
Βιοχηµικών
Στην Ελλάδα, δεν υ άρχει ε ίσηµα αναγνωρισµένη εκ αίδευση στην Κλινική
Χηµεία για τους µη γιατρούς ε ιστήµονες. Η Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Χηµείας-
Κλινικής Βιοχηµείας α οφάσισε να οργανώσει ένα εντατικό εκ αιδευτικό
ρόγραµµα 18 σεµιναρίων άνω στο αντικείµενο της Κλινικής Χηµείας ό ως αυτό
εριγράφεται στο Syllabus της EC4.
Κάθε σεµινάριο α οτελείτο α ό 6 έως 9 διαλέξεις και η διάρκειά του ήταν ερί ου
6 ώρες. Στο τέλος του κάθε σεµιναρίου υ ήρχε ροαιρετική γρα τή δοκιµασία ου
α οτελείτο α ό 24 ερωτήσεις ολλα λής ε ιλογής. Η ε ιτυχής ολοκλήρωση του
ρογράµµατος οδηγούσε στην α ονοµή ιστο οιητικού ε άρκειας.
Πραγµατο οιήθηκαν 2 κύκλοι των 18 σεµιναρίων: Ο 1ος κύκλος α ό τον Οκτώβριο
2003 - ∆εκέµβριο 2005 και ο 2ος κύκλος α ό το Μάρτιο 2005 - Οκτώβριος 2007.
Εκατόν ογδόντα εννέα συνάδελφοι κατά µέσο όρο αρακολούθησαν κάθε
σεµινάριο του 1ου κύκλου και 38 συνάδελφοι κάθε σεµινάριο του 2ου κύκλου.
Εκτιµάται ότι άνω α ό το 40% των ε ιστηµόνων ου ασκούν Κλινική Χηµεία
στην Ελλάδα, συµµετείχε σε αυτή την εκ αιδευτική δραστηριότητα. Τον Νοέµβριο
του 2005, στη συνεδρίασή της στην Πράγα, η EC4 Registration Commission
αξιολόγησε θετικά το εκ αιδευτικό ρόγραµµα, και αναγνώρισε το Ελληνικό
Μητρώο ως ισοδύναµα του Ευρω αϊκού Μητρώου.
Το εκ αιδευτικό ρόγραµµα αρέχεται σήµερα ως µια e-learning εφαρµογή, και
είναι ανοιχτό για όλους τους ε ιστήµονες ου θέλουν να ακολουθήσουν την
Κλινικής Χηµεία.
96
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα96
92
A=-B,--?-CD+6</2.653,20,67/.E5/./+65E=-7/8<,9
Demetrios Rizos, PhD, EurClinChem, Assistant Prof of Clinical Chemistry, Medical
School, University of Athens
President of the Greek National Clinical Chemistry Registration Commission
In Greece, there is no officially recognized training in clinical chemistry for
scientists. The Greek Society of Clinical Chemistry-Clinical Biochemistry decided to
organize an intensive educational program of 18 seminars on clinical chemistry
content as it is described in the EC4 Syllabus.
The duration of each seminar was about 6 hours and consisted of 6 to 9 lectures. At
the end of each seminar there was a voluntary written examination, comprised of
24 multiple choice questions. Successful completion of the Educational program
was leading to a Certificate of Competence. Two cycles of the 18 seminars were
performed: 1st cycle from October 2003 to December 2005 and 2nd cycle from
March 2005 to October 2007. One hundred eighty nine colleagues was the mean
attendance per seminar for the seminars of the 1st cycle and 38 colleagues for the
seminars of the 2nd cycle.
It is estimated that more than 40% of the scientists who practice Clinical Chemistry
in Greece, participated to this educational activity. In its November 2005 meeting in
Prague the EC4 Registration Commission positively evaluated the educational
program and recognized the standards of the Greek Register as equivalent to the
standards of the European Register.
The educational program is now provided as an e-learning application, and it is
open for all scientists who want to follow the discipline of clinical chemistry.
97
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα97
93
K.L,0.96<19A24502:50BM12;95<:1=<
Tomáš Zima, Institute of Clinical Chemistry and Laboratory Diagnostics, First
Medical Faculty Charles University & General University Hospital, Prague, Czech
Republic
Two major achievements are bringing into the clinical laboratory of the 21st
century. One is establishment of an automated and integrated laboratory system
equipped with a transfer module and process of quality management systems. The
second is an impact of molecular biology and proteomics to routine testing. Lab
consolidation and integration improve quality and security of process. Automated
solutions reduce complexity of process, offer full traceability and minimize
exposure to potential bio-hazardous material. Because the necessity to reduce
analytical costs, the nanotechnology and microfabrication products will be
implemented and used. The greatest force of molecular biology on the diagnostic
with transfer to clinical impact has been in the area of infectious diseases and
oncology using different techniques – e.g. flow cytometry, FISH, GHC and
multiplex-nested PCR followed by direct DNA sequencing. One example of
“tailored medicine” is detection of overexpression of Her2neu protein, which is
specific for aggressive breast cancer cells. The treatment by the drug Herceptin
(Trastuzumab), monoclonal antibody engineered through biotechnology, is than
possible only with positive patient. The AmpliChip CYP450 Test is the world's first
pharmacogenomic microarray designed for clinical applications powered by
Affymetrix technology. It provides comprehensive coverage of gene variations
including deletions and duplications. With advances in genosensor technology and
robotic automation, molecular biology, cytogenetic techniques can enter to the
diagnostic clinical biochemistry laboratory for multiple applications. The
manipulations of molecular and protein architecture to facilitate clinical assays and
novel application present the future area of clinical chemistry development.
98
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα98
94
:eeMNTd ^' & *
' & )\l&l &*S
Σ. Μητρό ουλος
Ο καρκίνος είναι η δεύτερη αιτία θανάτου στην Ελλάδα ( ρώτη στους άντρες), µε
κυριότερη συνεισφορά α ό τα νεο λάσµατα της τραχείας, των βρόγχων και των
νευµόνων. Η έγκαιρη διάγνωση α οτελεί τον κυριότερο ρογνωστικό αράγοντα
στην συντρι τική λειοψηφία καρκίνων και το σύνολο σχεδόν των φορέων υγείας
ου ασχολούνται µε τον καρκίνο ε ιµένουν ότι το ισχυρότερο ό λο για την
αντιµετώ ιση του είναι η ρώιµη αναγνώριση των συµ τωµάτων και η έγκαιρη
διάγνωση.
Η σχέση του καρκίνου µε τις φλεγµονές είναι ολύ λοκη και είναι λέον ευρέως
α οδεκτό ότι αφενός οι αρατεταµένες φλεγµονές είναι δυνατόν να
ενεργο οιήσουν καρκινικές διεργασίες, αφετέρου δε ο καρκίνος ροκαλεί
φλεγµονή ή/και αντιµετω ίζεται α ό το σώµα σαν φλεγµονή. Η ραγµατικότητα
αυτή έχει οδηγήσει κατά καιρούς στη χρήση δεικτών φλεγµονής σαν διαγνωστικά
εργαλεία στην ροσ άθεια έγκαιρου εντο ισµού νεο λαστικών διεργασιών.
Ένα συχνό εύρηµα σε κακοήθεις νόσους είναι η εµφάνιση στην κυκλοφορία
ροϊόντων α οδόµησης ινωδογόνου και ινικής (FFDP). Πέρα α ό τα γνωστά
ροϊόντα α οδόµησης X, Y, D, E και D-Dimer, η λασµίνη ελευθερώνει µικρά
ε τίδια, ου ορίζονται σαν «µικροµοριακά ροϊόντα α οδόµησης», ου είναι
διαλυτά, θερµοσταθερά, µε µοριακά βάρη α ό 500-15.000 και έχουν σηµαντική
ανοσοκατασταλτική δράση, ου είναι ιθανόν υ εύθυνη για την µειωµένη
ανοσολογική α όκριση σε ασθενείς µε καρκίνο. Ο βαθµός µείωσης της
ανοσολογικής α όκρισης και η συχνότητα σχηµατισµού FFDP συσχετίζονται
άµεσα µε την ε έκταση της νεο λασίας. Το είδος και η εξέλιξη της νόσου
µεταβάλλουν τις σχετικές συγκεντρώσεις των FFDP, έτσι διαγνωστικός στόχος είναι
η µέτρηση του συνόλου και όχι κάθε ροϊόντος χωριστά.
Νέες µέθοδοι έχουν ανα τυχθεί, βασισµένες σε ELISA, µε τις ο οίες είναι δυνατός ο
ροσδιορισµός του συνόλου των ροϊόντων α οδόµησης ινωδογόνου και ινικής
(tFFDP) και οι αρχικές κλινικές δοκιµές αρουσιάζουν εντυ ωσιακά α οτελέσµατα
στην ρώιµη ανίχνευση 18 τύ ων καρκίνου, ακόµη και σε εντελώς
ασυµ τωµατικούς ασθενείς.
∆εδοµένου ότι οι µέθοδοι αυτές εντο ίζουν µεν την νεο λαστική διεργασία, αλλά
όχι τον τύ ο και την θέση της, η εξέταση tFFDP δεν µ ορεί να χαρακτηριστεί
«δείκτης καρκίνου», ερότι αρουσιάζεται έτσι σε κά οιες δηµοσιεύσεις. Εντούτοις,
99
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα99
95
ε ειδή η οσότητα των FFDP σχετίζεται άµεσα µε τον βαθµό ε έκτασης του
καρκίνου, η εξέταση tFFDP µ ορεί να α οτελέσει ένα εναλλακτικό διαγνωστικό
εργαλείο για την αρακολούθηση εριστατικών καρκίνων, για τους ο οίους δεν
υ άρχουν κατάλληλοι δείκτες.
Σηµειώνεται ότι υψηλές συγκεντρώσεις FFDP εµφανίζονται και σε άλλες
καταστάσεις, ου σχετίζονται µε το σύστηµα αιµόστασης, ό ως ανωµαλίες ήξης,
εν τω βάθει θρόµβωση, νευµονική εµβολή, ροεκλαµψία, τραυµατισµός, οξεία
φάση λοιµώξεων κλ . Έτσι τα α οτελέσµατα αυτού του ροσδιορισµού ρέ ει να
αξιολογούνται µε ερίσκεψη και να µην χρησιµο οιούνται ως α οκλειστικό
στοιχείο για διάγνωση, αλλά σαν εργαλείο ροσδιορισµού της ιθανότητας να έχει
καρκίνο ένας ασθενής, ου ρέ ει να οδηγήσει σε εραιτέρω ε ιβεβαιωτικές
εξετάσεις.
100
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα100
96
:eeMN T 2 K.L^ u<.7E3 A24502:50B ,553 750 b203B M.:.=:159 296
F591:5019;57K.5/32<12<S
S. Mitropoulos
Cancer is the second cause of death in Greece (first in men), with the largest
contribution coming from neoplasias of trachea, bronchi and lungs. Early detection is
the major prognostic factor and almost all health providers that deal with cancer insist
that the most effective weapon against it is early symptoms recognition and timely
diagnosis.
The relationship of cancer with inflammation is complicated and it is now widely
known that prolonged inflammation may activate cancer procedures but also that
cancer causes inflammation and/or the body treats cancer as an inflammation. This
has led to using inflammation markers as diagnostic tools in the effort of early
detecting neoplasias.
A common finding in malignant diseases is the release of fibrin and fibrinogen
degradation products (FFDP) in the circulation. Further to the known degradation
products X, Y, D, E and D-Dimer, plasmin also releases small peptides, called
«micromolecular FDPs» that are soluble, thermostable, with M.W. 500-15.000,
exhibiting substantial immunosuppressive action that is probably responsible for the
reduced immune response of cancer patients. The degree of reduction of the immune
response and the frequency of FFDP production are directly proportional to the
expansion of neoplasias. The relative concentrations of FFDPs vary according to the
type and stage of the disease, so the diagnostic goal is measuring the total and not each
type separately.
New methods have been developed, based on ELISA, which make possible the
quantification of total FFDPs (tFFDP) and the initial clinical trials show impressive
results in early detection of 18 cancer types, even in asymptomatic patients.
As these methods detect the presence of neoplasias, but not the type and position in
the body, the tFFDP test cannot be classified as a “cancer marker”, however, the
quantity of FFDPs is directly related to the expansion of cancer, so this test can be used
as an alternative tool for monitoring cancer patients for those cancer types with no
available markers
It is to be noted that high tFFDP concentrations may be found in other conditions
related to hemostasis, like clotting defects, deep vein thrombosis, pulmonary
embolism, preeclampsia, injury, acute phase inflammation etc, so the tFFDP test results
should be used carefully and not as a single indication for diagnosis of medical
conditions, but merely as a tool for calculating the possibility of a patient having
cancer, which must lead to further medical examination and testing.
101
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα101
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα102
97
ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
POSTERS
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα103
98
'+ o+>?&*
Κυριάκος Τσιµίλλης1 και Σα φώ Μιχαήλ2, Κυ ριακός Οργανισµός Προώθησης
Ποιότητας – Κυ ριακός Φορέας ∆ια ίστευσης, Ιατρικές Υ ηρεσίες και Υ ηρεσίες
∆ηµόσιας Υγείας, Υ ουργείο Υγείας
Κατά τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν δια ιστευτεί στην Κύ ρο ερισσότερα α ό
είκοσι κλινικά εργαστήρια. Ανάµεσα σ΄αυτά δεκατέσσερα έχουν δια ιστευτεί α ό
τον Κυ ριακό Φορέα ∆ια ίστευσης. Ο αριθµός τους αρέχει τη δυνατότητα
καταγραφής και ανάλυσης ορισµένων συχνών ροβληµάτων ή ευρηµάτων ου
εντο ίζονται είτε κατά την ροετοιµασία για τη δια ίστευση είτε κατά την αρχική
αξιολόγηση ή και την ε ιτήρησή τους. Τα ερισσότερα α ό αυτά αντανακλούν τις
ιδιαιτερότητες των ιδιωτικών κλινικών εργαστηρίων, ειδικότερα αυτές ου
σχετίζονται µε το µέγεθος και, κατ ε έκταση, την οργάνωσή τους. Αναφέρονται:
• Oργανωτικά θέµατα : Συγκέντρωση ρόλων, ορισµός αντικαταστατών στους
κύριους ρόλους, διεξαγωγή εσωτερικών ε ιθεωρήσεων και ανασκό ησης α ό τη
διοίκηση, κώδικας ηθικής
• Τεκµηρίωση - Παρακολούθηση και καταγραφή υλο οίησης διορθωτικών
ενεργειών
•Ασφάλεια και υγεία
• ∆ιασφάλιση οιότητας δειγµάτων: ∆ειγµατοληψία, συνθήκες µεταφοράς
• Iχνηλασιµότητα µετρήσεων
• Συνεργασίες: Προµηθευτές, οµοειδή εργαστήρια δεύτερης γνώµης, υ εργολάβοι
•Αξιο οίηση της συµµετοχής σε διεργαστηριακά σχήµατα Πέρα α ό την ανάλυση των συχνά εντο ιζόµενων ευρηµάτων, η αρούσα
ανακοίνωση στοχεύει στην αναφορά ιθανών τρό ων αντιµετώ ισής τους.
104
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα104
99
e0.gE.9:3B5==E0019;719619;<19:-.2==0.61:2:159578.61=23
324502:501.<
Kyriacos Tsimillis1 and Sappho Michael2, Cyprus Organization for the Promotion of
Quality – Cyprus Accreditation Body, Medical and Public Health Services, Ministry
of Health
In Cyprus during the last ten years more than twenty clinical laboratories have
been accredited, of which fourteen by the Cyprus Accreditation Body. The most
frequently occurring problems and findings during both the preparation of the
laboratories towards their accreditation and their assessment are presented and
discussed. As it will be illustrated in the presentation, most of them are related to
the small size and therefore the whole set-up of the private clinical laboratories. Ιn
particular:
• Management issues: Key personnel with multiple roles, no deputies, internal audits and management review, code of ethics
• Documentation and monitoring of corrective measures
• Health and safety issues
• Quality assurance of the samples: sampling, sample transport conditions
• Traceability of measurements
• Supporting services: suppliers, referral laboratories or sub-contractors
• Best use of the participation in PT schemes Further to the presentation of frequently occurring findings, the presentation also includes reference to possible ways of overcoming them.
105
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα105
100
@OB<:2:19O J
) \ &*\
Α. Πα ανδρέου [1], Β. Τσαούσης [2], Ε. Πουλάκη [1], Ν. Πρίγκος [3], Ν. Μ ένου
[1], Ε. Λυκόκα [1], Κ. Πι εράκη [1], Α. Σταθάκη-Φερδερίγου [1]
H cystatin C έχει κά οια χαρακτηριστικά ου την κάνουν µοναδική ως δείκτη για
την εκτίµηση του ρυθµού σ ειραµατικής διήθησης (GFR) και αυτός είναι ο λόγος
ου γίνεται αρκετή έρευνα, µε στόχο τη γρήγορη και αξιό ιστη µέτρηση της
συγκέντρωσής της στο ορό. Σε αυτό το λαίσιο, στην αρούσα εργασία, έγινεσύγκριση δυο αντιδραστηρίων ροσδιορισµού της cystatin C µε
ανοσοθολωσιµετρία ενισχυµένη µε σωµατίδια latex, στον αναλυτή της Olympus AU640. Το ένα αντιδραστήριο ήταν της Diazyme Laboratories και το άλλο
ανα τύχθηκε α ό την εταιρεία Medicon Hellas. Η µελέτη σύγκρισης βασίστηκε σε
µετρήσεις 167 δειγµάτων ορού ασθενών του Νοσοκοµείου µας µε τιµές 0,70-5,93 mg/L. Τα α οτελέσµατα χρησιµο οιήθηκαν για το υ ολογισµό του συντελεστή
Pearson (r=0.98) και της ευθείας συσχέτισης µε το γραµµικό µοντέλο και τη µέθοδοτων Passing-Bablok (Diazyme = 1,13 * Medicon + 0,14). Το διάγραµµα διαφορών
Altman - Bland έδειξε κανονική κατανοµή των τιµών γύρω α ό το 0. Τα δυο
αντιδραστήρια έδωσαν συγκρίσιµα α οτελέσµατα στις µετρήσεις της cystatin C στον ορό.
A.C.357OB<:2:19O19<.0E8J
O58/201<5957:L5Q88E95:E041618.:01=8.:-56<
Cystatin C is a new promising biomarker for the estimation of glomerular filtration rate (GFR), so the development of analytical techniques for its rapid and reliable measurement in serum is currently highly investigated. The objective of this study was to compare two methods based on particle-enhanced immunoturbidimetry on the same analytical system, the Olympus AU640 analyzer. The reagent for the first assay was obtained from Diazyme Laboratories and the second reagent was developed and validated by Medicon Hellas. One hundred sixty seven serum samples, with cystatin C concentrations varying from 0,70 mg/L to 5,93 mg/L, were simultaneously analysed by both methods. The results were used to calculate Pearson coefficient of correlation and the Passing-Bablok regression was used to generate the equation for the relation between the results of the two methods. Τhe agreement of the assays was tested by the Altman- Bland plot. The conclusion was that both reagents gave comparable results for the measurement of serum cystatin C. [1] Βιοχηµικό Εργαστήριο, Α.Ο.Ν.Α. «Άγιος Σάββας», Αθήνα
[2] Τµήµα Έρευνας και Ανάτυξης, Medicon Hellas, Γέρακας[3] Ενδοκρινολογικό Εργαστήριο, Α.Ο.Ν.Α. «Άγιος Σάββας», Αθήνα
106
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα106
101
l & >(+&
>* v ?&* &
" ) !S
Ανδρούλα Χάσικου – Κωνσταντινίδου [1], Μιχαήλ Κου άρης [2], Γεώργιος
Σαµούτης [3]
Στο Αιµατολογικό Εργαστήριο του Γενικού Νοσοκοµείου Λευκωσίας έχει
ανα τυχθεί και εισαχθεί Σύστηµα ∆ιασφάλισης Ποιότητας (Σ∆Π) µε βάση το
ρότυ ο CYS ΕΝ ISO 15189: 2007. Μετά τη συστηµατική µελέτη των α αιτήσεων
του ροτύ ου και τις ιδιαιτερότητες του Αιµατολογικού Εργαστηρίου
διαµορφώθηκε το Εγχειρίδιο Ποιότητας (Quality Manual), στο ο οίο εριγράφεταιη ολιτική του Εργαστηρίου για την υλο οίηση των εξειδικευµένων α αιτήσεων
του ροτύ ου. Στη συνέχεια ανα τύχθηκαν οι τυ ο οιηµένες διαδικασίες
λειτουργίας (Τ∆Λ,SOPs) και οι οδηγίες εργασίας για το λε τοµερή τρό ο
υλο οίησης των διαφόρων α αιτήσεων του ροτύ ου και του Εγχειριδίου
Ποιότητας. Γράφτηκαν ε ίσης τα ρωτόκολλα των µεθόδων και έγινε ε αλήθευση, υ ολογισµός αβεβαιότητας και αξιολόγηση / δήλωση καταλληλότητας των
µεθόδων ου ε ελέγησαν για δια ίστευση: Γενικής Αίµατος (CBC) και ΤαχύτηταςΚαθιζήσεως Ερυθρών Αιµοσφαιρίων (ESR). Η ε αλήθευση των µεθόδων στους υ άρχοντες αυτοµατο οιηµένους αναλυτές
έγινε µε χρήση εµ ορικών ορών ελέγχου (control samples) ή αναµειγµένων
δειγµάτων ασθενών (pooled samples), σε τρία ε ί εδα συγκέντρωσης, ανάλογα µε
τα κρίσιµα για λήψη ιατρικών α οφάσεων όρια της µετρούµενης αραµέτρου. Αξιολογήθηκαν τα αναλυτικά χαρακτηριστικά: ε αναληψιµότητα / repeatability (εντός της ηµέρας ιστότητα, with day precision, ενδοεργαστηριακή
ανα αραγωγιµότητα (within laboratory reproducibility), ακρίβεια (αccuracy), τοόριο ανίχνευσης (LOD) και όριο οσοτικο οίησης (LOQ) και έγινε εκτίµηση της
διευρυµένης αβεβαιότητας. Τα α οτελέσµατα της ε αλήθευσης αξιολογήθηκαν ως
ρος τα α οτελέσµατα ε ικύρωσης των κατασκευαστών των αυτόµατων αναλυτών
και α οδεκτών τιµών της βιβλιογραφίας και έγινε δυνατή η δήλωση
καταλληλότητας των µεθόδων. Η ιλοτική εφαρµογή του Σ∆Π έδωσε τη δυνατότητα αξιολόγησης των κυριότερων
εµ οδίων και δυσκολιών εφαρµογής του και της εξαγωγής συµ ερασµάτων για την
ευρύτερη εφαρµογή του Σ∆Π στα δηµόσια διαγνωστικά / κλινικά εργαστήρια.
[1] Αιµατολογικό Εργαστήριο Γενικού Νοσοκοµείου Λευκωσίας
[2] Εργαστήριο Αναλυτικής Χηµείας Παν/µίου Αθηνών
[3] Σχολή Οικονοµικών Ειστηµών και ∆ιοίκησης, Ανοικτό Πανειστήµιο Κύρου.
107
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα107
102
Q9:056E=:159296.C23E2:159572`E231:BD<<E029=._B<:.8750
M12;95<:1=vO3191=23A24502:501.<:5:-.P2.82:535;BA24502:50B57
:-.A.7G5<12a.9.023P5</1:23S
Androula Hasikou-Constantinides [1], Michael Koupparis [2], Georgios Samoutis
[3]
At the Haematology Laboratory of the Lefkosia General Hospital a Quality Assurance System has been developed and installed based on the standard CYS EN ISO 15189:2007. Following a systematic study of the requirements of the standard and bearing in mind the particular features of the Haematological Laboratory, a Quality Manual was developed describing the laboratory policy for the implementation of the specialized requirements of the standard. Subsequently, the SOPs (Standard Operational Procedures) were developed as well as the working guidances for a detailed way of implementing the various requirements of the standard and the Quality Manual. In addition, the method protocols were prepared and the following were carried out: verification, uncertainty determination, declaration of suitability of methods for the selected for accreditation methods of CBC and ESR. The verification of the methods on the existing automated analysers was carried out by using commercial control samples or pooled samples of patients at three levels of concentration, according to critical medical decisions borderline. The following analytical characteristics were evaluated: Repeatability (within day precision), within laboratory reproducibility, accuracy, LOD (Limit of detection) and LOQ (Limit of quantitation) and estimation of the expanded uncertainty. The verification results were evaluated against the verification results of the manufacturers of the automated analysers and accepted values of the bibliography resulting in the methods suitability. The pilot implementation of Quality Management System gave the opportunity of evaluating the main obstacles and reaching conclusions for wider implementation of Quality Management System in the State Diagnostic / Clinical Laboratories.
[1] The Haematology Laboratory of the Lefkosia General Hospital [2] The Analytical Chemistry Laboratory of the Athens University [3] The Faculty of Economics and Management Open University of Cyprus
108
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα108
103
$@% *ObD^baek^aDwxxTZ^ODUVTV
\* ' '
& \ & +'+
Αντωνία Μουρτζίκου¹, Σ υρίδων Χριστοδούλου², Γεώργιος Αθανασάς², Μαρία
Σκόνδρα³, ∆ηµήτριος Πεκτασίδης³, Αναστασία Καστανιά, Κλεάνθη ∆ήµα¹
1.Εργαστήριο Κλινικής Βιοχηµείας ΠΓΝ «ΑΤΤΙΚΟΝ» 2.∆΄ Χειρουργική Κλινική ΠΓΝ «ΑΤΤΙΚΟΝ» 3.Ογκολογική Κλινική ΠΓΝ «ΑΤΤΙΚΟΝ» 4.Οικονοµικό Πανειστήµιο Αθηνών
Εισαγωγή:
Ε ιδηµιολογικά δεδοµένα καταδεικνύουν ότι ο καρκίνος του αχέος εντέρου
α οτελεί τον τρίτο σε συχνότητα καρκίνο για τους άντρες και τις γυναίκες και τη
δεύτερη κατά σειρά αιτία θανάτου α ό καρκίνο και αντι ροσω εύει το 13% όλων
των καρκίνων. Η έγκαιρη διάγνωσή του, η σταδιο οίηση της νόσου, η ε ιλογή του
κατάλληλου θερα ευτικού σχήµατος αλλά και η εξατοµίκευση της θερα είας
α οτελούν τους βασικούς άξονες της σύγχρονης ιατρικής ογκολογίας και
εργαστηριακής διαγνωστικής.
Σκοός της αρούσης εργασίας:
Να γίνει α) οσοτικός ροσδιορισµός των βιοδεικτών: CEA,CA 19-9, EGFR,
GA733-2 στον ορό των ασθενών µε καρκίνο αχέος εντέρου, στις φάσεις:
ροεγχειρητικά και κατά τα διάφορα στάδια της χηµειοθερα είας και στην οµάδα
ελέγχου, β) Για τους δείκτες EGFR και GA733-2 (EpCAM) να γίνει ε ικύρωση της
µεθόδου ELISA (analytical validation) ου ε ιλέχθηκε για εσωτερική χρήση, γ) Να
γίνει συσχέτιση των βιοδεικτών µεταξύ τους στην οµάδα ασθενών σε συνάρτηση µε
τα κλινικο αθολογικά χαρακτηριστικά.
Υλικά και Μέθοδοι:
Στην εργασία µας συµ εριλήφθηκαν 50 ασθενείς: 20 της χειρουργικής κλινικής
( ροεγχειρητικά) και 30 ασθενείς της ογκολογικής κλινικής ( ρο και κατά τη
χηµειοθερα εία). Την οµάδα ελέγχου α οτέλεσαν 40 υγιείς αιµοδότες (30 άνδρες
και 10 γυναίκες). Οι δείκτες CEA και CA19-9 µετρήθηκαν µε ECLIA στον αυτόµατο
αναλυτή Cobas® 6000 της ROCHE, ενώ οι δείκτες EGFR και EpCAM (GA 733-2) µε
in house ELISA.
109
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα109
104
Αοτελέσµατα:
Τα α οτελέσµατα ου ροέκυψαν α ό τις µετρήσεις των βιοχηµικών δεικτών
καταδεικνύουν ότι:
Τα ε ί εδα του EGFR βρέθηκαν ότι είναι χαµηλότερα στους ορούς των ασθενών
(mean=1449,9065) α ’ ότι στην οµάδα ελέγχου (mean=3833,7774).
Tα ε ί εδα του GA 733-2 βρέθηκαν ότι είναι υψηλότερα στους ορούς ασθενών
(mean=321, 1319) α ’ότι στην οµάδα ελέγχου (mean= 213,2042). Με τη δοκιµασία
Mann-Whitney U δια ιστώθηκε ότι οι µέσες τιµές των CEA (Mann-Whitney
U=649.500, p=0.000), CA 19-9(Mann-Whitney U=555.000, p=0.000) και EGFR
(Mann-Whitney U=0.000, P=0.000) διαφοροοιούνται µεταξύ της οµάδας ελέγχου
και της οµάδας των ασθενών στον ληθυσµό.
Τα α οτελέσµατα συσχετίσεων µεταξύ των διαφόρων κλινικο αθολογικών
αραγόντων καταδεικνύουν ότι συσχετίζεται:
Το CEA και το CA 19-9 (Spearman r=0.520, p=0.000), το CEA µε το GA733-2
(Spearman r=0.464, p=0.001) και το CA 19-9 µε το GA733-2 (Spearman r=0.436,
p=0.002).
To GA 733-2 διαφορο οιείται ανάλογα µε το στάδιο νόσου (κατάταξη κατά Dukes),
λαµβάνοντας υψηλότερες τιµές στο στάδιο IV της Μετάστασης (mean=1042,5425).
Οι τιµές του CEA και του GA 733-2 βρέθηκαν υψηλότερες στο στάδιο ΟΧΙ ΚΑΛΑ,
(mean CEA =926,9500, mean GA 733-2=792,5450), δηλαδή είναι ανάλογες της
κατάστασης του ασθενούς.
Οι τιµές του CEA και του GA 733-2 εξαρτώνται α ό τη χηµειοθερα εία, µε τιµές
υψηλότερες κατά τη χηµειοθερα εία (mean CEA=926,9500, mean GA733-
2=792,5450).
Οι δείκτες µεταξύ τους έχουν γραµµική συσχέτιση: αυξανοµένου του CEA
αυξάνεται το GA733-2 (∆ιάγραµµα1) και αυξανοµένου του GA733-2 αυξάνεται το
EGFR (∆ιάγραµµα 2).
Με βάση τις καµ ύλες ROC και µε 95% διάστηµα εµ ιστοσύνης για κάθε δείκτη
ροκύ τει ότι: το CA19-9 είναι ο δείκτης µε τη µεγαλύτερη ευαισθησία (66.7%) στον
καρκίνο του αχέος εντέρου, θεωρείται δε ο καλύτερος ρογνωστικός δείκτης,
αράλληλα µε τη σταδιο οίηση κατά Dukes.
110
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα110
105
Συµεράσµατα: Στον καρκίνο του αχέος εντέρου το CA19-9 θεωρείται ο
καλύτερος ρογνωστικός δείκτης αράλληλα µε την σταδιο οίηση κατά Dukes.
Είναι γνωστή η ρογνωστική αξία του CEA στον καρκίνο του αχέος εντέρου, ενώ
οι ψηλές ροεγχειρητικές τιµές του ε ισηµαίνουν αυξηµένο κίνδυνο µεταστάσεων,
ειδικά των η ατικών [1,2,3,4]. Ο EGFR υ ερεκφράζεται σε συµ αγείς όγκους και
συσχετίζεται µε κακή ρόγνωση σε διάφορους τύ ους καρκίνου. Στον καρκίνο
όµως του αχέος εντέρου έχει φτωχή ευαισθησία και ειδικότητα. Αναµένεται
ενταετές follow up αυτής της οµάδας ασθενών για να εξαχθούν ασφαλέστερα
συµ εράσµατα για την ευαισθησία και ειδικότητα των ανωτέρω βιοδεικτών.
Βιβλιογραφία:
1.Sastre J,Maestro ML, Puente J, Veganzones S, Alfonso R, Rafael S, Garcia-Saenz
JA, Vidaurreta M, Martin M, Arroyo M, Sanz-Casia MT, Diaz-Rubio E. Circulating
tumor cells in colorectal cancer: correlation with clinical and pathological variables.
Ann Oncol. 2008, 19(5):935-8.
2.Tumor Markers: Review and Clinical Applications, IFCC 2002.
3.Tumor Markers: an important adjust to clinical practice, by Mankanwal, S.
Sanchdev, C.R. Tombazzi, April 2006.
4.http://labtestonline.org/understanding/analytes/tumor_markers/glance.html].
111
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα111
106
& o&
( HP4DU=I \*
( +\S ) ' \
H& D0=-1:.=: j D445:: M12;95<:1=I PNAO HF.920191
PDWUX[IS
Χριστοδουλίδου Μαργαρίτα, Κεραµάρης E. Κων/νος
Μικροανάλυση Ιατρική Αθηνών ΑΕ – Ιδιωτικά Ιατρικά ∆ιαγνωστικά Εργαστήρια,
Τµήµατα HPLC και Ανοσολογικό.
Η µέτρηση της γλυκοζυλιωµένης αιµοσφαιρίνης ε ηρεάζεται α ό διάφορες
αραµέτρους και ασφαλώς α ό την µέθοδο την ο οία ε ιλέγουµε1. Στο εργαστήριο
µας χρησιµο οιούµε HPLC (Menarini HA8160) για την µέτρηση της HbA1c, ου
α οτελεί και µέθοδο αναφοράς2. Την ερίοδο Φεβρουαρίου-Μαίου 2007
δοκιµάσαµε στο εργαστήριό µας το διαγνωστικό αντιδραστήριο της Abbott
Diagnostic για την µέτρηση της HbA1c στον ανοσολογικό αναλυτή Architect.
Σκο ός της µελέτης µας είναι να δια ιστώσουµε τις α οκλίσεις των µετρήσεων
µεταξύ των µεθόδων σε δείγµατα ασθενών µε αιµοσφαιρινο άθειες3,4,5.
Εξετάσαµε 54 δείγµατα ασθενών µε ετερόζυγη β-µεσογειακή αναιµία, ό ου
δια ιστώσαµε τα εξής: α) Ταύτιση των µετρήσεων HbA1c αρατηρήθηκε σε 23
ασθενείς µε ε ί εδα HbF α ό 0,20 – 3,60 %. β) Στατιστικά σηµαντική α όκλιση των
τιµών HbA1c κατά µέσο όρο 0,55±0,37 (ή 8,76±5,8%) αρουσίασαν οι µετρήσεις σε
31 ασθενείς µε ε ί εδα HbF α ό 3,9 – 17,9%. Η µέση τιµή των µετρήσεων µε Abbott
Architect ήταν µικρότερη α ό τις αντίστοιχες τιµές µε HPLC. Σε όλα τα δείγµατα
µετρήθηκαν χαµηλότερα ε ί εδα της HbA1c µε Architect. Σε έναν ασθενή µε
ε ί εδα HbF 52,1% δεν ήταν δυνατή η µέτρηση της HbA1c µε
ανοσοφθορισµοµετρία (Abbott Architect).
Ε ίσης, εξετάσαµε 49 ερι τώσεις ασθενών µε αιµοσφαιρινο άθειες C, S, D, O και
Lepore. Σε 44 δείγµατα ασθενών αρουσιάστηκαν σηµαντικότατες α οκλίσεις στις
µετρήσεις µε τις δύο µεθόδους. Στις µετρήσεις της HbA1c µε Abbott Architect
αρατηρήθηκε θετική α όκλιση (υ ερεκτίµηση) στις τιµές κατά µέσο όρο 1,61±0,9
(ή 24,78±11,6%) σε σχέση µε τη µέθοδο HPLC. Σε 5 ερι τώσεις ασθενών η µέτρηση
µε HPLC ήταν µηδενική (λόγω α ουσίας HbA0), ενώ µετρήθηκαν τιµές στον
αναλυτή Architect (8,9, 4,2, 4,3, 9,3, 4,4).
Τα α οτελέσµατά µας έδειξαν ότι η µέτρηση της HbA1c σε ασθενείς µε
αιµοσφαιρινο άθειες α αιτεί ιδιαίτερη ροσοχή. Οι α οκλίσεις µε τη µέθοδο της
ανοσοφθορισµοµετρίας στην ερί τωση των αιµοσφαιρινο αθειών είναι ολύ
112
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα112
107
σηµαντικές µε σοβαρό κίνδυνο ένας ασθενής να αρουσιάζει αθολογικές τιµές της
HbA1c, ενώ τα ραγµατικά ε ί εδα να κυµαίνονται στα φυσιολογικά όρια.
Αντίθετα, στις ερι τώσεις µε υψηλά ε ί εδα HbF η µέτρηση της HbA1c µε την
µέθοδο της ανοσοφθορισµοµετρίας (Abbott Architect) µ ορεί να υ οεκτιµηθεί.
Βιβλιογραφία: 1) Hector Garcia-Alcala, MD, Alejandro Ruiz-Arguelles, MD and
Beatriz Cedillo-Carvallo, MSc. Effect of the Method to Measure Levels of Glycated
Hemoglobin on Individual Clinical Decisions. Comparison of an Immunoassay
With High-Performance Liquid Chromatography, An. J. Clin. Pathol. 2009;132:332-
335. 2) The DCCT Research Group. Feasibility of centralized measurements of
glycated hemoglobin in the diabetes control and complications trial: a multicenter
study. Clin Chem.1987;33:2267-2271. 3) Beaune G., Ducruet J., Jund J., Favre S.,
Evaluation of HBA1C measurement on Architect CI8200 (Abbott Diagnostic).
Comparison with HPLC D-10 Bio-Rad assay, Annales de Biologie Clinique. Vol 67,
N1, 101-7, janvier-fevrier 2009, pratique quotidienne. 4) Schnedl J.Wolfgang, Md,
Krause Robert, Md, et al., Evaluation of HbA1c Determination Methods in Patients
With Hemoglobinopathies, Diabetes Care 23:3 39–344, 2000. 5) Bry Lynn, Chen C.
Philip, and Sacks B.David, Effects of Hemoglobin Variants and Chemically
Modified Derivatives on Assays for Glycohemoglobin, Clinical Chemistry 47:2,153–
163 (2001).
113
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα113
108
O58/202:1C.8.2<E0.8.9: 57 ;3B=5<B32:.6 -2.85;35419 HP4DU=I 19
/2:1.9:< L1:- -.85;354195/2:-1.<S O58/201<59 57 29
188E95=-.81<:0B 8.:-56 HD0=-1:.=: 2923B<.0 jD445:: M12;95<:1=I
L1:-PNAOHF.920191PDWUX[IS
Christodoulidou Margarita, Keramaris E. Kostantinos, Microanalysis Medicine
Athens SA - Medical Diagnostic Laboratories, Departments HPLC and
Immunology.
The measurement of HbA1c is influenced by various parameters and certainly by
the chosen method1. In our laboratory we use HPLC (Menarini HA8160) for the
measurement of HbA1c, that constitutes reference method2. Between February-May
2007, in our laboratory, we measured the HbA1c level with Architect Abbott
Analyser and we checked on the immunochemistry methods for the determination
of HbA1c. The aim of our study is to ascertain the variations of measurements
between the two methods on patients with hemoglobinopathies3,4,5.
We examined 54 samples from patients with β-thalassemia, where we detected the
following: a) Identification of HbA1c values in 23 patients with HbF level from 0,20
- 3,60%. b) Statistically significant deviation values of HbA1c was detected in 31
patients with HbF level from 3,9 - 17,9%. All samples indicated lower values on
average 0,55±0,37 (or 8,76± 5,8%) at the immunochemical method (Architect
Abbott) in relation to HPLC. In one patient with HbF level 52,1% was not possible
the measurement of HbA1c with immunoassay (Abbott Architect).
Also, we examined 49 cases of patients with hemoglobinopathies C, S, D, O and
Lepore. In 44 samples of patients were detected most important deviations in the
measurements with the two methods. The values of HbA1c with Abbott Architect
indicated positive deviation (overestimation) at prices averaging 1,61±0,9 (or
24,78±11,62%) compared with the method of HPLC. In 5 cases of patients the
measurement with HPLC was zero (there wasn’t HbA0), while the HbA1c were
measured in the immunoassay analyser (8,9%, 4,2%, 4,3%, 9,3%, 4,4%).
Our results showed that the measurement of HbA1c in patients with
hemoglobinopathies requires particular attention and ascertain. The standard
deviation in the immunochemistry method in the case of hemoglobinopathies are
very important with serious danger could cause mismanagement of diabetes. On
the contrary, in the cases with high HbF levels the measurement of HbA1c with the
immunochemistry method (Abbott Architect) can be underestimated.
114
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα114
109
References: 1) Hector Garcia-Alcala, MD, Alejandro Ruiz-Arguelles, MD and
Beatriz Cedillo-Carvallo, MSc. Effect of the Method to Measure Levels of Glycated
Hemoglobin on Individual Clinical Decisions. Comparison of an Immunoassay
With High-Performance Liquid Chromatography, An. J. Clin. Pathol. 2009;132:332-
335. 2) The DCCT Research Group. Feasibility of centralized measurements of
glycated hemoglobin in the diabetes control and complications trial: a multicenter
study. Clin Chem.1987;33:2267-2271. 3) Beaune G., Ducruet J., Jund J., Favre S.,
Evaluation of HBA1C measurement on Architect CI8200 (Abbott Diagnostic).
Comparison with HPLC D-10 Bio-Rad assay, Annales de Biologie Clinique. Vol 67,
N1, 101-7, janvier-fevrier 2009, pratique quotidienne. 4) Schnedl J.Wolfgang, Md,
Krause Robert, Md, Halwachs-Baumann Gabriele, Md, Trinker Martin, Md, Lipp
W. Rainer, Md, Krejs J.Guenter, Md, Evaluation of HbA1c Determination Methods
in Patients With Hemoglobinopathies, Diabetes Care 23:3 39–344, 2000. 5) Bry
Lynn, Chen C. Philip, and Sacks B.David, Effects of Hemoglobin Variants and
Chemically Modified Derivatives on Assays for Glycohemoglobin, Clinical
Chemistry 47:2, 153–163 (2001).
115
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα115
110
y & & ' aT
zHaNOk<I \* S
Πέτρος Πα αλέξης[1], Γεώργιος ∆ρύλλης[2], ∆έσ οινα Γουρνή[3], Αριστείδης
Κριτής[1]
Οι ρωτεΐνες της οικογένειας G καθώς και οι υοδοχείς τους, φαίνεται να εµλέκονται
σε κυτταρικό είεδο σε αρκετές αθολογικές καταστάσεις, όως νευρολογικές και
ηατολογικές διαταραχές καθώς και διαταραχές στην αιµοοίηση, διαταραχές στη
συσαστικότητα του καρδιακού µυ, και σε διάφορες άλλες καταστάσεις. Οι υοδοχείς
ου συνδέονται µε G-ρωτεΐνες (G-protein-coupled receptors) αοτελούν τη
µεγαλύτερη οικογένεια υοδοχέων της κυτταρικής ειφάνειας. Όλοι οι υοδοχείς ου
συνδέονται µε G-ρωτεΐνες έχουν αρόµοια δοµή: αοτελούνται αό µια συνεχή
ολυετιδική αλυσίδα ου διαερνά τη µεµβράνη άνω-κάτω ετά φορές. Η G-
ρωτεΐνη είναι µια εριφερική µεµβρανική ρωτεΐνη ου αοτελείται αό µια
υοµονάδα α (45 kd), µια β (35 kd) και µια γ (7 kd). Η ρωτεΐνη αυτή µεταίτει
µεταξύ µιας στερεοδιάταξης ου δεσµεύει GDP και µιας ου δεσµεύει GTP. Γενικά,
µια G-ρωτεΐνη µετατρέεται στην ενεργή µορφή της, όταν η αλληλείδραση µε τον
ενεργοοιηµένο υοδοχέα ροκαλεί την αντικατάσταση του δεσµευµένου GDP αό
ένα GTP. Στα θηλαστικά έχουν ήδη αναγνωριστεί εκατοντάδες υοδοχείς αυτής της
κατηγορίας, οι οοίοι συµµετέχουν στις ααντήσεις µιας τεράστιας οικιλίας
εξωκυττάριων σηµατοδοτικών µορίων, όως ορµόνες, τοικούς διαµεσολαβητές και
νευροδιαβιβαστές. Τα σηµατοδοτικά µόρια οικίλλουν τόσο ως ρος τη λειτουργία
όσο και ως ρος τη δοµή τους: µορεί να είναι ρωτεΐνες, µικρά ετίδια ή αράγωγα
αµινοξέων ή λιαρών οξέων και για καθένα ξεχωριστά υάρχει ένας διαφορετικός
υοδοχέας ή οµάδα υοδοχέων. Οι υοδοχείς των G-ρωτεϊνών έχουν διάφορες
ζωτικές λειτουργίες και υοδιαιρούνται σε αισθητικούς και µη αισθητικούς.
Όσον αφορά στους αισθητικούς, αυτοί σχετίζονται µε την όσφρηση, τη γεύση και την
όραση, ενώ όσον αφορά στους µη-αισθητικούς (endoGPCRs) αυτοί εµλέκονται σε
ολλαλές φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισµού, όως ο κυτταρικός
µεταβολισµός, η ανααραγωγή, η κυτταρική ανάτυξη, η νευρωνική διαφοροοίηση,
η αιµοοίηση, η ορµονική οµοιόσταση, η ανοσοοιητική αντίδραση και η
συµεριφορά. Η διαλεύκανση των σηµατοδοτικών οδών του κυττάρου, και κατ’
εέκταση των υοδοχέων ου συνδέονται µε G-ρωτεΐνες αοτελεί ένα ραγδαία
εξελισσόµενο ειστηµονικό εδίο, µε στόχο µάλιστα τη δηµιουργία κατάλληλων
φαρµάκων.
[1] Ιατρική Σχολή Αριστοτελείου Πανειστηµίου Θεσσαλονίκης, Α.Π.Θ., [2] Τµήµα Ιατρικής Αλεξανδρούολης, [3] Τµήµα Ιατρικής Πατρών
116
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα116
111
N-B<1535;1=23053.57aT/05:.19=5E/3.60.=./:50<HaNOk<I19:-.
-E82950;291<8S
Peter Papalexis[1], George Dryllis [2], Despoina Gourni [3], Aristidis Kritis [1]
G-proteins and their receptors seem to play a significant role, at the cellular level, in
many pathological conditions. These involve neurologic and hepatic disorders,
hemopoietic disorders, cardiac contractility disorders and many others. G-protein-
coupled receptors represent a larger membrane receptor family. All the G-protein-
coupled receptors have similar structure: they consist of a polypeptide repeat
which penetrates the cellular membrane seven times up and down. G-proteins are
peripheral inner membrane proteins which consist of subunit a (45 kd), subunit b
(35 kd) and subunit c (7 kd). G-proteins alter their 3D structure from a GDP binding
structure to a GTP binding structure. G-proteins alter their inactive structure, when
interacting with their activated receptors and replace bound GDP to GTP.
In mammals there has been recognized hundreds of this family of receptors. They
participate in the recognition of a huge variety of extracellular signaling molecules
including hormones, topical interveners and neurotransmitters. Signaling
molecules have various functions and structures: they may be proteins, small
peptides, amino acids or fatty acids and for each of them exists a different G-
protein coupled receptor or receptor family.
G-protein receptors have various vital functions, grossly divided into sensory and
non-sensory receptors. Sensory receptors are employed in olfraction, taste and
vision. The non-sensory receptors (endoGPCRs) are involved in multiple
physiological functions of the human organism, such as metabolism, reproduction,
development, neuronal differentiation, hemopoiesis, hormonal homeostasis,
immune reaction and behavior. The establishment of cell signaling pathways and
moreover involvement of G-protein-coupled receptors, represent a dynamic
developing scientific field, focusing on the development of effective drugs.
[1] Medical School- Aristoteles University of Thessaloniki,[2] Medical School- Democritus University of Alexandroupolis, [3] Medical School- University of Patras
117
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα117
112
P % *ObD^ baek^ aDwxxTZ^ ODUVTV
\* ' '
& \ & +'+
Αντωνία Μουρτζίκου [1], Σ υρίδων Χριστοδούλου [2], Γεώργιος Αθανασάς [2], Μαρία Σκόνδρα [3], ∆ηµήτριος Πεκτασίδης [3], Αναστασία Καστανιά [4],Κλεάνθη∆ήµα[1] [1] Εργαστήριο Κλινικής Βιοχηµείας ΠΓΝ «ΑΤΤΙΚΟΝ» [2] ∆΄ Χειρουργική Κλινική ΠΓΝ «ΑΤΤΙΚΟΝ» [3] Ογκολογική Κλινική ΠΓΝ «ΑΤΤΙΚΟΝ» [4] Οικονοµικό Πανειστήµιο Αθηνών
Ειδηµιολογικά δεδοµένα καταδεικνύουν ότι ο καρκίνος του αχέος εντέρου αοτελεί
τον τρίτο σε συχνότητα καρκίνο για τους άντρες και τις γυναίκες και τη δεύτερη κατά
σειρά αιτία θανάτου αό καρκίνο και αντιροσωεύει το 13% όλων των καρκίνων. Η
έγκαιρη διάγνωσή του, η σταδιοοίηση της νόσου, η ειλογή του κατάλληλου
θεραευτικού σχήµατος αλλά και η εξατοµίκευση της θεραείας αοτελούν τους
βασικούς άξονες της σύγχρονης ιατρικής ογκολογίας και εργαστηριακής
διαγνωστικής. Με βάση τα ανωτέρω σκοεύσαµε µε την αρούσα εργασία Να γίνει α)
οσοτικός ροσδιορισµός των βιοδεικτών: CEA,CA 19-9, EGFR, GA733-2 στον ορό
των ασθενών µε καρκίνο αχέος εντέρου, στις φάσεις: ροεγχειρητικά και κατά τα
διάφορα στάδια της χηµειοθεραείας και στην οµάδα ελέγχου, β) Για τους δείκτες
EGFR και GA733-2 (EpCAM) να γίνει εικύρωση της µεθόδου ELISA (analytical
validation) ου ειλέχθηκε για εσωτερική χρήση, γ) Να γίνει συσχέτιση των
βιοδεικτών µεταξύ τους στην οµάδα ασθενών σε συνάρτηση µε τα κλινικοαθολογικά
χαρακτηριστικά. Αό τα αοτελέσµατα µας ροκύτει ότι στον καρκίνο του αχέος
εντέρου το CA19-9 θεωρείται ο καλύτερος ρογνωστικός δείκτης αράλληλα µε την
σταδιοοίηση κατά Dukes. Είναι γνωστή η ρογνωστική αξία του CEA στον καρκίνο
του αχέος εντέρου, ενώ οι ψηλές ροεγχειρητικές τιµές του εισηµαίνουν αυξηµένο
κίνδυνο µεταστάσεων, ειδικά των ηατικών. Ο EGFR υερεκφράζεται σε συµαγείς
όγκους και συσχετίζεται µε κακή ρόγνωση σε διάφορους τύους καρκίνου. Στον
καρκίνο όµως του αχέος εντέρου έχει φτωχή ευαισθησία και ειδικότητα. Αναµένεται
ενταετές follow up για να εξαχθούν ασφαλέστερα συµεράσµατα για την ευαισθησία
και ειδικότητα των ανωτέρω βιοδεικτών.
Colorectal cancer (CRC) forms in the tissues of the colon, the longest part of the large
intestine (colorectal Cancer Screening Basic Fact Sheet, while can develop with few or
no symptoms. There is >90% survival if diagnosed in early stages. The need for
convenient screening tests is of great importance. The aim of our study is to measure
the biomarkers CEA, CA 19-9, EGFR and EpCAM (GA 733-2) in the sera of colon
cancer patients and to correlate them with the clinicopathological characteristics.
118
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα118
113
a.9.:1==-202=:.01h2:159579.207E33j3.9;:-PQRTU<.gE.9=.<6.01C.6
7058<E4T<2-202D701=219OB/0E<
Achilleos C., Kousiappa I., Hezka J. and Kostrikis L.G. Department of Biological Sciences, University of Cyprus, Nicosia, Cyprus
Background: A major characteristic of HIV-1 is its rapid evolution, which has resulted in substantial genetic diversity among different isolates, the majority of which are represented in sub-Sahara Africa. This genetic variability led us to assume that the diversity of HIV-1 subtypes in Cyprus from patients who infected in Sub-Sahara Africa might be uncommonly heterogeneous, including new variants or recombinant forms.In this study, near full-length genome sequencing and phylogenetic analysis was carried out to determined the genetic diversity among HIV-1 strains isolated from 17 seropositives infected in Sub-Sahara Africa and diagnosed in 2007 to 2009, representing 19,6% of the infected population at this period.Materials & Methods: DNA sequence of the near full-length genome encoding gag, pol, vif, vpr, vpu, tat, rev, env, 5’-end of nef was amplified by RT-nested PCR from all HIV-1 seropositives and sequenced using a newly designed assay. Detailed phylogenetic and bootscanning analyses were performed by MEGA to determine phylogenetic associations and subtype assignments. To explore putative recombination patterns in the sequences we performed a bootscanning analysis using Simplot, version 3.5.1.Results: Phylogenetic analyses of the obtained viral sequences showed an extensive heterogeneity. Subtype C was the dominant subtype (41,7%), followed by CRF02_AG (23,5%), A1 (5,8%), CRF11_cpx (5,8%) and CRF37_cpx (5,8%). One HIV-1 isolate, originating from Democratic Republic of Congo (DRC) was not classified in any pure (sub)subtype or circulating recombinant form (CRF). Complete phylogenetic and bootscanning analyses revealed that one of these isolates had a new, unique recombinant pattern, comprising segments of (sub)subtypes A1 and F1 and is distinct from any other CRFs or URFs reported so far. Conclusions: Analogous to results of the earlier epidemiological studies, these findings exhibit the increasing spread of new non-B HIV-1 genetic forms from Sub-Sahara countries in Cyprus, creating a polyphyletic infection that may have an impact on the evolutionary progress of HIV-1 epidemic of the island. The increasing cases of unique recombinant HIV-1 strains underlie the significance of their contribution to HIV classification, molecular epidemiology and may have important implications for HIV-1 disease control and surveillance. Corresponding author:Dr. Leondios G. Kostrikis, Associate Professor of Biotechnology Head of the Laboratory of Biotechnology and Molecular Virology, Department of Biological Sciences University of Cyprus, 75 Kallipoleos Avenue, P.O. BOX 20537 Nicosia 1678, Cyprus, Tel: +357 22 892885, Email: [email protected]
119
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα119
114
Y/:181<2:159 57 2 /05:5=53 750 9.20 j 7E33 =-202=:.01h2:159 57 :L5
/E:2:1C.-./2:1:1<=C10E<ZGvU40.=5841929:<
Kyriakou E., Demetriou V. L., and Kostrikis L. G.
Department of Biological Sciences, University of Cyprus, Nicosia, Cyprus
Background: Few reports were made on HCV recombination until 2002, when the first natural inter-genotypic recombinant strain RF1_2k/1b was characterised in St .Petersburg. Since then, several HCV recombinants have been identified, and only two 2k/1b strains have been fully sequenced. In a recent study of HCV strains circulating in Cyprus, two putative recombinant isolates were discovered, where discordance was observed between the classification of the partial core/E1 and NS5B regions of the genome. In this study, near-full genome sequencing and phylogenetic analysis was carried out for the two putative 2k/1b recombinant strains discovered in Cyprus.
Materials and Methods: A protocol for RT-nested PCR and sequencing of overlapping fragments was designed and followed, with primers either subtype- or strain-specific. With the assumption that the putative recombinant strain would have the same recombination point with the RF1_2k/1b strains characterised to date, the respective region was bidirectionally sequenced from three PCR products. Simplot and bootscan analyses were carried out on the resulting sequences, to visualise similarities with reference strains and to confirm or refute a recombination event. Phylogenetic analyses were also carried out for confirmation of the classification of the genomic regions on either side of the crossover point and for examination of the relationship between the two strains and publicly available 2k/1b sequences.
Results: The resulting near-full length sequences were successfully derived, and the analyses carried out confirmed that the strains were 2k/1b recombinants, showing high similarity with the RF1_2k/1b strain from St. Petersburg. The two constructed phylogenetic trees for the regions on either site of the recombination point indicate a clear clustering of the recombinant strains within the respective parental subtype groups. The phylogenetic tree performed for the near-full sequence also revealed a clustering of the recombinants as well as a distinct subgrouping, identical to that observed in the 1b region.
Conclusions: The addition of these two isolates significantly contributes to the sequence data available for this recombinant. These findings confirm the increasing spread of this type among individuals from Eastern Europe, and its association with transmission with intravenous drug use. The clustering behaviour seen in the phylogenetic analyses implies a more complicated evolutionary history than that held to date, which supports the view of one common evolutionary ancestor. The increasing cases of this recombinant underlie the requirement of their contribution to the standardised rules of HCV classification and nomenclature, molecular epidemiology, diagnosis and treatment.
Corresponding author:
Dr. Leondios G. Kostrikis, Associate Professor of Biotechnology
Head of the Laboratory of Biotechnology and Molecular Virology
Department of Biological Sciences, University of Cyprus
75 Kallipoleos Avenue, P.O. BOX 20537, Nicosia 1678, Cyprus,
Tel: +357 22 892885, Email: [email protected]
120
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα120
115
R23E.TD6619; F591:5019; 57 P.853B<1< Q9:.07.0.9=. Q9 A24502:50B
,.<:19;S
Norbert Blanckaert [1], Martine Verledens [2], Martin Reynders [1], Stijn Wouters
[1], Annie Borremans [1,2]
There is ample evidence that the preanalytical phase represents the main source of errors in clinical laboratory testing. Hemolysis in the biological specimen occurring either at the time of blood collection or during transport and preanalytical handling is a frequent occurrence, with possibly significant impact on clinical laboratory services. Hemolysis may lead to sample rejection or, if overlooked or improperly managed, result in reporting of clinically misleading information. In this study, we report on usage of a hemolysis monitoring system as one of the key performance indicators for our laboratory services, in a large university hospital. Previous studies almost invariably report on hemolysis frequency using fixed cut-off values for Hb concentration in serum or plasma. By contrast, the present report applies assay-dependent hemolysis cut-off limits, in order to assess test-specific impact of hemolysis on reported test results. In our 1800+ bed university hospitals, the so-called hemolysis index (HI) is systematically measured selectively in those samples for which tests with known hemolysis interference are requested. The HI measurements are performed using the LHI (lipemia, hemolysis, icterus) test method available on the Modular (P-module) analysers of Roche Diagnostics. Because the potassium and LDH tests are of major clinical significance and even mild hemolysis may severely interfere with the test results and jeopardize correct result interpretation, we set up a system to monitor the frequency of hemolysis interference with potassium and/or LDH results. Our hemolysis impact monitoring system uses two interference cut-off values (10% and 25%), to distinguish three classes: (a) no significant hemolysis impact when <10% interference; (b) intermediate impact when interference is between 10% and 25%; (c) severe impact when interference exceeds 25%. For our analyzers, the 10% and 25% cut-offs correspond with 100 mg Hb/dL and 150 mg Hb/dL, resp., for the potassium assay and with 25 mg Hb/dL and 60 mg Hb/dL, resp., for the LDH assay. During a five month observation period, hemolysis impact was invariably highest in patients in whom blood was collected in the emergency room (ER). For potassium, we found that hemolysis exceeded 150 mg Hb/dL in 2,2% of the requested tests, which was more than two-fold above the 1% average rate in other hospital units. Similarly, LDH results from 8,9% of the ER patients were severely impacted upon by hemolysis exceeding 60 mg Hb/dL, while such high-impact hemolysis occurred in 2%-3% of the patients in other hospital units. In an attempt to expedite identification of specimens with high impact hemolysis
and, hence, to speed up initiation of corrective actions (e.g. request of a new
121
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα121
116
specimen), we evaluated the hemolysis assessment capability of PVT’s RSD 800A
preanalytical specimen processing automation system equipped with a QSI camera
inspection module. This system can be programmed by the end-user to distinguish
3 categories of serum/plasma appearance: good quality, slightly hemolytic, highly
hemolytic. Using Modular’s HI results as ‘gold standard’ for hemolysis degree
classification in an evaluation involving 15 348 comparison observations, the QSI
system achieved a negative predictive value of 0,9992, a positive predictive value of
0,1581, a sensitivity of 0,9167 and e specificity of 0,9538.
[1] department of Laboratory Medicine, University Hospitals of the University of Leuven, Belgium [2] department of Information Systems, University Hospitals of the University of Leuven, Belgium
122
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα122
117
D_:E6B57a232=:5<2.81219OB/0E<Jb/16.81535;1=23^f15=-.81=23296
F53.=E320Q9C.<:1;2:159
Papachristoforou Rena[1], Petrou Petros[1], Sawyer Hilary[2], Stylianidou Goula[3], Williams Maggie[2], Drousiotou Anthi[1]
1Department of Biochemical Genetics, The Cyprus Institute of Neurology & Genetics, Nicosia, Cyprus, 2Bristol Genetics Laboratory, Southmead Hospital, Bristol, United Kingdom, 3Department of Paediatric Neurology, Archbishop Makarios III Hospital, Nicosia, Cyprus.
Classical galactosaemia is an autosomal recessive inborn error of carbohydrate
metabolism which results in inability to metabolize galactose. It occurs with an
incidence of about 1:40,000 births among Caucasians. The disease is caused by
mutations in the human galactose-1-phosphate uridyl transferase gene (GALT). In
untreated infants classical galactosaemia can result in life-threatening
complications including feeding problems, failure to thrive, hepatocellular damage,
bleeding, and sepsis. Early diagnosis followed by a galactose-restricted diet can
prevent the worst symptoms.
In Cyprus, samples from children suspected of having galactosaemia are referred to
the Biochemical Genetics Laboratory of the Cyprus Institute of Neurology and
Genetics. Testing for the presence of reducing substances in urine is used as a first
line screening followed by sugar thin layer chromatography, if positive. Diagnosis
is achieved by the measurement of GALT enzyme activity in red blood cells.
Patients on diet are monitored by the determination of galactose-1-phosphate in red
blood cells.
Eight children with classical galactosaemia were diagnosed in Cyprus in the last
eighteen years (number of births during this period about 160.000). The genotype of
all patients was determined using bidirectional sequencing and MLPA analysis (MRC-
Holland). Three patients were found to be homozygous for a novel large deletion in
the GALT gene, encompassing all exons; we have tentatively called this deletion
delCY, CY for Cyprus. Three patients were compound heterozygous for the already
described p.Lys285Asn mutation and the above deletion, and two patients were
homozygous for the p.Lys285Asn mutation (siblings). In the epidemiological part
of the project, the frequency of galactosaemia carriers was estimated to be 1/105 in
the general population by measurement of the GALT activity in red blood cells. All
carriers identified biochemically were subjected to mutation analysis: in addition to
123
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα123
118
the above mentioned mutations, two known mutations were identified in the GALT
gene, the p.[Pro185Ser] and the c.[820+13A>G] as well as a new variant, the c.378-
12G>A, which is currently under investigation.
The present study provided for the first time data regarding the frequency of
classical galactosaemia in the Cypriot population. The identification of the
mutations responsible for galactosaemia in Cyprus will allow for better counseling
of the families and will facilitate carrier testing and prenatal diagnosis. The
description of new mutations will contribute towards a better understanding of the
molecular basis of galactosaemia.
124
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα124
119
e2=:50< 2<<5=12:.6L1:-8E3:1C.<<.3 =505920B 20:.0B 61<.2<. ODM 19
B5E9;/2:1.9:<L1:-2=E:.8B5=20612319720=:159S
Christos Eftychiou1, Loizos Antoniades1, Loukia Makri2, Laura Koumas3, Paul A. Kosteas3, Eleni Kyriakou1, Evagoras Nicolaides1, Dimitrios Papadogiannis4.
1. Cardiology Department, Nicosia General Hospital, Cyprus 2. Statistical Service of Cyprus 3. Molecular Hematology and Immunogenetics Center, Karaiskakio Foundation, Nicosia,
Cyprus 4. First Department of Propaedeutic Medicine, Laiko General Hospital, Athens University
Medical School, Athens, Greece
Purpose: To identify the factors associated with the number of vessels in premature coronary artery disease (CAD) in patients presenting with acute myocardial infarction under the age of 50.
Methods: Sixty three male patients less than 50 years old that presented with acute myocardial infarction in Nicosia General Hospital from June 2007 to September 2009 underwent coronary angiography and angioplasty where necessary. Number of diseased vessels (> 50% stenosis) and medical history were documented. Fasting homocysteine, fasting lipids were tested within 24 hrs from admission while MTHFR C677T and A1298C polymorphisms were tested by DNA isolation and PCR amplification. Chi-square tests and Fisher’s Exact test were conducted to identify possible associations between the presence of multivessel disease and categorical variables, whereas t-test analysis was used to test for differences in means for certain continuous variables.
Results: Patients with single vessel and patients with multivessel CAD had no statistically significant differences in history of smoking (86.7% and 82.1% respectively, p-value: 0.726, history of dyslipidemia (70% and 82.1%, p-value: 0.280), family history for CAD (30% and 50% respectively, p-value: 0.120) or hypertension (26.7% and 14.3% respectively, p-value: 0.245). There were no statistically significant differences in the mean values of total cholesterol (213.3 ± 41.3 and 219.9 ± 47.5 respectively, p-value: 0.588), LDL (143.7 ± 31.1 and 152.1 ± 43.9 respectively, p-value: 0.423) and triglycerides (151.6 ± 80.8 and 179.2 ± 106.8 respectively, p-value: 0.2897). Homocysteine mean value was 12.6 ± 3.9 µmol/L in patients with single vessel CAD and 15.5 ± 5.5 µmol/L in patients with multivessel CAD (p-value: 0.025). HDL mean value was 40.9 ± 6.9 mg/dl in patients with single vessel CAD and 35.7 ± 6.2 mg/dl in patients with multivessel CAD (p-value: 0.006). There were 3 obese patients (BMI>30) with single vessel CAD disease and 11 with multivessel CAD (p-value: 0.007). No statistically significant differences were observed between MTHFR polymorphisms and number of diseased vessels. Mutant homozygous MTHFR C677T was present in 7 (23.3%) patients with single vessel CAD and in 4 (14.8%) patients with multivessel CAD (p-value: 0.416) and
125
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα125
120
mutant homozygous MTHFR A1298C was present in 4 (13.3%) patients with single vessel CAD and in 4 (14.8%) patients with multivessel CAD (p-value: 0.872).
Conclusion: Cypriot patients under the age of 50 presenting with acute myocardial infarction and multivessel disease have higher levels of homocysteine, lower levels of HDL and are more likely to have BMI >30 than patients with single vessel CAD.
126
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα126
121
Y/:181<2:159Y7DN05:5=53e50K.20TeE33O-202=:.01<2:159Y7,L5
NE:2:1C.P./2:1:1<OR10E<ZGvU4k.=5841929:<
Kyriakou E., Demetriou V. L., and Kostrikis L. G. Department of Biological Sciences, University of Cyprus, Nicosia, Cyprus
Background: Few reports were made on HCV recombination until 2002, when the first natural inter-genotypic recombinant strain RF1_2k/1b was characterised in St .Petersburg. Since then, several HCV recombinants have been identified, and only two 2k/1b strains have been fully sequenced. In a recent study of HCV strains circulating in Cyprus, two putative recombinant isolates were discovered, where discordance was observed between the classification of the partial core/E1 and NS5B regions of the genome. In this study, near-full genome sequencing and phylogenetic analysis was carried out for the two putative 2k/1b recombinant strains discovered in Cyprus.
Materials and Methods: A protocol for RT-nested PCR and sequencing of overlapping fragments was designed and followed, with primers either subtype- or strain-specific. With the assumption that the putative recombinant strain would have the same recombination point with the RF1_2k/1b strains characterised to date, the respective region was bidirectionally sequenced from three PCR products. Simplot and bootscan analyses were carried out on the resulting sequences, to visualise similarities with reference strains and to confirm or refute a recombination event. Phylogenetic analyses were also carried out for confirmation of the classification of the genomic regions on either side of the crossover point and for examination of the relationship between the two strains and publicly available 2k/1b sequences.
Results: The resulting near-full length sequences were successfully derived, and the analyses carried out confirmed that the strains were 2k/1b recombinants, showing high similarity with the RF1_2k/1b strain from St. Petersburg. The two constructed phylogenetic trees for the regions on either site of the recombination point indicate a clear clustering of the recombinant strains within the respective parental subtype groups. The phylogenetic tree performed for the near-full sequence also revealed a clustering of the recombinants as well as a distinct subgrouping, identical to that observed in the 1b region.
Conclusions: The addition of these two isolates significantly contributes to the sequence data available for this recombinant. These findings confirm the increasing spread of this type among individuals from Eastern Europe, and its association with transmission with intravenous drug use. The clustering behaviour seen in the phylogenetic analyses implies a more complicated evolutionary history than that held to date, which supports the view of one common evolutionary ancestor. The increasing cases of this recombinant underlie the requirement of their contribution
127
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα127
122
to the standardised rules of HCV classification and nomenclature, molecular epidemiology, diagnosis and treatment.
Corresponding author:
Dr. Leondios G. Kostrikis, Associate Professor of Biotechnology Head of the Laboratory of Biotechnology and Molecular Virology, Department of Biological Sciences, University of Cyprus. 75 Kallipoleos Avenue, P.O. BOX 20537, Nicosia 1678, Cyprus, Tel: +357 22 892885, Email: [email protected]
128
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα128
123
bE05/.29PNRMKD:.<:bc:.0923`E231:BD<<E029=._=-.8.HbPb`D_I
Pavlos Neophytou1, Jozsef Konya2, Christos Kroupis3, Christiana Antoniou1 and Ruth Tachezy4
1. Mendel Center for Biomedical Sciences, 5 Kimonos, 2406 Egkomi, Nicosia, Cyprus 2. Department of Medical Microbiology, University of Debrecen Medical School, Hungary 3. Attikon University Hospital, University of Athens Medical School, Greece4. Institute of Hematology and Blood Transfusion, National Reference Laboratory for Papillomaviruses,
Prague, Czech Republic
Introduction:
HPV DNA testing has been recommended by Guidelines of American and European organizations as a method for (a) triage of women with atypical cytology, (b) follow up of women treated for precancerous cervical lesions, (c) detection of women at risk of cervical cancer. In order to assess and improve the quality of performance of expert laboratories, we have set up EHEQAS.
Methods
Any European laboratory performing HPV tests may participate (low or high-throughput, low or high-resolution typing, in-house or commercial test). Batches of 5-13 samples are sent from the coordinator (Dr Neophytou) to participants 2-3 times per year. Participants test samples and have to report results to the coordinator within 3 weeks. Results are tabulated and consensus results are prepared. Marks are awarded to participants and once every 12-18 months certificates (of participation or competence) are issued. Competence certificates are based on the average marks received in ≥3 rounds of tests.
Results
EHEQAS began its operations in 2006 with 5 participating laboratories. In 2010 already 15 laboratories have participated from 6 European countries. So far 127 samples have been tested in 11 rounds. Consensus results show 38/127 negative samples, 40/127 had single infections and 49/127 had co-infections. More than thirty genital types have been detected in the positive samples. Comparison of results showed the preferential amplification of different types by different primer systems: e.g. MY09/11 amplifies better types 52 and 53 whereas GP5/6+ system amplifies better types 31 and 42. Six laboratories have been issued with a certificate of competence in September 2009 and eight laboratories will receive such a certificate in February 2010.
Conclusion
Participation in EHEQAS improves the quality of expert laboratories performing HPV DNA testing and provides a platform for (a) improvement and development of HPV diagnostic tests, (b) compliance with ISO 17043 and ISO 15189.
References: P. Neophytou et al. EHEQAS: European HPV DNA test External Quality Assurance Scheme. Eurogin 2007 (European Research Organisation on Genital Infection and Neoplasia), Conference Proceedings p. 86, Monaco, 4-6 Oct 2007, P-HT-3.
129
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα129
124
Q9C.<:1;2:15957;.91:23PNR197.=:15919OB/015:8.929619F23.
u05;.91:23O29=.0<
Pavlos Neophytou1, Mikis Christofides2, Gabriel Minas3, Charilaos Kouriefs4, Chrysostomos Christofi5
1. Mendel Center for Biomedical Sciences, 5 Kimonos, 2406 Egkomi, Nicosia, Cyprus 2. Cyprus Urology Society and Apollonio Hospital, Nicosia, Cyprus 3. Cyprus Urology Society and Timios Stavros Polyclinic, Larnaca, Cyprus 4. Cyprus Urology Society and Kouriefs Clinic, Limassol, Cyprus 5. Cyprus Urology Society and Areteion Private Hospital, Nicosia, Cyprus
Introduction
Human Papillomavirus (HPV) causes anogenital and oropharyngeal cancers. Our previous studies in the general population of Cypriot women determined types and frequency of HPV infection as well as risk factors for HPV infection, condylomata and cervical neoplasia (ref. 1 and 2). In the present study we have investigated HPV infection in Cypriot men. In addition we have analyzed HPV DNA presence in urinary bladder and prostate tumours in order to investigate HPV infection in the etiology of these malignancies.
Methods
We used an MY09/11-based PCR/RFLP system, which has obtained excellent marks in the European HPV DNA test External Quality Assurance Scheme (EHEQAS). We tested urine and/or genital swabs from 389 men who had genital condylomata or whose sexual partner had a recent HPV infection. Furthermore biopsies of 42 urinary bladder tumours and 113 prostate tumours were analyzed.
Results
Out of 389 men 93 (24%) were HPV positive. The level of infection was 11% in men without and 52% in men with a history of condylomata. More than twenty different HPV types were detected. The frequency of infection by HPV 11 in Greek-Cypriot men was 14%, while it is only 2% in Greek-Cypriot women. Out of 42 bladder tumours tested (including 39 invasive cancers) none were HPV positive, while out of 113 prostate tumours (13 invasive cancers, 2 prostate intraepithelial neoplasia, and 98 benign prostate hyperplasia) 4 were HPV-positive (1 invasive cancer, 3 benign prostate hyperplasia).
130
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα130
125
Conclusion
The most important risk-factor for genital HPV infection in men is a history of condylomata, whereas other factors examined (multiple sexual partners, smoking, age at first coitus, other genital infections, family history of cancer etc.) did not reach statistical significance. HPV 11 has a significantly increased frequency in Greek-Cypriot men than in women. HPV does not play a role in the pathogenesis of urinary bladder and prostate cancers.
References
1. P. Neophytou, A. Albayrak and V. Tanos. HPV DNA testing in Cyprus, (31st
FEBS congress, Istanbul, Turkey, 24-29 Jun 2006), the FEBS Journal 273 (Suppl. 1), Jun 2006, p. 250, PP-642.
2. P. Neophytou et al. HPV DNA testing in Cyprus. Eurogin 2006 (European Research Organisation on Genital Infection and Neoplasia), Conference Proceedings p. 71, Paris, France, 23-26 Apr 2006, FC4-9.
131
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα131
126
O5975081:B57:-./5/E32:15957a0..=.L1:-:-.92:15923C2==192:159
/05;028750:-.0.6E=:15957197.=:159
Stefanos Patiakas, Microbiologist, General Hospital of Kastoria, Greece
Objective: To study the response of the Greek population in the old and new vaccines in the national vaccination program for children of age up to 6 years old and to explore the possible causes of any deficiencies in order to more successfully reach the ultimate goal which is undoubtedly the future reduction of major generalized infection.
Material - Methods: We audited a total of 335 health books of children of a primary school in central and western Macedonia. These were 234 Greek students and 101 foreign origin. As fully vaccinated were those who had already had at least one dose of Hib, pneumococcal and meningococcal two doses HAV, and four DTP-Sabin, while in cases where deficiencies were found we investigated the causes and recommendations were made with the appropriate information. In all cases, besides nationality, gender was recorded and the educational and social status of parents.
Results: The compliance rates were found as shown in the table below:
VACCINE
Hib Meningococcal
Pneumococcal
HAV HBV MMR
DTP-
Sabin
Greek children
100% 91% 16% 18% 99% 78% 100%
Foreign origin
100% 92% 4% 4% 98% 61% 100%
Conclusions: 1) It should be noted that, as shown in the table, the percentage of the free vaccine was nearly 100%. 2) High rates have also been seen in meningococcal, either because of its age (now over seven years), or because of the virus risk (it is emphasized by the media). 3) In contrast, the vaccination against hepatitis A and pneumococcal disease had small amounts, either because they lack of relevant information, which we saw because of its cost. 4) Finally significant difference has been recorded in terms of response to vaccination coverage among Greeks and foreigners and also among Greek children according to cultural and socio-economic level. It is therefore evident from the above that while there is full coverage in the statutory vaccines (which indicates good functioning of the vaccination and our confidence for infection control), however, it is needed greater awareness among parents and therefore more complete and systematic information from all doctors.
132
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα132
127
M.:.08192:1595729:1456B57-./2:1:1<59:-.a0..G/05C19=.S_:E6B
579.=.<<1:B:5C2==19.18E950/5:.=:159S
Stefanos Patiakas
Microbiologist, General Hospital of Kastoria, Greece
Introduction: In recent years in our country a significant reduction in the prevalence of Hepatitis A has been observed.
Objective: This study was done to determine the frequency of antibodies against hepatitis A (anti-HAV) in the population of Central and West Macedonia..
Material - Methods: We examined 415 individuals in the general population (229 men and 196 women) with average age 38.3 +/-16.8 years. The detection of anti-HAV antibodies in serum were examined by immunoenzymatic method analyzer AXSUM.
Results: anti-HAV antibodies were detected in 19 individuals (11 males and 8 females), representing 4.58%.
Conclusions: 1) The rate of detection of antibodies to hepatitis A virus is very small, which indicates a significant reduction in prevalence in the general population. 2) It is imposed, therefore, imunoprotection by vaccination, particularly in cases of persons at high risk of exposure to the virus, such as, for example, travelers to countries where the disease is still endemic.
133
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα133
128
R23E.TD6619;F591:5019;57P.853B<1<Q9:.07.0.9=.Q9A24502:50B
,.<:19;S
Norbert Blanckaert [1], Martine Verledens [2], Martin Reynders [1], Stijn Wouters [1], Annie Borremans [1,2]
There is ample evidence that the preanalytical phase represents the main source of errors in clinical laboratory testing. Hemolysis in the biological specimen occurring either at the time of blood collection or during transport and preanalytical handling is a frequent occurrence, with possibly significant impact on clinical laboratory services. Hemolysis may lead to sample rejection or, if overlooked or improperly managed, result in reporting of clinically misleading information.
In this study, we report on usage of a hemolysis monitoring system as one of the key performance indicators for our laboratory services, in a large university hospital. Previous studies almost invariably report on hemolysis frequency using fixed cut-off values for Hb concentration in serum or plasma. By contrast, the present report applies assay-dependent hemolysis cut-off limits, in order to assess test-specific impact of hemolysis on reported test results.
In our 1800+ bed university hospitals, the so-called hemolysis index (HI) is systematically measured selectively in those samples for which tests with known hemolysis interference are requested. The HI measurements are performed using the LHI (lipemia, hemolysis, icterus) test method available on the Modular (P-module) analysers of Roche Diagnostics. Because the potassium and LDH tests are of major clinical significance and even mild hemolysis may severely interfere with the test results and jeopardize correct result interpretation, we set up a system to monitor the frequency of hemolysis interference with potassium and/or LDH results. Our hemolysis impact monitoring system uses two interference cut-off values (10% and 25%), to distinguish three classes: (a) no significant hemolysis impact when <10% interference; (b) intermediate impact when interference is between 10% and 25%; (c) severe impact when interference exceeds 25%. For our analyzers, the 10% and 25% cut-offs correspond with 100 mg Hb/dL and 150 mg Hb/dL, resp., for the potassium assay and with 25 mg Hb/dL and 60 mg Hb/dL, resp., for the LDH assay.
During a five month observation period, hemolysis impact was invariably highest in patients in whom blood was collected in the emergency room (ER). For potassium, we found that hemolysis exceeded 150 mg Hb/dL in 2,2% of the requested tests, which was more than two-fold above the 1% average rate in other hospital units. Similarly, LDH results from 8,9% of the ER patients were severely impacted upon by hemolysis exceeding 60 mg Hb/dL, while such high-impact hemolysis occurred in 2%-3% of the patients in other hospital units.
In an attempt to expedite identification of specimens with high impact hemolysis and, hence, to speed up initiation of corrective actions (e.g. request of a new
134
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα134
129
specimen), we evaluated the hemolysis assessment capability of PVT’s RSD 800A preanalytical specimen processing automation system equipped with a QSI camera inspection module. This system can be programmed by the end-user to distinguish 3 categories of serum/plasma appearance: good quality, slightly hemolytic, highly hemolytic. Using Modular’s HI results as ‘gold standard’ for hemolysis degree classification in an evaluation involving 15 348 comparison observations, the QSI system achieved a negative predictive value of 0,9992, a positive predictive value of 0,1581, a sensitivity of 0,9167 and e specificity of 0,9538.
[1] Department of Laboratory Medicine, University Hospitals of the University of Leuven, Belgium [2] Department of Information Systems, University Hospitals of the University of Leuven, Belgium
135
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα135
130
PB/5:-B05161<8.96/0532=:19
S. Djordjevic-Cvetkovic, Health Care Center Krusevac, Serbia
At hypothyroidism the basic finding is increasing of TSH secretion due to removing of negative feedback system. Besides stimulating the secretion of TSH, TRH it is also stimulating the secretion of prolactin, so it is considered that this effect is obtained by prolactine relieving factor (PRF). The purpose of this paper is to examine the connection between hypothyroidism and prolactinemia and to verify if the level of prolactin into blood depends on level of hypothyroidism. It
were tested 44 female patients, average of 52,3 ± 12,8 and control group was
consisting of 50 women, blood donor, of medium average 47,3 ± 8,2 years. Hormones of thyroid gland (TSH, T4 and T4) and prolactine were determined into serum of female patients by means of luminescence method, by "Siemens" reagents.
The level of prolactin at tested group (H) was x =14,09 ± 5,74 ng/ml, and this has a
statistical importance referring to the control group (KG) and was x =8,32 ± 1,59 ng/ml. Depending on level of TSH into serum, the tested women were divided into 3 groups: the I with TSH level up to 10 mIU/L, the II up to 40 and the III above 40 mIU/L. Into the second and thread group where the level of TSH is above 10,0 mIU/L the level of prolactin is significantly increased referring to the control group, and this is also statistically significant. The basic action of TRH is to stimulate the secretion of TSH, but it also has to stimulate secretion of prolactin because there are receptors for TRH on lactotrophic cells. Hyperprolactinemia at hypothyroidism could be also the consequence of slower rate of clearance of prolactin.
136
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα136
131
A.C.3<Y7A1/16<O27.<:53D962-L.53Q9_.C.023,B/.<Y7O577..
O59<E8.6Q9OB/0E<
E. Ioannou-Kakouri, E. Procopiou, A. Krashia, Ministry of Health, State General Laboratory (SGL), 44 Kimonos, Nicosia-Cyprus. The aim of the study was the investigation of the occurrence of the diterpenes (lipids) cafestol and kahweol in various type of coffee consumed in Cyprus. Cafestol and kahweol are released from ground coffee beans by hot water. Filtered coffee does not contain lipids, because they cannot pass through paper filters. However lipids do end up/ pass in coffee brewed in a cafetiere or in other forms of unfiltered coffee like Cypriot coffee. Cafestol and Kahweol have been implicated as the components in boiled coffee responsible for its hypercholesterolaemic effects and for increasing the liver enzyme alanine aminotransferase. At the same time these lipids have also been shown to possess anticarcinogenic effects. More specifically increase of LDL – cholesterol was observed in human which were consuming 5-6 cups of boiled coffee Scandinavian type (cafetiere coffee) a day for 6 months. For coffee type “espresso” increase in cholesterol was observed with consumption of 25 small caps of coffee a day. A total number of 56 coffee samples were analyzed for this study. The results of the study for the levels of cafestol and caheol depending on the type of coffee are the following: (i) Cypriot coffee: cafestol 0,5-4,9mg/cup(mean:3,3mg/cup) caheol 0,9-5,8mg/cup (mean: 3,8mg/cup),(ii) espresso: cafestol0,4-5,1mg/cup(mean:1,7mg/cup) caheol0,6-6,3mg/cup (mean:2,1mg/cup),(iii)instant coffee: cafestol and caheol were not detected and for (iv) canned coffe: cafestol and caheol were not detected. These values are comparable favorably with corresponding values which were observed in corresponding surveys of other European countries. In conclusion, the levels of cafestol and caheol in Cypriot coffee and in coffees of similar type e.g. “espresso” is relatively high compared to other types of coffee e.g. instant and canned. Considering the beneficial properties of coffee, it is recommended that coffee is consumed in moderation by people with high cholesterol. The increase of LDL – cholesterol is caused by high consumption of coffee, i.e. 5-6 cups daily. The above findings of the study can be used in the consultative policy of the Ministry of Health and other stakeholders.
137
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα137
132
>|!>|?y!$??!$>y #
##?y#?!|$?#
Ε. Ιωάννου-Κακούρη, Ε.. Προκοίου, Α. ΚΡΑΣΣΙΑ, Υουργείο Παιδείας, Γενικό Χηµείο
του Κράτους (ΓΧΚ), Κίµωνος 44, Λευκωσία-Κύρος.
Ο σκοός της έρευνας ήταν η διερεύνηση των ειέδων των διτερενίων (λιίδια) καφεστόλη και καχεόλη σε διάφορους τύους καφέ ου καταναλώνονται στην Κύρο. Ηκαφεστόλη και καχεόλη εκχυλίζοντια αό τους κόκκους του καφέ µε χρήση ζεστού νερού. Ο καφές φίλτρου δεν εριέχει λιίδια διότι κατακρατούνται αό το φίλτρο. Ωστόσο τα
λιίδια εριέχονται σε «cafetiere coffee» ή σε άλλες µορφές µη φιλτραρισµένου καφέ όως
κυριακό. Η καφεστόλη και καχεόλη ως συστατικά του βραστού καφέ έχουν θεωρηθεί
υεύθυνα για την αύξηση των ειέδων της χοληστερόλης και του ηατικού ενζύµου
αµινοτρανσφεράση της αλανίνης. Ταυτόχρονα όµως εισηµαίνεται ότι τα συστατικά αυτά
έχουν και αντικαρκινική δράση. Συγκεκριµένα, αύξηση στην LDL – χοληστερόλη
αρατηρήθηκε σε ανθρώους ου κατανάλωναν 5-6 φλιτζάνια βρασµένου καφέ
σκανδιναβικού τύου (cafetiere coffee) τη µέρα για 6 µήνες. Για καφέ τύου “espresso” αύξηση της χοληστερόλης αρατηρήθηκε µε κατανάλωση 25 µικρών φλιτζανιών καφέ τη
µέρα. Αναλύθηκαν συνολικά 56 δείγµατα καφέ. Τα αοτελέσµατα του ερευνητικού
ρογράµµατος για τα είεδα καφεστόλης και καχεόλης ανάλογα µε το είδος του καφέ
έχουν ως εξής: (i) Κυριακού τύου: καφεστόλη 0,5-4,9mg/φλιτζάνι (µέσος όρος: 3,3mg/φλιτζάνι) καχεόλη 0,9-5,8mg/φλιτζάνι (µέσος όρος: 3,8mg/φλιτζάνι), (ii) “Espresso”: καφεστόλη 0,4-5,1mg/φλιτζάνι (µέσος όρος: 1,7mg/φλιτζάνι) καχεόλη 0,6-6,3mg/φλιτζάνι (µέσος όρος: 2,1mg/φλιτζάνι), (iii) στιγµιαίοι και (iv) εγκυτιωµένοι: καφεστόλη και καχεόλη: δεν ανιχνεύθηκαν. Οι τιµές αυτές συγκρίνονται ευνοϊκά µε
αντίστοιχες τιµές ου αρατηρήθηκαν σε µελέτες άλλων ευρωαϊκών χωρών. Συµερασµατικά, τα είεδα καφεστόλης και καχεόλης στον κυριακό καφέ και σε
καφέδες αρόµοιου τύου .χ. “espresso” είναι σχετικά ψηλά σε σύγκριση µε άλλους
τύους καφέδων .χ. στιγµιαίους, εγκυτιωµένους. Έχοντας υόψη τις ευεργετικές ιδιότητες
του καφέ συστήνεται η κατανάλωση καφέ µε µέτρο αό άτοµα µε ψηλή χοληστερόλη. Ηαύξηση της LDL – χοληστερόλης ροκαλείται αό µεγάλη κατανάλωση καφέ, δηλαδή 5-6 φλιτζάνια καθηµερινά. Τα αραάνω δεδοµένα µορούν να χρησιµοοιηθούν στην
συµβουλευτική ολιτική του Υουργείου Υγείας και άλλων φορέων. Βιβλιογραφία:
1) E. Kakouri et al, Technical fact sheet, SGL/ Ministry of Health, Nicosia, Cyprus (2008). 2) G. Gross et al, Food and Chemical Toxicology, 35, pp.547-555 (1997). 3) Weusten-Van der Wouw et al, Journal of Lipid Research, 35, pp. 721-733, (1994). 4) IARC Monographs on the Evaluation of the Carcinogenic Risks to Humans. Vol. 51. Pp.41-206,
Interanation Agency for Resarch of Cancer, Lyon, 1991. 5th Congress of Clinical Chemistry and Laboratory Medicine, 18-20 March 2011, Amathus Beach Hotel, Limassol, Cyprus.
138
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα138
133
"@l ?& )
)' ?&
Ευσέβιος Χατζηκώστας, Quintessence Enterprises Ltd
Ο κλινικός ε ιστήµονας καλείται να έχει ένα σύνολο δεξιοτήτων ου να τον
καθιστούν ικανό να φέρει σε έρας την α οστολή του µέσα στο σύγχρονο κλινικό
εργαστήριο. Το γνωστικό αντικείµενο του κλινικού ε ιστήµονα είναι σαφώς
καθορισµένο και ε εκτείνεται συνεχώς ανάλογα µε την εξέλιξη της έρευνας, τηςτεχνολογίας και της ε ιστήµης. Η γνώση και οι γνωστικές δεξιότητες α οκτούνται
α ό τα ανε ιστήµια και τα ε ιστηµονικά σεµινάρια και συνέδρια στα ο οία ο
κλινικός ε ιστήµονας καλείται να συµµετέχει. Για την κατάκτηση της γνώσης και τη συνεχή ε έκτασή της ωστόσο, α αιτούνταιµεταγνωστικές δεξιότητες. Η µεταγνώση (metacognition) ορίζεται ως η γνώση και
κατανόηση ου έχει κά οιος για το ε ί εδο και τις δυνατότητες της σκέψης του, του ροσω ικού του συστήµατος ε εξεργασίας των ληροφοριών και οικοδόµησης
της γνώσης (Κουτσελίνη – Ιωαννίδου, 1995). Περιλαµβάνει ακόµη την εµ ρόθετη
και συνειδητή άσκηση ενός δυναµικού ελέγχου και τη ρύθµιση των γνωστικών του
διαδικασιών σε σχέση µε τα γνωστικά δεδοµένα ή αντικείµενα, ρος τα ο οία αυτέςοι διαδικασίες αναφέρονται (Gombert, 1990). «Γνωστικό αντικείµενο» της Κλινικής Χηµείας είναι οι εργαστηριακοί
ροσδιορισµοί χηµικών ουσιών στους ιστούς, στα υγρά και στις εκκρίσεις του
σώµατος του ανθρώ ου και η σηµασία των µετρήσεων αυτών στην Ιατρική. Ταα οτελέσµατα των εργαστηριακών δοκιµασιών χρησιµο οιούνται γενικά για να
βοηθήσουν στην ε ιβεβαίωση ή στην αναίρεση µιας αρχικής διάγνωσης του
γιατρού και στην αρακολούθηση των α οτελεσµάτων µιας ειδικής θερα είας. Ακόµα βοηθούν στην εκτίµηση µιας φυσιολογικής λειτουργίας και αρέχουν τα
δεδοµένα για να τεθεί µία διάγνωση. Ο κλινικός ε ιστήµονας καλείται να διασφαλίσει την οιότητα και την αξιο ιστία
των κλινικών α οτελεσµάτων και ρος τούτο καλείται να ανα τύξει
µεταγνωστικές δεξιότητες, οι ο οίες θα τον καταστήσουν ικανό να ε ιλύει
ροβλήµατα ου αντιµετω ίζει κατά τη ροή της εργασίας του. Η ε ίλυση
ροβληµάτων είναι µια νοητική διεργασία η ο οία εριλαµβάνει την αναζήτηση
και διαµόρφωση ροβληµάτων. Θεωρούµενη ως η λέον ερί λοκη διανοητική
λειτουργία, η διεργασία ε ίλυσης ροβληµάτων ορίζεται ως η υψηλότερη γνωστικήδιεργασία ου α αιτεί τη διαµόρφωση και ρύθµιση θεµελιωδών δεξιοτήτων. Ηε ίλυση ροβληµάτων ε έρχεται όταν ένας οργανισµός ή ένα τεχνητό έξυ νο
σύστηµα µεταβαίνει α ό µια δεδοµένη κατάσταση σε µια στοχευµένη κατάσταση
(Α. ∆ηµητρίου).
139
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα139
134
O5;91:1C.2968.:2T=5;91:1C.=58/.:.9=1.<57:-.=3191=23<=1.9:1<:19
:-.856.09=3191=23324502:50BS
Evsevios Hadjicostas, Quintessence Enterprises Ltd A set of competencies is part of the cognitive knowledge making the clinical
scientist able to complete the mission that he or she is asked to complete in the
modern clinical laboratory. The cognitional knowledge of the clinical scientist is
well defined and extends as an ongoing process depending on the evolution of the
research, technology and science. The knowledge and cognitive competencies are
acquired from the university and through the seminars and congresses in which the
clinical scientist should participate.
To acquire and continually expand the cognitive knowledge, meta-cognitive
competencies are required. Meta-cognition is defined as the knowledge of
understanding the level and capabilities of thinking and recognizing the
information processing system and construction of knowledge of each individual
(Koutsellini-Ioannidou 1995). It consists of the prepositional and mindful exercises
of the dynamic inspection and control of the cognitive procedures in relation to the
cognitive data or objects to which these procedures are referred to (Gombert, 1990).
The role of a clinical scientist is the determination of biochemical substances in the
tissues, the liquids and excretions of the human body and the importance of such
measurements in medicine. The laboratory results are used to facilitate the
confirmation or the rejection of a medicinal diagnosis and to follow up a special
therapy. In addition, they help to assess a physiological function and provide
diagnostic data.
The clinical scientist is asked to ensure the quality and reliability of the clinical
result and to this end is asked to develop metacognitive competencies to make him
or her able to solve the problems faced during laboratory processes.
Problem solving is a mental process and is part of the larger problem process that
includes problem finding and problem shaping. Considered the most complex of
all intellectual functions, problem solving has been defined as higher-order
cognitive process that requires the modulation and control of more routine or
fundamental skills. Problem solving occurs when an organism or an artificial
intelligence system needs to move from a given state to a desired goal state.
(A.Demetriou,)
140
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα140
XOPH°OI KAI Y¶O™THPIKTE™ ™YNE¢PIOY
CONFERENCE SPONSORS AND SUPPORTERS
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα141
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα142
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα143
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα144
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα145
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα146
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα147
Chrysanthou Episkopou Pafou 2, 3022-Lemesos P.O.Box 56281 3305-Lemesos Tel:25 828828 Fax:25 828830
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα148
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα149
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα150
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα151
: Janssen Cilag International NV,Turnhoutseweg 30, 2340 Beerse, .
: ,7, 1060 . .: 22 75 52 14
34835_book 9-03-11 11:17 MM Σελίδα152
148
Dr. Ioannis Meletis is a Professor in Medicine and Haematology at the 1st
Department of Internal Medicine, University of Athens School of Medicine, Laiko Hospital, Athens. He received his medical degree from University of Athens School of Medicine in 1970 and is a diplomate of the Greek Board of Medicine (1978) and the Greek Board of Haematology (1981), while he also obtained a PhD from the University of Athens in 1981. He has worked as a Medical Assistant (1970-1978), University Assistant (1978-1981), Senior Registrat (1981-1983), Lecturer (1983-1989), Assistant Professor (1989-1995) and Associate Professor (1995-2009) before obtaining his current position at Laiko Hospital, University of Athens School of Medicine. He also worked as a University Assistant at the Universite Paris VII, France while attending the Ecole de Medicine Lariboisier-Saint Louis. Dr. Meletis research interest focuses on Hemoglobin F, aplastic anemia, nocturnal paroxysmal hemoglobinuria, acute and chronic leukemias, microspectrophotometry, growth factors and bone marrow transplantation. His work includes over 350 publications, including book publications, about 200 scientific papers in different International and Greek Journals, 130 abstracts in International and National Congresses, and 35 chapters in books and his work is citated in about 1400 international papers. Dr. Meletis has received five First Prizes Awards for best work in haematology (National and European).
Dr Anthi Drousiotou is a Head Senior Scientist at the Department of Biochemical Genetics, and a member of the Scientific Council, of the Cyprus Institute of Neurology and Genetics. She graduated from Imperial College of Science and Technology (Biochemistry) and completed her PhD in Biochemistry at the Guy’s Hospital Medical School, London, UK in 1983. Dr. Drousiotou is an Associate of the Royal College of Science, U.K. and a Special Scientist of the University of Cyprus. She is a national representative for Cyprus in the EuroGentest Project (Biochemical Gentics) and a founding member of the Board of Directors of the Cyprus Society of Human Genetics. She is a European Specialist in Clinical Chemistry and Laboratory Medicine and secretary of the Cyprus NCCR. She is a member in various other scientific societies in Cyprus and abroad and has published a large number of scientific papers of her work.
Professor Peter Mugyenyi is the Executive Director and Founder of Uganda’s Joint Clinical Research Centre (JCRC), an AIDS care, treatment and research centre of Excellence. After his medical studies in Uganda, the Royal College of Physicians and Surgeons of Glasgow and the Royal college of Physicians of Ireland, Professor Mugyenyi worked in the UK and Middle East. He has served as visiting professor, chairperson, and board member at a number of universities and organizations in the U.S., Europe, and Africa, including the Institute of Medicine of the National Academies in Washington, DC. He received a number of honours, including two doctorate degrees from Uganda and Ireland, the Hero of Medicine Award from the U.S., the Lifetime Achievement Award (Gold Medal) from India and Uganda Parliamentary honour.
153
BIO°PAºIKA ™HMEIøMATA OMI§HTøNCURRICULUM VITAE OF SPEAKERS
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα153
149
Dr. Leondios Kostrikis received his BSc degree (Biochemistry) in 1987 as a Fulbright scholar and his Ph.D. (Architectural Studies of Inoviruses) in 1993 from New York University, United States. This was followed by post-doctoral research at the Aaron Diamond AIDS Research Center of Rockefeller University (New York) on the molecular virology of human immunodeficiency virus type 1 (HIV-1). He was a recipient of fellowships from the Elizabeth Glazer Pediatric AIDS Foundation and the Aaron Diamond Foundation. He joined the faculty of the Aaron Diamond AIDS Research Center as a staff investigator in 1998 and the Rockefeller University as an Assistant Professor in 1999. He is currently a tenured Associate Professor in the Department of Biological Sciences at University of Cyprus and he is the Head of the Molecular Virology Laboratory.
Dr. Ferderigou-Stathaki Angeliki is the director of the Biochemistry department of “Agios Savvas” Anticancer Hospital, Athens since 1992. She is a doctorate holder from the University of Athens. She completed her specialization in Clinical Chemistry at the Chemistry Department of “Mount Sinai” Medical School of New York City University Hospital, U.S. and received her diploma of director of Clinical Chemistry Laboratory from the Ministry of Health of New York. She is a Specialist in Clinical Chemistry in Greece according to Law 131/1973. She is also a European Specialist in Clinical Chemistry and Laboratory Medicine since 2004. She is the vice-president of the Greek NCCR and vice-president of the Greek Society of Clinical Chemistry-Clinical Biochemistry since 2005. She the president of the special technical committee ETEΡ 4 of ESYD for Clinical Laboratories, and has participated as a consultant and later as an Assessor in audits at various clinical laboratories in Cyprus and Greece with ESYD and the CYS-CYSAB.
Dr. George S. Paterakis is the Director of the Flow Cytometry Laboratory of the Immunology Department and National Histocompatibility Centre, “G. Gennimatas” General District Hospital of Athens. He obtained his medical degree from Athens University Medical School in 1993 and completed his residency training program at the 1st Department of Internal Medicine, Athens University in 1993, while he obtained his PhD degree in the same year. He is a diplomate of the Greek board of Heamotology (1994). His main research interest involves haematology analyzers, Flow Cytometry and Clinical Cell Analysis. He has published, either as a man author, coordinator or co-author over 50 scientific papers and his work is cited in 400 international papers. He is also the editor of five books, and co-author of three books. Dr. Paterakis is a member of the Hellenic Haematologic Society, for which he served as General Secretary for three terms, ISH, ICSH and EHA.
Dr. Christos Kroupis is a Lecturer of Clinical Biochemistry and Molecular Diagnostics, at Attikon University Hospital, University of Athens Medical School since 2007. He received his BSc in Chemistry from the University of Athens in 1988 which was followed by an MSc (1991) from Cornell University, New York, USA
154
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα154
150
and a PhD from the University of Athens in 2003. Dr. Kroupis a European Clinical Chemist and a member in various national and international scientific societies. His work includes 30 publications in peer-reviewed journals with 578 citations, 6 publications in Greek journals, participations in EEC Research projects and several award-winning studies and presentations at national and international congresses. He is an Expert for lab accreditation according to ISO 15189 and 17025 (ESYD, 2007), a Lead Assessor for medical lab accreditation according to ISO 15189 (ESYD, 2009-) and a member of a technical committee for accessing standards in health products (ELOT).
Dr Kyriacos C. Tsimillis, Chemist PhD, is the Director of the Cyprus Organization for the Promotion of Quality – The Cyprus Accreditation Body (CYS-CYSAB). He has 39-year of professional experience out of which 29 years in quality issues (standardization, certification and accreditation and New Approach Directives). KT,initially an IRCA Lead Auditor (Quality Systems), was then trained as a Lead Assessor by UKAS (1995 and 1998), ESYD (2003 and 2008) and DANAK (2004). He represents Cyprus in EA and other fora. During the 90´s, he was the representative of CyprusLab in Eurolab. As from 1997, he represents the Pancyprian Union of Chemists in Eurachem (Chair 2008-2010). Dr. Tsimillis is the author of a number of publications, research papers and review articles in scientific journals and a co-author in books, organiser of educational and awareness events and training activities, and has presented in several seminars, workshops and conferences.
Dr.Othon Panagiotakis is a Clinical Chemist at the Biochemistry department of “Evangelismos” Hospital in Athens, Greece since 1978. He is a founder member and manager of the Greek External Quality Assessment service ESEAP since 1994. He obtained his BSc in Chemistry from the University of Athens and his postgraduate degree (DIPLOME D’ETUDES APPROFONDIES) in Biochemistry-Enzymology and DOCTORAT 3me CYCLE degree in Molecular Biology from PARIS-XI University. In 1981, he received the title of Specialist in Clinical Chemistry. In 1987 and 1982, he undertook postgraduate training on Quality Control of laboratory tests in Clinical Chemistry in Paris. Dr. Panagiotakis scientific and research work focuses mainly on Quality Control. He is a founding member of the Greek Society of Clinical Chemistry-Clinical Biochemistry and General Secretary of the society until recently.
Dr. Iosif Kassios is a Diabetologist practicing in Cyprus since 1979. He graduated from the National and Kapodistrian University of Athens Medical School in 1973 and during the years that followed until 1978, he practiced at various hospitals in Athens and the U.K. from different positions. He is a specialist in Internal Medicine and has a certificate of sub-specialization in Diabetes Mellitus. Dr Kassios is a member of a number of national and international scientific societies and was president of the Cyprus Diabetes Association for two consecutive years and a member of the Disciplinary Committee of the Cyprus Medical Association for
155
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα155
151
twelve years. In 1993, he was elected as a member of the international scientific council of the National Centre for Research, Prevention and Treatment of Diabetes Mellitus and its Complications. He is the president of the MedicAlert Foundation for the last ten years. Dr. Kassios has organized and participated in a number of studies, seminars, workshops and conferences and, particularly for his work in the field of Diabetes Mellitus, he has been honoured at several occasions by Greek and Cypriot scientific and cultural organizations.
Dr. Demetrios A. Rizos is an Assistant Professor of Clinical Chemistry at the University of Athens Medical School, Second Obstetrics & Gynecology clinic, Hormone Laboratory, "Aretaieio" University Hospital. He received his BSc degree (Chemistry) from University of Athens and his PhD degree (Biochemistry) from University of Ioannina. His research and laboratory work focuses amongst others on hormonal evaluation of pregnancy and 1st and 2nd trimester screening programs for foetal chromosomal abnormalities, the determination of drug levels and tumour markers and the influence of hormone replacement therapy on biochemical and hormonal parameters of menopausal women. His work includes over 100 scientific papers published in Greek and International journals, 12 book chapters and over 100 abstracts at National and International conferences and is cited in 528 scientific papers. Dr. Rizos has served as president of the Greek Society of Clinical Chemistry-Clinical Biochemistry, Chairman of the Greek NCCR and is a Member of the Registration Commission of EC4 as the national representative of Greece.
Dr. Christina Zira is the Head of the department of Endocrinology at Makarios Hospital. She received her medical degree from the Medical Faculty of the University of Montpellier, France. She specialized in Endocrinology and Metabolic Diseases at the Marseille Medical University, France and undertook postgraduate training in Thyroid diseases and Endocrinology and Metabolism at the Necker Paris University Hospital and Lapeyronie Montpellier University Hospital, respectively. Dr. Zira has a special interest in thyroid and hypophysis function and reproduction and her research focuses on Thyroid Diseases in Cyprus, Endocrine Disorders in Thalassaemia Major, and Acromegaly in Cyprus. She is a consultant of W.H.O. on Nutrition and Reproduction.
Dr. Iosif Paparaskevas is a medical biopathologist at the Microbiology Laboratory of the National and Kapodistian University of Athens Medical School and a Lecturer at the University of Athens. He is in-charge of the Molecular Microbiology Unit providing at the same time consulting services to other hospitals in Athens. He is also in-charge of the BSL-III facility. His scientific and research interests include the epidemiology of bacterial infections, antibiotic resistance mechanisms, anaerobic bacteriology, highly infectious bacteria and the development of molecular techniques in the diagnosis of bacterial infections. His work includes 34 publications in international journals and 13 book chapters.
156
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα156
152
Dr Loukia Zerva is a medical biopathologist, an assistant professor of Microbiology at the National and Kapodistrian University of Athens Medical School and the director of the Clinical Microbiology Laboratory of “Attikon” University Hospital. She received her medical degree from the University of Thessaloniki Medical School and her doctorate degree from the University of Ioannina Medical School. She specialized in Laboratory Medicine/Clinical Pathology at the University of Pennsylvania Hospital and in Clinical Microbiology at the University of Iowa Hospital and Clinics. She is a Fellow of the College of American Pathologists and has served as Chair of the European Society of Mycobacteriology.
Dr. Ekaterini Psarra is a Biochemist at the Immunology-Histocompatibility department AIDS report centre, of “Evangelismos General Hospital”, Athens since 1983. She received her BSc in Chemistry from the University of Athens in 1981, her MSc in Clinical Biochemistry from the University of Newcastle u.Tyne, U.K. in 1982 and a PhD in Medicine from the University of Athens Medical School. Since the acquisition of the first flow cytometer in Greece in 1987, she was instrumental in developing further the flow cytometry laboratory and in applying such methods in almost all clinical applications encountered in routine clinical settings, such as in immunology, hematology, infection and oncology. Her work includes 90 publications in Greek and International journals and books and 230 abstracts in conferences. She is a member in a number of national and international scientific societies and she has been a founding member of the Hellenic Society of Cytometry and member of its Board since 1997 and is currently president of the Greek Society of Clinical Chemistry-Clinical Biochemistry since 2008.
Dr. Simone Zerah is Chair of the EFCC Professional Committee and the EC4 Register Commission. She is a representative at European and International level of SFBC (Societé Française de Biologie Clinique), a Board member of the Syndicat des Laboratoire de Biologie Clinique and a Delegate of SFBC and SLBC at AFNOR (French standardisation body). She in an Expert at ISO and CEN. Dr. Zerah is the Director of a private polyvalent laboratory in France. She graduated from ‘Jones Institute’ Norfolk, U.S. and she is a Specialist in Laboratory Medicine, with specialization in Clinical Chemistry, Hematology, Bacteriology, Immunology, Andrology, and Medically assisted conception.( Graduated from ‘Jones Institute’ Norfolk USA). Dr. Zerah has been awarded the title of Knight of the French Legion of Honour.
Janet McMurray, BSc, MSc, MCB, FRCPath, EurClinChem is the Secretary of the EC4 Register Commission, the EC4 Foundation Board and the EFCC Professional Committee. She was formerly a Consultant Clinical Biochemist and Clinical Lead for Clinical Biochemistry at Salford Royal Hospitals NHS Trust, United Kingdom and an Honorary Lecturer at the University of Manchester. She is a Fellow of the Royal College of Pathologists, UK. Ms McMurray’s main interests include Education and Training in the field of clinical sciences and laboratory accreditation.
157
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα157
153
She has served as a Registration Assessor for the Health Professions Council, UK (2003-2010), an Accreditation assessor for Clinical Pathology Accreditation (UK) Ltd. (CPA), Assessor for the Certificate of Attainment at theAssociation of Clinical Scientists, UK (2003-2008), a co-organiser, lecturer and examiner for the MSc in Clinical Biochemistry at the University of Manchester (1992-2005), Examiner for the Royal College of Pathologists and MCB Joint Examinations Board, Chair of the Education Committee of the Association for Clinical Biochemistry, UK (1994-1997) and an ACB Regional Tutor for North West England.
Chrysanthos Mitropoulos is the director of Scientific Support, partner and member of the Board of Directors of Medicon Hellas AE. He has a BSc in Biology from the University of Athens. He has participated as a coordinator and as a speaker in a number of seminars and lectures organized by the Greek Society of Clinical Chemistry-Clinical Biochemistry. He is a member of the Greek Society of Clinical Chemistry-Clinical Biochemistry, the American Association of Clinical Chemistry and a member of the board of the Greek Association of Science and Health Providers.
Dr. Paul A. Costeas received his B.Sc. in Clinical Laboratory Sciences from the School of Health Technology and Management at the Health Science Center of the University at Stony Brook, Stony Brook, New York. He obtained his Ph.D. in Human Genetics from the University of Maryland at Baltimore in the Department of Pediatrics and Division of Human Genetics in Baltimore, Maryland. He has a license by the National Committee for the Registration of Biomedical Laboratories and is a member of the EC4 European Registry of Specialists in Clinical Chemistry and Laboratory. As the founding director of the Karaiskakio Foundation he has contributed in the establishment of the largest Bone Marow Donor Registry per capita in the world with more than 130,000 registered volunteer donors and the accreditation of the bone marrow donor registry by the World Marrow Donor Registry (WMDA) and the Foundation’s immunogenetics laboratory by the European Federation of Immunogenetics (EFI) He has served in the Europpean Commitee for the drafting of the directives regulating the collection, processing, storage and procurement of tissues and cells, he served two terms as the elected chairman of the Ethics Committee of the WMDA and is currently serving as a member of the advisory board of the international bone marrow donor registry “BMDW”.At a local level, Dr. Costeas has served as a member of the National Bioethics Committee, the National Committee for the registration of clinical laboratories and the Board of Directors of the Cyprus Society of Human Genetics. Currently, Dr Costeas is serving as the founding director of the Center for the Study of Haematological Malignancies (CSHM), a newly found organization aiming to establish a multidisciplinary intergrated diagnostic and research center focused in the area of hematooncology. The CSHM is funded by European Union Structural Funds.
158
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα158
154
Dr Costas MAKRIS, Ph.D., EurClinChem received his BSc degree (Biology) in 1981 and his PhD in 1996 from the University of Patra. He currently works in the Biochemistry department of KAT hospital. As a member of EEKX, he was the Greek representative in the working group of IFCC for the standardization of HbA1c measurements. His other research interests include diabetes and coronary heart disease.
Dr Christina CHRISTODOULOU, Ph.D. received her BSc degree in Biochemistry in Paris and her PhD in virology from Pasteur Institute in Paris. She currently works at the Institute of Neurology and Genetics in the department of Molecular Virology. The department offers diagnostic services related to virology, especially to high risk groups. In addition the department follows and maps the spread of viruses in order to prevent epidemics.
Dr Tomas ZIMA, MD, Ph.D., DSc, EurClinChem received his MD in 1990, his PhD in 1993 and D.Sc in 2000 from Charles University in Prague. He is currently the Supervisor of postgraduate education for biochemistry and pathobiochemistry, with rich teaching experience in medically related fields. He is a member of many scientific committees and editorial boards. His research topics include oxidative stress, AGEs, experimental nephrology and quality system in labs – accreditation.
Dr Michael KOUPPARIS, Ph.D. received his BSc degree (Pharmacy) in 1973 and his PhD in analytical chemistry in 1978 from the University of Athens. He is currently a member of the teaching and research staff of the University of Athens, as Professor of analytical chemistry and pharmaceutical analysis. He is in charge of laboratory accreditation according to standard ISO 17025 & ISO 15189, in collaboration with ESYD, since 1997.
Πετρίκκος Γεώργιος, Λοϊζου, Ιατρός, Καθηγητής Ιατρικής του Πανε ιστήµιου
Αθηνών. Σ ούδασε στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Κα οδιστριακού
Πανε ιστηµίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) α ό την ο οία α οφοίτησε το 1973 καιαναγορεύθηκε διδάκτορας το1979. Το 1989 εξελέγη Ε ίκουρος Καθηγητής, το 2001 Ανα ληρωτής Καθηγητής και το 2008 Καθηγητής Ιατρικής του ΕΚΠΑ. Α ό τον
Οκτώβριο του 2009 ανέλαβε την διεύθυνση της ∆΄ Πανε ιστηµιακής ΠαθολογικήςΚλινικής στο Νοσοκοµείο <<ΑΤΤΙΚΟΝ>>. ∆ιετέλεσε Πρόεδρος της Εταιρείας
Ιατρικών Σ ουδών και είναι γενικός γραµµατέας της Ελληνικής Εταιρείας Χηµειοθερα είας, Πρόεδρος της Κυ ριακής Εταιρείας Χηµειοθερα είας και
Λοιµώξεων. ∆ιετέλεσε 1ος Πρόεδρος και τώρα είναι Αντι ρόεδρος της Ελληνικής
Εταιρείας Ιατρικής Μυκητολογίας. Είναι Πρόεδρος της Μεσογειακής Εταιρείας
Χηµειοθερα είας (MSC) και Γενικός Γραµµατέας της Ευρω αϊκής Συνοµοσ ονδίαςΜυκητολογικών Εταιρειών (ECMM), µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της
Ευρω αϊκής Συνοµοσ ονδίας Εταιρειών Χηµειοθερα είας και Λοιµώξεων (FESCI) και του συµβουλίου της ∆ιεθνούς Εταιρείας Χηµειοθερα είας (ISC). Μέλος του
European Organization for Research and Treatment of Cancer Infection Diseases Group (EORTCIDG) α ό το 1986 και Εθνικός Αντι ρόσω ος στο European Clinical
159
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα159
155
Trials Platform EDCTPO (2001-2002) και στο European Union of Medical Specialists, section Infectious Diseases (UEMS-ID) α ό το 2005. Έχει γράψεικεφάλαια στα βιβλία <<Λοιµώξεις και Αντιµικροβιακή Χηµειοθερα εία>> (1991,2009), <<Παθολογία>> (2002), << Χειρουργικές λοιµώξεις>> (2002), << Σύγχρονη Χειρουργική>> (2004) και ερισσότερες α ό 200 ε ιστηµονικές εργασίεςσε ελληνικά και ξένα εριοδικά.
Ειρήνη ∆. Λεϊµονή είναι Πτυχιούχος του Βιολογικού Τµήµατος της
Φυσικοµαθηµατικής Σχολής του Πανε ιστηµίου Αθηνών και διδάκτορας του
Τοµέα Βιοχηµείας –Μοριακής Βιολογίας του Βιολογικού Τµήµατος του
Πανε ιστηµίου Αθηνών. Α ό τον Α ρίλιο του 2009 έως σήµερα εργάζεται στην
Ευρωιατρική (Εταιρεία του ∆ιεθνούς Οµίλου EUROMEDIC INTERNATIONAL) ωςυ εύθυνη Ανά τυξης των Κλινικών Εργαστηρίων του Οµίλου EUROMEDIC INTERNATIONAL.
Α ό το 2008 έως σήµερα είναι Αξιολογήτρια του Εθνικού Συστήµατος
∆ια ίστευσης (Ε.Σ.Υ.Α) για την ∆ια ίστευση των Κλινικών Εργαστηρίων.
Α ό το 2007 συµµετέχει στο ∆ια ανε ιστηµιακό ∆ιατµηµατικό Πρόγραµµα
Μετα τυχιακών Σ ουδών , <<Χηµική Ανάλυση-Έλεγχος Ποιότητας>> του
Χηµικού Τµήµατος του Πανε ιστηµίου Αθηνών µε διάλεξη στο µάθηµα
<<∆ιασφάλιση Ποιότητας>> στην ενότητα <<∆ιασφάλιση Ποιότητας στα Κλινικά
Εργαστήρια - Πρότυ ο ISO 15189>>.
Παναγέα Θεοφανώ Αντωνίο είναι α όφοιτος του Ιατρικού Τµήµατος του
Κα οδιστριακού Πανε ιστηµίου Αθηνών και έχει άρει την ειδικότητα στην
Βιο αθολογία α ό το Γ.ΝΠαίδων <<Αγία Σοφία>> στην Αθήνα.
Έχει εκ ονήσει την διδακτορική της διατριβή στον τοµέα <<Μοριακή βιολογία και
Εφαρµογές στην Ιατρική>> µε θέµα <<Βιοχηµική και Γενετική>> διερεύνηση των
µηχανισµών αντοχής στα νεότερα β-λακταιµικά αντιβιοτικά σε κλινικά στελέχη
Ε.coli και Klebsiella pneumoniae. Έχει µετεκ αίδευση στην χρήση µοριακών
τεχνικών σε κέντρο αναφοράς του εξωτερικού. Α ό τον Μάϊο του 2008 µέχρισήµερα κατέχει τη θέση του λέκτορα στο Εθνικό Κα οδιστριακό Πανε ιστήµιο
Αθηνών και εργάζεται ως υ εύθυνη του Ερευνητικού Εργαστηρίου Λοιµώξεων και
Αντιµικροβιακής Θερα είας της ∆΄ Πανε ιστηµιακής Παθολογικής Κλινικής του
Νοσοκοµείου <<Αττικόν>>. Έχει δηµοσιεύσει αριθµό εργασιών, ανακοινώσεις σεδιεθνή συνέδρια και αρουσιάσεις στην Ελληνική Εταιρεία Κλινικής
Μικροβιολογίας και Εργαστηριακής ∆ιαγνωστικής.
160
34835_book 9-03-11 11:07 MM Σελίδα160