102
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ Α΄ ΕΤΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: Δ. ΖΕΡΔΕΛΗΣ ΘΕΜΑ: Η ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΒΕΡΓΗΣ ΦΩΤΗΣ

Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

  • Upload
    others

  • View
    3

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ

ΕΠΙΣΤΗΜΩΝΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ

Α΄ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟΔΙΔΑΣΚΩΝ: Δ. ΖΕΡΔΕΛΗΣ

ΘΕΜΑ: Η ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΒΕΡΓΗΣ ΦΩΤΗΣ

ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2006

(ΑΡΧΙΚΗ-ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2005)

Page 2: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ι. Εισαγωγικά

ΙΙ. Στοιχεία της έννοιας «μονομερής βλαπτική μεταβολή»

Α. Μονομερής μεταβολή

1. Έννοια

2. Η κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος ως μονομερής μεταβολή

α. Γενικά για το διευθυντικό δικαίωμα

β. Τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος

γ. Η υπέρβαση και η κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος ως μονομερής

βλαπτική μεταβολή

δ. Πεδίο άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος

3. Αποδοχή της μονομερούς μεταβολής

Β. Βλαπτική μεταβολή

1. Υλική βλάβη

α. Περιπτώσεις υλικής βλάβης

β. Περιπτώσεις που δε συνιστούν υλική βλάβη

2. Ηθική βλάβη

α. Περιπτώσεις ηθικής βλάβης

β. Περιπτώσεις που δε συνιστούν ηθική βλάβη

ΙΙΙ. Δυνατότητες και αξιώσεις του εργαζομένου μετά τη μονομερή

βλαπτική μεταβολή

Α. Δυνατότητες

Β. Περαιτέρω αξιώσεις

1. Αποζημίωση

2

Page 3: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

2. Χρηματική ικανοποίηση

IV. Συνοπτική παρουσίαση της τροποποιητικής καταγγελίας

IV. Τελικές παρατηρήσεις

3

Page 4: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

Ι. Εισαγωγικά

Η ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης, ως διαρκούς έννομης σχέσης,

επηρεάζεται από το σύνολο των συνθηκών μέσα στις οποίες αναπτύσσεται, είτε

αυτές αφορούν μόνο τα συγκεκριμένα υποκείμενά της, εργοδότη και

εργαζόμενο είτε, ευρύτερα, τη γενικότερη οικονομική και κοινωνική

κατάσταση. Είναι δυνατόν, επομένως, κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας να

παρουσιαστεί η ανάγκη μεταρρύθμισης των αρχικά συμφωνηθέντων όρων υπό

τους οποίους λειτουργεί. Η δυνατότητα μεταβολής ορισμένου όρου εξαρτάται

από τη φύση και την πηγή του όρου αυτού, ώστε αν πρόκειται για όρο εργασίας

που προβλέπεται ως υποχρεωτικός με νόμο να μπορεί να αντικατασταθεί μόνο

με νεώτερη νομοθετική ρύθμιση και αν προέρχεται από συλλογική σύμβαση

εργασίας ή διαιτητική απόφαση μόνο με νέα σ.σ.ε. ή διαιτητική απόφαση1.

Η μεγάλη πλειοψηφία των όρων μιας εργασιακής σχέσης έχουν το

χαρακτήρα συμβατικών όρων. Ως διαρκής αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση, η

σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί καταρχήν να τροποποιηθεί μόνο με νέα

συμφωνία των μερών, εκτός κι αν προβλέπεται διαφορετικά από την ίδια τη

σύμβαση. Μονομερής τροποποίηση των όρων εργασίας, όπως αυτοί είχαν

εξαρχής ρητά συμφωνηθεί ή διαμορφώθηκαν κατά την πορεία της εργασιακής

σχέσης κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας, είναι ανεπίτρεπτη, ανεξάρτητα αν

αποβαίνει υπέρ ή εναντίον του εργαζομένου. Στην πράξη ζήτημα ανακύπτει για

εις βάρος του εργαζομένου τροποποιήσεις που επιβάλλονται μονομερώς από τον

εργοδότη, καθώς, όταν πρόκειται για ευνοϊκές για τον εργαζόμενο μεταβολές, με

την αποδοχή τους εκ μέρους του συνάπτεται σιωπηρή συμφωνία περί

τροποποίησης της αρχικής σύμβασης.

Στον εξουσιαστικό χαρακτήρα της εργασιακής σχέσης και την ανισότητα

των μερών της ελλοχεύει ο κίνδυνος αυθαίρετων μεταβολών εκ μέρους του

εργοδότη, για την αντιμετώπιση των οποίων προβλέφθηκε ειδική ρύθμιση, που

όμως αφορά μόνο τις αορίστου χρόνου συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Το

1 Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα, 2005, σελ. 1139, Καρακατσάνης/Γαρδίκας, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1995, 475.

4

Page 5: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

άρθρο 7 Ν. 2112/1920 προβλέπει πως «πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της

υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον θεωρείται ως καταγγελία

αυτής, δι’ ην ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου» και αφορά κάθε σύμβαση

αορίστου χρόνου, ανεξάρτητα αν πρόκειται για υπάλληλο ή εργατοτεχνίτη2.

Έχει μάλιστα κριθεί πως η ρύθμιση μπορεί να εφαρμοστεί μόνο επί έγκυρης

σύμβασης αορίστου χρόνου και όχι όταν πρόκειται για σχέση εργασίας που

στηρίζεται σε άκυρη σύμβαση3.

Η διάταξη αυτή καθιερώνει τεκμήριο υπέρ του εργαζομένου πως η εκ μέρους

του εργοδότη του μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του

ισοδυναμεί με καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη, με συνέπεια ο

μισθωτός να μπορεί να αποχωρήσει, δικαιούμενος της νόμιμης αποζημίωσης

που προβλέπεται από τον Ν. 2112/1920. Η μονομερής εκ μέρους του εργοδότη,

βλαπτική για τον εργαζόμενο τροποποίηση των όρων εργασίας του δεν

συνεπάγεται δηλαδή αυτοδικαίως τη λύση της εργασιακής σχέσης, αλλά δίνεται

το δικαίωμα στο μισθωτό να θεωρήσει πως εχώρησε καταγγελία της σύμβασης

από τον εργοδότη και να αξιώσει την αποζημίωσή του. Χωρίς τη ρύθμιση του

αρ. 7 Ν 2112/1920 ο εργαζόμενος θα έπρεπε να αποδείξει ότι η επί τα χείρω

μεταβολή των εργασιακών όρων γίνεται με πρόθεση καταστρατήγησης των περί

καταγγελίας διατάξεων εκ μέρους του εργοδότη, ότι δηλαδή στην

πραγματικότητα αποβλέπει στον εξαναγκασμό του μισθωτού σε παραίτηση,

ώστε να αποφευχθεί η εφαρμογή των ανωτέρων προστατευτικών ρυθμίσεων και

να απαλλαγεί ο εργοδότης από την υποχρέωση των όρων της νόμιμης 2 Παρά το γεγονός ότι η σχετική ρύθμιση δεν περιλαμβάνεται στο β.δ. 16/18-7-1920 ούτε υφίσταται σε αυτό σχετική παραπομπή στο αρ. 7 του Ν. 2112/1920, γίνεται πάγια δεκτό πως το τεκμήριο του αρ. 7 εφαρμόζεται και επί εργατοτεχνιτών για την ταυτότητα του νομικού λόγου. Βλ. Ληξουριώτη, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 441, Ζερδελή, Το Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, 6643 ΑΠ 1615/1998, ΔΕΝ 1999, 419, ΑΠ 957/1998, ΕΕΔ 1999, 894.

Αντίθ. Βλασσόπουλος, Η μονομερής μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και η τροποποιητική καταγγελία, 1999, σελ. 40, όπου παρατηρείται πως οι ακυρώσιμες συμβάσεις εργασίας λειτουργούν σαν να ήταν έγκυρες εφόσον δεν ακυρωθούν είτε γιατί δεν υποβάλλεται σχετικό αίτημα ενώ ακόμα διαρκεί η διετής αποσβεστική προθεσμία προσβολής τους (156 ΑΚ) είτε γιατί παρέρχεται αυτή άπρακτη. Περαιτέρω τονίζεται ότι και επί άκυρων συμβάσεων εργασίας, κρίσιμο για την προστασία του εργαζομένου δεν πρέπει να είναι το τυπικό στοιχείο του κύρους της συμβάσεως, αλλά το ουσιαστικό στοιχείο της λειτουργίας της, που έχει σαν αποτέλεσμα την διαμόρφωση μιας πραγματικής κατάστασης που ταυτίζεται με την ερειδόμενη σε έγκυρη σύμβαση παροχή εξαρτημένης εργασίας. Καθώς πρόκειται ουσιαστικά για καταστάσεις που ταυτίζονται, για λόγους ισότητας και σύμφωνα με την τελολογική ερμηνεία της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920, που αποβλέπει στον περιορισμό των αυθαιρεσιών εκ μέρους του ισχυρότερου της σύμβασης, του εργοδότη, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σχετική προστασία παρέχεται στον εργαζόμενο και επί απλής σχέσης εργασίας, έστω κι αν αυτή στηρίζεται σε άκυρη σύμβαση.

5

Page 6: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

καταγγελίας. Έχει παρατηρηθεί πως η ρύθμιση του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν

αποτελεί στην πραγματικότητα επαρκές μέσο προστασίας του εργαζομένου από

αυθαίρετη συμπεριφορά του εργοδότη, αφού δεν εξασφαλίζει τη διατήρηση της

θέσης εργασίας, στην οποία αποβλέπει κυρίως ο εργαζόμενος, υπό τους όρους

που αυτή υφίσταται και λειτουργεί με σχετική συμφωνία των μερών, αλλά του

παρέχει απλώς ως αντιστάθμισμα του ουσιαστικού εξαναγκασμού του σε

παραίτηση τη δυνατότητα να αποχωρήσει υπό τους όρους που θα αποχωρούσε

αν είχε προηγηθεί καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη4.

Το υπέρ του μισθωτού τεκμήριο που θεσπίζει το αρ. 7 Ν. 2112/1920

τυγχάνει εφαρμογής μόνο αν πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας

αορίστου χρόνου. Στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου επομένως, σε περίπτωση

που επιχειρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή από τον εργοδότη ο

εργαζόμενος δεν μπορεί να το επικαλεστεί, ώστε να θεωρηθεί ότι έχει επέλθει

καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη. Δικαιούται όμως να προβεί

ο ίδιος σε καταγγελία της σύμβασης ορισμένου χρόνου δυνάμει του αρ. 672 ΑΚ,

θεωρώντας και προτείνοντας ως σπουδαίο λόγο καταγγελίας αυτήν ακριβώς την

αυθαίρετη και αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά του εργοδότη του5. Αν η

συμπεριφορά του εργοδότη συνίσταται ή οφείλεται σε αθέτηση συμβατικού

όρου, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωσης κατά τα αρ. 673-674 ΑΚ,

συνιστάμενης στους μισθούς που θα ελάμβανε από την καταγγελία έως την

κανονική λήξη της σύμβασης και στην αποκατάσταση κάθε άλλης ζημίας που

συνίσταται με την εκ μέρους του εργοδότη ως άνω συμπεριφορά.

4 Ζερδελής, ό.π., σελ. 658-659 και 663-664, όπου και η πρόσθετη παρατήρηση πως δεν ήταν δυνατόν να προβλέπεται κάτι υπέρτερο αυτής της προστασίας από μόνο τον Ν. 2112/1920, καθώς οι ρυθμίσεις που περιέχει αφορούν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, αναφέρονται δηλαδή στη ρύθμιση της λύσης της σύμβασης και όχι στη διατήρηση και λειτουργία της.

Επίσης βλ. Λεβέντη, Η μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, 1990, σελ. 104-108, Βλασσόπουλο, ό.π., 49-50.5 ΟλΑΠ 6/1989, ΕΕΔ 1990, 178, ΑΠ 907/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 94/1995, ΔΕΝ 1995, 747, ΑΠ 743/1977, ΕΕΔ 1977, 770, ΕφΠειρ 295/2003, ΔΕΕ 2004, 315, ΕφΠειρ 1156/2002, ΠειρΝομολ 2003, 155, ΕφΑθ 2099/1994, ΔΕΝ 1994, 646, ΕφΘεσ 1607/1994, ΔΕΝ 1994, 1271, ΕφΘεσ 83/1991, Αρμ 1991, 45, ΜονΠρΑθ 91/1999, ΔΕΕ 2000, 758. Βλ. και Ζερδελή, ό.π., σελ. 664, Βλαστό, ό.π., σελ. 1140, Ληξουριώτη, ό.π., σελ. 444, Καρακατσάνη/Γαρδίκα, ό.π., σελ. 477, Βλασσόπουλο, ό.π., σελ. 39, Παπαδημητρίου, Εργατικό Δίκαιο, 1994, 324, Γκούτο, Μονομερής βλαπτική μεταβολή της σχέσεως εργασίας, ΔΕΝ 2001, 1 επ. (12)

6

Page 7: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΙΙ. Στοιχεία της έννοιας «μονομερής βλαπτική μεταβολή»

Το αρ. 7 Ν. 2112/1920 δίνει το δικαίωμα να θεωρήσει πως έχει καταγγελθεί

η σύμβαση εργασίας του από τον εργοδότη και να προβάλλει τις αντίστοιχες

αξιώσεις αποχωρώντας από την εργασία του αν ο εργοδότης προέβη σε

«μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας». Είναι επομένως αναγκαίο

ν αποσαφηνιστεί πότε μια συμπεριφορά του εργοδότη συνιστά την

προαπαιτούμενη από τον νόμο ανωτέρω μεταβολή.

Α. Μονομερής μεταβολή

1. Έννοια

Μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας θεωρείται κάθε τροποποίηση των

συμβατικών όρων εργασίας που γίνεται από τον εργοδότη χωρίς τη συναίνεση

του μισθωτού κατ’ αθέτηση της σύμβασης, ατομικής ή ισχύουσας στη

συγκεκριμένη περίπτωση συλλογικής, του κανονισμού εργασίας ή του νόμου ή

κατά κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος. Δεν είναι μονομερής η

μεταβολή που επιχειρείται κατ’ επιταγή του νόμου6 ή κατ’ επιβολή της

Διοίκησης7, κατά την ενάσκηση δικαιώματος αναγνωρισμένου από το νόμο ή

δυνάμει ρητής σχετικής πρόβλεψης στην ατομική ή τη συλλογική σύμβαση8,

στην ισχύουσα στη συγκεκριμένη περίπτωση διαιτητική απόφαση, τον

κανονισμό ή οργανισμό εργασίας9, καθώς επίσης και κάθε τροποποίηση που

είναι εντός των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος ή στηρίζεται σε νόμιμη

πρακτική της εκμετάλλευσης10. Στην περίπτωση δηλαδή που ο εργοδότης με

ειδικό όρο στην ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας που τη

6 ΕφΑθ 7796/2000, ΕλλΔνη 2002, 4887 Ενδεικτικά, ΑΠ 1342/1996, ΕΕΔ 1998, 2228 ΑΠ 1150/1989, ΕΕΔ 1990, 513, ΜονΠρΛαρ 221/1997, ΔΕΝ 1998, 6129 ΑΠ 1319/1998, ΕλΔνη 1999, 110, ΑΠ 1151/1989, ΕΕΝ 1990, 406, ΑΠ 268/1988, ΕΕΔ 1988, 550, ΕφΑθ 7632/2001, ΕλλΔνη 2002, 207, ΕφΑθ 8042/1991, ΔΕΝ 1993, 475, ΕφΘεσ 211/1990, ΕΕΔ 1990, 644 10 Βλαστός, ό.π., σελ. 1145 και 1150-1151, Ληξουριώτης, ό.π., σελ. 442, Ζερδελής, ό.π., σελ. 665-666, Βλασσόπουλος, ό.π., σελ. 35-36, Καρακατσάνης/-Γαρδίκας, ό.π., σελ. 478, Παπαδημητρίου, ό.π., σελ. 323-324, Λεβέντης, ό.π., σελ. 103-104, Λεβέντης, Μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας-Μονομερής βλαπτική μεταβολή- Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ως έσχατο μέσο, ΔΕΝ 1996, 657 επ. (660-661), Γκούτος, ό.π., σελ. 1,

7

Page 8: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

συμπληρώνει έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του το δικαίωμα να προχωρεί σε

δυσμενείς για τον εργαζόμενο τροποποιήσεις, δεν τίθεται καταρχήν ζήτημα

μονομερούς μεταβολής, η σχετική δε ενέργεια του εργοδότη ελέγχεται κάθε

φορά μόνο για τυχόν καταχρηστικότητα.

Δεν εμπίπτει στην έννοια της μονομερούς μεταβολής του αρ. 7 Ν. 2112/1920

η εκ μέρους του εργοδότη παράβαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου ή

συμπεριφορά του που επιχειρεί να τροποποιήσει όρους της συμβάσεως εργασίας

για τους οποίους ο εργαζόμενος δεν είχε δικαίωμα διάθεσης, δεν είχε νόμιμο

δικαίωμα να τους διαπραγματευθεί και συνομολογήσει. Η παράβαση δηλαδή της

εργατικής νομοθεσίας από τον εργοδότη ή η αθέτηση συμβατικών του

υποχρεώσεων που δεν επιφέρει τροποποίηση των όρων εργασίας δεν αποτελεί

«μονομερή μεταβολή» κατά την έννοια του νόμου11. Ειδικά μάλιστα τυχόν

ενέργεια του εργοδότη που αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου, κι αν

ακόμα επιφέρει αλλαγή ορισμένου όρου εργασίας, ως απαγορευμένη από το

11 ΑΠ 867/76 ΔΕΝ, 1976, 1052, ΜονΠρΛαρ 219/1995, ΔΕΝ 1998, 610, σύμφωνα με την οποία ως μονομερής βλαπτική μεταβολή νοείται μόνο η τροποποίηση των συμβατικών όρων της συμβάσεως εργασίας και όχι άλλες παρανομίες του εργοδότη, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση η μη πλήρης καταβολή των προβλεπομένων από την οικεία σ.σ.ε. κατωτάτων ορίων αποδοχών των εργαζομένων. Η σχετική ενέργεια του εργοδότη «δεν μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολή του όρου εκείνου της συμβάσεως εργασίας που αναφέρεται στην καταβολή των κατωτάτων ορίων αποδοχών του εργαζομένου, οι οποίες προβλέπονται από τις οικείες ΣΣΕ, ΔΑ, ΥΑ, ή από άλλους κανόνες δημοσίας τάξεως». Σημειώνεται επίσης πως ο εργαζόμενος δεν μένει απροστάτευτος από μια τέτοια συμπεριφορά του εργοδότη του, αφού δύναται να προστατευθεί επαρκώς, πλην των άλλων μέσων, και με άσκηση δικαιώματος επισχέσεως της εργασίας του μέχρι της καταβολής του καθυστερουμένου μισθού του.

Ομοίως, Βλαστός, ό.π., σελ. 1151, Ληξουριώτης, ό.π., σελ. 442, Ζερδελής, ό.π., σελ. 666-667, Καρακατσάνης, Η μεταβολή των όρων της σχέσεως εργασίας, ΝοΒ 1970, 129 επ. (135-136). Αντίθ, Γκούτος, ό.π. σελ. 11, όπου δίνει πιο διευρυμένο περιεχόμενο στην έννοια της κατά το αρ. 7 Ν. 212/1920 «μεταβολής», χαρακτηρίζοντας ως τέτοια κάθε αντισυμβατική συμπεριφορά του εργοδότη που μεταβάλλει σε μη ομαλή και ισόρροπη την εργασιακή σχέση, καθιστώντας τη συνέχισή της μη ανεκτή για τον εργαζόμενο, και όχι μόνο εκείνες τις ενέργειές του που επιφέρουν τροποποίηση των υφιστάμενων συνομολογημένων όρων της σύμβασης. Ο συγγραφέας φαίνεται να συγχέει την τροποποίηση των συμβατικών όρων με κάθε ενέργεια του εργοδότη που επιφέρει βλάβη στον εργαζόμενο, κι αν ακόμα πρόκειται για συμβατική παράβαση που καμία μεταβολή δεν επιφέρει στους όρους της σύμβασης. Π.χ. επιχειρεί να εξισώσει ως συμπεριφορές υπαγόμενες στην διάταξη του αρ. 7 την αυθαίρετη μείωση του μισθού, ήτοι την μεταβολή ουσιώδους όρου της σύμβασης, με την καθυστέρηση καταβολής του, δηλαδή με παράβαση συμβατικής υποχρέωσης του εργοδότη που όμως δεν επηρεάζει τον συμβατικό όρο καθεαυτό, με το επιχείρημα πως και οι δύο ενέργειες βλάπτουν τον εργαζόμενο. Σκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική για αυτόν συμπεριφορά του εργοδότη του, αλλά μόνο η ανάσχεση αυθαίρετων τροποποιήσεων του περιεχομένου της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη. Αποβλέπει δηλαδή στις προσπάθειες αλλοίωσης του περιεχομένου της σύμβασης και όχι στην αντικανονική ή ανώμαλη εφαρμογή της.

Αντιθ. ΕφΠειρ 36/2004, ΔΕΕ 2004, 808, όπου χαρακτηρίζεται ως μονομερής βλαπτική μεταβολή η μη καταβολή δεδουλευμένων ή συμφωνηθείσης πρόσθετης παροχής, παρότι η συμπεριφορά αυτή δε συνιστά τροποποίηση της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη, αλλά αθέτηση κύριας συμβατικής του υποχρέωσης.

8

Page 9: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

νόμο ενέργεια δεν μπορεί να θεωρηθεί καν ως μεταβολή του συγκεκριμένου

όρου εργασίας12.

Έτσι, η καθυστέρηση καταβολής του μισθού και η συνακόλουθη υπερημερία

του εργοδότη δεν συνιστούν μονομερή βλαπτική μεταβολή κατά την έννοια του

νόμου, εκτός αν η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε κακοβουλία του εργοδότη,

δηλαδή στην δόλια προαίρεσή του να εξαναγκάσει τον εργαζόμενο σε

παραίτηση13. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση υπερημερίας του εργοδότη ως

προς την αποδοχή της εργασίας του εργαζομένου14. Έχει επίσης κριθεί πως δεν

εφαρμόζεται το αρ. 7 Ν. 2112/1920 επί παράλειψης τροποποίησης επί το

ευνοϊκότερο των όρων εργασίας του μισθωτού παρότι αυτή προβλέπεται από το

νόμο ή κανονισμό εργασίας (παράλειψη προαγωγής)15.

2. Η κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος ως μονομερής μεταβολή

α. Γενικά για το διευθυντικό δικαίωμα

Διευθυντικό δικαίωμα ονομάζεται, κατά πάγια διατύπωση της νομολογίας, η

εξουσία του εργοδότη να ρυθμίζει κάθε θέμα που ανάγεται στην οργάνωση και

λειτουργία της επιχείρησής του, για την προσφορότερη πραγματοποίηση των

σκοπών της, δικαιούμενος, στο πλαίσιο αυτό, να προσδιορίζει και εξειδικεύει

κάθε φορά την υποχρέωση προς παροχή εργασίας του μισθωτού, καθορίζοντας,

12 Βλαστός, ό.π., σελ. 1151, με περαιτέρω παραπομπές.13 ΑΠ 1479/2002, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1203/1998, ΔΕΝ 1999, 200, ΕφΘεσ 1590/2005, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1119/2003, ΔΕΕ 2004, 457, ΕφΠατρ 573/1997, ΔΕΕ 1998, 406, ΜονΠρΚαβ 97/1997, ΑρχΝ 1998, 500. 14 ΑΠ 1902/1987, ΕΕΔ 1989, 271, ΕφΑθ 3411/2002, ΔΕΕ 2003, 56515 ΑΠ 340/1976, ΕΕΔ 1976, 631. Σύμφωνος και ο Ζερδελής, ό.π., σελ. 667, αντιθ. Βλασσόπουλος, ό.π., σελ. 35, όπου υποστηρίζεται πως αν η σχετική υποχρέωση μεταβολής προβλέπεται στη σύμβαση εργασίας, η παράλειψη του εργοδότη να συμμορφωθεί με το συμβατικό όρο συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή. Η άποψη κινείται στο πλαίσιο της ευρύτερης προβληματικής του συγγραφέα σχετικά με το περιεχόμενο της έννοιας «μονομερής» και συναρτάται με τη γνώμη του πως μονομερή βλαπτική μεταβολή μπορεί να συνιστά κάθε παράβαση συμβατικού όρου εκ μέρους του εργοδότη, κάθε αθέτηση συμβατικής του υποχρέωσης και όχι μόνο η τροποποίηση όρων της σύμβασης.

Προς αποφυγή συγχύσεων πρέπει να τονιστεί ότι διαφορετική είναι η περίπτωση όπου η προαγωγή ή γενικότερα η ευνοϊκότερη τροποποίηση δεν επιβάλλονται από τη σύμβαση ή το νόμο, αλλά αποτελούν αντικείμενο του διευθυντικού δικαιώματος, οπότε η σχετική παράλειψη, ναι μεν δεν συνιστά καθεαυτή μονομερή βλαπτική μεταβολή, αλλά ελέγχεται σύμφωνα με το αρ. 281 ΑΚ, ώστε είναι δυνατόν από το σύνολο των περιστάσεων να προκύπτει πως στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος και επομένως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του αρ. 7 Ν. 2112/1920.

9

Page 10: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

συγκεκριμένα, το είδος, τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο και γενικότερα τις

συνθήκες της εργασίας, εφόσον το δικαίωμά του αυτό στην συγκεκριμένη

περίπτωση, δεν αποκλείεται ή δεν περιορίζεται από ειδική διάταξη νόμου ή από

την ατομική σύμβαση εργασίας ή η άσκησή του δεν παραβαίνει τα όρια του

άρθρου 281 ΑΚ και δεν παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ16. Γίνεται

δεκτό πως το διευθυντικό δικαίωμα είναι ιδιαίτερο διαπλαστικό δικαίωμα˙ η

ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι δεν αναλώνεται με την άπαξ άσκησή του,

όπως είναι ο κανόνας για τα διαπλαστικά δικαιώματα17.

Το διευθυντικό δικαίωμα είναι εγγενές στοιχείο της σύμβασης εξαρτημένης

εργασίας, απορρέει δηλαδή από την ίδια τη φύση και τη λειτουργία της, γι’ αυτό

και για την νομοθετική του θεμελίωση οι δικαστικές αποφάσεις προτάσσουν τα

αρ. 648 και 652 ΑΚ από τα οποία προκύπτει και η έννοια της ως άνω σύμβασης.

Αποτελεί ακριβώς χαρακτηριστικό της «εξάρτησης», της διάθεσης της

εργασιακής δύναμης του μισθωτού σε άλλο πρόσωπο, τον εργοδότη, ο οποίος

στα πλαίσια λειτουργίας της εργασιακής σχέσης έχει την εξουσία να καθοδηγεί

και να ελέγχει τον εργαζόμενο18. Δύναται να ρυθμίζει και να συγκεκριμενοποιεί

κάθε φορά την υποχρέωση παροχής εργασίας ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες

τις επιχείρησης, εφόσον η ρύθμιση αυτή δεν συγκρούεται με τις επιταγές του

νόμου ή με τους ισχύοντες όρους συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών

αποφάσεων και την ατομική σύμβαση εργασίας. Καθώς το διευθυντικό

δικαίωμα συναρτάται άμεσα με την ίδια την έννοια της εξαρτημένης εργασίας,

16 Εντελώς ενδεικτικά, ΑΠ 630/2000, ΔΕΝ 2000, 1221, ΑΠ 927/1999, ΔΕΝ 1999, 1587, ΑΠ 1319/1998, ΔΕΝ 2000, 382. Βλ. και Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Τόμος Ι, 2006, σελ. 522 επ., Ληξουριώτη, ό.π., σελ. 408-410, Βλαστό, ό.π., σελ. 1101-1102 όπου και περαιτέρω ορισμοί σύμφωνα με διάφορες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, Καρακατσάνη/Γαρδίκα, ό.π., σελ. 430-433, Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 1995, σελ. 358-363, Λεβέντη, Η μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, 1990, σελ. 8017 Ζερδελής, ό.π., σελ. 525-526, Βλαστός, ό.π., σελ. 1104, Κουκιάδης, ό.π., σελ. 361, Λεβέντης, ό.π., σελ. 81-8218 Ζερδελής, ό.π., σελ. 522-523, Ληξουριώτης, ό.π., σελ. 409, Κουκιάδης, ό.π., σελ. Λεβέντης, ό.π., σελ. 83. Αντίθ. Βλαστός, ό.π., σελ. 1102 και Καρακατσάνης/Γαρδίκας, ό.π., σελ. 432-433, όπου υποστηρίζεται πως το διευθυντικό δικαίωμα δεν θεμελιώνεται ούτε απορρέει από την ατομική σύμβαση εργασίας, καθώς η υποχρέωση συμμόρφωσης του εργαζομένου στις εντολές του εργοδότη δεν προκύπτει από την εργασιακή σύμβαση καθεαυτή αλλά από την ένταξή του στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση του εργοδότη εντός της οποίας λειτουργεί το διευθυντικό δικαίωμα. Το διευθυντικό δικαίωμα είναι σύμφυτο με την εκμετάλλευση και ως εκ τούτου δεν προϋποθέτει καν την ύπαρξη σύμβασης, αλλά γεννάται με μόνη την ένταξη στην εκμετάλλευση ως οργανικό σύνολο. Όπως όμως παρατηρεί και ο Λεβέντης, ό.π., κρίσιμο δεν είναι απλά το γεγονός της ένταξης του μισθωτού στην εκμετάλλευση ως οργανωμένου συνόλου από μέσα παραγωγής που ανήκουν στον εργοδότη και εργαζομένους, αλλά η ένταξη δυνάμει συμφωνίας που δημιουργεί σχέση εξαρτημένης εργασίας, ώστε ο εργαζόμενος να υπόκειται στη διεύθυνση και τον έλεγχο του εργαζομένου.

10

Page 11: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

υφίσταται σε κάθε εργασιακή σχέση, ανεξάρτητα αν αυτή στηρίζεται σε έγκυρη

ή άκυρη σύμβαση εργασίας.

β. Τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος

Το διευθυντικό δικαίωμα υπολείπεται ιεραρχικά όλων των υπολοίπων

παραγόντων που διαμορφώνουν τη σχέση εργασίας και περιορίζεται από

αυτούς. Έτσι, κατά ιεραρχική σειρά, το περιεχόμενο και η άσκηση του

διευθυντικού δικαιώματος δεν θα πρέπει να αντίκειται σε διατάξεις του

Συντάγματος ή νόμων, συλλογικής σύμβασης ή διαιτητικής απόφασης και

κανονισμού ή οργανισμού19 εργασίας ή στην πρακτική της εκμετάλλευσης20 ,

τέλος δε, λειτουργεί μόνο μέσα στα πλαίσια που έχει θέσει η ατομική σύμβαση

εργασίας. Υποστηρίζεται πως όριο στο διευθυντικό δικαίωμα θέτει και η

λεγόμενη «συγκεκριμενοποίηση της σχέσης εργασίας», που συνίσταται στην

μακροχρόνια παροχή της εργασίας υπό ορισμένους όρους σε συνδυασμό με

ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις έχουν δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση

στον μισθωτό πως οι ειδικότεροι όροι εργασίας του έχουν αποκρυσταλλωθεί,

γεγονός που οδηγεί στην δια σιωπηρής συμφωνίας τροποποίηση της αρχικής

σύμβασης21.

Πρακτικά το εύρος του διευθυντικού δικαιώματος κατά περίπτωση

συναρτάται με την ατομική σύμβαση εργασίας. Το περιεχόμενο του

διευθυντικού δικαιώματος και τα περιθώρια άσκησής του προκύπτουν από την

19 ΕφΘεσ 59/2001, Αρμ 2001, 815, ΕφΘεσ 211/1990, ΕΕΔ 1990, 64420 Ζερδελής, ό.π., σελ. 526-532, Ληξουριώτης, ό.π., σελ. 410-413, Βλαστός, ό.π., σελ. 1104-1105, Καρακατσάνης/Γαρδίκας, ό.π., σελ. 434-436, Λεβέντης, ό.π., σελ. 84-9021 ΜονΠρΘεσ 8641/1999, Αρμ 1999, 832 (Αφορά υπάλληλο της Εμπορικής Τράπεζας που τοποθετήθηκε στη θέση Περιφερειακού Δ/ντη Β. Ελλάδος με απόφαση της εργοδότριάς του, χωρίς αυτή να δηλώσει ότι πρόκειται για προσωρινή τοποθέτηση ή να επιφυλάξει δικαίωμα ανάκλησής της, με αποτέλεσμα να κριθεί ότι, κατόπιν της αποδοχής της τοποθέτησης από το μισθωτό, επήλθε σχετική σιωπηρή τροποποίηση της ατομικής σύμβασης αναφορικά με τα καθήκοντα. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός πως ο εργαζόμενος εκτέλεσε τα καθήκοντα αυτά για διάστημα 5 ετών με επιτυχία, χωρίς καμία όχληση από την εργοδότρια, δημιούργησε σε αυτόν την εύλογη πεποίθηση ότι οι συμβατικές του υποχρεώσεις συγκεκριμενοποιήθηκαν στην εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων. Η μεταγενέστερη ανάθεση υποδεέστερων καθηκόντων κρίθηκε ως μονομερής βλαπτική μεταβολή). Βλ. και Ζερδελή, ό.π., σελ. 552-557.

Παρατηρείται επίσης πως πέραν των υπολοίπων περιοριστικών του διευθυντικού δικαιώματος παραγόντων, προς τον περαιτέρω περιορισμό του λειτουργεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης, ώστε μέτρα του εργοδότη που λαμβάνονται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος θα πρέπει να μην έρχονται σε αντίθεση με την γενική αυτή αρχή, άλλως δεν δεσμεύουν τους εργαζομένους. Βλ. Ζερδελή, ό.π., σελ. 531.

11

Page 12: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ερμηνεία της ατομικής σύμβασης εργασίας με βάση τους κανόνες των αρ. 173

και 200 ΑΚ. Όσο πιο λεπτομερώς καταστρώνονται οι όροι στην ατομική

σύμβαση εργασίας τόσο πιο περιορισμένη είναι η δυνατότητα του εργοδότη να

παρέμβει ασκώντας το διευθυντικό του δικαίωμα, αφού αντίστοιχα

περιορισμένη είναι η ανάγκη συγκεκριμενοποίησης της υποχρέωσης παροχής

εργασίας.

γ. Η υπέρβαση και η κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος ως μονομερής

βλαπτική μεταβολή.

Όταν ο εργοδότης ασκεί το διευθυντικό του δικαίωμα εντός των ορίων που

θέτουν οι ιεραρχικά ανώτεροι διαμορφωτικοί της σχέσης εργασίας παράγοντες

δεν τίθεται ζήτημα μεταβολής των συμβατικών όρων. Οι όροι της σύμβασης

εργασίας παραμένουν ως έχουν και η ρύθμιση της εργασιακής σχέσης απλώς

συμπληρώνεται με την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος στα σημεία

εκείνα που σκοπίμως είχε αφεθεί το περιθώριο στον εργοδότη να διευθύνει και

να προσαρμόζει τη λειτουργία της στις εκάστοτε ανάγκες της επιχείρησης. Η

άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος καθ’ υπέρβαση των ανωτέρω ορίων που

επιφέρει μονομερώς τροποποίηση των όρων εργασίας συνεπαγόμενη υλική ή

ηθική βλάβη του εργαζομένου συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή κατά την

έννοια του αρ. 7 Ν. 2112/1920.

Άλλη είναι η περίπτωση της καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού

δικαιώματος. Σύμφωνα με το αρ. 281 ΑΚ, ο εργοδότης οφείλει να ασκεί το

διευθυντικό του δικαίωμα σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και

προς επίτευξη του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος,

λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις εύλογες προσδοκίες

του μισθωτού. Ελέγχεται δηλαδή ο εργοδότης που δυνάμει της ατομικής

σύμβασης και των λοιπών ως άνω διαμορφωτικών της εργασιακής σχέσης

παραγόντων έχει μεν τη δυνατότητα σε ορισμένη περίπτωση να προβεί

μονομερώς σε ρυθμίσεις ασκώντας το διευθυντικό του δικαίωμα, αλλά το

πράττει για σκοπούς αλλότριους από την επίτευξη της καλύτερης αξιοποίησης

της εργασίας, της καταλληλότερης οργάνωσης και εύρυθμης λειτουργίας της

12

Page 13: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

επιχείρησης, κινούμενος ενδεχομένως και από ταπεινά ελατήρια. Στην

περίπτωση αυτή υπάρχει κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος22.

Η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος καθ’ υπέρβαση των ορίων που

θέτουν ο νόμος, η συλλογική σύμβαση εργασίας ή η διαιτητική απόφαση, ο

κανονισμός ή οργανισμός εργασίας, η επιχειρησιακή συνήθεια και η ατομική

σύμβαση εργασίας ή αντίθετα με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή το

οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του, πέρα από το γεγονός πως συνιστά

παράνομη πράξη κατά την έννοια του αρ. 914 ΑΚ, γεννώντας αξίωση για

αποζημίωση εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της αδικοπραξίας,

αν επιφέρει τροποποίηση των συμβατικών όρων, όπως έχουν διαμορφωθεί και

λειτουργούν, που επιφέρει βλάβη, υλική ή ηθική στον εργαζόμενο, παρέχει σε

αυτόν τη δυνατότητα επίκλησης του αρ. 7 Ν. 2112/1920, εφόσον πρόκειται για

σύμβαση αορίστου χρόνου23.

Σε κάθε περίπτωση επομένως, και ανεξάρτητα από το εκάστοτε εύρος του

διευθυντικού δικαιώματος, ο εργοδότης δεν έχει την εξουσία να μεταβάλλει

δυνάμει αυτού τους όρους εργασίας του εργαζομένου επί το δυσμενέστερο,

εκτός και αν η ατομική σύμβαση εργασίας επιτρέπει σαφώς το αντίθετο (π.χ. επί

πειθαρχικών παραπτωμάτων του εργαζομένου ή σε περίπτωση πλημμελούς

εκτέλεσης της εργασίας του24) ή αν αυτό επιβάλλεται από τις ανάγκες της

επιχείρησης και πραγματοποιείται με σκοπό την αποφυγή απολύσεων25 ˙ και

τότε όμως η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος υπόκειται στον έλεγχο τυχόν

καταχρηστικότητας κατά το αρ. 281 ΑΚ.

δ. Πεδίο άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος

22 ΑΠ 1222/2004, ΔΕΝ 2005, 361, ΕφΑθ 2364/1998, ΕλλΔνη 1999, 398, ΕφΘεσ 142/1994, Αρμ 1994, 958, ΜονΠρΑθ 1981/2000, ΕΕΔ 2001, 1261, ΜονΠρΑθ 2816/1996, ΔΕΝ 1997, 126223 ΑΠ 596/1999, ΔΕΝ 2000, 1624 ΕφΘεσ 1498/2001, Αρμ 2002, 1346, όπου κρίθηκε εντός των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος η μετάθεση διευθυντικού στελέχους από τα Γιαννιτσά στη Θεσσαλονίκη με ταυτόχρονη ανάθεση κατώτερων καθηκόντων, συνεπεία πλημμελούς εκπλήρωσης των προηγούμενων καθηκόντων του ως διευθυντού και σοβαρών παρατυπιών που είχαν σημειωθεί υπό τη διεύθυνσή του. Το Δικαστήριο θεώρησε πως η μετακίνηση αυτή υπαγορευόταν από το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης, προς αποφυγή περαιτέρω οικονομικής ζημίας της, και αφού είχε εξαντληθεί κάθε ηπιότερο μέτρο. 25 ΑΠ 435/1992, ΔΕΝ 1992, 1288

13

Page 14: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

Κατά κανόνα ο εργοδότης δεν δύναται να περιορίζει μονομερώς τις

αποδοχές του μισθωτού, όπως αυτές προσδιορίζονται στη σύμβαση εργασίας σε

συνάρτηση με το είδος και το αντικείμενο της εργασίας του26.

Αναφορικά με το είδος της εργασίας, με την επιφύλαξη των προβλέψεων της

ατομικής σύμβασης, ο εργοδότης δύναται να κάνει χρήση του διευθυντικού

δικαιώματος για να προσδιορίζει τα συγκεκριμένα καθήκοντα του μισθωτού και

τον τομέα της απασχόλησής του, ελεύθερα, δε, μπορεί να καθορίζει τη μέθοδο

εργασίας του. Πλην αντίθετου σαφούς συμβατικού όρου όμως δεν δικαιούται

καταρχήν να του αναθέτει υποδεέστερα καθήκοντα ή να του αφαιρεί καθήκοντα,

αναθέτοντάς τα σε συνάδελφό του με λιγότερα προσόντα και καθιστώντας τον

ίδιο ουσιαστικά ανενεργό, έστω κι αν η σχετική μεταβολή δεν συνεπάγεται και

μείωση των αποδοχών του, αφού γίνεται δεκτό πως επιφέρει ηθική του βλάβη.

Αν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει στην ατομική σύμβαση το δικαίωμα να

αναθέτει διαφορετικά καθήκοντα στο μισθωτό, οφείλει να αναθέτει καθήκοντα

ισότιμα με τα προηγούμενα, και πάλι ανεξαρτήτως διατήρησης του επιπέδου

των αποδοχών27.

Σε περίπτωση που δεν υπάρχει σχετική συμβατική ρήτρα, η ανάθεση

διαφορετικών καθηκόντων που δεν είναι παρεμφερή με τα προηγουμένως

ασκούμενα συνιστά καταρχήν μονομερή μεταβολή 28. Παρεμφερή είναι εκείνα

26 Βλ. παρακάτω27 ΑΠ 46/2006, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία, κι αν ακόμα επιτρέπεται ο προσδιορισμός των συγκεκριμένων καθηκόντων μέσα στα πλαίσια του συμφωνημένου είδους της εργασίας, ακόμα και η επιτρεπόμενη καταρχήν μεταβολή των ειδικότερων καθηκόντων, με την ανάθεση νέων, ισότιμων με τα προηγούμενα, θα πρέπει να ελέγχεται με βάση τον κανόνα του αρ. 281 ΑΚ, ώστε να εξετάζεται αν δικαιολογείται αντικειμενικά ή οφείλεται σε ταπεινά ελατήρια, όπως π.χ. σε εχθρότητα σε βάρος του μισθωτού (επρόκειτο για την περίπτωση εργαζομένου που είχε προσληφθεί από εταιρεία παροχής υπηρεσιών φύλαξης για να απασχοληθεί στην Αμερικάνική Πρεσβεία με καθήκοντα φύλακα και μετακινήθηκε από την ειδική «Ομάδα Αντιπαρακολούθησης» στην οποία μετείχε σε θέση Επόπτη, θέση που συνεπαγόταν μάλιστα αύξηση των αποδοχών του). Βλ. και ΕφΘεσ 847/1991, Αρμ 1992, 33, Ζερδελής, ό.π., σελ. 538-539, ο ίδιος, Το Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2003, σελ. 661-662, Λεβέντης, ό.π., σελ. 88-8928 ΕφΘεσ 2484/1997, Αρμ 1997, 1480 (όπου κρίθηκε ότι είναι συναφή καθήκοντα που ανατίθενται σε αποθηκάριο σε αποθήκη ηλεκτρικών ειδών για την αποθήκευση παρόμοιων ηλεκτρικών ειδών εταιρίας που ανήκει στον ίδιο όμιλο με την εργοδότριά του), ΕφΑθ 11764/1990, ΕΕΔ 1992, 1036 (μετακίνηση εργαζομένου από το τμήμα ελέγχου ξενοδοχείου, όπου ασκούσε καθήκοντα που προσιδιάζουν σε υπάλληλο λογιστηρίου και του παρείχαν τη δυνατότητα επαγγελματικής ανέλιξης στο μίνι μάρκετ του ξενοδοχείου με καθήκοντα απλού πωλητή),

Βλ. όμως και ΕφΛαρ 237/2002, Δικογραφία 2002, 295, όπου ρητά ο εργαζόμενος είχε συναινέσει στην επαναφορά του σε προηγουμένως ασκούμενα διαφορετικά καθήκοντα από εκείνα που ασκεί τη στιγμή της απόφασης του εργοδότη να μεταβάλει το είδος εργασίας του, απόφαση που ο ίδιος θεωρεί μονομερή βλαπτική μεταβολή. Αναφέρεται στην περίπτωση εργαζομένου που είχε προσληφθεί ως τακτικός μόνιμος υπάλληλος, απασχολούμενος αρχικά ως εισπράκτορας και κατόπιν, μετά από σχετική αίτησή του, ως οδηγός λεωφορείου που εκτελούσε δρομολόγια της άγονης

14

Page 15: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

τα καθήκοντα που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής είναι

αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το είδος και το αντικείμενο της εργασίας, όπως

περιγράφεται στην ατομική σύμβαση, συνιστάμενα σε προπαρασκευαστικές ή

συμπληρωματικές ενέργειες Αντίθετα, δεν είναι δυνατή η ανάθεση πρόσθετων

καθηκόντων χωρίς τη συναίνεση του εργαζομένου και χωρίς να συνοδεύονται

αντίστοιχα από πρόσθετη αμοιβή˙ αν δεν έχει συμφωνηθεί ειδικά η πρόσθετη

αμοιβή για τις πρόσθετες εργασίες, οφείλεται ο κατ’ άρθρο 653 ΑΚ

συνηθισμένος μισθός29. Η ανάθεση καθηκόντων εντελώς διαφορετικών από τα

συμφωνηθέντα επιτρέπεται μόνο αν έχει προσωρινό χαρακτήρα και

υπαγορεύεται από ασυνήθιστες, έκτακτες ανάγκες της επιχείρησης που δεν

προέκυψαν από ενέργειες ή παραλείψεις το εργοδότη και δεν μπορούσαν να

προβλεφθούν, δεν είναι δε δυνατό να αποτραπούν ή να αντιμετωπιστούν με

άλλα μέσα, ηπιότερα για τον εργαζόμενο. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν

συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος30.

Σε σχέση με τον τόπο εργασίας και το κρίσιμο ζήτημα της δυνατότητας

μετάθεσης του μισθωτού, κρίσιμη είναι και πάλι η ερμηνεία της ατομικής

σύμβασης εργασίας για να αποσαφηνιστεί αν η μεταβολή του τόπου εργασίας

αποτελεί στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση περιεχόμενο του

διευθυντικού δικαιώματος. Ως μετάθεση νοείται η μόνιμη και οριστική

μεταβολή του τόπου εργασίας31. Εφόσον με ρητή σχετική πρόβλεψη ή με τον

όρο ότι ο μισθωτός θα εργάζεται σε συγκεκριμένη μόνο εκμετάλλευση έχει

συμφωνηθεί το αμετάθετο είναι προφανές πως ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα

μονομερώς να μεταβάλει τον τόπο εργασίας του μισθωτού, σε περίπτωση δε που

γραμμής, έχοντας όμως αποδεχθεί τη δυνατότητα του εργοδότη του να τον επανατοποθετήσει σε θέση εισπράκτορα, «όταν αυτό θα χρειαζόταν». Μετά την απόσυρση λόγω παλαιότητας του λεωφορείου του οποίου ήταν οδηγός ο εργοδότης του τον τοποθέτησε ξανά σε θέση εισπράκτορα, με δυνατότητα να τον χρησιμοποιεί και ως οδηγό, χωρίς να μεταβάλλει το ωράριό του και χωρίς να μειώσει τις αποδοχές του, εξακολουθώντας μάλιστα να του καταβάλλει αποδοχές οδηγού και πρόσθετη αμοιβή για απασχόληση κατά την Κυριακή, ακόμα κι αν δεν εργαζόταν κατά τη ημέρα αυτή. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μεταβολή επιτρεπόταν από τη σύμβαση και δεν συνέτρεχε περίπτωση καταχρηστικής άσκησης, αφού υπαγορευόταν από τις ανάγκες της επιχείρησης, επιπλέον δε, δεν είχε χωρήσει καμιά βλάβη, υλική ή ηθική του εργαζομένου ώστε να υπάρχει περίπτωση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής.29 ΟλΑΠ 862/1984, ΝοΒ 1985, 89, ΑΠ ΑΠ 1602/2001, ΔΕΝ 2001, 1228, ΑΠ 994/2001, ΕΕΔ 2003, 668, Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Τόμος Ι, 2006, σελ. 542-54330 Βλαστός, ό.π., σελ. 1148-1150, Λεβέντης, ό.π., σελ. 8931 Ζερδελής, ό.π., σελ. 564

15

Page 16: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

το πράξει παραβιάζει την ατομική σύμβαση εργασίας32. Εξαίρεση συνιστά η

περίπτωση όπου λόγω συρρίκνωσης των εργασιών της επιχείρησης, εξαιτίας

αναδιοργάνωσης και γενικότερα οικονομοτεχνικών λόγων, επιβάλλεται η παύση

λειτουργίας της συγκεκριμένης εκμετάλλευσης ή του υποκαταστήματος όπου

απασχολείται ο μισθωτός, και η μετάθεσή του είναι το μόνο μέτρο που επιτρέπει

τη συνέχιση της εργασίας του33. Ακόμα όμως κι αν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει

με την ατομική σύμβαση το δικαίωμα να μεταθέτει το μισθωτό, σε καμιά

περίπτωση δεν μπορεί, ασκώντας αυτό το δικαίωμα, να περιορίζει τις αποδοχές

του και γενικότερα να καθιστά δυσμενέστερους τους όρους εργασίας του, αφού

κάτι τέτοιο συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος34.

Αν όμως σχετική δυνατότητα του εργοδότη προβλέπεται δυνάμει ρητού όρου

της ατομικής σύμβασης ή του κανονισμού ή οργανισμού εργασίας που τη

συμπληρώνει, η μετάθεση και τοποθέτηση σε νέα θέση υπό δυσμενέστερους

όρους (π.χ. ως πειθαρχική ποινή για την τέλεση παραπτώματος και αφού

τηρηθεί η προβλεπόμενη πειθαρχική διαδικασία) δεν αποτελεί μονομερή, αλλά

συμφωνημένη μεταβολή .

Γίνεται πάντως δεκτό πως σε κάθε περίπτωση που επιτρέπεται στον

εργοδότη να μεταθέτει εργαζόμενό του, η άσκηση του σχετικού δικαιώματος,

είτε πρόκειται για το διευθυντικό του δικαίωμα είτε για συμβατικό δικαίωμα που

βασίζεται σε ειδική συμβατική ρήτρα, ελέγχεται με μέτρο τον κανόνα του αρ.

281 ΑΚ. Η σχετική μεταβολή δικαιολογείται εφόσον αποσκοπεί στην

εξυπηρέτηση των εύλογων συμφερόντων και αναγκών της επιχείρησης,

οφείλεται σε οικονομοτεχνικούς λόγους ή γίνεται χάριν αναδιοργάνωσης της

επιχείρησης ή προστασίας των συμφερόντων της, και δεν είναι δυσανάλογα

επαχθής για τον εργαζόμενο35. Επιπλέον, εφόσον η μετάθεση δεν συναρτάται με

32 ΕφΘεσ 831/1995, ΔΕΕ 1995, 1006, ΕφΘεσ 248/1995, Αρμ 1995, 348, ΕφΘεσ 49/1995, ΔΕΕ 1995, 79333 ΜονΠρΘεσ 3/1994, Αρμ 1994, 828, Βλ. και παρακάτω, σελ. 13, υποσημ. 3834 ΑΠ 405/1994, ΔΕΝ 1995, 593, Βλαστός, ό.π., σελ. 1146, Ζερδελής, Το Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, σελ. 662, Λεβέντης, ό.π., σελ. 86-8735 ΑΠ 1333/2002, ΔΕΝ 2004, 660, όπου κρίθηκε πως ο έλεγχος καταχρηστικής άσκησης επιβάλλεται κι αν ακόμα ο μισθωτός αποδέχθηκε το συμβατικό όρο που επιτρέπει την ελεύθερη μετάθεσή του οπουδήποτε. Ο εργοδότης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, πριν λάβει τη σχετική απόφαση, «εκτός των άλλων, το μακροχρόνιο της παραμονής του υπαλλήλου σε ορισμένο τόπο, τις ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις και τη δυνατότητα μετακινήσεως νεωτέρων σε ηλικία και υπηρεσία εργαζομένων του, οι οποίοι επί ίσων κατά τα λοιπά προσόντα όρων πρέπει να προτιμώνται για τη μετάθεση». Βλ επίσης ΑΠ 538/2001, ΔΕΕ 2001, 1274, ΑΠ 1182/1999, ΔΕΝ 1999, 1588 (μετάθεση από το Ρότερνταμ στην Ελλάδα, λόγω παύσης εργασιών στην Ολλανδία, χωρίς μείωση

16

Page 17: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

τη διαγωγή συγκεκριμένου μισθωτού (π.χ. στην περίπτωση πειθαρχικού

παραπτώματος ή πλημμελούς εκπλήρωσης των καθηκόντων του) ελέγχεται με

βάση το αρ. 281 ΑΚ και η επιλογή του μετακινούμενου εργαζομένου,

λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των οικονομικών, κοινωνικών,

οικογενειακών συνθηκών ζωής του, η τυχόν μακροχρόνια παροχή εργασίας σε

ορισμένο τόπο και η δυνατότητα μετακίνησής του με το μικρότερο δυνατό

προσωπικό κόστος, ώστε να επιλεγεί εκείνος για τον οποίο η μετακίνηση θα

είναι λιγότερο επαχθής36.

Έτσι, αν δεν αποκλείεται από την ατομική σύμβαση η μεταβολή του τόπου

εργασίας του εργαζομένου και ως τόπος εργασίας έχει οριστεί ορισμένη πόλη,

γίνεται δεκτό πως ο εργοδότης δικαιούται να τον μετακινήσει σε άλλο τμήμα της

αυτής εκμετάλλευσης ή σε άλλη εκμετάλλευση που διατηρεί εντός της ίδιας

πόλης ελεύθερα, εφόσον με την μετακίνηση δεν επέρχεται υλική ή ηθική βλάβη

στον εργαζόμενο, δεν συνιστά αυτή άμεσο ή έμμεσο υποβιβασμό37. Συμβατικός

όρος που προβλέπει πως ο εργαζόμενος οφείλει να παράσχει την εργασία του σε

συγκεκριμένη πόλη εμποδίζει καταρχήν τον εργοδότη να προβεί σε μετάθεση σε

διαφορετική πόλη38. Εξαίρεση υφίσταται μόνο αν οικονομοτεχνικοί λόγοι, όπως

ο περιορισμός του κύκλου εργασιών της επιχείρησης ή η αναδιοργάνωσή της

επιβάλλουν την κατάργηση της εκμετάλλευσης του τόπου όπου έχει

συμφωνηθεί να παρέχει την εργασία του ο μισθωτός και είναι δυνατή η

μετάθεση σε διαφορετική περιοχή ή πόλη39. Μάλιστα, σε μια τέτοια περίπτωση,

η μετάθεση προβάλει ως ηπιότερο της απόλυσης μέσο και μπορεί να την

των αποδοχών και χωρίς να επιβαρύνεται δυσανάλογα η οικογενειακή ζωή του μετακινούμενου), ΑΠ 169/1997, ΔΕΝ 1998, 337, ΕφΘεσ 2176/1991, Αρμ 1991, 885, ΕφΘεσ 2204/1990, Αρμ 1990, 648 36 ΑΠ 181/2001, ΔΕΝ 2001, 1370, ΑΠ 1145/1992, ΔΕΝ 1993, 462, ΜονΠρΚαβ 314/1997, Αρμ 1997, 1484. Βλ. και Βλαστό, ό.π., σελ. 1146-1147, Ζερδελή, ό.π., σελ. 670-671, Ληξουριώτη, ό.π., σελ. 414, Γκούτο, Απολύσεις εξαιτίας επιχειρησιακών αναγκών, ΔΕΝ 1982, 713 επ. (720) 37 ΑΠ 1428/2002, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 498/1991, ΕΕΔ 1992, 645, εξ αντιδιαστολής ΕφΑθ 11560/1989, ΕΕΔ 1991, 97, ΕφΘεσ 3502/1991, Αρμ 1992, 36. Βλ. και Ληξουριώτη, ό.π. σελ. 414, Κουκιάδη, ό.π., σελ. 520, Λεβέντη, ό.π., σελ. 86-87.38 ΕφΘεσ 49/1995, ΔΕΕ 1995, 79339 ΕφΘεσ 3212/2001, Αρμ 2002, 908 (όπου πάντως κρίθηκε ότι δεν υφίστατο καν συμβατικός όρος εργασίας σε ορισμένη πόλη, ενώ θεωρήθηκε ότι η άρνηση του εργαζομένου να μετακινηθεί σε άλλη πόλη αποτελούσε εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης εργασίας), ΜονΠρΘεσ 3/1994, Αρμ 1994, 828

17

Page 18: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

προτείνει ο εργαζόμενος, προκειμένου να αποκρούσει ως καταχρηστική τυχόν

καταγγελία της σύμβασής του (αρχή της απόλυσης ως ultima ratio)40.

Αντίθετα, ζήτημα τίθεται για την μετακίνηση του μισθωτού σε

εκμεταλλεύσεις ευρισκόμενες σε άλλη πόλη ή περιφέρεια στην περίπτωση όπου

δεν προσδιορίζεται συμβατικά ως τόπος εργασίας ορισμένη πόλη. Η νομολογία

δέχεται πως αν ο εργοδότης διατηρεί εκμεταλλεύσεις ή υποκαταστήματα σε

περισσότερους τόπους είναι ελεύθερος να μετακινεί τους εργαζομένους του σε

οποιοδήποτε από αυτά, εκτός ρητής αντίθετης συμφωνίας41. Μια τέτοια

εργοδοτική απόφαση, κι αν ακόμα δεν φαίνεται να αποκλείεται καταρχήν από

την ατομική σύμβαση, επιβάλλει ριζική μεταβολή των όρων διαβίωσης του

εργαζομένου, καθιστάμενη υπέρμετρα δυσχερής για αυτόν. Θα πρέπει να

ελέγχεται για την τήρηση των ορίων που θέτει το αρ. 281 ΑΚ, λαμβανομένων

υπόψη των καλόπιστων αναγκών και συμφερόντων της επιχείρησης αφενός και

του συνόλου των συνθηκών ζωής του μετακινούμενου μισθωτού. Η μετάθεση

θα πρέπει αν εξυπηρετεί τα εύλογα συμφέροντα της επιχείρησης για καλύτερη

και αποδοτικότερη οργάνωση και εύρυθμη λειτουργία της, μη δυνάμενα να

εξυπηρετηθούν με άλλα μέσα (π.χ. νέες προσλήψεις), ενώ για την επιλογή του

μετακινούμενου μισθωτού θα πρέπει να εξετάζεται η οικογενειακή και

κοινωνική κατάσταση των υποψηφίων, ώστε να επιλέγεται εκείνος στον οποίον

η μεταβολή θα επιφέρει τη μικρότερη δυνατή αναστάτωση42. 40 Ζερδελή, Η απόλυση ως ultima ratio- Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στο Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, 1991, σελ. 239 επ.41 ΑΠ 630/2000, ΔΕΝ 2000, 1221, ΑΠ 927/1999, ΔΕΝ 1999, 1587, ΑΠ 169/1997, ΔΕΝ 1998, 337, ΑΠ 1564/1987, ΕΕΔ 1988, 177, ΕφΑθ 3361/2001, ΔΕΕ 2002, 85, ΕφΘεσ 2204/1990, Αρμ 1990, 648, Βλ. και ΑΠ 1032/1996, ΔΕΝ 1997, 73 για τους υπαλλήλους του δημοσίου τομέα (ΔΕΗ) όπου το δικαίωμα μετάθεσης προβλέπεται με νόμο.42 Έχει υποστηριχθεί πως, αν δεν υπάρχει ρητή σχετική με τον τόπο εργασίας πρόβλεψη στην ατομική σύμβαση, ο εργοδότης δύναται να μετακινεί τον μισθωτό σε διαφορετική πόλη, εφόσον κατά την κατάρτιση της σύμβασης ο εργοδότης διέθετε ήδη δίκτυο εκμεταλλεύσεων σε διάφορες πόλεις και το γεγονός αυτό τελούσε σε γνώση του εργαζομένου, έστω κι αν δεν γνώριζε ακριβώς την έκταση του δικτύου, ώστε να συνάγεται πως αποδέχθηκε την πιθανότητα μετακίνησής του σε μια από αυτές τις εκμεταλλεύσεις. Βλ. Λεβέντη, ό.π., σελ. 86-88 με περαιτέρω παραπομπές στην ΜονΠρΑθ 9754/1947, ΕΕΔ 1947, 717 και σε Καρακατσάνη, Η έννομος τάξις της εκμεταλλεύσεως, σελ. 257.

Η άποψη αυτή όμως διευρύνει υπέρμετρα το διευθυντικό δικαίωμα, προδίδοντας μάλιστα, κατά τρόπο υπερβολικό, στην απλή γνώση του εργαζομένου πως ο εργοδότης του διατηρεί περισσότερες εκμεταλλεύσεις σε περισσότερες πόλεις δικαιοπρακτικό περιεχόμενο, συνιστάμενο στην άνευ ετέρου αποδοχή συμβατικού όρου που επιτρέπει την μετάθεσή του σε οποιαδήποτε από αυτές. Μια τέτοια ερμηνεία, δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες των αρ. 173 και 200 ΑΚ που αναζητούν την αληθή βούληση των μερών μέσω της καλόπιστης ερμηνείας των δηλώσεών τους και δεν είναι δυνατόν να καταλήξει σε δεσμευτική για τον εργαζόμενο σιωπηρή αποδοχή ενός ουσιώδους όρου της ατομικής του σύμβασης, χωρίς να εξετάζεται καθόλου το σύνολο των οικογενειακών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών της ζωής του.

18

Page 19: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

Αν στην ατομική σύμβαση εργασίας δεν υφίσταται ειδικός όρος σχετικά με

τον τόπο εργασίας του, υποστηρίζεται πως η μακροχρόνια παροχή ορισμένης

εργασίας σε συγκεκριμένο τόπο σε συνδυασμό με πρόσθετα, ιδιαίτερα στοιχεία

(π.χ. διαμόρφωση ιδιαίτερων συνθηκών διαβίωσης, οικογενειακές ανάγκες,

δηλώσεις του εργοδότη) που έχουν δημιουργήσει την πεποίθηση στον

εργαζόμενο πως θα συνεχίσει και στο μέλλον να προσφέρει την εργασία του

στον αυτό τόπο και με τον αυτό τρόπο, έχει επιφέρει σιωπηρή τροποποίηση της

ατομικής σύμβασης εργασίας, μέσω της αποδοχής από τον εργαζόμενο των

όρων υπό τους οποίους πράγματι εργάζεται. Η υποχρέωση παροχής εργασίας

έχει συγκεκριμενοποιηθεί, έχει καταρτιστεί σιωπηρή συμφωνία σχετικά με τον

τόπο εργασίας, με αποτέλεσμα τον αντίστοιχο περιορισμό του διευθυντικού

δικαιώματος και την αδυναμία του εργοδότη να επιφέρει με μονομερή ενέργειά

του την μεταβολή του τόπου εργασίας43.

Ως προς το χρόνο εργασίας, ο εργοδότης μπορεί δυνάμει του διευθυντικού

του δικαιώματος να διευθετεί το χρόνο εργασίας, κατανέμοντάς σε εβδομαδιαίο

ή ημερήσιο επίπεδο, δηλαδή να καθορίζει το ωράριο εργασίας και να

προσδιορίζει βάρδιες, εφόσον για τα θέματα αυτά δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση

στην ατομική σύμβαση εργασίας44 και υπό την προϋπόθεση πως τηρούνται οι

σχετικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας των συλλογικών συμβάσεων

εργασίας και τυχόν υπάρχοντος κανονισμού. Δεν μπορεί όμως με μονομερή του

ενέργεια να μεταβάλει επί το δυσμενέστερο το χρόνο εργασίας (εβδομαδιαίο ή

43 ΑΠ 1248/1993, ΔΕΝ 1994, 403 όπου ο ΑΠ έκρινε πως μόνο το στοιχείο της επι μακρόν παροχής εργασίας σε ορισμένο τόπο, χωρίς κάποιο άλλο στοιχείο από το οποίο να δικαιολογείται η δημιουργία πεποίθησης για το αμετάθετο στον εργαζόμενο, δεν αρκεί. Ομοίως, ΕφΘεσ 3212/2001, Αρμ 2002, 908. Βλ. και ΕφΘεσ 299/2005, Αρμ 2005, 581, όπου επαναλαμβάνεται ο κανόνας πως θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η μακροχρόνια παραμονή του εργαζομένου σε ορισμένο τόπο σε συνδυασμό με τη «συνεπεία αυτής δημιουργία ορισμένων συνθηκών διαβιώσεως αυτού και της οικογένειάς του, οι ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες της συζύγου του, και η δυνατότητα μετακινήσεως νεότερου ως προς την ηλικία και την υπηρεσία υπαλλήλου, ο οποίος πρέπει να προτιμάται για τη μετάθεση» καθώς και να εξετάζεται «αν με την επιχειρούμενη μετακίνηση εξυπηρετούνται έτσι οι λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεως», διότι αλλιώς πρόκειται για ενέργεια η οποία «αντίκειται εκδήλως στην καλή πίστη».. Βλ και Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Τόμος Ι, 2006, σελ. 552-557, Βλαστό, ό.π., σελ. 1146-1147. 44 ΑΠ 162/1993, ΔΕΝ 1993, 649 (όταν από τον Κανονισμό εργασίας προβλέπεται ανώτατο ημερήσιο χρονικό όριο εργασίας, αλλά ο ημερήσιος χρόνος εργασίας έχει διαμορφωθεί από την πρακτική της εκμετάλλευσης σε μικρότερα όρια, έχοντας καταστεί ατομικός συμβατικός όρος, δεν είναι δυνατή με μονομερή ενέργεια η επαύξησή του έως τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό ανώτατα όρια), ΑΠ 151/1988, ΔΕΝ 1989, 27, ΕφΑθ 9597/1998, ΕλλΔνη 2000, 171

19

Page 20: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ημερήσιο)45, όπως έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση εργασίας ή να καθιστά τη

σύμβαση μερικής απασχόλησης από πλήρους, περιορίζοντας την υποχρέωση

παροχής εργασίας σε ορισμένο μόνο χρονικό διάστημα, με αντίστοιχη μείωση

των αποδοχών46.

Βάσει της παραπάνω δυνατότητάς του να διευθετεί και να οργανώνει χρόνο

εργασίας ο εργοδότης δικαιούται να προσδιορίζει το χρόνο έναρξης και λήξης

της εργασίας, να κατανέμει τους εργαζομένους σε βάρδιες και να τους μετακινεί

μεταξύ αυτών, ακόμα κι αν έχουν παράσχει για μακρό χρονικό διάστημα την

εργασία τους σε συγκεκριμένη βάρδια47, εκτός εάν έχει επέλθει σύμφωνα με τα

παραπάνω συγκεκριμενοποίηση της σχέσης εργασίας48 ειδικά ως προς το ζήτημα

της βάρδιας49˙ αδυνατεί δηλαδή να αλλάξει το ωράριο ή τη βάρδια αν

συντρέχουν πέραν του μακρού χρόνου εργασίας και πρόσθετα στοιχεία δυνάμει

των οποίων έχει διαμορφωθεί δικαιολογημένη πεποίθηση του εργαζομένου πως

δεν θα μεταβληθεί το ωράριο ή η βάρδια εργασίας του.

3. Αποδοχή της μονομερούς μεταβολής

Ο μονομερής χαρακτήρας της εκ μέρους του εργοδότη μεταβολής των όρων

εργασίας αίρεται με την εκ μέρους του εργαζομένου ρητή η σιωπηρή αποδοχή

της, οπότε επέρχεται τροποποίηση της αρχικής σύμβασης, εφόσον η μεταβολή

δεν αντίκειται στον νόμο ή τα χρηστά ήθη και δεν υπολείπεται των ελάχιστων

εγγυητικών ορίων που τίθενται από διατάξεις της οικείας σ.σ.ε.. Ζήτημα έχει

δημιουργηθεί σχετικά με το πότε υπάρχει σιωπηρή αποδοχή της μεταβολής,

45 ΕφΑθ 3620/1990, ΑρχΝ 1991, 37 (μονομερής αύξηση των ωρών εργασίας)46 ΕφΠειρ 295/2003, ΔΕΕ 2004, 315, ΕφΘεσ 2321/1991, Αρμ 1991, 1116 (περιορισμός με μονομερή απόφαση της απασχόλησης του εργαζομένου μόνο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ προηγουμένως απασχολείτο καθ’ όλο το χρόνο), ΜονΠρΛαρ 4/2001, ΝΟΜΟΣ 47 ΑΠ 266/1990, ΕΕΔ 1990, 804 (όπου μάλιστα η ενάγουσα παρείχε την εργασία της στην πρωινή βάρδια επί σχεδόν μία εικοσαετία), ΜονΠρΑθ 2950/1989, ΝοΒ 1989, 1453, όπου το δικαστήριο έκρινε πως δεν αρκούσε μόνο το γεγονός της μακρόχρονης (επί 6 χρόνια) παροχής εργασίας κατά τη νυκτερινή βάρδια. Κρίθηκε πως η μεταβολή της βάρδιας δικαιολογείτο από την ανάγκη άρσης υπηρεσιακών ανωμαλιών, την ανάγκη δηλαδή να μην μονοπωλούν την νυκτερινή βάρδια και τη σχετική προσαύξηση των αποδοχών τους ορισμένοι μόνο από τους εργαζομένους ως φύλακες της επιχείρησης, αποκλειομένων των υπολοίπων, αλλά να υπάρχει εναλλαγή, παρά το γεγονός πως με την απόφαση αυτή ο συγκεκριμένος ενάγων εργαζόμενος υφίστατο και μείωση των αποδοχών του κατά το ποσοστό της προσαύξησης.48 Βλ. παραπάνω, ΙΙ Α 2 β, σελ. 749 ΑΠ 82/2001, ΕΕΔ 2001, 1260, Ζερδελής, Το Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2003, σελ. 662-663

20

Page 21: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

συμπεριφορά του εργαζομένου δηλαδή που υποδηλώνει τη δικαιοπρακτική του

βούληση για συνέχιση παροχής της εργασίας του υπό τους νέους όρους.

Καταρχήν γίνεται δεκτό πως συνιστά σιωπηρή αποδοχή η συνέχιση παροχής

της εργασίας υπό τους νέους όρους χωρίς ο εργαζόμενος, εντός ευλόγου χρόνου

από την μεταβολή, να διαμαρτυρηθεί με οποιοδήποτε τρόπο ή να εκφράσει

επιφύλαξη50.

Συχνότερη είναι η περίπτωση όπου ο εργαζόμενος εξακολουθεί να παρέχει

την εργασία του υπό τους νέους όρους, όχι όμως γιατί πραγματικά τους

αποδέχεται, αλλά προκειμένου να διατηρήσει τη θέση εργασίας του. Είναι

δυνατόν τότε να περιορίζεται σε απλή ρηματική διαμαρτυρία ή και σε έγγραφη

επιφύλαξη των δικαιωμάτων του, παραλείποντας όμως να ενεργήσει περαιτέρω,

φοβούμενος τυχόν καταγγελία της σύμβασής του. Για την αποσαφήνιση της

συμπεριφοράς του εργαζομένου σε μια τέτοια περίπτωση έχουν διατυπωθεί

διάφορες απόψεις.

Η νομολογία φαίνεται να ακολουθεί πάγια την άποψη πως δεν συνάγεται

αποδοχή αν ο εργαζόμενος, ο οποίος εξακολούθησε να εργάζεται υπό τους νέους

όρους, εναντιώθηκε κατηγορηματικά σε αυτούς εντός ευλόγου χρόνου με

οποιοδήποτε τρόπο, έστω με απλή έγγραφη ή ρηματική διαμαρτυρία ή η δήλωση

πως προτίθεται να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, χωρίς να απαιτείται και η

άσκηση των σχετικών αξιώσεών του51.

Κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη, δεν αρκεί το γεγονός πως ο

εργαζόμενος διαμαρτυρήθηκε κατηγορηματικά, προφορικά ή εγγράφως, για την 50 ΑΠ 650/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1455/2003, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία «σιωπηρή αποδοχή μπορεί να συναχθεί αν ο εργαζόμενος παρά το ότι σαφώς γνωρίζει την μεταβολή των όρων της αρχικής εργασιακής τους σχέσεως, εξακολουθεί και μετά από αυτήν την μεταβολή αδιαμαρτύρητα να προσφέρει για μακρύ χρονικό διάστημα τις υπηρεσίες του στον εργοδότη του. Μόνο αν ο μισθωτός διαμαρτυρηθεί ειδικά και με συγκεκριμένες ενέργειες για την μονομερή εκ μέρους του εργοδότη του βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως … δεν μπορεί να γίνει λόγος για αποδοχή της ανωτέρω ενέργειας του πρώτου από τον εργαζόμενο», ως παράδειγμα, δε, «ειδικών και συγκεκριμένων ενεργειών» προτείνει την προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας ή την ρητή διατύπωση επιφύλαξης στην απόδειξη καταβολής των λόγω της βλαπτικής μεταβολής μειωμένων αποδοχών. Βλ. και ΑΠ 1431/2002, Αρμ 2002, 1638, ΑΠ 1299/2001, ΕλλΔνη 2002, 130, ΑΠ 994/2001, ΕΕΔ 2003, 668, ΑΠ 630/1994, ΔΕΝ 1995, 1217, ΕφΛαρ 25/2000, Δικογραφία 2000, 196, ΜονΠρΑθ 2950/1989, ΝοΒ 1989, 1453 51 ΑΠ 650/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1455/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 289/2003, ΔΕΕ 2003, 1107, ΑΠ 1730/2002, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1431/2002, Αρμ 2002, 1638, ΑΠ 1299/2001, ΕλλΔνη 2002, 130, ΑΠ 98/2000, ΔΕΝ 2001, 1230, ΑΠ 224/1998, ΝοΒ 1999, 760, ΑΠ, 805/1995, ΔΕΝ 1995, 1317, ΑΠ 2785/1994, Αρμ 1995, 194, ΑΠ 228/1991, ΕΕΔ 1991, 1067, ΑΠ 1532/1980, ΕΕΔ 1981, 238, ΕφΠειρ 476/1999, Αρμ 2002, 560, ΕφΑθ 7075/1995, ΔΕΝ 1995, 1272, ΕφΘεσ 49/1995, ΔΕΕ 1995, 793, ΕφΘες 83/1991, Αρμ 1991, 45, ΕφΑθ 11560/1989, ΝοΒ 1990, 654, Μον ΠρΘεσ 1811/1995, Αρμ 1995, 791, ΜονΠρΘεσ158/1989, Αρμ 1989, 880,

21

Page 22: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

μεταβολή, αλλά επιπλέον θα πρέπει να ασκήσει εντός ευλόγου χρονικού

διαστήματος τις σχετικές αξιώσεις του εναντίον του εργοδότη, που απορρέουν

από τη μονομερή βλαπτική μεταβολή52. Εκτός από την απλή ρηματική ή

έγγραφη έκφραση της διαμαρτυρίας του εργαζομένου, απαιτείται σε εύλογο

χρόνο να ασκήσει και τις αξιώσεις του, ώστε να μη δημιουργηθεί προηγουμένως

μια πραγματική κατάσταση, με την επί μακρό χρόνο παροχή της εργασίας με

τους νέους όρους χωρίς πραγματική αντίδραση, μετά την οποία η άσκηση

αγωγής θα συνιστά αντιφατική συμπεριφορά.

Έχει υποστηριχθεί επίσης και η ακραία άποψη πως μόνο το γεγονός παροχής

της εργασίας υπό τους νέους όρους αρκεί για να θεωρηθεί πως ο εργαζόμενος

συνήνεσε στη μεταβολή και η όποια διαμαρτυρία του είναι αδιάφορη, αφού

είναι αντίθετη στην διαμορφωθείσα πραγματική κατάσταση53. Παραλλαγή αυτής

της θέσης είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία η εξομοίωση άνευ ετέρου της

συνέχισης της παροχής εργασίας με ουσιαστική αποδοχή της μεταβολής,

επέρχεται μετά την πάροδο ενός τριμήνου εργασίας υπό τους νέους όρους,

χρονικού διαστήματος που ισοδυναμεί με την αποσβεστική προθεσμία άσκησης

της αγωγής για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, σύμφωνα με

το αρ. 6 § 1 Ν. 3198/195554.

Με δεδομένη την επί της ουσίας ανίσχυρη θέση του μισθωτού, ο οποίος

προκειμένου να διατηρήσει τη θέση εργασίας του, που αποτελεί και το μόνο

μέσο βιοπορισμού του, δεν είναι πάντοτε σε θέση να διαμαρτυρηθεί έντονα για

την μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας του, υποστηρίζεται πως είναι

δυσανάλογα επαχθές γι’ αυτόν να απαιτείται η εκ μέρους του κατηγορηματική

αντίδραση προκειμένου να μη θεωρηθεί η συμπεριφορά του ως αποδοχή των

νέων όρων55. Η ανάπτυξη της θέσης αυτής εκκινεί από τη διάταξη του αρ. 179

52 Ζερδελής, ό.π., σελ. 672-673, Κουκιάδης, ό.π., σελ. 798-799, Βλασσόπουλος, ό.π., σελ. 43, Λεβέντης, Μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας-Μονομερής βλαπτική μεταβολή - Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ως έσχατο μέσο, ΔΕΝ 1996, 657 επ. (659), Γκούτος, Μονομερής βλαπτική μεταβολή-Συνέπειαι, ΔΕΝ 1980, 121 επ. (122), όπου ως εύλογος χρόνος εντός του οποίου πρέπει να ασκηθούν και οι νόμιμες αξιώσεις του μισθωτού προσδιορίζεται το τρίμηνο από την βλαπτική μεταβολή, ίσος δηλαδή με την αποσβεστική προθεσμία άσκησης αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας. 53 ΑΠ 1431/2002, ΕΕΔ 2003, 267, ΑΠ 162/1993, ΕλλΔνη 1993, 649, ΑΠ 509/1976, ΔΕΝ 1976, 661, ΜονΠρΑθ 1277/1991, ΑρχΝ 1991, 668.54 ΑΠ 698/1989, ΕΕΔ 1990, 509, Μαρκόπουλος, Η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας, ΔΕΝ 1977, 1121 επ. (1124-1125)55 Βλαστός, ό.π., σελ. 1153-1154

22

Page 23: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΑΚ, σύμφωνα με την οποία είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη η δικαιοπραξία με

την οποία κάποιος εκμεταλλεύεται την ανάγκη του άλλου, λαμβάνοντας

περιουσιακά ωφελήματα τα οποία είναι σε προφανή δυσαναλογία με την

παροχή. Στην προκείμενη περίπτωση είναι εμφανής η ανάγκη του μισθωτού να

μην απολέσει τη θέση εργασίας του, εξαναγκαζόμενος έτσι, κατά κανόνα, να

αποδεχθεί οποιαδήποτε μεταβολή προτείνεται από τον εργοδότη του, κι αν

ακόμα αυτή καθιστά υπερβολικά δυσμενέστερους τους όρους εργασίας του.

Κατά συνέπεια, η παροχή της εργασίας υπό τους νέους όρους χωρίς να υπάρχει

ρητή κατηγορηματική διαμαρτυρία εκ μέρους του εργαζομένου δεν θα πρέπει να

θεωρείται άνευ ετέρου ως σιωπηρή αποδοχή της γενόμενης μεταβολής, ενώ, κι

αν ακόμα η εν λόγω συμπεριφορά θεωρηθεί ως αποδοχή, αυτή πρέπει να κριθεί

απολύτως άκυρη σύμφωνα με τα αρ. 178, 179 ΑΚ σε συνδυασμό και με τα αρ.

150 επ. και 281 ΑΚ.

Η θέση αυτή, με δεδομένο και το γεγονός πως το αρ. 7 Ν. 2112/1920 για τις

συμβάσεις αορίστου χρόνου δεν προβλέπει ως δυνατότητα τη διατήρηση της

θέσης εργασίας, εμφανίζεται καταρχήν ως αναγκαία για την προστασία του

εργαζομένου και των μέσων διαβίωσής τους. Από την άλλη όμως περιορίζει

υπέρμετρα την ελευθερία των συναλλαγών, καθώς καθιστά ουσιαστικά αδύνατη

οποιαδήποτε μεταβολή δυνάμει του διευθυντικού δικαιώματος και θέτει την

ελευθερία οργάνωσης και ρύθμισης της εργασίας και της εν γένει λειτουργίας

της επιχείρησης υπό την αίρεση της ρητής αποδοχής των νέων όρων εργασίας. Ο

εργαζόμενος όμως είναι πάντοτε ελεύθερος να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά

του, μεταξύ των οποίων είναι αφενός η προσφορά της εργασίας του με τους

προηγούμενους όρους και αφετέρου η παροχή της εργασίας υπό τους νέους

όρους με ταυτόχρονη επιφύλαξη των νομίμων δικαιωμάτων του και την άσκηση

αγωγής προκειμένου να υποχρεωθεί ο εργοδότης με τους προηγούμενους όρους.

Τυχόν αμέλεια του εργαζομένου, συνιστάμενη στην παράλειψη ή την

υπερβολική καθυστέρηση να εκφράσει τη διαμαρτυρία του έστω ρηματικά,

όπως αρκεί για την νομολογία, επιφυλασσόμενος των δικαιωμάτων του, δεν

μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας

του εργοδότη˙ εξάλλου, μια τέτοια καθυστέρηση στη διαμαρτυρία θα μπορούσε

23

Page 24: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

να θεωρηθεί ως αντίθετη στην καλή πίστη, καθιστώντας καταχρηστική την

άσκηση των δικαιωμάτων του μισθωτού.

Β. Βλαπτική μεταβολή

Βλαπτική μεταβολή, κατά την έννοια του αρ. 7 Ν. 2112/1920 είναι κάθε

μεταβολή των όρων της ατομικής σύμβασης εργασίας που επιφέρει στον

εργαζόμενο άμεση ή έμμεση υλική ή και ηθική ζημία56.

Η ύπαρξη βλάβης κρίνεται με την αντικειμενική σύγκριση του εργασιακού

καθεστώτος του συγκεκριμένου εργαζομένου πριν και μετά την μονομερή

ενέργεια του εργοδότη και όχι του εργασιακού καθεστώτος του ιδίου και τω

συναδέλφων του57. Η σύγκριση γίνεται με αντικειμενικά και όχι υποκειμενικά

κριτήρια, δεν ενδιαφέρουν δηλαδή οι προσδοκίες του μισθωτού ή η προσωπική

του άποψη σχετικά με το αν έχει επέλθει δυσμενής γι’ αυτόν μεταβολή.

1. Υλική βλάβη

56ΑΠ 46/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1306/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1303/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 650/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1426/2004, ΕΕΔ 2005, 576, ΑΠ 997/2004, ΕΕΔ 2005, 99, ΑΠ 1455/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 155/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1479/2002, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1431/2002, Αρμ 2002, 1638, ΑΠ 204/2002, ΕΕΔ 2003, 913, ΑΠ 1299/2001, ΕλλΔνη 2002, 130, ΑΠ 538/2001, ΔΕΕ 2001, 1274, ΑΠ 82/2001, ΕΕΔ 2001, 1260, ΑΠ 98/2000, ΕλλΔνη 2000, 1009, ΑΠ 453/1999, ΔΕΝ 1999, 1042, ΑΠ 15/1999, ΕλλΔνη 1999, 568, ΑΠ 1743/1998, ΕΕΝ 2000, 290, ΑΠ 1702/1998, ΔΕΝ 1999, 699, ΑΠ 224/1998, ΝοΒ 1999, 760, ΑΠ 1507/1997, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1504/1997, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 315/1997, ΔΕΝ 1998, 319, ΑΠ 272/1996, ΔΕΝ 1996, 464, ΑΠ 805/1995, ΔΕΝ 1995, 1317, ΑΠ 772/1995, ΝοΒ 1997, 779, ΑΠ 2785/1994, Αρμ 1995, 194, ΑΠ 1248/1993, ΔΕΝ 1994, 405, ΑΠ 1227/1993, ΔΕΝ 1994, 403, ΑΠ 1044/1992, ΔΕΝ 1993, 421, ΑΠ 435/1992, ΔΕΝ 1992, 1288, ΑΠ 675/1991, ΕΕΔ 1991, 1068, ΑΠ 674/1991, ΔΕΝ 1993, 177, ΑΠ 539/1990, ΔΕΝ 1991, 580, ΑΠ 351/1990, ΔΕΝ 1991, 220, ΑΠ 224/1990, ΕΕΔ 1990, 515, ΑΠ 1875/1988, ΔΕΝ 1989, 735, ΑΠ 268/1988, ΕΕΔ 1988, 550, ΕφΑθ 493/2004, ΔΕΕ 2004, 1049, ΕφΘεσ 1003/2004, Αρμ 2004, 1180, ΕφΑθ 6259/2003, ΕλλΔνη 2004, 870, ΕφΑθ 5423/2003, ΔΕΕ 2004, 215, ΕφΑθ 4587/2003, ΑρχΝ 2005, 44, ΕφΑθ 3615/2003, ΕλλΔνη 2004, 546, ΕφΑθ 3195/2003, ΕλλΔνη 2004, 547, ΕφΑθ 1048/2003, ΔΕΕ 2003, 1370, ΕφΘεσ 2040/2003, Αρμ 2003, 1300, ΕφΘεσ 1507/2003, Αρμ 2003, 1145, ΕφΑθ 10097/2002, ΕΕΔ 2003, 854, ΕφΑθ 3411/2002, ΔΕΕ 2003, 565, ΕφΑθ 3361/2001, ΔΕΕ 2002, 85, ΕφΘεσ 128/2001, Αρμ 2001, 369, ΕφΑθ 7796/2000, ΕλλΔνη 2002, 488, ΕφΑθ 1670/1998, ΕλλΔνη 1998, 630, ΕφΑθ 2364/1998, ΕλλΔνη 1999, 398 Βλ. και Βλαστό, ό.π., σελ. 1140-1144, Ζερδελή, ό.π., σελ. 673, Βλασσόπουλο, ό.π., σελ. 36, Κουκιάδη, ό.π., σελ. 793, Καρακατσάνη/Γαρδίκα, ό.π., σελ. 478-479, Παπαδημητρίου, ό.π., σελ. 323-324, Λεβέντη, Η μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, 1990, σελ. 102-103, τον ίδιο, Μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας-Μονομερής βλαπτική μεταβολή - Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ως έσχατο μέσο, ΔΕΝ 1996, 657 επ. (660), Γκούτο, Μονομερής βλαπτική μεταβολή της σχέσεως εργασίας, ΔΕΝ 2001, σελ. 1-257 ΑΠ 1150/1989, ΕΕΔ 1990, 513, όπου κρίθηκε πως δεν υφίσταται βλαπτική μεταβολή όταν διατηρείται το συμφωνημένο επίπεδο αποδοχών του εργαζομένου, αλλά μειώνεται απλά η διαφορά των αποδοχών του με εκείνες των ιεραρχικά κατώτερων συναδέλφων του, λόγω αύξησης στις αποδοχές τους.

24

Page 25: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

Το ερώτημα αν ο εργαζόμενος υφίσταται υλική βλάβη από τη μονομερή

μεταβολή των όρων εργασίας του συνδέεται με το ζήτημα των αποδοχών και

γενικότερα του οικονομικού αντισταθμίσματος για την παρεχόμενη εργασία του.

Κάθε μείωση των τακτικών αποδοχών του εργαζομένου συνιστά καταρχήν

μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, εκτός κι αν αυτή

προβλέπεται από όρο της ατομικής σύμβασης εργασίας και δεν προσκρούει στον

νόμο ή στα κατώτατα όρια που θεσπίζονται από την οικεία συλλογική σύμβαση

εργασίας.

Κρίσιμη είναι η σύντομη αποσαφήνιση ορισμένων από τις έννοιες του

εργατικού δικαίου που συναρτώνται με την υποχρέωση καταβολής μισθού και

γενικότερα με υλικές παροχές εκ μέρους του εργοδότη, προκειμένου να γίνει

κατανοητή η εκάστοτε υλική βλάβη που υφίσταται ή δεν υφίσταται ο

εργαζόμενος.

Μισθός είναι κάθε παροχή του εργοδότη σε χρήμα ή σε είδος που

καταβάλλεται ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας (αρ. 648 ΑΚ) και

αποτελεί μέσο βιοπορισμού του εργαζομένου. Μισθό αποτελούν και οι αμοιβές

που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας, νόμιμης

υπερωριακής απασχόλησης και επιτρεπόμενης απασχόλησης σε ημέρα αργίας,

αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εγκύρως παρεχομένης εργασίας του

μισθωτού58. Δεν αποτελούν μισθό επομένως παροχές που έχουν διαφορετική

λειτουργία, δεν δίνονται δηλαδή έναντι της παρεχόμενης εργασίας, αλλά για την

εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης ή προς εξασφάλιση της

δυνατότητας ή διευκόλυνση εκτέλεσης της εργασίας (π.χ. παροχή κατοικίας σε

φύλακα, μεταφορικού μέσου σε μεταφορέα ή περιοδεύοντα μισθωτό κ.τ.λ.). Δεν

συνιστούν μισθό οι παροχές του εργοδότη ως επιστροφή δαπανών που έγιναν

από τον εργαζόμενο για την εκτέλεση της εργασίας του (π.χ. οδοιπορικά έξοδα,

δαπάνες διανυκτέρευσης σε εργασία εκτός έδρας κ.τ.λ.), εκτός αν έχει

συμφωνηθεί να καταβάλλονται λόγω των ειδικών συνθηκών εργασίας και

άσχετα αν πράγματι πραγματοποιήθηκε η δαπάνη (π.χ. καταβολή δαπανών

διανυκτέρευσης σε κάθε περίπτωση εργασίας εκτός έδρας που προϋπόθετε

58 ΑΠ 644/2005, ΝΟΜΟΣ

25

Page 26: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

διανυκτέρευση ανεξαρτήτως αν ο εργαζόμενος διέμεινε σε ξενοδοχείο ή φιλικό

του σπίτι)59. Δεν αποτελούν μισθό οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη και οι

παροχές που αποτελούν εκπλήρωση της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη

(π.χ. δαπάνες ιατρικής περίθαλψης).

Οικειοθελείς παροχές είναι αυτές που χορηγούνται στον εργαζόμενο από τον

εργοδότη σε χρήμα ή σε είδος από ελευθεριότητα, χωρίς δηλαδή να υπέχει προς

τούτο νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση. Δεν αποτελούν μισθολογική παροχή και

ως εκ τούτου δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των τακτικών

αποδοχών. Οι οικειοθελείς παροχές είναι καταρχήν οποτεδήποτε ελευθέρως

ανακλητές60. Αν όμως ορισμένη οικειοθελής παροχή καταβάλλεται επί μακρό

χρονικό διάστημα, κατά τρόπο σταθερό, τακτικό και ομοιόμορφο και ο

εργοδότης δεν έχει ρητά επιφυλάξει δικαίωμα ανάκλησής τους, η συμπεριφορά

αυτή λογίζεται ως πρόταση προς τροποποίηση της σύμβασης, η οποία επέρχεται

με την σιωπηρή αποδοχή εκ μέρους των εργαζομένων που συνάγεται από το

γεγονός πως δέχονται τη γενόμενη καταβολή, με αποτέλεσμα η παροχή να

καθίσταται υποχρεωτική εκ της συμβάσεως και για το μέλλον61. Εξαίρεση

αποτελεί η περίπτωση παροχής που έχει χορηγηθεί παρά τον νόμο ή χωρίς να

έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από τον διέποντα τη συγκεκριμένη επιχείρηση

κανονισμό, που έχει νομοθετική ισχύ καθώς έχει κυρωθεί με νόμο. Μια τέτοια

παρανόμως χορηγηθείσα παροχή, κι αν ακόμα καταβάλλεται μακροχρόνια,

τακτικά, σταθερά και αδιάλειπτα δεν καθίσταται τμήμα της σύμβασης και

μπορεί ελεύθερα να ανακληθεί62.

Βασικός μισθός είναι το νόμιμο ή συμφωνημένο ποσό αμοιβής που

αντιστοιχεί στο νόμιμο ή συμφωνημένο ωράριο εργασίας, χωρίς να

συνυπολογίζονται σε αυτό τα επιδόματα που δικαιολογούνται από ειδικές

περιστάσεις, όπως την προσωπική κατάσταση του μισθωτού, την προϋπηρεσία

του, το αντικείμενο και τις συνθήκες εργασίας του και χωρίς να λαμβάνονται

υπόψη τυχόν προβλεπόμενες ειδικές προσαυξήσεις (π.χ. για νυκτερινή εργασία,

59 Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Τόμος Ι, 2006, σελ. 660 επ. (660-664), Ληξουριώτης, ό.π., σελ. 253 επ. (254-256), Βλαστός, ό.π., σελ. 741 επ. (742-754), Κουκιάδης, ό.π., σελ. 553 επ..60 ΕφΘεσ 723/1999, Αρμ 1999, 122761 ΕφΠειρ 1117/2003, ΔΕΕ 2004, 457, ΕφΑθ 7632/2001,ΕλλΔνη 2002, 207, Ζερδελής, ό.π., σελ. 692-693, Βλαστός, ό.π., σελ. 837-840, Κουκιάδης, ό.π., σελ. 576-57862 ΑΠ 1202/2002, ΕΕΔ 2003 ,1343 (αναφερόμενη στον Κανονισμό της ΔΕΗ)

26

Page 27: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

εργασία κατά την Κυριακή, υπερωριακή απασχόληση)63. Επιδόματα

ονομάζονται οι ειδικές προσαυξήσεις επί του βασικού μισθού που επιτελούν

ειδικούς σκοπούς και δικαιολογούνται από ιδιαίτερες περιστάσεις. Διακρίνονται

σε επιδόματα καθολικής εφαρμογής, που μπορούν να χορηγηθούν σε όλους τους

εργαζομένους της επιχείρησης εφόσον πληρούν τη συγκεκριμένη κάθε φορά

προϋπόθεση, και σε επιδόματα θέσης ή ειδικών συνθηκών εργασίας, που

αφορούν μόνο τους εργαζομένους εκείνους που κατέχουν ορισμένη θέση ή

βαθμό που συνδέεται με αυτά (π.χ. επίδομα ευθύνης, επίδομα διευθυντικών

καθηκόντων κ.τ.λ.) ή εργάζονται υπό τις κρίσιμες κάθε φορά συνθήκες (π.χ.

επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, επίδομα αποδοτικότητας, επίδομα λογιστηρίου

κ.τ.λ.). Υπολογίζονται είτε ανεξάρτητα με το βασικό μισθό, συνιστάμενα σε

ορισμένο σταθερό ποσό, είτε σε συνάρτηση με αυτόν, αποτελώντας κάθε φορά

ένα ποσοστό του64.

Πρόσθετη ή συμπληρωματική αμοιβή κατά την έννοια του αρ. 659 ΑΚ είναι η

αμοιβή που οφείλεται στον εργαζόμενο πλέον της συμβατικής για την εκτέλεση

εργασίας πέραν της συμφωνημένης ή της συνηθισμένης65. Πρόκειται για την

περίπτωση που λόγω αναγκών της επιχείρησης ανατίθεται στον εργαζόμενο η

εκτέλεση καθηκόντων ή εργασιών που εκφεύγουν των συμβατικών και δεν είναι

συναφή ή συμπληρωματικά τους, οπότε για αυτή ακριβώς την εργασία οφείλεται

πρόσθετη αμοιβή. Η πρόσθετη εργασία θα πρέπει να παρέχεται εντός του

νομίμου ωραρίου, να εξυπηρετεί ανάγκες διαρκούς φύσης και όχι παροδικές, να

μην είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, συναφής με την

παρεχόμενη δυνάμει της σύμβασης εργασία και να πρόκειται για εργασία που

κατά την κοινή πείρα και συνήθη πορεία των πραγμάτων παρέχεται μόνο έναντι

μισθού. Αν δεν έχει συμφωνηθεί ειδική αμοιβή, οφείλεται ο «ειθισμένος

μισθός» του αρ. 653 ΑΚ σε συνδυασμό με τα αρ. 648, 649 και 659 ΑΚ, δηλαδή

ο μισθός που θα καταβαλλόταν σε κάποιο άλλο εργαζόμενο που θα παρείχε την

ίδια εργασία υπό τις αυτές συνθήκες66.

63 Ζερδελής, ό.π., σελ. 687-690, Ληξουριώτης, ό.π., σελ. 287, Βλαστός, ό.π., σελ. 770-771, Κουκιάδης, ό.π., σελ. 561-56264 Ζερδελής, ό.π., σελ. 692-707, Ληξουριώτης, ό.π., σελ. 287-294, Βλαστός, ό.π., σελ. 771-799, Κουκιάδης, ό.π., σελ. 562-56765 ΑΠ 644/2005, ΝΟΜΟΣ66 Ζερδελής, ό.π., σελ. 545-547, Ληξουριώτης, ό.π., σελ. 267-270, Βλαστός, ό.π., σελ. 422-428, Κουκιάδης, ό.π., σελ. 508-512 (511-512).

27

Page 28: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

α. Περιπτώσεις υλικής βλάβης

Βλαπτική θεωρείται καταρχήν η μεταβολή, συνεπεία της οποίας επέρχεται

μείωση των αποδοχών του εργαζομένου στο σύνολό τους67. Κρίσιμη είναι η

σύγκριση των αποδοχών του συγκεκριμένου εργαζομένου πριν και μετά τη

μεταβολή, χωρίς να ενδιαφέρει τυχόν μείωση της διαφοράς των αποδοχών του

με εκείνες συναδέλφων του, που οφείλεται σε αύξηση των δικών τους αποδοχών

και όχι μείωση εκείνων του ενδιαφερόμενου μισθωτού68.

Κατά τα ανωτέρω, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας

συνιστά (ενδεικτικά):

- Η μείωση του συμφωνημένου μισθού69.

- Η μείωση του ωραρίου εργασίας (ή γενικότερα του χρόνου εργασίας), με

ταυτόχρονη μείωση των αποδοχών70.

67 ΑΠ 675/1991, ΕΕΔ 1991, 1068 (δεν είναι κρίσιμος μόνο ο βασικός μισθός, αλλά το σύνολο των αποδοχών), ΕφΑθ 3985/1992, ΕλλΔνη 1993, 154, ΕφΘεσ 2176/1991, Αρμ 1991, 885 68 ΑΠ 1150/1989, ΕΕΔ 1990, 51369 ΕφΠειρ 109/2003, ΔΕΕ 2003, 1367 (μείωση αποδοχών λόγω μη συνυπολογισμού από ορισμένο χρονικό σημείο και μετά της προϋπηρεσίας, προκειμένου να καθοριστεί ο οφειλόμενος νόμιμος μισθός, και περικοπής του πελατολογίου των εναγόντων εργαζομένων, ώστε να μειωθούν οι πρόσθετες αποδοχές τους που υπολογίζονται σε ποσοστό επί των γενόμενων από αυτούς πωλήσεων), ΕφΘεσ 3957/1990, Αρμ 1990, 1108 (μείωση των αποδοχών γεωπόνου λόγω εσφαλμένης υπαγωγής του από τον εργοδότη στη σ.σ.ε. των εργαζομένων σε συνεταιρισμούς αντί της ορθής σ.σ.ε. γεωπόνων), ΕφΘεσ 3229/1988, Αρμ 1988, 1223 (μονομερής μείωση του συμβατικά καθορισμένου ημερομισθίου στα επίπεδα του νόμιμου ημερομισθίου), ΜονΠρΘεσ 242/1992, Αρμ 1993, 831 (Η μονομερής αύξηση των συμβατικών αποδοχών με απόφαση του εργοδότη και η επί μακρό χρόνο τακτική, σταθερή και μόνιμη καταβολή των αυξημένων αποδοχών αυτών επιφέρει σιωπηρή σχετική τροποποίηση της ατομικής σύμβασης ως προς το ύψος των αποδοχών. Τυχόν μεταγενέστερη μείωση των αποδοχών στα αρχικά συμβατικά επίπεδα αποτελεί βλαπτική μεταβολή). 70 ΑΠ 907/2004, ΝΟΜΟΣ , ΑΠ 1684/1990, ΕΕΔ 1991, 937 (μονομερής μείωση του ημερήσιου συμβατικά καθορισμένου ωραρίου από 8 ώρες σε 6 ώρες για το καλοκαίρι και 6,5 για το χειμώνα με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών), ΕφΠειρ 295/2003, ΔΕΕ 2004, 315 (περιορισμός των ημερών εβδομαδιαίας εργασίας μουσικών νυκτερινού κέντρου, που θεωρήθηκε πως αποτελεί και μείωση της επαγγελματικής τους υπόστασης)

Βλ. και ΑΠ 845/2003, ΕΕΔ 2004, 1998 όπου κρίθηκε πως «η μεταβολή από τον εργοδότη των όρων της εργασιακής συμβάσεως, δια της μειώσεώς των ωρών της κανονικής ημερησίας εργασίας του και του αντικειμένου αυτής και καταβολή μειωμένου μισθού, έστω και με την συναίνεση του μισθωτού (πολύ δε περισσότερο χωρίς αυτή), χωρίς την τήρηση εγγράφου τύπου, δεν συνιστά έγκυρη σύμβαση μερικής απασχολήσεως και επομένως ο εργοδότης οφείλει το μισθό για την πλήρη απασχόληση (παραίτηση από την ελαχίστων νομίμων ορίων του οποίου δεν είναι έγκυρη), ακόμη και αν ο μισθωτός αποδέχθηκε την άτυπη μεταβολή και συνέχισε την παροχή της εργασίας του υπό τους όρους αυτής». Βλ. και ΜονΠρΧαλκιδικής 4/1999, Αρμ 1999,952

Αντίθετα, δεν έχει το χαρακτήρα μονομερούς μεταβολής η μείωση του ωραρίου που έγινε με την έγκυρη σύναψη συμβάσεως μερικής απασχόλησης. Το τεκμήριο του αρ. 2 § 1 Ν. 2369/1998, που

28

Page 29: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

- Η μεταβολή του χρόνου απασχόλησης του μισθωτού που συνεπάγεται την

απώλεια νόμιμων προσαυξήσεων των αποδοχών του (προσαύξηση νυκτερινής

εργασίας, εργασίας κατά Κυριακή, υπερωριακής απασχόλησης)71.

Έτσι, βλαπτική μεταβολή αποτελεί η μεταβολή του ωραρίου ή της βάρδιας

υπό το οποίο εργαζόταν ο μισθωτός επί μακρό χρόνο, σταθερά και τακτικά, με

συνέπεια να διαμορφωθεί σιωπηρώς ο όρος της εργασιακής συμβάσεως περί

αυτού, που συνεπάγεται μείωση αποδοχών μέσω της απώλειας της προσαύξησης

για νυκτερινή εργασία72. (νοσηλεύτρια)

Ομοίως, βλαπτικός θεωρείται ο περιορισμός της κατά τις Κυριακές

απασχόλησης, χωρίς να παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τη σύμβαση, με

συνέπεια την μείωση των τακτικών αποδοχών κατά το ποσό της σχετικής

προσαύξησης 75% επί του νομίμου ημερομισθίου73.

Επίσης, υλική βλάβη προκαλεί η άρνηση συνέχισης υπερωριακής

απασχόλησης, της οποίας η παροχή είχε καταστεί συμβατικός όρος σιωπηρά, με

την μακρόχρονη, σταθερή, τακτική και μόνιμη παροχή της74.

δημιουργείται αν η σύμβαση μερικής απασχόλησης δεν κατατεθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας εντός δεκαπενθημέρου από την κατάρτισή της, σύμφωνα με το οποίο θεωρείται πως η σύμβαση αφορά πλήρη απασχόληση, είναι μαχητό και ανατρέπεται αν αποδειχθεί το αντίθετο – ΑΠ 1097/2003, ΔΕΕ 2004, 1293 71 ΑΠ 1431/2002, Αρμ 2002, 1638 (Αφορά δημοσιογράφο που είχε προσληφθεί με συμφωνία να παρέχει μόνιμα την εργασία της κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, αμειβόμενη με αντίστοιχη προσαύξηση των αποδοχών της. Στην πορεία της εργασιακής σχέσης η εργοδότρια με μονομερή απόφασή της έπαυσε να την απασχολεί κατά τα Σάββατα και εν συνεχεία και κατά τις Κυριακές, με συνέπεια την μη καταβολή των αντίστοιχων προσαυξήσεων. Το δικαστήριο έκρινε ότι η ενέργεια αυτή συνιστούσε μεν μονομερή βλαπτική μεταβολή, στην οποία όμως η εργαζόμενη δεν εναντιώθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί πως την αποδέχθηκε).

Βλ. και ΑΠ 1342/1996, ΕΕΔ 1998, 222, όπου παρότι υπήρχε άρνηση εργοδότη να αποδέχεται στο μέλλον τη σταθερά, τακτικά και μόνιμα παρεχόμενη υπερωριακή απασχόληση, που έχει έτσι καταστεί συμβατικός όρος, το δικαστήριο έκρινε πως δεν υφίσταται μονομερής βλαπτική μεταβολή όταν η όταν η μείωση των ωρών υπερωριακής απασχόλησης οφείλεται σε σχετική απόφαση του αρμόδιου Υπουργού.72 ΑΠ 82/2001, ΕΕΔ, 2001, 126073 ΑΠ 228/1991, ΕΕΔ, 1991, 106774 ΑΠ 1342/1996, ΕΕΔ 1998, 222, ΕφΠατρ 205/1997, ΝΟΜΟΣ (όπου πάντως το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με το αιτιολογικό ότι η υπερωριακή εργασία συνδεόταν αποκλειστικά με τα προηγούμενα καθήκοντα του ενάγοντος εργαζομένου, τα οποία έπαυσε να επιτελεί μετά την ανάθεση σε αυτόν διαφορετικών, ανώτερων κατά την κρίση του Δικαστηρίου, καθηκόντων- ήτοι την μετακίνησή του από θέση εισπράκτορα εισιτηρίων στα ΚΤΕΛ σε θέση ελεγκτή)

29

Page 30: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

- Η ανάθεση κατώτερων καθηκόντων που συνεπάγεται την απώλεια

επιδόματος που συνδεόταν με το είδος των προηγουμένως ασκούμενων

καθηκόντων75 ή τη θέση76 που κατείχε προ της μεταβολής ο εργαζόμενος.

- Η ανάκληση πρόσθετης παροχής, πλέον των ελαχίστων νόμιμων ορίων του

μισθού, η οποία χορηγείται έως τότε τακτικά και ανελλιπώς, ως νόμιμο ή

συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και όχι από ελευθεριότητα ή

για την αντιμετώπιση αναγκών που έπαψαν να υπάρχουν, χωρίς ο εργοδότης να

75 ΑΠ 98/2000, ΕλλΔνη 2000, 1009 (υποβιβασμός του εργαζομένου από τεχνικό προϊστάμενο της βιομηχανίας γάλακτος σε απλό υπάλληλο γραφείου της επιχείρησης, με συνέπεια την απώλεια επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας), ΑΠ 904/1992, ΔΕΝ 1993, 420 (πρόσληψη της μισθωτού ως υπαλλήλου γενικών καθηκόντων, αλλά συγκεκριμενοποίηση των καθηκόντων της και σιωπηρή τροποποίηση της σύμβασης με την επί εξαετία μόνιμη, σταθερή και τακτική απασχόλησή της ως ταμία, που συνοδευόταν από την καταβολή ειδικού «επιδόματος ταμείου», το οποίο απώλεσε με την μονομερή εκ μέρους της εργοδότριας μετατροπή των καθηκόντων της σε αυτά της απλής πωλήτριας), ΕφΑθ 6259/2003 ΕλλΔνη 2004, 870, ΕφΑθ 8173/1999, ΕΕΔ 2000, 744 (μετακίνηση σε κατώτερη θέση και απώλεια των επιδομάτων που συνδέονταν με την προηγούμενη θέση του εργαζομένου), ΕφΑθ 5797/1999, ΔΕΝ 2000, 157 (ανάθεση σε εργαζόμενο που απασχολούνταν προηγουμένως ως μπάρμαν της ευθύνης εφοδιασμού των μίνι μπαρ του ξενοδοχείου, με συνέπεια, πέρα από την απώλεια των προσαυξήσεων λόγω νυκτερινής εργασίας, υπερεργασίας, εργασίας κατά Κυριακές και αργίες, την απώλεια των προσόδων από φιλοδωρήματα, που κατά σιωπηρή συμφωνία με την εργοδότρια είχε τη δυνατότητα να εισπράττει τακτικά, ως τμήμα των αποδοχών του), ΕφΑθ 7075/1995, ΔΕΝ 1995, 1272 (ανάθεση σε οδηγό του ΟΠΑΠ καθηκόντων διαλογής δελτίων ΠΡΟΠΟ με σημαντική μείωση των αποδοχών του), ΕφΑθ 4774/1993, ΑρχΝ 1993, 594 (υποβιβασμός με την ανάθεση καθηκόντων απλής υπαλλήλου και απώλεια του επιδόματος «ευθύνης θέσεως» που συνδεόταν με την άσκηση καθηκόντων αναπληρώτριας προϊσταμένης)76 ΑΠ 1729/2005, ΝΟΜΟΣ (υποβιβασμός εργαζομένου από θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης, συνεπεία αναδιοργάνωσης και αντικατάστασης της Διεύθυνσης όπου εργαζόταν από νέο τμήμα, στο οποίο τοποθετήθηκε άλλος συνάδελφός του, και ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων απλού υπαλλήλου, γεγονός που είχε ως συνέπεια την μείωση των αποδοχών του κατά το προβλεπόμενο για την προηγούμενη θέση και τα προηγούμενα καθήκοντά του επίδομα παραγωγικότητας), ΑΠ 1306/2005, ΝΟΜΟΣ (υποβιβασμός προϊσταμένης τμήματος Αγροτικής Συνεταιριστικής Οργάνωσης σε απλή υπάλληλο με ταυτόχρονη απώλεια επιδόματος θέσης Διευθυντή που ανερχόταν σε ποσοστό 20% επί του βασικού μισθού), ΑΠ 240/2003, ΝΟΜΟΣ, (υποβιβασμός προϊσταμένης τμήματος σε θέση απλής υπαλλήλου και απώλεια των συνδεόμενων με τον προηγούμενο βαθμό της επιδομάτων), ΑΠ 17/1999, ΕΕΔ 2000, 264 (σε περίπτωση μετάθεσης εργαζομένου δημοσιογράφου από την Ελλάδα, όπου ασκούσε καθήκοντα προϊσταμένου της διεύθυνσης πληροφοριών της Γ.Γ. Τύπου και πληροφοριών, στην Μαδρίτη, παράλειψη ανάθεσης ισότιμων καθηκόντων στη νέα του θέση, ενώ αυτό ήταν δυνατό, με αποτέλεσμα την απώλεια σχετικού με τα προηγουμένως ασκούμενα καθήκοντα επιδόματος θέσεως – προϊσταμένου- και ουσιαστικά τον έμμεσο υποβιβασμό του), ΕφΘεσ 2040/2003, Αρμ 2003, 1300, ΕφΘεσ 59/2001, Αρμ 2001, 815, ΕφΑθ 2681/1996, ΕΕΔ 1997, 416 (μετάθεση διευθυντή τραπεζικού υποκαταστήματος σε άλλη πόλη και τοποθέτησή του σε θέση απλού υπαλλήλου), ΜονΠρΑθ 2816/1996, ΔΕΝ 1997, 183 (απόσπαση εργαζομένου-μηχανολόγου μηχανικού, που ασκούσε προηγουμένως καθήκοντα διευθυντή εργοταξίου, σε άλλη εταιρία και επιστροφή του στην εργοδότριά του ως απλού υπαλλήλου, με απώλεια του σχετικού επιδόματος θέσεως). Αντίθετα, κρίθηκε πως δεν αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή η μετακίνηση σε ομοιόβαθμη θέση, όπου ασκούνται ισότιμα καθήκοντα με τα προηγούμενα, που έχει ως συνέπεια την απώλεια επιδόματος που βάσει του κυρωμένου με νόμο κανονισμού εργασίας της επιχείρησης συνδεόταν αποκλειστικά με την προηγούμενη θέση του μισθωτού. Βλ. ΑΠ 1703/1991, ΔΕΝ 1992, 926 (μετακίνηση από θέση προϊσταμένου υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου τμήματος και απώλεια επιδόματος που χορηγούνταν, σύμφωνα με τον κανονισμό, αποκλειστικά στους προϊσταμένους υπηρεσιών).

30

Page 31: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

έχει επιφυλάξει ρητά το δικαίωμα ανάκλησής της, με συνέπεια να έχει

διαμορφωθεί σιωπηρά συμβατικός όρος για την καταβολή της ως μισθού77.

- Η εξαίρεση του εργαζομένου από την εκτέλεση πρόσθετης εργασίας, που

ανατίθεται σε συναδέλφους του, με συνακόλουθη απώλεια και της

προβλεπόμενης πρόσθετης αμοιβής78.

- Η ανάθεση, μέσα στο κανονικό ωράριο του εργαζομένου (νόμιμο ή

συμβατικό) πρόσθετων καθηκόντων, ήτοι εργασίας της ειδικότητάς του πέρα

από τη συμφωνημένη ή συνηθισμένη (πρόσθετης), η οποία συνεπάγεται την

καταβολή πιο εντατικών σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων ή την ανάληψη

μεγαλύτερης ευθύνης και από τη φύση της ή το χρόνο και τον τόπο που

παρέχεται δεν είναι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής

αναποσπάστως συνδεδεμένη ή παρεμφερής με τα κύρια καθήκοντά του, χωρίς

77 ΑΠ 1455/2003, ΝΟΜΟΣ (μείωση επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας από 25% επί των νομίμων αποδοχών στο 20% αυτών-στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως εχώρησε αποδοχή της μεταβολής), ΑΠ 289/2003, ΔΕΕ 2003, 1107 (προκειμένου περί πρόσθετης παροχής που καταβαλλόταν για εργασία κατά τις Κυριακές ανεξαρτήτως των ωρών απασχόλησης, η οποία περικόπηκε μόνο για το συγκεκριμένο εργαζόμενο-δημοσιογράφο, μέσω της απαγόρευσης από τον εργοδότη του να εργάζεται τις Κυριακές και την κατάργηση της σχετικής στήλης του), ΑΠ 1090/2001, ΔΕΕ 2002, 419 και ΑΠ 695/2001, ΕΕΔ 2003, 229, (περικοπή επιπλέον αμοιβής ως πρόσθετης παροχής που χορηγούνταν επί 30 έτη τακτικά και αδιάλειπτα κάθε μήνα σε όλους τους οδηγούς του ΚΤΕΛ Μαγνησίας που εκτελούσαν δρομολόγιο από Βόλο προς Αθήνα, συνιστάμενης στο αντίστοιχο ποσό της διανυκτερεύσεως, παρότι ο οδηγός δεν διανυκτέρευε στην Αθήνα. Η παροχή αυτή χορηγούνταν ως αντάλλαγμα για την εργασία των οδηγών, είχε καταστεί συμβατικός όρος και δεν ήταν δυνατή η ανάκλησή της), ΑΠ 53/1994, ΔΕΕ 1995, 94 (όμοια με τις προηγούμενες-ΚΤΕΛ), ΑΠ 636/1988 ΔΕΝ 1988, 1241, ΕφΛαρ 25/2000, Δικογραφία 2000, 196 (μισθολογική εξομοίωση με το βαθμό του λογιστή σε υπάλληλο που δεν ασκεί καθήκοντα λογιστή, ώστε η το επιπλέον της προηγούμενης παροχής να αποτελεί πρόσθετη παροχή που κατέστη μέρος του συμβατικού μισθού και μεταγενέστερη ανάκληση της εξομοίωσης αυτής και εκ νέου καταβολή της παλαιότερης, μικρότερης αμοιβής), ΕφΑθ 5995/1999, ΕλλΔνη 1999, 1594, ΕφΘεσ 1763/1995, ΔΕΕ 1996, 640, ΕφΘεσ 720/1991, Αρμ 1991,685 78 ΑΠ 299/2001, ΕλλΔνη 2002, 130 (εξαίρεση τεχνικού ηλεκτρολόγου εργαζόμενου στις εγκαταστάσεις του ΟΑΚΑ από πρόσθετη, πέραν της κανονικής του βάρδιας, απασχόληση κατά τη διενέργεια εκδηλώσεων στο χώρο, με αποτέλεσμα την απώλεια της σχετικής πρόσθετης αμοιβής, μετά των αντίστοιχων νομίμων προσαυξήσεων)

31

Page 32: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

όμως την αντίστοιχη καταβολή πρόσθετης αμοιβής79. Ομοίως και περί

μεταβολής του τομέα εργασίας80.

β. Αντίθετα, δεν συνιστούν μονομερή βλαπτική μεταβολή:

- Η περικοπή επιδόματος που χορηγείται για ορισμένη ειδική αιτία,

σχετιζόμενη με το είδος της παρεχόμενης εργασίας ή τη θέση του εργαζομένου,

μετά την εντός των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος μετακίνηση του

εργαζομένου και εφόσον το επίδομα αυτό οφείλεται μόνο για το χρόνο που

συντρέχει η κρίσιμη αιτία81.

Έτσι, η απώλεια ορισμένου επιδόματος ως συνέπεια απώλειας σχετικού

τίτλου (και όχι βαθμού) δεν συνιστά μονομερή αλλά συμφωνημένη μεταβολή,

έστω κι αν στρέφεται εναντίον του μισθωτού82.

79 ΑΠ 1431/2002, Αρμ 2002, 1638 (ανάθεση σε δημοσιογράφο που κάλυπτε το εργατικό ρεπορτάζ και της κάλυψης των ασφαλιστικών θεμάτων, γεγονός που κρίθηκε πως συνιστούσε ανάθεση πρόσθετης εργασίας, χωρίς αντίστοιχη αύξηση των αποδοχών), ΑΠ 1567/1999, ΝΟΜΟΣ (ανάθεση σε δημοσιογράφο που είχε προσληφθεί ως εξωτερικός συντάκτης για την κάλυψη μόνο του Υπουργείου Οικονομικών και της κάλυψης του Υπουργείου Εθν. Οικονομίας, εντός του ίδιου ωραρίου και χωρίς πρόσθετη αμοιβή), ΑΠ 2048/1990, ΔΕΝ 1991, 1129 (αξίωση της εργοδότριας ξενοδοχειακής επιχείρησης προς εργαζόμενη ως καμαριέρα να εκτελεί καθημερινά και την εργασία καθαρισμού των κοινοχρήστων χώρων, χωρίς ιδιαίτερη αμοιβή), ΕφΑθ 12555/1988, ΝοΒ 1989, 1223 (ανάθεση σε δημοσιογράφο της εκτός του «ελεύθερου ρεπορτάζ» και της κάλυψης του «κοινοβουλευτικού ρεπορτάζ», εντός του αυτού ωραρίου και χωρίς αύξηση της αμοιβής του)

Χαρακτηριστική είναι και η ΕφΑθ 6572/1998, ΕλλΔνη 1999, 1752 (με παρατηρήσεις Καραΐσκου), όπου κρίθηκε άκυρος όρος της ατομικής σύμβασης ότι εντός του ημερήσιου χρόνου εργασίας του μισθωτού ο εργοδότης μπορεί να τον απασχολήσει και σε άλλη παρεμφερή ή διαφορετική εργασία από εκείνη στην οποία τοποθετήθηκε ή μελλοντικά θα ενταχθεί, χωρίς η απασχόληση αυτή να αποτελεί μεταβολή των όρων της σύμβασης ή πρόσθετη μη συμφωνημένη εργασία, με το σκεπτικό ότι ο όρος αυτός αποσκοπεί στην καταστρατήγηση της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920. Κατά το Δικαστήριο, το δικαίωμα του εργοδότη να μεταβάλει μονομερώς τους όρους της εργασίας δεν είναι δυνατό να αναφέρεται σε ουσιώδεις όρους, σε όρους δηλαδή που με την τροποποίησή τους ανατρέπεται ριζικά ο συσχετισμός παροχής και αντιπαροχής, μεταβάλλεται η φυσιογνωμία της εργασιακής σχέσης ή καθίσταται τόσο ασαφής, ώστε ανατρέπεται το ίδιο το περιεχόμενο της σύμβασης. 80 ΕφΑθ 5423/2003, ΔΕΕ 2004, 215 (όπου κρίθηκε πως δε συνέτρεχε στη συγκεκριμένη περίπτωση βλάβη, καθώς δεν μειώνονταν οι αποδοχές της εργαζομένης δημοσιογράφου ούτε υπήρχε ηθική της μείωση). 81 ΑΠ 997/2004, ΕΕΔ 2005, 99, ΑΠ 1319/1998, ΕλλΔνη 1999, 110 (επιτρεπόμενη από τον Οργανισμό Υπηρεσίας Προσωπικού της "ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ" μετακίνηση εργαζομένης, χωρίς μεταβολή της υπαλληλικής ιεραρχίας, τοποθέτησή της δηλαδή σε ισόβαθμη θέση, με απλή ανάθεση διαφορετικών καθηκόντων, που ταυτίζονται με εκείνα που είχε αρχικά η εργαζόμενη και απώλεια επιδόμάτων που, βάσει του κανονισμού, συνδεόταν αποκλειστικά με τα προηγούμενα καθήκοντα, παύουν δε να καταβάλλονται όταν δεν ασκούνται πια τα κρίσιμα καθήκοντα), ΑΠ 1703/1996 ΔΕΝ 1992, 926 (όμοια με ΑΠ 1319/1998), ΕφΘεσ 2176/1991, Αρμ 1991, 88582 ΑΠ 1212/1990, ΕΕΔ 1991, 457, ΕφΑθ 8042/1991, ΔΕΝ 1993, 475

32

Page 33: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

Επίσης, δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή η, συνεπεία επιτρεπόμενης

μετακίνησης του μισθωτού σε παρεμφερή θέση, απώλεια επιδόματος που

συνδεόταν με την επίτευξη ορισμένων στόχων, χωρίς να έχει το χαρακτήρα

τακτικών αποδοχών και χωρίς να υποχρεούται ο εργοδότης να το καταβάλλει

ανεξάρτητα από την επίτευξη των στόχων αυτών83.

- Η απώλεια των φιλοδωρημάτων, στο μέτρο που δεν έχει συμφωνηθεί ρητά

ή σιωπηρά η δυνατότητα είσπραξής τους από τον εργαζόμενο, δεν αποτελούν

τμήμα των τακτικών αποδοχών του, δεν λαμβάνονται κατά τρόπο σταθερό και

τακτικό και δεν έχουν χαρακτήρα ανταλλάγματος έναντι της παρεχόμενης

εργασίας84.

Τα φιλοδωρήματα αποτελούν μέρος του μισθού μόνο όταν, βάσει ρητής ή

σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, ο πρώτος

παρέχει στο δεύτερο τη δυνατότητα να λαμβάνει τα φιλοδωρήματα και αυτά

εισπράττονται τακτικά, έτσι ώστε να επαυξάνουν τις αποδοχές του. Όταν,

αντίθετα, ο εργαζόμενος λαμβάνει από τους πελάτες φιλοδωρήματα χωρίς ρητή

ή σιωπηρή συγκατάθεση του εργοδότη, εν αγνοία του ή κατά τρόπο που

αντίκειται στην καλή πίστη ή όταν τα φιλοδωρήματα δίδονται εκτάκτως, δεν

πρόκειται για μισθολογική παροχή85.

- Η διευθέτηση της εργασίας του μισθωτού που γίνεται εντός των ορίων του

281 ΑΚ, για την καλύτερη οργάνωση και την αποδοτικότερη λειτουργία της

επιχείρησης, που συνεπάγεται μεταβολή της μεθόδου εργασίας ή των μέσων που

παρέχονται στον εργαζόμενο για να διευκολύνουν την παροχή της86.

83 ΑΠ 1480/1990, ΕΕΔ 1991, 45884 ΑΠ 1819/1990, ΕΕΔ 1991, 1062 (μετακίνηση από την υποδοχή του καζίνο σε θέση ταμία στο τελεφερίκ του ξενοδοχείου)85 ΑΠ 13/1992, ΔΕΝ 1992, 601 (μετακίνηση από την υποδοχή του καζίνο σε θέση φύλακα του ξενοδοχείου, καθήκοντα που χαρακτηρίζονται ισόβαθμα, με μόνη απώλεια εκείνη των φιλοδωρημάτων, που όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουν το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής)86 ΑΠ 1702/1998, ΔΕΝ 1999, 699 (αφαίρεση από τον εργαζόμενο αυτοκινήτου της επιχείρησης που του είχε παραχωρηθεί για να τον διευκολύνει κατά την επιστροφή του στην κατοικία του μετά τη λήξη του ωραρίου του, λόγω επανειλημμένης παράλειψης του να το έχει εγκαίρως στη διάθεση της επιχείρησης κατά την έναρξη της ημερήσιας λειτουργίας της, απεγκατάσταση του τηλεφώνου παό το γραφείο του εργαζομένου, λόγω μηχανοργάνωσης και ίδρυσης τηλεφωνικού κέντρου για τη λήψη των παραγγελιών, επιβολή υποχρέωσης στον εργαζόμενο να συμπληρώνει καθημερινά φόρμα εργασίας, για να διαπιστώνεται η τήρηση του ωραρίου)

33

Page 34: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

Στο πλαίσιο αυτό, επιτρέπεται και η μεταβολή του ωραρίου, εφόσον δεν

αυξάνεται ούτε μειώνεται ο χρόνος απασχόλησης και δεν προκαλείται καμιά

υλική βλάβη του εργαζομένου άμεση ή έμμεση (π.χ. μέσω της απώλειας νόμιμης

προσαύξησης)87.

2. Ηθική βλάβη

Για το χαρακτηρισμό της εκ μέρους του εργοδότη μονομερούς τροποποίησης

των όρων εργασίας ως βλαπτικής, δεν είναι αναγκαίο να προκαλείται στον

εργαζόμενο υλική βλάβη, αλλά αρκεί η πρόκληση, αμέσως ή εμμέσως, ηθικής

μόνο βλάβης.

Αν η βλαπτική συμπεριφορά του εργοδότη, πέραν της ηθικής μείωσης που

προκαλεί, συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, αυτός

δύναται επιπλέον να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση κατά τα αρ. 57 και 59 ΑΚ

καθώς και τα αρ. 914 και 932 ΑΚ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις τους88.

Για να καταφαθεί μια τέτοια προσβολή θα πρέπει να συντρέχουν ιδιαίτερες

συνθήκες και στοιχεία της συμπεριφοράς που είχαν σαν αποτέλεσμα την μείωση

της τιμής, επαγγελματικής αξίας και υπόληψης του εργαζομένου, εκθέτοντάς

τον στους συναδέλφους του ή τον κοινωνικό του περίγυρο89. Ο εργοδότης

εξάλλου υποχρεούται, στα πλαίσια της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας (662 ΑΚ),

να σέβεται και να προστατεύει την προσωπικότητα και αξιοπρέπεια του

εργαζομένου καθώς και την ηθική του υπόσταση, λαμβάνοντας τα κατάλληλα

μέτρα και απέχοντας από βλαπτικές ενέργειες που προσβάλλουν ηθικά τον

εργαζόμενο ή δεσμεύουν υπέρμετρα την προσωπική του ελευθερία90.

α. Περιπτώσεις ηθικής βλάβης

87 ΕφΑθ 3618/1990, ΝοΒ 1990, 1349, 88 ΑΠ 224/1998, ΝοΒ 1999, 760, ΕφΑθ 3210/2003,ΕλλΔνη 2004, 227, ΕφΑθ 3195/2003, ΕλλΔνη 2004, 547, ΕφΑθ 3411/2002,ΔΕΕ 2003, 565 89 ΕφΑθ 1048/2003, ΔΕΕ 2003, 1370, Βλαστός, Υβριστική συμπεριφορά εργοδότη ως βλαπτική μεταβολή και καταγγελία συμβάσεως, ΕΕΔ 2000, 961 επ. (963-964)90 ΜονΠρΚαβ 100/2000, ΔΕΕ 2001, 300. Βλ. και Βλαστό, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα, 2005, σελ. 1143

34

Page 35: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

- Έχει κριθεί91 πως, μεταξύ άλλων, ο εργαζόμενος υφίσταται ηθική ζημία και

από τυχόν βάναυση ή προσβλητική της προσωπικότητάς του συμπεριφορά του

εργοδότη ή των εκπροσώπων του, «έστω κι αν η συμπεριφορά αυτή δεν πηγάζει

από δόλια προαίρεση του εργοδότη για βλαπτική μεταβολή ή για εξαναγκασμό

του σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί ότι αυτή η συμπεριφορά

δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε καλόπιστα και αντικειμενικά, να μην είναι

πλέον δυνατή η εκπλήρωση της υποχρέωσης του μισθωτού για παροχή της 91 ΟλΑΠ 13/1987, ΔΕΝ 1987, 756 (επίθεση της γυναίκας του εργοδότρια κατά εργάτριας με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της δέυτερης), ΑΠ 1426/2004, ΕΕΔ 2005, 576 (συστηματική εκ μέρους του εργοδότη προσπάθεια σπιλώσεως της τιμής και υπολήψεως του ως ατόμου και υπαλλήλου-στελέχους της εταιρίας αποκαλώντας αυτόν αυθαίρετα και χωρίς καν ενδείξεις ενώπιον τρίτων υπαλλήλων και μη της επιχειρήσεως «κλέφτη», ως αντίδραση στη νόμιμη διαμαρτυρία του πως οι αποδοχές του υπολείπονται εκείνων των λοιπών εργαζομένων), ΑΠ 1479/2002, ΝΟΜΟΣ (υβριστική και ανάρμοστη συμπεριφορά του εργοδότη), ΑΠ 1227/1993, ΔΕΝ 1994, 403 (υβριστική συμπεριφορά εκπροσώπου του εργοδότη, λόγω προηγούμενων προστριβών με την εργαζόμενη, η οποία είχε διαδώσει εις βάρος του κακοπροαίρετες φήμες), ΑΠ 967/1991, ΔΕΝ 1991, 932 (ειρωνική, υβριστική και καταφρονητική συμπεριφορά του εργοδότη, ο οποίος ειρωνευόταν και καθύβριζε τον εργαζόμενο και τον ενοχλούσε χάριν διασκεδάσεως), ΑΠ 1875/1988, ΔΕΝ 1989, 735, ΕφΑθ 1716/2004, ΝοΒ 2005, 94 (μονομερή βλαπτική μεταβολή της σύμβασης έμμισθης εντολής δικηγόρου συνιστά η προσβλητική και ειρωνική συμπεριφορά του νομίμου εκπροσώπου της εντολέως του), ΕφΠειρ 678/2001, ΔΕΕ 2002, 1280 (σειρά ενεργειών του εργοδότη, όπως απαγόρευση εισόδου του εργαζομένου στο γραφείο, ανταλλαγή εξωδίκων για την παραλαβή των προσωπικών του αντικειμένων, μη υλοποίηση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης για την επαναπρόσληψή του, υποβολή μήνυσης εναντίον του μετά πάροδο τριών ετών για ψευδορκία και εμπλοκή του σε δικαστικούς αγώνες για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων του, που εντάσσονταν στη γενικότερη πρόθεση του εργοδότη να προκαλέσει την επαγγελματική, οικονομική και ηθική μείωση του μισθωτού), ΕφΘεσ 1764/1999, Αρμ 2000, 243 (βάναυση, ανάρμοστη και υβριστική συμπεριφορά που εξώθησε την εργαζόμενη σε αποχώρηση), ΕφΘρ 179/1999, ΕΕΔ 2000 (αντίδραση του εκπροσώπου του εργοδότη στη δικαιολογημένη άρνηση παροχής εργασίας από την εργαζόμενη και την αξίωσή της να περιοριστεί ο χρόνος εργασίας στα νόμιμα πλαίσια με εξυβριστικές εις βάρος της φράσεις και με απόπειρα χειροδικίας εναντίον της), ΕφΠειρ 399/1995, ΑρχΝ 1998, 803 (εχθρική και υβριστική συμπεριφορά εκπροσώπου του εργοδότη, που έφτασε μέχρι την απόπειρα χειροδικίας σε βάρος της εργαζομένης), ΕφΘεσ 2019/1989 Αρμ 1989, 461, ΜονΠρΘεσ 30270/2004, Αρμ 2005, 266, ΜονΠρΚαβ 100/2000, ΔΕΕ 2001, 300 (συμπεριφορά του εργοδότη που θίγει την επαγγελματική φήμη και το δικαίωμα επαγγελματικής ανέλιξης του εργαζομένου ως δημοσιογράφου και ταυτόχρονα αποτελεί προσβολή της προσωπικότητάς του, συνιστάμενη στην μη ευπρεπή, βάναυση και υβριστική συμπεριφορά προς αυτόν, που συνοδεύεται από δυσμενείς και αδικαιολόγητες διακρίσεις σε βάρος του και ψευδείς κρίσεις για την επαγγελματική του ικανότητα), ΜονΠρΘεσ 242/1992, Αρμ 1993, 831

Βλ. σχετικά και Βλαστό, Υβριστική συμπεριφορά εργοδότη ως βλαπτική μεταβολή και καταγγελία συμβάσεως, ΕΕΔ 2000, 961 επ. με αφορμή την ΕφΘρ 179/1999, ό.π.., όπου παρατίθενται, εκτός της κρατούσας άποψης που αποτυπώνεται στην ΟλΑΠ 13/1987, δύο ακόμα απόψεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά. Αφενός η άποψη πως η βάναυση συμπεριφορά του εργοδότη δεν μπορεί να θεωρηθεί μονομερής βλαπτική μεταβολή, αλλά καθιστά ηθικώς αδύνατη τη συνέχιση της παροχής εργασίας από τον εργαζόμενο, με αποτέλεσμα την υπερημερία του δανειστή εργοδότη σύμφωνα με τα αρ. 349 και 351 ΑΚ, εκτός αν η εργοδοτική συμπεριφορά έχει σκοπό να εξαναγκάσει τον εργαζόμενο να αποχωρήσει (ΑΠ 210/1987, ΕΕΔ 1987, 1010). Αφετέρου, γίνεται αναφορά στην άποψη που εξέφρασε ο Βασιλείου (ΕΕΔ 1955, 537) πως η βάναυση συμπεριφορά του εργοδότη που αποσκοπεί στον εξαναγκασμό του εργαζομένου σε παραίτηση επιφέρει άμεση σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη.

Ο Βλαστός συντάσσεται με την άποψη της ΟλΑΠ 13/1987, τονίζοντας πως η βάναυση συμπεριφορά του εργοδότη προσβάλλει την προσωπικότητα και ηθική υπόσταση του εργαζομένου «κατά πρόδηλη υπέρβαση των ανεκτών και νομίμων ορίων» του διευθυντικού δικαιώματος, ανεξάρτητα από την ειδικότερη πρόθεση του εργοδότη να εξαναγκάσει τον εργαζόμενο σε

35

Page 36: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

εργασίας του με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας ή ότι επέφερε

τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζομένου, ώστε η περαιτέρω

συνέχιση της εργασίας του στο χώρο της επιχειρήσεως του εργοδότη να

καθίσταται εκτάκτως αδύνατη ή δυσχερής.

Παρατηρήθηκε σχετικά πως δεν νοείται μονομερής βλαπτική μεταβολή όταν

ο εργοδότης προκλήθηκε ή εξωθήθηκε σκόπιμα από τον εργαζόμενο στη

βάναυση και προσβλητική της προσωπικότητας του μισθωτού συμπεριφορά του,

με σκοπό να εκληφθεί αυτή ως μονομερής βλαπτική μεταβολή και να πετύχει ο

εργαζόμενος, που ούτως ή άλλως επιθυμούσε να αποχωρήσει από την εργασία

του, να του καταβληθεί και η αποζημίωση απολύσεως92.

Ενέργειες του εργοδότη που προκαλούν ηθική βλάβη στον μισθωτό, πέραν

εκείνων που επιφέρουν ταυτόχρονα και υλική βλάβη93, αποτελούν επίσης:

παραίτηση.92 Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα, 2005, σελ. 114493 Ενδεικτικά, ΕφΠειρ 295/2003, ΔΕΕ 2004, 315 επί μείωσης ωραρίου, όπου κρίθηκε πως συνιστά προσβολή της επαγγελματικής υπόστασης μουσικών νυκτερινού κέντρου ο περιορισμός των ημερών εβδομαδιαίας εργασίας τους, ΕφΠειρ 1156/2002, ΝΟΜΟΣ (παρόμοια με την προηγούμενη, αναφερόμενη σε τραγουδίστρια νυκτερινού κέντρου)

36

Page 37: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

- Ο (βαθμολογικός) υποβιβασμός του και γενικότερα η ανάθεση κατώτερων

καθηκόντων94 ή ο δραστικός περιορισμός των αρμοδιοτήτων του95, χωρίς αυτό

να επιτρέπεται από τη σύμβαση ή, εφόσον δεν αποκλείεται συμβατικά, χωρίς να

δικαιολογείται από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εργαζομένου

(πλημμελή εκπλήρωση των προηγούμενων καθηκόντων του, τέλεση

πειθαρχικού παραπτώματος96) ή από το καλώς εννοούμενο συμφέρον της

94 ΑΠ 1729/2005, ΝΟΜΟΣ (ανάθεση σε μισθωτό που προσλήφθηκε ως γεωπόνος καθηκόντων απλού πωλητή), ΑΠ 1306/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 98/2000, ΕλλΔνη 2000, 1009, ΑΠ 453/1999, ΔΕΝ 1999, 1042 (ανάθεση σε υπάλληλο καθηκόντων εργάτριας - εδώ κρίθηκε ότι δε συνέτρεχε τέτοια περίπτωση καθώς δεν είχε χωρήσει υπαλληλοποίηση της εργαζομένης), ΑΠ 17/1999, ΕΕΔ 2000, 264, ΑΠ 2816/1995, ΕΕΔ 1997, 739, ΑΠ 805/1995, ΔΕΝ 1995, 1317 (μεταβολή καθηκόντων υπαλλήλου που εργαζόταν ως λογιστής και ταμίας σε επιχείρηση αγοράς και μεταπώλησης φαρμακευτικών προϊόντων, ώστε να ασχολείται αποκλειστικά με την παράδοση των φαρμάκων στους πελάτες), ΕφΑθ 6259/2003, ΕλλΔνη 2004, 870, , ΕφΘεσ 2040/2003, Αρμ 2003, 1300 (αφαίρεση καθηκόντων προϊσταμένου και τοποθέτηση ως απλού υπαλλήλου σε τομέα και θέση άσχετα με την ειδικότητά του), ΕφΑθ 3210/2003,ΕλλΔνη 2004, 227, ΕφΑθ 10097/2002, ΕΕΔ 2003, 854 (ανάθεση σε εργαζόμενη, μετά την επιστροφή της από άδεια τοκετού και λοχείας, καθηκόντων απλής υπαλλήλου, ενώ προηγουμένως απασχολείτο ως αναπληρώτρια διευθύντρια), ΕφΛαρ 823/2000, Δικογραφία 2001, 20 (μετακίνηση σε διαφορετικό τμήμα και τοποθέτηση σε θέση και με καθήκοντα απλού υπαλλήλου, ενώ προηγουμένως ο μετακινηθείς εργαζόμενος κατείχε θέση προϊσταμένου, όταν μάλιστα στην υπέρ αυτού θέση τοποθετήθηκε άλλος εργαζόμενος που υπολείπεται τυπικών και ουσιαστικών προσόντων), ΕφΠειρ 476/1999, Αρμ 2002, 560 (μετακίνηση εξειδικευμένου εργαζομένου, Μηχανολόγου-Ναυπηγού και Οικονομολόγου, από θέση ειδικού συμβούλου-τεχνικού επιστήμονα σε θέση απλού υπαλλήλου, με καθήκοντα εντελώς άσχετα της ειδίκευσής του), ΕφΘεσ 2000/1997, Αρμ 1997, 929 (περιορισμός καθηκόντων διευθυντή παραγωγής ολόκληρης της βιομηχανικής μονάδας παραγωγής γαλακτοκομικών στην διεύθυνση μόνο ενός τμήματος της μονάδας), ΕφΑθ 449/1996, ΑρχΝ 1997, 160, ΕφΑθ 9792/1995, ΕλλΔνη 1998, 166 (μετακίνηση από το λογιστήριο κλινικής όπου η εργαζόμενη ασκούσε καθήκοντα βοηθού λογιστού στο τμήμα αποδοχής ασθενών), ΕφΘεσ 2785/1994, Αρμ 1995, 194, ΕφΑθ 4774/1993, ΑρχΝ 1993, 584 (όπου κρίθηκε πως, παρότι ο εργοδότης είχε επιφυλάξει στην ατομική σύμβαση το δικαίωμα να υποβιβάζει την εργαζόμενη, το άσκησε καταχρηστικά, καθώς μόνος λόγος του υποβιβασμού της ήταν οι πολιτικές της πεποιθήσεις), ΕφΑθ 455/1992, ΕΕΔ 1992, 500 (μετάθεση υπαλλήλου τραπέζης που προηγουμένως είχε το βαθμό και τα καθήκοντα Διευθυντή Επιθεωρήσεως και εν συνεχεία Διευθυντή υποκαταστήματος, ασκώντας τα με πλήρη επιμέλεια και επιτυχία, και τοποθέτησή του σε θέση υποδιευθυντή υποκαταστήματος, ΕφΑθ 11560/1989, ΝοΒ 1990, 654 (μετάθεση και ταυτόχρονα υποβιβασμός), ΕφΘεσ 389/1989, ΕλλΔνη 1989, 1023 (μετάπτωση από καθήκοντα όπου προέχει το πνευματικό στοιχείο σε καθήκοντα όπου προέχει το χειρωνακτικό – περίπτωση εργαζόμενης που προσελήφθη ως ιματιοφύλακας και προοριζόταν για κοινωνική λειτουργός, η οποία κατέστη τραπεζοκόμος), ΜονΠρΑθ 2816/1996, ΕΕΔ 1997, 739, ΜονΠρΘεσ 1811/1995, Αρμ 1995, 791 (μετάταξη υπαλλήλου από θέση ιδιαιτέρας γραμματέως του προϊσταμένου σε θέση διαχειρίστριας υλικού αποθήκης).

Είναι προφανές πως δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή η τοποθέτηση σε θέση ίσης σπουδαιότητας με την προηγούμενη και η ανάθεση ισότιμων καθηκόντων που συνοδεύεται παράλληλα και από αύξηση των αποδοχών – Βλ. ΑΠ 1504/1997, ΝΟΜΟΣ95 ΑΠ 1303/2005, ΝΟΜΟΣ (αναφέρεται σε δημοσιογράφο όπου, ενώ προηγουμένως και επί 13 έτη διέθετε αποκλειστική στήλη στην εφημερίδα όπου έγραφε σχόλια και πολιτικές αναλύσεις και ταυτόχρονα είχε την πλήρη αποκλειστικότητα της σύνταξης επιμέλεια της τελευταίας σελίδας της εφημερίδας, όπου και δημοσιευόταν μάλιστα και η φωτογραφία της, ενδεικτικό της σπουδαιότητας της θέσης της, και μετά την αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος, της ανακοινώθηκε ότι δεν θα εργάζεται πλέον σε δικό της γραφείο, της αφαιρέθηκε η στήλη και η επιμέλεια της τελευταίας σελίδος και της ανατέθηκε η κάλυψη επουσιωδών θεμάτων του ελεύθερου ρεπορτάζ), ΑΠ 1035/1999, ΝΟΜΟΣ (πλήρης απαλλαγή από τα καθήκοντά του εργαζομένου που, δυνάμει σχετικής πρόβλεψης του Κανονισμού του ΟΣΕ, συμμετέχει σε ειδικές επιτροπές του Οργανισμού, και

37

Page 38: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

επιχείρησης για αναδιοργάνωση, ανεξάρτητα από το αν συνεπάγεται και μείωση

των αποδοχών του, ήτοι υλική του βλάβη97.

Έχει παρατηρηθεί μάλιστα πως ο υποβιβασμός, εφόσον δεν

πραγματοποιείται εντός των νομίμων ή συμβατικών πλαισίων, συνιστά και

προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, καθώς του προκαλεί ηθική και

επαγγελματική μείωση98.

Ομοίως με τον άμεσο υποβιβασμό αντιμετωπίζεται και η κατά την

επιστροφή του εργαζομένου από προσωρινή του απόσπαση ή μετάθεση

παράλειψη ανάθεσης ισότιμων καθηκόντων με τα πριν την μετακίνησή του

ασκούμενα99.

τοποθέτηση άλλου υπαλλήλου στη θέση του, την οποία ο εργοδότης του θεώρησε πλέον κενή), ΑΠ 674/1991, ΕΕΔ 1992, 8796 Αν όμως ο υποβιβασμός επιβάλλεται ως πειθαρχική ποινή για πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο είχε ήδη επιβληθεί άλλη πειθαρχική ποινή, τότε πρόκειται για μη επιτρεπόμενη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Βλ. ΕφΑθ 5101/1986, ΕΕΔ 1988, 264.

Για την εφαρμογή της αρχής non bis in idem στο πειθαρχικό δίκαιο της επιχείρησης βλ. Απόφαση του Πρωτοδικείου ΕΚ -τρίτο τμήμα- της 18ης Οκτωβρίου 2001/ X κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Υπόθεση T-333/99, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελ. II-03021, IA-00199, II-00921, που δέχθηκε πως «Η αρχή ne bis in idem αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου που ισχύει ανεξαρτήτως ρυθμίσεως που να την προβλέπει». Ισχύει, επομένως, σε κάθε κλάδο του δικαίου, σε κάθε διαδικασία επιβολής κύρωσης, όπως αυτή του πειθαρχικού δικαίου των επιχειρήσεων. Βλ. επίσης ΑΠ 579/1999, 2000, 547, ΑΠ 721/1996, ΕΕΔ 1997, 661. Από τη θεωρία, αντί άλλων βλ. Μήτσου, Το πειθαρχικόν δίκαιον της επιχειρήσεως-Ι. Τα πειθαρχικά συμβούλια, 1979, σελ. 288-290, Βλαστός, ό.π., σελ. 1117-1119, Βλαστός, Απαγόρευση διπλής τιμωρίας-Παρενέργειες πειθαρχικής ποινής-Ένταξη σε κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο ως παρενέργεια, ΕΕΔ 1997, 659. 97 ΑΠ 1414/2001, ΕΕΔ 2002, 71 (περί δικηγόρου, που επικαλέστηκε υποβιβασμό του από τη θέση Προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας της εργοδότριας επιχείρησης σε θέση απλού νομικού συμβούλου, ισχυρισμός που πάντως απορρίφθηκε ως αβάσιμος), ΑΠ 429/1995, ΔΕΕ 1995, 1117 (δικαιολογημένη η απόσπαση δύο εργαζομένων από την εποπτεία και τον έλεγχο εργαζόμενης ως προϊσταμένης τμήματος, παρότι καταρχήν συνιστά βλαπτική μεταβολή που ενέχει ηθική της μείωση, γιατί δικαιολογείται από ανάγκες αναδιάρθρωσης της επιχείρησης και την αδυναμία συνεργασίας μεταξύ της προϊσταμένης και των αποσπασθέντων υφισταμένων της), ΑΠ 408/1989, ΕΕΔ 1990, 313 (μετακίνηση του μισθωτού καθηγητή χημείας χωρίς μεν να μειώνονται οι αποδοχές του, αλλά με την ταυτόχρονη αφαίρεση από αυτόν των επί 19 έτη ασκούμένων καθηκόντων διδασκαλίας, διεύθυνσης και εποπτείας και την ανάθεση καθηκόντων απλού υπαλλήλου της Διοίκησης), ΕφΑθ 8078/2000, ΔΕΕ 2001, 641 (τοποθέτηση εργαζομένης που είχε προσληφθεί ως διευθύντρια του περιοδικού σε θέση απλής συμβούλου έκδοσης, με εξαιρετικά μειωμένες αρμοδιότητες, μεταβολή που συνιστά μείωση του κύρους και της επαγγελματικής της υπόστασης και υπόληψης), ΕφΑθ 4587/2003, ΑρχΝ 2005, 44, ΕφΑθ 449/1996, ΑρχΝ 1997, 160, ΕφΑθ 11764/1990, ΕΕΔ 1992, 1036 (ανάθεση κατώτερων καθηκόντων που δεν παρέχουν δυνατότητα διεύρυνσης της εμπειρίας και επαγγελματικής εξέλιξης-από εργαζόμενος σε λογιστικές εργασίες ξενοδοχείου, υπάλληλος στο μίνι μάρκετ)98 ΑΠ 1306/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1303/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/1998, ΝοΒ 1999, 760 (υποβιβασμός από θέση πλοηγού στη Διώρυγα της Κορίνου σε θέση απλού Κυβερνήτη Ρυμουλκού, με δεδομένο επιπλέον πως η θέση του πλοηγού έχει αυξημένο κύρος, καθώς προϋποθέτει, πέραν των άλλων, εξειδικευμένη και ιδιάζουσα γνώση και πείρα των θαλασσίων ιδιομορφιών), ΑΠ 224/1990, ΕΕΔ 1990, 51599ΑΠ 650/2005, ΝΟΜΟΣ (ανάθεση μετά την επιστροφή από απόσπαση καθηκόντων απλού υπαλλήλου αντί προϊσταμένου)

38

Page 39: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

Δεν συνιστά όμως υποβιβασμό και δεν προκαλεί ηθική βλάβη η αφαίρεση

καθηκόντων που ρητά είχαν ανατεθεί προσωρινά στον εργαζόμενο100, αρκεί με

την επαναφορά του να μην τοποθετείται σε θέση κατώτερη από εκείνη που

κατείχε πριν του ανατεθούν προσωρινά τα ανώτερα καθήκοντα101.

- Η αδικαιολόγητη τοποθέτηση εκτός «οργανικής θέσεως» ικανού

υπαλλήλου του και μάλιστα εξ εκείνων που ανήκουν στο ανώτατο προσωπικό

του, ο οποίος μέχρι τότε προΐστατο νευραλγικού τομέα ή επιτελικής υπηρεσίας

και η ανάθεση σ` αυτόν περιορισμένων έργων, μη αναγομένων στα καθήκοντα

του βαθμού του, που τον απασχολούν κατ` ελάχιστο χρόνο και η σχετική με

αυτά ενασχόληση του δεν είναι προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με την

ταυτόχρονη τοποθέτηση στη θέση του ή στην θέση που παραλείφθηκε να

τοποθετηθεί νεώτερου υπαλλήλου που υπολείπεται σε προσόντα, διότι τότε δεν

πρόκειται για ανάθεση απλώς κατωτέρων ή ελάσσονος σημασίας καθηκόντων,

αλλά ουσιαστικά για υπηρεσιακή αχρήστευση ικανού υπαλλήλου και περιαγωγή

του σε τάξη αργομισθίας.

Διχογνωμία υπάρχει στη νομολογία σχετικά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες

υφίσταται πράγματι ηθική βλάβη και τα στοιχεία που απαιτείται να περιέχει η

σχετική αγωγή για να είναι ορισμένη. Κατά την μάλλον κρατούσα άποψη102, η

τοποθέτηση ορισμένου εργαζομένου ως προϊσταμένου τμήματος ή

καταστήματος με την αντικατάσταση ή παράλειψη τοποθέτησης άλλου

εργαζομένου, που γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος δεν

είναι καταχρηστική, κι αν ακόμα ο παραλειφθείς υπερέχει καταφανώς σε τυπικά

προσόντα του τοποθετηθέντος, γιατί δεν πρόκειται για απλή βαθμολογική ή

μισθολογική προαγωγή, που συνδέεται με τις αντικειμενικά εκτιμώμενες

δυνατότητές του, αλλά για απόφαση που αφορά προεχόντως την οργάνωση και

διεύθυνση της επιχείρησης. Για να κριθεί καταχρηστική η ενέργεια του

εργοδότη θα πρέπει να συντρέχει καταφανής υπεροχή του παραλειφθέντος σε

τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και ταυτόχρονα πρόσθετα στοιχεία και 100 ΕφΑθ 8609/1995, Αρμ 1995, 1432101 ΑΠ 15/1999, ΕλλΔνη 1999, 568, ΕφΘεσ 2887/1990, ΕΕΔ 1991, 575102 ΟλΑΠ 25/2003, ΕΕΔ 2003, 1216, ΑΠ 1212/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 566/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 532/2004, ΕΕΔ 2004, 1001, ΑΠ 422/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 421/2004, ΝοΒ 2005, 681, ΑΠ 420/2004, ΕλλΔνη 2006, 141, ΑΠ 1730/2002, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 418/2002, ΕΕΔ 2004, 266, ΑΠ 1791/2001, ΕΕΔ 2002, 848, ΑΠ 1158/2001, ΕλλΔνη 2003, 453

39

Page 40: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

περιστάσεις (π.χ. ειδική γνώση του αντικειμένου της θέσης, ιδιαίτερα προσόντα

και ικανότητες του παραλειφθέντος κ.τ.λ.) που, συνδυαζόμενα με την υπεροχή,

να καταδεικνύουν πως η ενέργεια του εργοδότη παραβιάζει τα όρια του αρ. 281

ΑΚ.

Κατά την αντίθετη άποψη όμως103, αρκεί στην αγωγή του ο εργαζόμενος να

επικαλείται το γεγονός της αφαίρεσης των προηγούμενων καθηκόντων του και

της τοποθέτησής του εκτός οργανικής θέσης που τον καθιστά ουσιαστικά

ανενεργό. Δεν απαιτείται επιπλέον η αναφορά των προσόντων του υπαλλήλου

που τοποθετήθηκε στην προηγούμενη θέση του ή στη θέση που ο ίδιος θα

έπρεπε να μετακινηθεί και η επίκληση πρόδηλης υπεροχής του ιδίου έναντι

εκείνου, ούτε η παράθεση πρόσθετων στοιχείων που καταδεικνύουν το

καταχρηστικό της σχετικής εργοδοτικής απόφασης. Και τούτο, γιατί δεν

πρόκειται για διεκδίκηση μιας θέσης από τον διαμαρτυρόμενο εργαζόμενο και

εκείνον που τελικώς την κατέλαβε, ώστε να είναι αναγκαία η σύγκριση των

προσόντων του ενός και του άλλου, αλλά για ανεπίτρεπτο υποβιβασμό,

απογύμνωση του πρώτου από ουσιαστικά καθήκοντα, αποστέρηση από ανάλογη

προς το βαθμό του θέση και αδρανοποίηση του, κάτι που κρίνεται αυτοτελώς.

Η κρατούσα θέση έχει επικριθεί, καθώς τονίζεται πως πυρήνας της διαφοράς

είναι αποκλειστικά και μόνο η φύση των προηγούμενα ασκούμενων

καθηκόντων και το γεγονός πως η αφαίρεσή τους περιαγάγει τον εργαζόμενο σε

κατάσταση αργομισθίας. Δικαιολογημένη είναι μια τέτοια ενέργεια εκ μέρους

του εργοδότη μόνο σε περίπτωση που συντρέχει ορισμένος αντικειμενικός λόγος

που να την καθιστά αναγκαία, όπως ιδίως όταν ο εργαζόμενος εκπληρώνει

πλημμελώς τα προηγούμενα επιτελικά του καθήκοντα επί ζημία του εργοδότη.

Σε κάθε περίπτωση, απολύτως αδιάφορα τα προσόντα του εργαζομένου που

τοποθετήθηκε στη θέση που κατείχε ή έπρεπε να καταλάβει ο διαμαρτυρόμενος

εργαζόμενος ή τυχόν «άλλες περιστάσεις» που συνδυαζόμενες με αυτά104.

103 ΑΠ 1146/2001, ΕΕΔ 2002, 1211, ΑΠ 559/2001, ΔΕΕ 2001, 1157, ΑΠ 542/1999, ΕΕΔ 1999, 495, ΑΠ 517/1998, ΕΕΔ 1999, 609, ΕφΑθ 40/2001, ΕΕΔ 2003, 903, ΕφΑθ 4433/1996, ΕΕΔ 1998, 30, ΕφΑθ 3071/1990, ΕλλΔνη 1991, 581, ΜονΠρΑθ 1698/1997, ΕΕΔ 1998, 408104 Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα, 2005 , σελ. 1159-1160

40

Page 41: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

- Η απλή παράλειψη προαγωγής ή η τοποθέτηση υπό τις διαταγές άλλου που

προήχθη, ο οποίος υπολείπεται προδήλως σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα

του εργαζομένου που παραλείφθηκε, και, σύμφωνα με την ανωτέρω κρατούσα

νομολογία, εφόσον συντρέχουν επιπλέον πρόσθετα πραγματικά περιστατικά τα

οποία, σε συνδρομή με την καταφανή υπεροχή του παραλειφθέντος, να

θεμελιώνουν προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που

επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός

σκοπός του διευθυντικού δικαιώματος105.

Δεν αποτελεί όμως βλαπτική μεταβολή η παράλειψη προαγωγής

εργαζομένου και η τοποθέτηση στην ιεραρχικά ανώτερη θέση που επιδιώκει να

καταλάβει άλλου εργαζομένου, που μπορεί μεν να υπολείπεται σε τυπικά

προσόντα, διαθέτει όμως την αναγκαία εμπειρία καθώς και τις απαιτούμενες

ειδικές γνώσεις για την προσφορότερη εκτέλεση των καθηκόντων που

συνδέονται με τη θέση αυτή106.

- Η μετάθεση του μισθωτού που δεν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες,

ούτε γίνεται προς ικανοποίηση των ευλόγων και καλόπιστων συμφερόντων της

επιχείρησης και την καλύτερη και αποδοτικότερη οργάνωσή της, δεν

δικαιολογείται δηλαδή από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό και

οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, αλλά οφείλεται σε άλλες αιτίες, όπως π.χ.

εκδικητική διάθεση έναντι του εργαζομένου107.

- Η άρνηση αποδοχής της εργασίας του μισθωτού που κρίνεται

καταχρηστική, υπερβαίνει δηλαδή προφανώς τα όρια που θέτουν η καλή πίστη,

τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος του

105 ΟλΑΠ 25/2003, ΕΕΔ 2003, 1216, ΑΠ 1212/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 566/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 532/2004, ΕΕΔ 2004, 1001, ΑΠ 422/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 421/2004, ΝοΒ 2005, 681, ΑΠ 420/2004, ΕλλΔνη 2006, 141, ΑΠ 1730/2002, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 418/2002, ΕΕΔ 2004, 266, ΑΠ 1791/2001, ΕΕΔ 2002, 848, ΑΠ 1158/2001, ΕλλΔνη 2003, 453, ΕφΠατρ 167/1999, ΔΕΕ 1999, 1191.

Βλ. και ΕφΑθ 7667/1990, ΕλλΔνη 1993, 85, σύμφωνα με την οποία αρκεί η προαγωγή, δηλαδή η τοποθέτηση ως προϊσταμένου ή διευθυντή, αντί του διαμαρτυρόμενου άλλου εργαζομένου, που υπολείπεται καταφανώς σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή πρόσθετων περιστάσεων.106 ΕφΑθ 6278/1997, ΑρχΝ 1999, 24 (ad hoc, όπου μάλιστα η προς πλήρωση διευθυντική θέση είχε προκύψει κατόπιν αναδιάρθρωσης του τμήματος όπου εργαζόταν ο ενάγων εργαζόμενος, με την προσθήκη νέων αντικειμένων, για την επίβλεψη των οποίων δεν είχε τις αναγκαίες ειδικές γνώσεις ή την οποιαδήποτε εμπειρία) 107 ΕφΑθ 3306/2001, ΔΕΕ 2002, 85, ΕφΑθ 2723/1994, ΕΕΔ 1994, 878

41

Page 42: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

εργοδότη να αρνηθεί να απασχολεί πραγματικά τον μισθωτό, δικαίωμα που δεν

μπορεί να έχει καταρχήν άλλες συνέπειες πλην της υπερημερίας του εργοδότη

(επί άρνησης αποδοχής της προσηκόντως προσφερόμενης εργασίας). Και είναι

πέραν των ορίων που θέτει το αρ. 281 ΑΚ η άρνηση αποδοχής της εργασίας

όταν, εντελώς αδικαιολόγητα, επηρεάζει την αμοιβή του εργαζομένου ή θίγει

άλλα υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου για την αποδοχή των

υπηρεσιών του ή επιφέρει, χωρίς λόγο, προσβολή της προσωπικότητάς του108.

Ανεπίτρεπτη είναι και η άρνηση αποδοχής της προσηκόντως προσφερόμενης

εργασίας εργαζομένων τους οποίους δυνάμει οριστικής και τελεσίδικης

δικαστικής απόφασης ο εργοδότης υποχρεούται να απασχολεί πραγματικά,

καθώς και η προσφορά του τελευταίου να τους μεταθέσει σε άλλη εγκατάσταση,

όταν αντικειμενικά δεν κωλύεται να τους απασχολήσει στην αυτή εγκατάσταση

όπως προηγουμένως109.

β. Δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη και επιφέρουσα ηθική ζημία του εργαζομένου:

- Η μετάθεση ή άλλη μετακίνησή του (π.χ. απόσπαση σε άλλο τμήμα), όταν

αυτή επιτρέπεται από την ατομική σύμβαση ή τον κανονισμό εργασίας και

πραγματοποιείται για την καλύτερη οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης110

και χωρίς να συνοδεύεται από μείωση των αποδοχών ή ανάθεση κατώτερων

καθηκόντων, ιδίως μάλιστα όταν οφείλεται σε λόγους που αφορούν τον ίδιο τον

108 ΑΠ 2513/2002, Αρμ 2002, 1491 (άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία εργαζομένων τους οποίους είχε θέσει σε διαθεσιμότητα, ασκώντας όμως καταχρηστικά το δικαίωμά του αυτό, δεδομένου πως δεν είχε μειωθεί ο κύκλος των εργασιών του και επεδίωκε να αποφύγει την καταβολή των αποδοχών τους), ΕφΘεσ 1507/2003, Αρμ 2003, 1145, ΕφΑθ 3411/2002,ΔΕΕ 2003, 565 (αδικαιολόγητη μη περίληψη ιατρού που απασχολούνταν για τις ανάγκες του προσωπικού της επιχείρησης στις εφημερίες ετοιμότητας κλήσεως και άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών μόνο αυτού από όλους τους ιατρούς που απασχολούσε η επιχείρηση, που αποτελεί προσβολή της επαγγελματικής του υπόληψης και υπόστασης ως ιατρού, και επομένως και προσβολή της προσωπικότητάς του). 109 ΕφΘεσ 831/1995, ΔΕΕ 1995, 1006 (όπου μάλιστα ο εναγόμενος εργοδότης αρνήθηκε να απασχολήσει τις ενάγουσες εργαζόμενες τεχνικούς μοντάζ στις εγκαταστάσεις του στη Θεσσαλονίκη, παρότι υπήρχαν κενές θέσεις, προτείνοντας να μετατεθούν στην Αθήνα, αντίθετα με τα προβλεπόμενα στην ατομική σύμβαση εργασίας τους).110 ΑΠ 538/2001, ΔΕΕ 2001, 1274 (μετάθεση), ΕφΑθ 493/2004, ΔΕΕ 2004, 1049 (μετάθεση υπαλλήλου στα κεντρικά γραφεία της επιχείρησης μέχρι την ολοκλήρωση οικονομικού ελέγχου στο γραφείο όπου εργαζόταν), ΕφΘεσ 3502/1991, Αρμ 1992, 36 (μετάθεση εντός της ίδιας πόλης), ΕφΘεσ 2204/1990, Αρμ 1990, 648 (μετάθεση σε άλλη πόλη με ανάθεση ισότιμων καθηκόντων και άυξηση των αποδοχών)

42

Page 43: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

εργαζόμενο (πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του111, παραπτώματα κ.τ.λ.),

προς αντιμετώπιση των οποίων ο εργοδότης έχει εξαντλήσει κάθε άλλο μέτρο,

της πειθαρχικής διαδικασίας περιλαμβανομένης112.

- Η χάριν εύρυθμης και αποδοτικότερης λειτουργίας και οργάνωσης της

επιχείρησης τοποθέτηση του εργαζομένου υπό τις εντολές άλλου, χωρίς να

επέρχεται καμιά μεταβολή στους όρους εργασίας του113.

- Μόνη η μεταβολή του αντικειμένου ή του σκοπού της επιχείρησης, χωρίς

ταυτόχρονα να ανατίθενται στον εργαζόμενο κατώτερα καθήκοντα (π.χ. εργάτη

αντί υπαλλήλου)114.

111 ΑΠ 772/1995, ΝοΒ 1999, 779 (μεταβολή αντικειμένου της εργασίας λόγω αδυναμίας του εργαζομένου να ανταποκριθεί στα προηγούμενα καθήκοντά του, χωρίς μείωση αποδοχών ή άλλη δυσμενή μεταβολή), ΑΠ 1819/1990, ΕΕΔ 1991, 1062 (μετακίνηση υπαλλήλου καζίνο από την υποδοχή των πελατών σε θέση ταμία στο τελεφερίκ του ξενοδοχείου, συνεπεία απρεπούς συμπεριφοράς του και πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του), ΕφΠατρ 825/1998, ΔΕΕ 2000, 81.112 ΑΠ 1498/2001, Αρμ 2002, 1346 (μετάθεση διευθυντή περιφερειακού υποκαταστήματος τράπεζας σε θέση υποδιευθυντή υποκαταστήματος σε άλλη πόλη, ως μέτρο για την αντιμετώπιση σωρείας ατασθαλιών στην εκτέλεση των καθηκόντων του, για τις οποίες του είχαν γίνει αρχικά παρατηρήσεις και εν συνεχεία εξαντλήθηκε η πειθαρχική διαδικασία με το πειθαρχικό συμβούλιο μάλιστα να γνωμοδοτεί υπέρ της απόλυσής του), ΕφΘεσ 1003/2004, Αρμ 2004, 1180 (αδυναμία συνεργασίας και προστριβές μεταξύ δύο εργαζομένων του ιδίου τμήματος, τις οποίες αρχικά ο εργοδότης επιχείρησε να αντιμετωπίσει με την αναδιάρθρωση του τμήματος, τη διάσπασή του και την τοποθέτηση εκάστης σε θέση προϊσταμένης των χωριστών πλέον τμημάτων, και εν συνεχεία, με την απόλυση της μίας και την αίτηση προς το ΥΠΕΧΩΔΕ για την ανάκληση της αποσπασμένης από αυτό της έτερης και ενάγουσας, την οποία το ΥΠΕΧΩΔΕ έθεσε σε διαθεσιμότητα μέχρι την περί ανάκλησής της απόφαση), ΕφΠειρ 965/2000, ΕΕΔ 2001, 319 (μετακίνηση εργατών από τη διεύθυνση μηχανολογικού προς τη διεύθυνση παραγωγής λόγω συρρίκνωσης του μηχανολογικού τμήματος από λόγους οργανωτικούς και λειτουργικούς και την αγορά νέου εξοπλισμού, χωρίς να μειώνονται οι αποδοχές τους ή να τους ανατίθενται υποδεέστερα καθήκοντα) ΜονΠρΒόλου 1137/2003, (μετακίνηση από ένα τμήμα του ίδιου υποκαταστήματος σε άλλο χάριν αναδιοργάνωσης της επιχείρησης, χωρίς τη μεταβολή κανενός όρου της σύμβασης, ήτοι χωρίς μεταβολή του ωραρίου, των αποδοχών ή των καθηκόντων), ΜονΠρΛαρ 1224/1996, ΕΕΔ 1997, 678, ΜονΠρΘεσ 158/1989, Αρμ 1989, 880 (μετακίνηση σε άλλη διεύθυνση, λόγω προστριβών με τους υφισταμένους του μετακινούμενου στην προηγούμενη θέση του, όπου μάλιστα η νέα θέση συναρτάται με ανώτερα καθήκοντα και αύξηση αποδοχών).

Κρίθηκε επίσης (ΑΠ 1743/1991, ΕΕΔ 1992, 982) πως δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή η χάριν κάλυψης αναγκών της επιχείρησης μετακίνηση από ένα υποκατάστημα σε άλλο, για μόνο το λόγο ότι το υποκατάστημα στο οποίο μετακινήθηκε ο εργαζόμενος είναι μικρότερο του προηγούμενου.113 ΕφΑθ 1670/1998, ΕλλΔνη 1998, 630 (στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίθηκε, προφανώς, ως επιτρεπόμενη εργοδοτική ενέργεια που δεν προκαλεί ηθική βλάβη στον εργαζόμενο, η εκ μέρους του εργοδότη πρόσληψη υπαλλήλου, παρά τις αντίθετες υποδείξεις του. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση της απόφασης «χωρίς την έγκριση» του διαμαρτυρόμενου εργαζομένου)114 ΑΠ 272/1996, ΔΕΝ 1996/464, που αφορά περίπτωση μετατροπής της επιχείρησης από φαρμακείο σε αρτοποιείο-ζαχαροπλαστείο (!)

43

Page 44: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

- Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη καθεαυτή, δεδομένου πως ο

εργαζόμενος δικαιούται να συνεχίσει την παροχή εργασίας στο νέο εργοδότη

υπό τους ίδιους όρους και τις ίδιες συνθήκες115. Περίπτωση βλαπτικής

μεταβολής όμως είναι δυνατόν να κριθεί πως συντρέχει εάν ο εργαζόμενος

επικαλεστεί και αποδείξει ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης απέβλεψε

ειδικά στο πρόσωπο του συγκεκριμένου εργοδότη για οποιοδήποτε λόγο, είτε

οικονομικό (π.χ. φερεγγυότητα) είτε ηθικό ή αν συντρέχουν ιδιαίτερες

περιστάσεις (π.χ. γνωστή αφερεγγυότητα του νέου εργοδότη)116. Αν κριθεί ότι ο

εργαζόμενος έχει πράγματι υποστεί βλαπτική μεταβολή από την μεταβολή του

προσώπου του εργοδότη, τις σχετικές αξιώσεις μπορεί να ασκήσει μόνο κατά

του αρχικού εργοδότη του.

- Σε περίπτωση δανεισμού του εργαζομένου, η μετά την επιστροφή του στον

αρχικό εργοδότη εργασία υπό όρους δυσμενέστερους σε σχέση με εκείνους υπό

τους απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια του δανεισμού του (π.χ. υποδεέστερα

καθήκοντα), όχι όμως και σε σχέση με τους προ του δανεισμού του όρους στον

αρχικό εργοδότη117. Τυχόν απασχόλησή του με καλύτερους όρους στον μετά το

δανεισμό του εργοδότη δεσμεύει μόνο εκείνον και όχι τον αρχικό.

ΙΙΙ. Δυνατότητες και αξιώσεις του εργαζομένου μετά τη μονομερή

βλαπτική μεταβολή

Α. Δυνατότητες

Αν η εργοδοτική συμπεριφορά συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή, όπως

αυτή αναλύθηκε παραπάνω, ενεργοποιείται η ρύθμιση του αρ. 7 Ν. 2112/1920,

μόνο όμως εφόσον πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου

χρόνου. Αν ο εργαζόμενος απασχολείται δυνάμει σύμβασης ορισμένου χρόνου

115 ΑΠ 187/1979, ΕΕΔ 1979, 540, ΜονΠρΧαλκιδικής 4/1999, Αρμ 1999,952116 ΕφΘες 2093/1988, Αρμ 1988, 884, Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα, 2005, σελ. 1147, Ληξουριώτης, ό.π., σελ. 444-445, Καρακατσάνης-Γαρδίκας, ό.π., σελ. 480.117 ΑΠ 36/1989, ΕΕΔ 1990, 337

44

Page 45: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

μπορεί να επικαλεστεί την μονομερή βλαπτική μεταβολή ως σπουδαίο λόγο

καταγγελίας της σύμβασης κατά το αρ. 672 ΑΚ, προχωρώντας ο ίδιος στην

καταγγελία. Γενικότερα, οι δυνατότητες που έχει ο εργαζόμενος σε περίπτωση

μονομερούς βλαπτικής μεταβολής της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους του

εργοδότη είναι οι ακόλουθες118:

α) Να αποδεχθεί την μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση εργασίας,

τροποποιητική της προηγούμενης, που είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε

διατάξεις νόμου ή τα χρηστά ήθη, και ο εργαζόμενος εξακολουθεί να παρέχει

την εργασία του υπό τους νέους όρους. Η αποδοχή είναι δυνατόν να είναι και

σιωπηρή, όπως περιγράφηκε ανωτέρω119, όταν ο εργαζόμενος συνεχίζεται να

εργάζεται υπό τους νέους όρους χωρίς να διαμαρτυρηθεί με οποιοδήποτε τρόπο

ή να εκφράσει επιφύλαξη εντός ευλόγου χρόνου από την μεταβολή.

β) Να εμμείνει στους αρχικούς όρους της σύμβασης και να συνεχίσει να

προσφέρει την εργασία του υπό τους όρους αυτούς, όπως ίσχυαν πριν την

μεταβολή, οπότε αν ο εργοδότης δεν την αποδέχεται περιέρχεται σε υπερημερία

δανειστή (αρ. 349 ΑΚ), οφείλοντας στον εργαζόμενο τον συμφωνημένο μισθό

για όσο χρονικό διάστημα αρνείται να αποδεχθεί την προσηκόντως

προσφερόμενη εργασία (αρ. 656 ΑΚ)120 , 121. Η αξίωση αυτή του εργαζομένου

118 Εντελώς ενδεικτικά, αφού οι δυνατότητες αναπτύσσονται στο σύνολο σχεδόν των αποφάσεων που περιλαμβάνει η παρούσα μελέτη, ΑΠ 1729/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1306/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1303/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 644/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1792/2001, ΕλλΔνη 2002, 1657119 Υπό ΙΙ.Α.3.120 ΑΠ 390/1993, ΔΕΝ 1993, 1123121 Μπορεί να υποστηριχθεί στο σημείο αυτό ότι αρκεί και ρηματική προσφορά εκ μέρους του εργαζομένου προκειμένου ο εργοδότης να περιέλθει σε υπερημερία δανειστή ως προς την αποδοχή της προσφερόμενης εργασίας υπό τους πριν την μεταβολή όρους. Ο εργοδότης, προβαίνοντας μονομερώς στη βλαπτική για τον εργαζόμενο τροποποίηση της σύμβασης, δηλώνει σαφώς την πρόθεσή του να αποδέχεται την προσφορά της εργασίας μόνο υπό τους νέους όρους που θέτει, αποκρούοντας έτσι εκ των πραγμάτων το προϊσχύον καθεστώς. Με μόνη την διενεργούμενη μεταβολή δηλώνει επομένως άμεσα στον εργαζόμενο την άρνησή του να ισχύει η σύμβαση με τους προηγούμενους όρους και να αποδέχεται την προσφερόμενη υπό τους όρους αυτούς εργασία. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το αρ. 350 ΑΚ, αρκεί και μη πραγματική, ήτοι απλώς ρηματική, προσφορά εκ μέρους του μισθωτού να παράσχει την εργασία του με τους παλαιούς όρους.

Δεν φαίνεται να συντρέχει εδώ περίπτωση εφαρμογής του αρ. 351 ΑΚ, όπως επί καταγγελίας (βλ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Τόμος Ι, 2006, σελ. 753-755), καθώς ο εργοδότης δεν έχει δηλώσει την πρόθεσή του να πάψει να αποδέχεται την εργασία του εργαζομένου και να λύσει τη σύμβαση εργασίας. Εξακολουθεί να θέτει στη διάθεση του εργαζομένου την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή, προσφέρεται δηλαδή να συμπράξει για να καταστεί δυνατή η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του μισθωτού, απλά θεωρεί πως η εργασιακή σχέση διέπεται από διαφορετικούς όρους πλέον, ώστε π.χ. να απαιτεί την εκτέλεση διαφορετικών καθηκόντων ή να καταβάλει για την ίδια εργασία χαμηλότερη αμοιβή. Το ζήτημα είναι προφανώς εντελώς θεωρητικό, αλλά, ενδεχομένως διαφορετική ερμηνεία θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο για την περίπτωση όπου ο εργαζόμενος δηλώνει πως θεωρεί τη μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη σύμφωνα με το

45

Page 46: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

για την καταβολή μισθών υπερημερίας δεν υπόκειται στην τρίμηνη

αποκλειστική προθεσμία του αρ. 6 § 1 Ν. 3198/1955, γιατί δεν υπάρχει

καταγγελία της σύμβασης, αφού ο εργαζόμενος δεν έκανε χρήση του τεκμηρίου

του αρ. 7 Ν. 2112/1920122.

γ) Επιλέγοντας την παραπάνω λύση ο εργαζόμενος κινδυνεύει να απολέσει

τελικά τη θέση εργασίας του, αν από ενδεχόμενη πλάνη του έχει εκτιμήσει

λανθασμένα τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος και το εύρος της

δυνατότητας του εργοδότη του να τροποποιεί δυνάμει αυτού τη σύμβαση

εργασίας του. Αν κριθεί από το Δικαστήριο πως ο εργοδότης ενήργησε εντός

των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος, τότε είναι αδιάφορη η προσφορά

εργασίας υπό τους προϊσχύοντες όρους, δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη

και δεν γεννά αξίωση για καταβολή μισθών υπερημερίας. Επιπλέον όμως, η

αποχή του εργαζομένου από την εργασία που όφειλε να παράσχει μπορεί να

ερμηνευτεί ως καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του. Εξάλλου, παρέχεται

δικαίωμα και στον εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, καθώς γίνεται δεκτό

πως δεν είναι καταχρηστική η εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης λόγω

άρνησης του εργαζομένου να παράσχει την εργασία του υπό τους νέους όρους

εργασίας, εφόσον η τροποποίησή τους έγινε εντός των ορίων του διευθυντικού

δικαιώματος123.

Προκειμένου να αποφύγει την απώλεια της εργασίας του, ο εργαζόμενος

μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται προσωρινά υπό τους νέους όρους,

επιφυλασσόμενος ρητά για τα δικαιώματά του από τη σύμβαση. Τέτοια επιφύλαξη

αποτελεί και η ρηματική διαμαρτυρία του και του επιτρέπει να προσφύγει στα

Δικαστήρια, ασκώντας αναγνωριστική αγωγή, προκειμένου να διαγνωστεί ο

αρ. 7 Ν. 2112/1920, εφόσον κάνουμε δεκτή την άποψη πως αυτή η καταγγελία είναι ουσιαστικά άκυρη, καθώς γίνεται απροειδοποίητα, χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (Βλαστός, ό.π., σελ. 1156)˙ αντίστοιχα, αν δε δεχθούμε αυτή την άποψη, το ίδιο ζήτημα τίθεται αν μετά την ως άνω δήλωση, ο εργοδότης δεν τηρεί τις προϋποθέσεις του κύρους της καταγγελίας αρνούμενος να καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση. Τότε όμως τυχόν αξίωση του εργαζομένου για μισθούς υπερημερίας σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, με επίκληση των αρ. 351, 349 ΑΚ και 656 ΑΚ, θα συνιστούσε αντιφατική συμπεριφορά του, αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθώς θα ερχόταν σε αντίθεση με την άρνησή του να συνεχίσει να εργάζεται στο συγκεκριμένο εργοδότη επικαλούμενος τη δυνατότητα του αρ. 7 Ν. 2112/1920. 122 Ζερδελής, Το Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, 681, όπου και περαιτέρω παραπομπές. Αντίθ. Λεβέντης, Η μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, 1990, σελ. 105, υποσημ 1.123 ΟλΑΠ 1188/1981, ΝοΒ 1982, 795, ΑΠ 1364/1999, ΕΕΔ 2000, 919, ΑΠ 850/1996, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 772/1995, ΔΕΝ 1996, 1251

46

Page 47: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

νόμιμος ή παράνομος χαρακτήρας της μεταβολής, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί

πως η συνέχιση της εργασίας του με τους νέους όρους συνιστά σιωπηρή

αποδοχή τους. Αν η αγωγή του απορριφθεί, θα υποχρεωθεί να αποδεχθεί πλέον

τους νέους όρους, έχοντας όμως διαφυλάξει τουλάχιστον τη θέση εργασίας του.

δ) Τέλος, αν πρόκειται για αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας, σύμφωνα με

το αρ. 7 Ν. 2112/1920, μπορεί να θεωρήσει την μονομερή βλαπτική μεταβολή ως

καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη και να αποχωρήσει από την εργασία του,

αξιώνοντας ταυτόχρονα την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Η εξάμηνη

αποσβεστική προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η αξίωση για τη

νόμιμη αποζημίωση αρχίζει από την επομένη της απόκρουσης της μεταβολής

και της αποχής του εργαζομένου από την εργασία του124. Μετά την ανωτέρω

δήλωση του μισθωτού δεν είναι δυνατόν ο εργοδότης να ανακαλέσει τη

βλαπτική μεταβολή, καθώς η σύμβαση έχει λυθεί λόγω καταγγελίας. Δυνατή

είναι μόνο η κατάρτιση νέας σύμβασης.

Κατά την κρατούσα στην νομολογία και θεωρία άποψη, το αρ. 7 Ν.

2112/1920 καθιερώνει τεκμήριο υπέρ του υπέρ του εργαζομένου και όχι πλάσμα

δικαίου. Δεν θεωρείται δηλαδή κατά πλάσμα δικαίου σε κάθε περίπτωση η

μονομερής βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία, απλώς παρέχεται η δυνατότητα

στον εργαζόμενο να επικαλεστεί το σχετικό τεκμήριο, θεωρώντας την μεταβολή

ως καταγγελία125.

Αν πρόκειται για σύμβαση ορισμένου χρόνου, ο εργαζόμενος δεν δικαιούται

να επικαλεστεί το τεκμήριο του αρ. 7 Ν. 2112/1920, μπορεί όμως να προβάλει 124 ΑΠ 494/1990, ΔΕΝ 1991, 394, ΑΠ 151/1988, ΔΕΝ 1989, 27.125 ΕφΑθ 3615/2003, ΕλλΔνη 2004, 546. Βλ. και Βλασσόπουλο, ό.π., σελ. 46-47, Ζερδελή, ό.π., σελ. 675 (όπου και περαιτέρω παραπομπες), Λεβέντη, ό.π., σελ. 105, τον ίδιο, Μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας-Μονομερής βλαπτική μεταβολή - Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ως έσχατο μέσο, ΔΕΝ 1996, 657 επ. (661-662), Γκούτο, ό.π. σελ. 9-10, Αγαλλόπουλο, Εργατικόν Δίκαιον, 1958, σελ. 363,

Αντίθ. ΕφΘεσ 2204/1990, Αρμ 1990, 648, Μαρκόπουλος, ό.π., σελ. 1124, όπου όμως φαίνεται να συγχέει τις έννοιες «νομικό πλάσμα» και «τεκμήριο», αφού αναφέροντας πως η ρύθμιση του αρ.. 7 Ν. 2112/1920 καθιερώνει «νομικό πλάσμα», προχωρά αναγνωρίζοντας πως η ρύθμιση παρέχει το δικαίωμα στον μισθωτό να θεωρήσει ως καταγγελία κάθε μονομερή βλαπτική μεταβολή και δεν καθιστά κάθε περίπτωση μονομερούς βλαπτικής μεταβολές αυτομάτως («και κατά πλάσμα δικαίου», κατά την ορθή έννοια) ισοδύναμη με καταγγελία. Βλ. και Φλώρο, Μεταβολή των όρων εργασίας-Παραμόρφωσις των αποδεικτικών μέσων, ΕΕΔ 1973, 1217, από την όλη κριτική του οποίου επί της τότε νομολογίας του ΑΠ φαίνεται να κλίνει κατά της διαμόρφωσης ή θεώρησης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 ως διάταξης που καθιερώνει τεκμήριο. Κατά το συγγραφέα, αποδεχόμενοι πως υπάρχει απλώς δυνατότητα του εργαζομένου να θεωρήσει την μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία και επομένως και δυνατότητα σιωπηρής αποδοχής της μεταβολής, δεδομένης και της ασάφειας στην αποσαφήνιση των περιπτώσεων σιωπηρής αποδοχής, είναι δυνατό να καταλήξουμε στην πράξη στην αναίρεση της επιδιωκόμενης προστασίας.

47

Page 48: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

τη μονομερή βλαπτική μεταβολή ως σπουδαίο λόγο, προκειμένου να

καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση (αρ. 672 ΑΚ). Δεν αποκλείεται αξίωση

αποζημίωσης κατά το αρ. 673 ΑΚ ή της εύλογης αποζημίωσης του αρ. 674 ΑΚ,

αν η βλαπτική μεταβολή που αποτελεί το σπουδαίο λόγο καταγγελίας οφείλεται

σε μεταβολή των προσωπικών ή περιουσιακών σχέσεων του εργοδότη, σε

λόγους δηλαδή που άπτονται της σφαίρας ευθύνης και κινδύνου του, αλλά δεν

έχουν την ένταση εκείνων των οικονομοτεχνικών λόγων που θα καθιστούσαν

δυνατή τη μονομερή μεταβολή, χωρίς να κρίνεται αυτή καταχρηστική.

Αν η συμπεριφορά του εργοδότη συνίσταται ή οφείλεται σε αθέτηση

συμβατικού όρου, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωσης κατά τα αρ. 673-674

ΑΚ, συνιστάμενης στους μισθούς που θα ελάμβανε από την καταγγελία έως την

κανονική λήξη της σύμβασης και στην αποκατάσταση κάθε άλλης ζημίας που

συνίσταται με την εκ μέρους του εργοδότη ως άνω συμπεριφορά.

- Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί πως η καταγγελία της σύμβασης

εργασίας στην οποία προβαίνει ο εργοδότης μετά την άρνηση του εργαζομένου

να αποδεχθεί την μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, από

εκδίκηση και προκειμένου να εμποδίσει την εκδήλωση των παραπάνω

δυνατοτήτων του, είναι καταχρηστική και επομένως άκυρη126.

Δεν είναι καταχρηστική η καταγγελία που γίνεται μετά από άρνηση του

εργαζομένου να αποδεχθεί μονομερή μεταβολή, η οποία έγινε εντός των ορίων

του διευθυντικού δικαιώματος127, όπως όταν η μεταβολή ήταν απολύτως

αναγκαία για να αποτραπεί η παύση λειτουργίας της επιχείρησης και η

126 ΑΠ 850/1996, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 772/1995, ΔΕΝ 1996, 1251, ΑΠ 805/1995, ΔΕΝ 1995, 1317, ΑΠ 1142/1992, ΔΕΝ 1992, 1294, ΑΠ 1044/1992, ΕλλΔνη 1994, 1057, ΑΠ 351/1990, ΝοΒ 1991, 564, ΑΠ 589/1988, ΔΕΝ 1989, 1105, ΕφΠειρ 351/1998, ΕλλΔνη 1998, 910, ΜονΠρΚαβ 9/1997, Αρμ 1997, 537, ΜονΠρΆμφισσας 51/1996, ΕΕΔ 1997, 981. Βλ. όμως και ΑΠ 858/1989, ΕΕΔ 1990, 511, σύμφωνα με την οποία ο εργοδότης, που επιχειρεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης της επιχείρησης του, διατηρεί τη δυνατότητα, να καταγγείλει έγκυρα τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν αποδέχεται την μεταβολή αυτή. Κατά τον ΑΠ στη συγκεκριμένη απόφαση, δεν αρκεί για να προσβληθεί η καταγγελία αυτή ως καταχρηστική μόνο το γεγονός ότι συντελείται έπειτα από τη μη αποδοχή της βλαπτικής μεταβολής, αλλά θα πρέπει να συντρέχουν και άλλα κρίσιμα περιστατικά, όπως είναι η ύπαρξη εκδικητικών κινήτρων του εργοδότη. 127 ΕφΘεσ 2153/1997, Αρμ 1998, 710

48

Page 49: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

συνακόλουθη απόλυση του εργαζομένου, πολλώ δε μάλλον όταν η μεταβολή

δεν είναι καν βλαπτική, αλλά ευνοϊκή128.

Β. Περαιτέρω αξιώσεις

1. Αποζημίωση

Η καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος συνιστά παράνομη

πράξη κατά την έννοια του αρ. 914 ΑΚ. Επομένως, αν συντρέχουν και οι λοιπές

προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, ο εργαζόμενος μπορεί να αξιώσει πλήρη

αποζημίωση σύμφωνα με τα αρ. 914 επ. και 298 ΑΚ, για την αποκατάσταση

τόσο τυχόν θετικής ζημίας όσο και του διαφυγόντος κέρδους129.

2. Χρηματική ικανοποίηση

Στην περίπτωση που δυσμενής επίπτωση της μονομερούς βλαπτικής

μεταβολής συνίσταται σε ηθική βλάβη του εργαζομένου που αποτελεί

ταυτόχρονα και προσβολή της προσωπικότητάς του, πέραν των παραπάνω

αξιώσεών του για μισθούς υπερημερίας, αποζημίωση απολύσεως ή αποζημίωση

λόγω αδικοπραξίας, δικαιούται να αξιώσει και χρηματική ικανοποίηση λόγω

ηθικής βλάβης κατά τα αρ. 57 και 59 ΑΚ ή το αρ. 932 ΑΚ εφόσον συντρέχουν

οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας. Δεν αρκεί μόνη η «ηθική βλάβη» που

προκαλείται από τη μεταβολή (π.χ. με την ανάθεση κατώτερων καθηκόντων),

αλλά απαιτείται να συντρέχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει προσβολή

της προσωπικότητας του εργαζομένου.

IV . Συνοπτική παρουσίαση της τροποποιητικής καταγγελίας

128 ΑΠ 397/2004, ΕΕΔ 2004, 1279 (νέος τρόπος υπολογισμού των προμηθειών που λάμβαναν οι εργαζόμενοι ως μέρος των αποδοχών τους).129 ΕφΑθ 2364/1998, ΕλλΔνη 1999, 398

49

Page 50: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

Η ευχερέστερη, ταχύτερη και σαφέστερη λύση για τον εργοδότη που

επιθυμεί την μεταβολή των όρων της σύμβασης είναι η επιλογή της

τροποποιητικής καταγγελίας130. Με την τροποποιητική καταγγελία, ήτοι την

καταγγελία της σύμβασης υπό τον όρο της απόρριψης από των εργαζόμενο των

προτεινόμενων από των εργοδότη μεταβολών, ο εργοδότης επιδιώκει τη

συνέχιση της παροχής της εργασίας υπό τους νέους όρους, γεγονός που τη

διακρίνει από την κοινή καταγγελία, καθιστώντας όμως σαφές πως δεν επιθυμεί

τη διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος και αποκλείοντας την επιστροφή σε

αυτό.

Η τροποποιητική καταγγελία αποτελείται από την καταγγελία της σύμβασης

εργασίας και την πρόταση του εργοδότη για μεταβολή του περιεχομένου της,

στοιχεία που τελούν σε εσωτερικό σύνδεσμο, και εμφανίζεται με δύο μορφές.

Αφενός ως καταγγελία υπό την αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ότι ο εργαζόμενος

δεν θα αποδεχθεί ή θα αποδεχθεί, αντίστοιχα, τις προτεινόμενες από τον

εργοδότη μεταβολές. Αφετέρου ως καταγγελία άνευ αιρέσεως, όπου ο εργοδότης

καταγγέλλει τη σύμβαση και συγχρόνως, και σε συνδυασμό με αυτήν, προτείνει

τη μεταβολή των όρων της υπάρχουσας σύμβασης. Καθώς, σε κάθε περίπτωση,

πρόκειται για καταγγελία της σύμβασης, υπόκειται στους ίδιους τυπικούς

περιορισμούς με την κοινή καταγγελία(έγγραφη διατύπωση, ταυτόχρονη

καταβολή αποζημίωσης απολύσεως, τήρηση προθεσμίας προειδοποίησης). Από

την άλλη, με δεδομένο πως συνοδεύεται από πρόταση τροποποίησης της

σύμβασης, θα πρέπει να παρέχεται στον εργαζόμενο εύλογος χρόνος για τη

λήψη της απόφασής του. Κατά κανόνα ο χρόνος αυτός προσφέρεται με τον από

μέρους του εργοδότη προσδιορισμό ορισμένης προθεσμίας για την αποδοχή ή

μη της προτεινόμενης μεταβολής, άλλως προσδιορίζεται βάσει της καλής

πίστης. Και όπως και η κοινή καταγγελία, ελέγχεται με βάση το αρ. 281 ΑΚ για

τυχόν καταχρηστική άσκηση του σχετικού δικαιώματος εκ μέρους του εργοδότη

Οι δυνατότητες που έχει ο εργαζόμενος έναντι της τροποποιητικής

καταγγελίας είναι δύο. Μπορεί καταρχήν να αποδεχθεί ρητά ή σιωπηρά την

προτεινόμενη μεταβολή, οπότε επέρχεται τροποποίηση της σύμβασης και 130 Αναλυτικά για την τροποποιητική καταγγελία, βλ. Βλασσόπουλο, ό.π., σελ. 51 επ., Βλαστό, ό.π., σελ. 1163-1166, Ζερδελή, ό.π., σελ. 690 επ., Καρακατσάνη/Γαρδίκα, ό.π., σελ. 482 επ., Λεβέντη, ό.π., σελ. 93 επ., Blomeyer, Μεταβολές των όρων εργασίας από τον εργοδότη για οικονομικούς λόγους, ΔΕΝ 1993, 401 επ. (412 επ.).

50

Page 51: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

συνέχιση λειτουργίας της. Σιωπηρή αποδοχή αποτελεί η συνέχιση παροχής

εργασίας με τους νέους όρους, χωρίς τη διατύπωση επιφύλαξης ή οποιαδήποτε

διαμαρτυρία. Από την άλλη, δύναται να απορρίψει την πρόταση τροποποίησης

οπότε τίθεται σε ισχύ η καταγγελία, με συνέπεια τη λύση της σχέσης εργασίας,

εφόσον έχουν συντρέχουν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του κύρους

της καταγγελίας.

Η τροποποιητική καταγγελία είναι μια ειλικρινής και «καθαρή» μέθοδος για

την μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας. Με την επιλογή της

αποσαφηνίζονται για τον εργαζόμενο οι πραγματικές προθέσεις του εργοδότη

του, σε αντίθεση με τη μονομερή βλαπτική μεταβολή, όπου δεν είναι πάντοτε

εξαρχής σαφές αν ο εργοδότης επιχειρεί μια μόνιμη μεταβολή ή σε πιο βαθμό

δικαιούται να την πραγματοποιήσει. Άλλωστε, τυχόν απόρριψή της έχει τελικά

την ίδια συνέπεια με εκείνη της απόκρουσης της μονομερούς βλαπτικής

μεταβολής, ήτοι την καταγγελία της σύμβασης και τη λύση της σχέσης. Την

τροποποιητική καταγγελία μπορεί επίσης να επικαλεστεί ως ηπιότερο της

απόλυσής του μέτρο το οποίο θα πρέπει να λάβει ο εργοδότης για να αποφύγει

την ακυρότητα της καταγγελίας του λόγω καταχρηστικής της άσκησης, κατά

παράβαση δηλαδή της αρχής της αναλογικότητας.

Πλεονεκτήματα όμως έχει και για τον εργοδότη, αφού συχνά αυτός αγνοεί

την πραγματική έκταση του διευθυντικού του δικαιώματος και της δυνατότητας

να μεταβάλει μέσω αυτού στη σύμβαση. Έτσι, λόγω των ρευστών ορίων του

διευθυντικού δικαιώματος, επιλέγοντας τη μονομερή μεταβολή ο εργοδότης

κινδυνεύει να υποστεί παλινδρομήσεις και να υποχρεωθεί στην επιστροφή στους

προηγούμενους όρους, εφόσον η μονομερής μεταβολή κριθεί δικαστικά ως

καταχρηστική. Διακινδυνεύει έτσι η επιχειρηματική σταθερότητα και η

ασφάλεια του επιχειρηματικού σχεδιασμού. Μέσω της επιλογής της

τροποποιητικής καταγγελίας ο εργοδότης μπορεί να οργανώσει ευχερέστερα και

ασφαλέστερα την παροχή εργασίας, περιορίζοντας την πιθανότητα εμπλοκής

του σε δικαστικούς αγώνες που μπορεί τελικά να επιφέρουν και ανατροπή του

σχεδιασμού του.

Παρά τα πλεονεκτήματα αυτά πάντως, στην πράξη οι εργοδότες επιμένουν

να αποφεύγουν την τροποποιητική καταγγελία και να επιμένουν στις μονομερείς

51

Page 52: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

μεταβολές, νιώθοντας προφανώς βέβαιοι πως δεν θα υπάρξει αντίδραση από τον

έχοντα ανάγκη να διατηρήσει τη θέση του εργαζόμενο.

IV . Τελικές παρατηρήσεις

Το αρ. 7 Ν. 2112/1920, όπως είναι διατυπωμένο, προβλέποντας τη

δυνατότητα του εργαζομένου να θεωρήσει τη μονομερή μεταβολή ως

καταγγελία, δεν του παρέχει επαρκή προστασία έναντι αυθαίρετων ενεργειών

του εργοδότη. Αποτελώντας μέρος του δικαίου της καταγγελίας, αποβλέπει στη

λύση και όχι στη διατήρηση της σχέσης εργασίας, στην οποία πρωτίστως

αποβλέπει ο εργαζόμενος. Προτεραιότητα του μισθωτού είναι η διατήρηση της

θέσης εργασίας και όχι η εξασφάλιση της αποζημίωσης απολύσεως ως είδος

αντισταθμίσματος στην συνεπεία της αυθαιρεσίας του εργοδότη απώλειά της.

Εξάλλου, ακριβώς λόγω αυτής της ανάγκης του εργαζομένου να εξακολουθήσει

να εργάζεται για να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για τη διαβίωσή του

παρατηρείται συχνά ο η εκ μέρους του σιωπηρή αποδοχή των βλαπτικών

μεταβολών, συνεπεία πειθαναγκασμού του αλλά και εύλογης αμφιβολίας

σχετικά με την εξουσία που έχει ο εργοδότης του να μεταβάλει τους όρους της

σύμβασης. Από την άλλη για τον εργοδότη υπάρχει πάντα η πιθανότητα να

κριθούν οι μεταβολές που επέφερε καταχρηστικές και να υποχρεωθεί να υποστεί

τις συνέπειες (καταβολή αποζημίωσης, τυχόν μισθών υπερημερίας) που μπορεί

να ανατρέψουν τον προγραμματισμό του και τη δυνατότητά του να επιτύχει

σταθερότητα στη λειτουργία της επιχείρησής του. Είναι δύσκολο να γνωρίζει

ποιες μεταβολές μπορεί να επιβάλλει μονομερώς, παρά την εκτεταμένη σοβαρή

νομολογιακή προσπάθεια να αποκρυσταλλωθεί το νόημα της έννοιας

«μονομερής βλαπτική μεταβολή» και συνακόλουθα και τα όρια του

διευθυντικού δικαιώματος˙ πάντα είναι δυνατό να υπάρχει κάποιο θολό σημείο

που μπορεί να προκαλέσει αμφισβητήσεις.

Ορθότερη λύση θα ήταν η νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος, πιθανώς με

την θέσπιση της υποχρέωσης του εργοδότη να απασχολεί τον εργαζόμενο υπό

τους προηγούμενους όρους ως καταρχήν κύρωσης της μονομερούς βλαπτικής

μεταβολής και πρόβλεψη της δυνατότητας θεώρησής της ως καταγγελίας μόνο

52

Page 53: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

σε ακραίες περιπτώσεις όπου έχει διαταραχθεί σε τέτοιο βαθμό η σχέση

εργοδότη και εργαζομένου, ώστε να μην είναι πλέον ανεκτή η συνέχιση της

εργασιακής σχέσης. Μέχρι όπως την παρέμβαση του νομοθέτη, προτιμότερη

είναι η επιλογή της τροποποιητικής καταγγελίας από τον εργοδότη που

επιδιώκει μεταβολές αντί της επιβολής νέων όρων με μονομερή ενέργεια. Η

λύση αυτή διευκολύνει τις συναλλαγές, περιορίζει την πιθανότητα εκδήλωσης

προστριβών και θέτει την εργασιακή σχέση σε βάση ειλικρίνειας και

αλληλοκατανόησης των συγκρουόμενων συμφερόντων και επιδιώξεων των

μερών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγραφιώτης, Η καταγγελία της σχέσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου

χρόνου, 1980

Αγαλλόπουλος, Εργατικόν Δίκαιον, 1958

Ανδρουτσόπουλος, Μεταβολή του είδους εργασίας μισθωτού, ΕΕΔ 1970, 529

επ.

Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Ουσιαστικά και δικονομικά

ζητήματα, 2005

Βλαστός, Υβριστική συμπεριφορά εργοδότη ως βλαπτική μεταβολή και

καταγγελία συμβάσεως, ΕΕΔ 2000, 961 επ.

Βλαστός, Απαγόρευση διπλής τιμωρίας-Παρενέργειες πειθαρχικής ποινής-

Ένταξη σε κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο ως παρενέργεια, ΕΕΔ 1997, 659.

Βλασσόπουλος, Η μονομερής μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας

αορίστου χρόνου και η τροποποιητική καταγγελία, 1999

Blomeyer, Μεταβολές των όρων εργασίας από τον εργοδότη για

οικονομικούς λόγους, ΔΕΝ 1993, 401 επ.

Γκούτος, Μονομερής βλαπτική μεταβολή της σχέσεως εργασίας, ΔΕΝ 2001,

1

Γκούτος, Απολύσεις εξαιτίας επιχειρησιακών αναγκών, ΔΕΝ 1982, 713 επ.

Γκούτος, Μονομερής βλαπτική μεταβολή-Συνέπειαι, ΔΕΝ 1980, 121 επ.

Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Τόμος Ι, 2006

53

Page 54: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

Ζερδελής, Το Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας,

2002

Ζερδελής, Η απόλυση ως ultima ratio- Η εφαρμογή της αρχής της

αναλογικότητας στο Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης

εργασίας αορίστου χρόνου, 1991

Καρακατσάνης/Γαρδίκας, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1995

Καρακατσάνης, Η μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης, ΝοΒ

1970,129 επ.

Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 1995

Λεβέντης, Η μεταβολή των όρων της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας,

1990

Λεβέντης, Μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας-Μονομερής

βλαπτική μεταβολή - Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ως έσχατο μέσο,

ΔΕΝ 1996, 657 επ.

Ληξουριώτης, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 2005

Μαρκόπουλος, Η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως

εργασίας, ΔΕΝ 1977, 1121 επ

Ντάσιος, Υποβιβασμός μισθωτού ως μονομερής μεταβολή των όρων

εργασίας – Υποβιβασμός για έλλειψη προσόντων, ΕΕΔ 1994, 945 επ.

Μήτσου, Το πειθαρχικόν δίκαιον της επιχειρήσεως-Ι. Τα πειθαρχικά

συμβούλια, 1979

Παπαδημητρίου, Εργατικό Δίκαιο, 1994

Φλώρος, Μεταβολή των όρων εργασίας-Παραμόρφωσις των αποδεικτικών

μέσων, ΕΕΔ 1973, 1217

54

Page 55: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Ι. Εισαγωγικά

Έγκυρη σύμβαση ως προϋπόθεση εφαρμογής αρ. 7 Ν. 2112/1920

ΑΠ 1615/1998, ΔΕΝ 1999, 419,

ΑΠ 957/1998, ΕΕΔ 1999, 894

Μονομερής βλ. μεταβολή ως σπουδαίος λόγος καταγγελίας σύμβασης

ορισμένου χρόνου

ΟλΑΠ 6/1989, ΕΕΔ 1990, 178,

ΑΠ 907/2004, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 94/1995, ΔΕΝ 1995, 747,

ΑΠ 743/1977, ΕΕΔ 1977, 770,

ΕφΠειρ 295/2003, ΔΕΕ 2004, 315,

ΕφΠειρ 1156/2002, ΠειρΝομολ

2003, 155,

ΕφΑθ 2099/1994, ΔΕΝ 1994, 646,

ΕφΘεσ 1607/1994, ΔΕΝ 1994,

1271,

ΕφΘεσ 83/1991, Αρμ 1991, 45,

ΜονΠρΑθ 91/1999, ΔΕΕ 2000, 758

Α. Μονομερής μεταβολή

Έννοια (περιπτώσεις επιτρεπόμενης μεταβολής)

ΑΠ 1319/1998, ΕλΔνη 1999, 110, ΑΠ 1342/1996, ΕΕΔ 1998, 222

55

Page 56: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΑΠ 1151/1989, ΕΕΝ 1990, 406

ΑΠ 1150/1989, ΕΕΔ 1990, 513,

ΑΠ 268/1988, ΕΕΔ 1988, 550

ΕφΑθ 7632/2001, ΕλλΔνη 2002,

207

ΕφΑθ 7796/2000, ΕλλΔνη 2002,

488

ΕφΑθ 8042/1991, ΔΕΝ 1993, 475,

ΕφΘεσ 211/1990, ΕΕΔ 1990, 644

ΜονΠρΛαρ 221/1997, ΔΕΝ 1998,

612

Δεν συνιστούν μον. βλ. μεταβολή οι συμβατικές παραβάσεις, π.χ. η

καθυστέρηση καταβολής μισθού ή η υπερημερία αποδοχής της εργασίας

ΑΠ 1479/2002, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1203/1998, ΔΕΝ 1999, 200,

ΑΠ 1902/1987, ΕΕΔ 1989, 271,

ΑΠ 867/76 ΔΕΝ, 1976, 1052,

ΕφΘεσ 1590/2005, ΝΟΜΟΣ,

ΕφΠειρ 1119/2003, ΔΕΕ 2004, 457,

ΕφΑθ 3411/2002, ΔΕΕ 2003, 565 ,

ΕφΠατρ 573/1997, ΔΕΕ 1998, 406,

ΜονΠρΚαβ 97/1997, ΑρχΝ 1998,

500,

ΜονΠρΛαρ 219/1995, ΔΕΝ 1998,

610

2. Διευθυντικό δικαίωμα - Όρια

ΑΠ 630/2000, ΔΕΝ 2000, 1221,

ΑΠ 927/1999, ΔΕΝ 1999, 1587,

ΑΠ 596/1999, ΔΕΝ 2000, 16,

ΑΠ 1319/1998, ΔΕΝ 2000, 382,

ΑΠ 435/1992, ΔΕΝ 1992, 1288,

ΕφΘεσ 1498/2001, Αρμ 2002, 1346,

ΕφΘεσ 59/2001, Αρμ 2001, 815,

ΕφΘεσ 211/1990, ΕΕΔ 1990, 644

Μεταβολές του είδους εργασίας

ΟλΑΠ 862/1984, ΝοΒ 1985, 89,

ΑΠ 46/2006, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1602/2001, ΔΕΝ 2001, 1228,

ΑΠ 994/2001, ΕΕΔ 2003, 668

ΕφΛαρ 237/2002, Δικογραφία 2002,

295,

ΕφΘεσ 2484/1997, Αρμ 1997,

1480,

ΕφΘεσ 847/1991, Αρμ 1992, 33,

ΕφΑθ 11764/1990, ΕΕΔ 1992, 1036

Μεταβολές τόπου εργασίας

56

Page 57: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΑΠ 1428/2002, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1333/2002, ΔΕΝ 2004, 660,

ΑΠ 538/2001, ΔΕΕ 2001, 1274,

ΑΠ 181/2001, ΔΕΝ 2001, 1370,

ΑΠ 630/2000, ΔΕΝ 2000, 1221,

ΑΠ 1182/1999, ΔΕΝ 1999, 1588,

ΑΠ 927/1999, ΔΕΝ 1999, 1587,

ΑΠ 169/1997, ΔΕΝ 1998, 337,

ΑΠ 1032/1996, ΔΕΝ 1997, 73,

ΑΠ 405/1994, ΔΕΝ 1995, 593,

ΑΠ 1248/1993, ΔΕΝ 1994, 403,

ΑΠ 1145/1992, ΔΕΝ 1993, 462,

ΑΠ 498/1991, ΕΕΔ 1992, 645,

ΑΠ 1564/1987, ΕΕΔ 1988, 177,

ΕφΘεσ 299/2005, Αρμ 2005, 581,

ΕφΑθ 3361/2001, ΔΕΕ 2002, 85,

ΕφΘεσ 3212/2001, Αρμ 2002, 908,

ΕφΘεσ 831/1995, ΔΕΕ 1995, 1006,

ΕφΘεσ 248/1995, Αρμ 1995, 348,

ΕφΘεσ 49/1995, ΔΕΕ 1995, 793,

ΕφΘεσ 3502/1991, Αρμ 1992, 36,

ΕφΘεσ 2176/1991, Αρμ 1991, 885,

ΕφΘεσ 2204/1990, Αρμ 1990, 648,

ΕφΑθ 11560/1989, ΕΕΔ 1991, 97,

ΜονΠρΚαβ 314/1997, Αρμ 1997,

1484,

ΜονΠρΘεσ 3/1994, Αρμ 1994, 828

Μεταβολές στο χρόνο εργασίας

ΑΠ 82/2001, ΕΕΔ 2001, 1260,

ΑΠ 162/1993, ΔΕΝ 1993, 649,

ΑΠ 266/1990, ΕΕΔ 1990,

ΑΠ 151/1988, ΔΕΝ 1989, 27,

ΕφΠειρ 295/2003, ΔΕΕ 2004, 315,

ΕφΑθ 9597/1998, ΕλλΔνη 2000,

171,

ΕφΘεσ 2321/1991, Αρμ 1991, 1116,

ΕφΑθ 3620/1990, ΑρχΝ 1991, 37,

ΜονΠρΛαρ 4/2001, ΝΟΜΟΣ,

ΜονΠρΑθ 2950/1989, ΝοΒ 1989,

1453

3. Αποδοχή της μον. βλ. μεταβολής

ΑΠ 650/2005, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1455/2003, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 289/2003, ΔΕΕ 2003, 1107,

ΑΠ 1730/2002, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1431/2002, Αρμ 2002, 1638,

ΑΠ 1299/2001, ΕλλΔνη 2002, 130,

ΑΠ 994/2001, ΕΕΔ 2003, 668,

ΑΠ 98/2000, ΔΕΝ 2001, 1230,

ΑΠ 224/1998, ΝοΒ 1999, 760,

ΑΠ, 805/1995, ΔΕΝ 1995, 1317,

57

Page 58: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΑΠ 2785/1994, Αρμ 1995, 194,

ΑΠ 630/1994, ΔΕΝ 1995, 1217,

ΑΠ 162/1993, ΕλλΔνη 1993, 649,

ΑΠ 228/1991, ΕΕΔ 1991, 1067,

ΑΠ 698/1989, ΕΕΔ 1990, 509,

ΑΠ 1532/1980, ΕΕΔ 1981, 238,

ΑΠ 509/1976, ΔΕΝ 1976, 661,

ΕφΛαρ 25/2000, Δικογραφία 2000,

196,

ΕφΠειρ 476/1999, Αρμ 2002, 560,

ΕφΑθ 7075/1995, ΔΕΝ 1995, 1272,

ΕφΘεσ 49/1995, ΔΕΕ 1995, 793,

ΕφΘεσ 83/1991, Αρμ 1991, 45,

ΕφΑθ 11560/1989, ΝοΒ 1990, 654,

ΜονΠρΘεσ 1811/1995, Αρμ 1995,

791,

ΜονΠρΑθ 1277/1991, ΑρχΝ 1991,

668,

ΜονΠρΑθ 2950/1989, ΝοΒ 1989,

1453

ΜονΠρΘες158/1989,Αρμ 1989, 880

Β. Βλαπτική μεταβολή

Έννοια

ΑΠ 46/2006, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1306/2005, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1303/2005, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 650/2005, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1426/2004, ΕΕΔ 2005, 576,

ΑΠ 997/2004, ΕΕΔ 2005, 99,

ΑΠ 1455/2003, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 155/2003, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1479/2002, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1431/2002, Αρμ 2002, 1638,

ΑΠ 204/2002, ΕΕΔ 2003, 913,

ΑΠ 1299/2001, ΕλλΔνη 2002, 130,

ΑΠ 538/2001, ΔΕΕ 2001, 1274,

ΑΠ 82/2001, ΕΕΔ 2001, 1260,

ΑΠ 98/2000, ΕλλΔνη 2000, 1009,

ΑΠ 453/1999, ΔΕΝ 1999, 1042,

ΑΠ 15/1999, ΕλλΔνη 1999, 568,

ΑΠ 1743/1998, ΕΕΝ 2000, 290,

ΑΠ 1702/1998, ΔΕΝ 1999, 699,

ΑΠ 224/1998, ΝοΒ 1999, 760,

ΑΠ 1507/1997, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1504/1997, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 315/1997, ΔΕΝ 1998, 319,

ΑΠ 272/1996, ΔΕΝ 1996, 464,

ΑΠ 805/1995, ΔΕΝ 1995, 1317,

ΑΠ 772/1995, ΝοΒ 1997, 779,

ΑΠ 2785/1994, Αρμ 1995, 194,

ΑΠ 1248/1993, ΔΕΝ 1994, 405,

ΑΠ 1227/1993, ΔΕΝ 1994, 403,

ΑΠ 1044/1992, ΔΕΝ 1993, 421,

ΑΠ 435/1992, ΔΕΝ 1992, 1288,

ΑΠ 675/1991, ΕΕΔ 1991, 1068,

ΑΠ 674/1991, ΔΕΝ 1993, 177,

ΑΠ 539/1990, ΔΕΝ 1991, 580,

58

Page 59: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΑΠ 351/1990, ΔΕΝ 1991, 220,

ΑΠ 224/1990, ΕΕΔ 1990, 515,

ΑΠ 1150/1989, ΕΕΔ 1990, 513,

ΑΠ 1875/1988, ΔΕΝ 1989, 735,

ΑΠ 268/1988, ΕΕΔ 1988, 550,

ΕφΑθ 493/2004, ΔΕΕ 2004, 1049,

ΕφΘεσ 1003/2004, Αρμ 2004, 1180,

ΕφΑθ 6259/2003, ΕλλΔνη 2004,

870,

ΕφΑθ 5423/2003, ΔΕΕ 2004, 215,

ΕφΑθ 4587/2003, ΑρχΝ 2005, 44,

ΕφΑθ 3615/2003, ΕλλΔνη 2004,

546,

ΕφΑθ 3195/2003, ΕλλΔνη 2004,

547,

ΕφΑθ 1048/2003, ΔΕΕ 2003, 1370,

ΕφΘεσ 2040/2003, Αρμ 2003, 1300,

ΕφΘεσ 1507/2003, Αρμ 2003, 1145,

ΕφΑθ 10097/2002, ΕΕΔ 2003, 854,

ΕφΑθ 3411/2002, ΔΕΕ 2003, 565,

ΕφΑθ 3361/2001, ΔΕΕ 2002, 85,

ΕφΘεσ 128/2001, Αρμ 2001, 369,

ΕφΑθ 7796/2000, ΕλλΔνη 2002,

488,

ΕφΑθ 1670/1998, ΕλλΔνη 1998,

630,

ΕφΑθ 2364/1998, ΕλλΔνη 1999,

398

1. Υλική βλάβη

α. Περιπτωσιολογία

- Μείωση του συμφωνημένου μισθού.

ΕφΠειρ 109/2003, ΔΕΕ 2003, 1367,

ΕφΘεσ 3957/1990, Αρμ 1990, 1108,

ΕφΘεσ 3229/1988, Αρμ 1988, 1223,

ΜονΠρΘεσ 242/1992, Αρμ 1993, 831

- Μείωση του ωραρίου εργασίας (ή γενικότερα του χρόνου εργασίας), με

ταυτόχρονη μείωση των αποδοχών

ΑΠ 907/2004, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1097/2003, ΔΕΕ 2004, 1293

ΑΠ 845/2003, ΕΕΔ 2004, 1998,

ΑΠ 1684/1990, ΕΕΔ 1991, 937,

ΕφΠειρ 295/2003, ΔΕΕ 2004, 315

ΜονΠρΧαλκιδικής 4/1999, Αρμ

1999,952

59

Page 60: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

- Μεταβολή του χρόνου απασχόλησης του μισθωτού που συνεπάγεται την

απώλεια νόμιμων προσαυξήσεων των αποδοχών του (προσαύξηση νυκτερινής

εργασίας, εργασίας κατά Κυριακή, υπερωριακής απασχόλησης).

ΑΠ 1431/2002, Αρμ 2002, 1638,

ΑΠ 82/2001, ΕΕΔ, 2001, 1260

ΑΠ 1342/1996, ΕΕΔ 1998, 222,

ΑΠ 228/1991, ΕΕΔ, 1991, 1067

ΕφΠατρ 205/1997, ΝΟΜΟΣ

-Ανάθεση κατώτερων καθηκόντων που συνεπάγεται την απώλεια επιδόματος

που συνδεόταν με το είδος των προηγουμένως ασκούμενων καθηκόντων ή τη θέση

που κατείχε προ της μεταβολής ο εργαζόμενος

ΑΠ 1729/2005, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1306/2005, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 240/2003, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 98/2000, ΕλλΔνη 2000, 1009,

ΑΠ 17/1999, ΕΕΔ 2000,

ΑΠ 904/1992, ΔΕΝ 1993, 420,

ΑΠ 1703/1991, ΔΕΝ 1992, 926,

ΕφΑθ 6259/2003 ΕλλΔνη 2004,

870,

ΕφΘεσ 2040/2003, Αρμ 2003, 1300,

ΕφΘεσ 59/2001, Αρμ 2001, 815,

ΕφΑθ 8173/1999, ΕΕΔ 2000, 744,

ΕφΑθ 5797/1999, ΔΕΝ 2000, 157,

ΕφΑθ 2681/1996, ΕΕΔ 1997, 416,

ΕφΑθ 7075/1995, ΔΕΝ 1995, 1272,

ΕφΑθ 4774/1993, ΑρχΝ 1993, 594

ΜονΠρΑθ 2816/1996, ΔΕΝ 1997,

183

- Ανάκληση πρόσθετης παροχής, όπου έχει διαμορφωθεί σιωπηρά συμβατικός

όρος για την καταβολή της ως μισθού.

ΑΠ 1455/2003, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 289/2003, ΔΕΕ 2003,

ΑΠ 1090/2001, ΔΕΕ 2002, 419,

ΑΠ 695/2001, ΕΕΔ 2003, 229,

ΑΠ 53/1994, ΔΕΕ 1995, 94,

ΑΠ 636/1988 ΔΕΝ 1988, 1241,

ΕφΛαρ 25/2000, Δικογραφία 2000,

196,

ΕφΑθ 5995/1999, ΕλλΔνη 1999,

1594,

ΕφΘεσ 1763/1995, ΔΕΕ 1996, 640,

ΕφΘεσ 720/1991, Αρμ 1991,685

- Εξαίρεση από την εκτέλεση πρόσθετης εργασίας

ΑΠ 299/2001, ΕλλΔνη 2002, 130

60

Page 61: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

- Ανάθεση πρόσθετης εργασίας, χωρίς την αντίστοιχη καταβολή πρόσθετης

αμοιβής.

ΑΠ 1431/2002, Αρμ 2002, 1638,

ΑΠ 1567/1999, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 2048/1990, ΔΕΝ 1991, 1129,

ΕφΑθ 5423/2003, ΔΕΕ 2004, 215,

ΕφΑθ 6572/1998, ΕλλΔνη 1999,

1752,

ΕφΑθ 12555/1988, ΝοΒ 1989, 1223

β. Δεν αποτελούν βλαπτική μεταβολή:

- Η περικοπή επιδόματος που χορηγείται για ορισμένη ειδική αιτία, μετά την

μετακίνηση του εργαζομένου και εφόσον το επίδομα αυτό οφείλεται μόνο για το

χρόνο που συντρέχει η κρίσιμη αιτία

ΑΠ 997/2004, ΕΕΔ 2005, 99,

ΑΠ 1319/1998, ΕλλΔνη 1999,

ΑΠ 1703/1996 ΔΕΝ 1992, 926,

ΑΠ 1480/1990, ΕΕΔ 1991, 458,

ΑΠ 1212/1990, ΕΕΔ 1991, 457,

ΕφΘεσ 2176/1991, Αρμ 1991, 885

ΕφΑθ 8042/1991, ΔΕΝ 1993, 475

- Η απώλεια των φιλοδωρημάτων, στο μέτρο που δεν έχουν χαρακτήρα

ανταλλάγματος έναντι της παρεχόμενης εργασίας και δεν αποτελούν μισθολογική

παροχή

ΑΠ 13/1992, ΔΕΝ 1992, 601

ΑΠ 1819/1990, ΕΕΔ 1991, 1062

- Η διευθέτηση της εργασίας του μισθωτού που γίνεται εντός των ορίων του

281 ΑΚ, για την καλύτερη οργάνωση και την αποδοτικότερη λειτουργία της

επιχείρησης

ΑΠ 1702/1998, ΔΕΝ 1999, 699

ΕφΑθ 3618/1990, ΝοΒ 1990, 1349

Β. Ηθική βλάβη

61

Page 62: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

Έννοια και δυνατότητα περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας

(ενδεικτικά)

ΑΠ 224/1998, ΝοΒ 1999, 760,

ΕφΑθ 3210/2003,ΕλλΔνη 2004,

227,

ΕφΑθ 3195/2003, ΕλλΔνη 2004,

547,

ΕφΑθ 1048/2003, ΔΕΕ 2003, 1370,

ΕφΑθ 3411/2002,ΔΕΕ 2003, 565

ΜονΠρΚαβ 100/2000, ΔΕΕ 2001,

300

α. Περιπτώσεις ηθικής βλάβης

- Βάναυση ή προσβλητική της προσωπικότητάς του συμπεριφορά του εργοδότη

ή των εκπροσώπων του

ΟλΑΠ 13/1987, ΔΕΝ 1987, 756,

ΑΠ 1426/2004, ΕΕΔ 2005, 576,

ΑΠ 1479/2002, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1227/1993, ΔΕΝ 1994, 403,

ΑΠ 967/1991, ΔΕΝ 1991, 932,

ΑΠ 1875/1988, ΔΕΝ 1989, 735,

ΑΠ 210/1987, ΕΕΔ 1987, 1010,

ΕφΑθ 1716/2004, ΝοΒ 2005, 94,

ΕφΠειρ 678/2001, ΔΕΕ 2002, 1280,

ΕφΘεσ 1764/1999, Αρμ 2000, 243,

ΕφΘρ 179/1999, ΕΕΔ 2000,

ΕφΠειρ 399/1995, ΑρχΝ 1998, 803,

ΕφΘεσ 2019/1989 Αρμ 1989, 461,

ΜονΠρΘεσ 30270/2004, Αρμ 2005,

266,

ΜονΠρΚαβ 100/2000, ΔΕΕ 2001,

300,

ΜονΠρΘεσ 242/1992, Αρμ 1993,

831

- Ο (βαθμολογικός) υποβιβασμός του και γενικότερα η ανάθεση κατώτερων

καθηκόντων ή ο δραστικός περιορισμός των αρμοδιοτήτων του

ΑΠ 1729/2005, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1306/2005, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1303/2005, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 650/2005, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 1414/2001, ΕΕΔ 2002, 71,

ΑΠ 98/2000, ΕλλΔνη 2000, 1009,

ΑΠ 1035/1999, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 453/1999, ΔΕΝ 1999, 1042,

ΑΠ 17/1999, ΕΕΔ 2000, 264, 739,

ΑΠ 15/1999, ΕλλΔνη 1999, 568,

62

Page 63: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΑΠ 224/1998, ΝοΒ 1999, 760,

ΑΠ 1504/1997, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 2816/1995, ΕΕΔ 1997,

ΑΠ 805/1995, ΔΕΝ 1995, 1317,

ΑΠ 429/1995, ΔΕΕ 1995, 1117,

ΑΠ 674/1991, ΕΕΔ 1992, 87,

ΑΠ 224/1990, ΕΕΔ 1990, 515,

ΑΠ 408/1989, ΕΕΔ 1990, 313,

ΕφΑθ 6259/2003, ΕλλΔνη 2004,

870,

ΕφΑθ 4587/2003, ΑρχΝ 2005, 44,

ΕφΘεσ 2040/2003, Αρμ 2003, 1300,

ΕφΑθ 3210/2003,ΕλλΔνη 2004,

227,

ΕφΑθ 10097/2002, ΕΕΔ 2003, 854,

ΕφΑθ 8078/2000, ΔΕΕ 2001, 641,

ΕφΛαρ 823/2000, Δικογραφία 2001,

20,

ΕφΠειρ 476/1999, Αρμ 2002, 560,

ΕφΘεσ 2000/1997, Αρμ 1997, 929,

ΕφΑθ 449/1996, ΑρχΝ 1997, 160,

ΕφΑθ 9792/1995, ΕλλΔνη 1998,

166,

ΕφΑθ 8609/1995, Αρμ 1995, 1432,

ΕφΘεσ 2785/1994, Αρμ 1995, 194,

ΕφΑθ 4774/1993, ΑρχΝ 1993, 584,

ΕφΑθ 455/1992, ΕΕΔ 1992, 500,

ΕφΑθ 11764/1990, ΕΕΔ 1992, 1036,

ΕφΘεσ 2887/1990, ΕΕΔ 1991, 575,

ΕφΘεσ 389/1989, ΕλλΔνη 1989,

1023,

ΕφΑθ 5101/1986, ΕΕΔ 1988, 264,

ΜονΠρΑθ 2816/1996, ΕΕΔ 1997,

739,

ΜονΠρΘεσ 1811/1995, Αρμ 1995,

791

- Η αδικαιολόγητη τοποθέτηση εκτός «οργανικής θέσεως» ικανού υπαλλήλου

του με συνέπεια την ουσιαστική αχρήστευσή του

Υπέρ της παράθεσης πρόσθετων στοιχείων σε συνδυασμό με την καταφανή

υπεροχή του παραλειφθέντος:

ΟλΑΠ 25/2003, ΕΕΔ 2003, 1216,

ΑΠ 1212/2004, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 566/2004, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 532/2004, ΕΕΔ 2004, 1001,

ΑΠ 422/2004, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 421/2004, ΝοΒ 2005, 681,

ΑΠ 420/2004, ΕλλΔνη 2006, 141,

ΑΠ 1730/2002, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 418/2002, ΕΕΔ 2004, 266,

ΑΠ 1791/2001, ΕΕΔ 2002, 848,

ΑΠ 1158/2001, ΕλλΔνη 2003, 453

Υπέρ της απλής παράθεσης του γεγονότος της τοποθέτησης εκτός οργανικής

θέσης:

ΑΠ 1146/2001, ΕΕΔ 2002, 1211, ΑΠ 559/2001, ΔΕΕ 2001, 1157,

63

Page 64: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΑΠ 542/1999, ΕΕΔ 1999, 495,

ΑΠ 517/1998, ΕΕΔ 1999, 609,

ΕφΑθ 40/2001, ΕΕΔ 2003, 903,

ΕφΑθ 4433/1996, ΕΕΔ 1998, 30,

ΕφΑθ 3071/1990, ΕλλΔνη 1991,

581,

ΜονΠρΑθ 1698/1997, ΕΕΔ 1998,

408

- Η απλή παράλειψη προαγωγής ή η τοποθέτηση υπό τις διαταγές άλλου που

προήχθη

ΟλΑΠ 25/2003, ΕΕΔ 2003, 1216,

ΑΠ 1212/2004, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 566/2004, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 532/2004, ΕΕΔ 2004, 1001,

ΑΠ 422/2004, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 421/2004, ΝοΒ 2005, 681,

ΑΠ 420/2004, ΕλλΔνη 2006, 141,

ΑΠ 1730/2002, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 418/2002, ΕΕΔ 2004, 266,

ΑΠ 1791/2001, ΕΕΔ 2002, 848,

ΑΠ 1158/2001, ΕλλΔνη 2003, 453,

ΕφΠατρ 167/1999, ΔΕΕ 1999, 1191,

ΕφΑθ 6278/1997, ΑρχΝ 1999, 24,

ΕφΑθ 7667/1990, ΕλλΔνη 1993, 85,

- Η καταχρηστική μετάθεση

ΕφΑθ 3306/2001, ΔΕΕ 2002, 85,

ΕφΑθ 2723/1994, ΕΕΔ 1994, 878

- Η καταχρηστική άρνηση αποδοχής της εργασίας του μισθωτού

ΑΠ 2513/2002, Αρμ 2002, 1491,

ΕφΘεσ 1507/2003, Αρμ 2003, 1145,

ΕφΑθ 3411/2002,ΔΕΕ 2003, 565,

ΕφΘεσ 831/1995, ΔΕΕ 1995, 1006

β. Περιπτώσεις όπου δεν συντρέχει ηθική βλάβη

- Επιτρεπόμενη μετάθεση ή μετακίνηση που πραγματοποιείται για την

καλύτερη οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης χωρίς να συνοδεύεται από

μείωση των αποδοχών ή ανάθεση κατώτερων καθηκόντων.

ΑΠ 1498/2001, Αρμ 2002, 1346,

ΑΠ 538/2001, ΔΕΕ 2001, 1274,

ΑΠ 772/1995, ΝοΒ 1999, 779,

ΑΠ 1743/1991, ΕΕΔ 1992, 982,

ΑΠ 1819/1990, ΕΕΔ 1991, 1062,

ΕφΑθ 493/2004, ΔΕΕ 2004, 1049,

ΕφΘεσ 1003/2004, Αρμ 2004, 1180,

ΕφΠειρ 965/2000, ΕΕΔ 2001, 319,

ΕφΠατρ 825/1998, ΔΕΕ 2000, 81,

ΕφΘεσ 2204/1990, Αρμ 1990, 648,

64

Page 65: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΜονΠρΒόλου 1137/2003,

ΜονΠρΛαρ 1224/1996, ΕΕΔ 1997,

678,

ΜονΠρΘεσ 158/1989, Αρμ 1989,

880

- Τοποθέτηση του εργαζομένου υπό τις εντολές άλλου, χωρίς να επέρχεται

καμιά μεταβολή στους όρους εργασίας του

ΕφΑθ 1670/1998, ΕλλΔνη 1998, 630

- Μόνη η μεταβολή του αντικειμένου ή του σκοπού της επιχείρησης, χωρίς

ταυτόχρονα να ανατίθενται στον εργαζόμενο κατώτερα καθήκοντα

ΑΠ 272/1996, ΔΕΝ 1996/464

- Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη καθεαυτή

ΑΠ 187/1979, ΕΕΔ 1979, 540,

ΜονΠρΧαλκιδικής 4/1999, Αρμ 1999,952

ΕφΘες 2093/1988, Αρμ 1988, 884,

ΑΠ 36/1989, ΕΕΔ 1990, 337 (επιστροφή από δανεισμό)

ΙΙΙ. Δυνατότητες

Προθεσμία προβολής αξιώσεων

ΑΠ 494/1990, ΔΕΝ 1991, 394,

ΑΠ 151/1988, ΔΕΝ 1989, 27

Νομική φύση της ρύθμισης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 (πλάσμα δικαίου ή

τεκμήριο)

ΕφΑθ 3615/2003, ΕλλΔνη 2004, 546 (τεκμήριο)

Αντίθ. ΕφΘεσ 2204/1990, Αρμ 1990, 648

Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μετά την άρνηση του

εργαζομένου να αποδεχθεί την μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας

του, εκτός αν η μεταβολή ήταν εντός των ορίων του δ/ντικού δικαιώματος.

65

Page 66: Ι · Web viewΣκοπός όμως της διάταξης του αρ. 7 Ν. 2112/1920 δεν είναι η προστασία του εργαζομένου από κάθε βλαπτική

ΑΠ 397/2004, ΕΕΔ 2004, 1279,

ΑΠ 850/1996, ΝΟΜΟΣ,

ΑΠ 772/1995, ΔΕΝ 1996, 1251,

ΑΠ 805/1995, ΔΕΝ 1995, 1317,

ΑΠ 1142/1992, ΔΕΝ 1992, 1294,

ΑΠ 1044/1992, ΕλλΔνη 1994, 1057,

ΑΠ 351/1990, ΝοΒ 1991, 564,

ΑΠ 858/1989, ΕΕΔ 1990, 511,

ΑΠ 589/1988, ΔΕΝ 1989, 1105,

ΕφΠειρ 351/1998, ΕλλΔνη 1998,

910,

ΕφΘεσ 2153/1997, Αρμ 1998, 710,

ΜονΠρΚαβ 9/1997, Αρμ 1997, 537,

ΜονΠρΆμφισσας 51/1996, ΕΕΔ

1997, 981

66