21

ΓΙΑΤΙ ΕΜΕΝΑ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥmedia.public.gr/Books-PDF/9789601644998-0665586.pdf · κτρικό του το πλήρωσε και το νερό. αγόρασε και

  • Upload
    others

  • View
    2

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

  • ΓΙΑΤΙ ΕΜΕΝΑ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ

  • ΤΗΣ ΙΔ ΙΑΣ

    1974 H ΠHΓAΔA, KATI ANΘPΩΠOI, νουβέλες,έκδοση συμπληρωμένη, Eκδόσεις Πατάκη, 2009

    1975 ΠOY ’NAI TA ΦTEPA; νουβέλα,νέα έκδοση, Eκδόσεις Πατάκη, 2009

    1976 KAPE ΦIΞ, διηγήματα, β´ αναθεωρημένηέκδοση, Eκδόσεις Πατάκη, 2007

    1979 H APXAIA ΣKOYPIA, μυθιστόρημα,έκδοση αναθεωρημένη, Eκδόσεις Πατάκη, 2008

    1983 H ΠΛΩTH ΠOΛH, μυθιστόρημα,έκδοση αναθεωρημένη, Eκδόσεις Πατάκη, 2007

    1987 OI ΛEYKEΣ AΣAΛEYTEΣ, μυθιστόρημα,έκδοση αναθεωρημένη, Eκδόσεις Πατάκη, 2008

    1990 EIΣ TON ΠATO THΣ EIKONAΣ, μυθιστόρημα,έκδοση αναθεωρημένη, Eκδόσεις Πατάκη, 2006

    1992 O ΠEZOΓPAΦOΣ KAI TO ΠIΘAPI TOY, κείμενα1995 ENAΣ ΣKOYΦOΣ AΠO ΠOPΦYPA, μυθιστόρημα,

    νέα έκδοση, Eκδόσεις Πατάκη, 20071999 OYPANIA MHXANIKH, μυθιστόρημα,

    νέα έκδοση, Eκδόσεις Πατάκη, 2009

    2004 AΘΩOI KAI ΦTAIXTEΣ, μυθιστόρημα,έκδοση συμπληρωμένη, Εκδόσεις Πατάκη, 2010

    2005 TA MAYPA ΛOYΣTPINIA, πεζογράφημα, σειρά «H κουζίνα του συγγραφέα», Eκδόσεις Πατάκη

    2010 ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΕΙΝΑΙ ΖΟΡΙΚΟ ΠΟΛΥ, μυθιστόρημα,Εκδόσεις Πατάκη

    2012 ΓΙΑΤΙ ΕΜΕΝΑ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ, πεζογραφήματα,Εκδόσεις Πατάκη

  • ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ

    ΓΙΑΤΙ ΕΜΕΝΑ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥΠεζογραφήματα

  • Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις τηςελληνικής νομοθεσίας (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Aπαγορεύεται απολύτωςάνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρο νι-κό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκ-μίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποια-δήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

    Eκδόσεις Πατάκη – Σύγχρονη ελληνική λογοτεχνίαΠεζογραφία – 305

    Μάρω Δούκα, Γιατί εμένα η ψυχή μουYπεύθυνος έκδοσης Kώστας Γιαννόπουλος

    Διορθώσεις Νάντια ΚουτσουρούμπαΣελιδοποίηση Μαρία Π. Kαπένη

    Φιλμ, μοντάζ Μαρία Ποινιού-ΡένεσηCopyright © Σ. Πατάκης A.E.E.Δ.E. (Eκδόσεις Πατάκη) και

    Μάρω Δούκα, Aθήνα, 2012Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Μάρτιος 2012

    Κ.Ε.Τ. 7895 Κ.Ε.Π. 178/12ISBN 978-960-16-4499-8

    ΠANAΓH TΣAΛΔAPH 38 (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ), 104 37 AΘHNA,THΛ.: 210.36.50.000, 801.100.2665, 210.52.05.600, ΦAΞ: 210.36.50.069

    KENTPIKH ΔIAΘEΣH: EMM. MΠENAKH 16, 106 78 AΘHNA, THΛ.: 210.38.31.078YΠOK/MA: ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ – ΠΕΡΙΟΧΗ Β´ ΚΤΕΟ), 570 09 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘEΣΣΑΛΟNIKHΣ, Τ.Θ. 1213,

    THΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, 2310.75.51.75, ΦAΞ: 2310.70.63.55Web site: http://www.patakis.gr • e-mail: info@ patakis.gr, sales@ patakis.gr

    Θέση υπογραφής δικαιούχου δικαιμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας,εφόσον αυτή προβλέπεται από τη σύμβαση.

  • ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

    Το βλέμμα του παιδιού [9]Χαμηλή πτήση [23]Δεν είναι απλό [49]

    ø

    Σας αρέσει ο Μπραμς; [63]Στον αυλόγυρο του Αϊ-Γιαννιού [85]

    Ρολογάκι χειρός [97]ø

    Στο προτελευταίο θρανίο [105]Εις το βουνό ψηλά εκεί [115]Μεσημέρι στο Τολέδο [125]

    Σκάβοντας δίπλα στο παιδί [139]Η μνήμη του νερού [151]

    ø

    Χωρίς παλτό [169]Από τραπέζι σε τραπέζι [181]

    Τα καθάρματα [195]ø

    Ταξιδεύοντας με μια φωτογραφία [205]Τριάντα χρόνια πριν και τριάντα μετά [223]

    Από τον χυμό των αμυγδάλων του Θεού [239]

    Σημείωση [252]Πρώτες δημοσιεύσεις [253]

  • Το βλέμμα του παιδιού

    Σταθηκε για μια ματια. Παλιά, πόσο παλιά;αγόραζε κι αυτός παλιά την εφημερίδα του.τράβηξε την προσοχή του το πρόσωπο του παιδιού.το μισάνοιχτο στόμα, τα μάτια του. Δευτέρα πρωί,έπειτα από ένα μαύρο Σαββατοκύριακο που είχεμείνει κουκουλωμένος στο κρεβάτι, ανήμπορος ναπάρει τα πόδια του, κλαμένος, θεονήστικος, ότανπληροφορήθηκε το συμβάν του Σαββάτου, δεν έδω-σε και πολλή σημασία. κρίμα το παιδί, σκέφτηκεμόνο. το ’χε, λέει, πυροβολήσει κατάστηθα έναςαστυνομικός. κι επακολούθησε ο μεγάλος χαμός.κοίταζε τώρα μαγνητισμένος το πρωτοσέλιδο με τηφωτογραφία. Χθες το κήδεψαν. και τι γράφει κάτωχαμηλά; Πυρ «Ζητάδων» μετά την κηδεία. καιπαρακεί: Ο Καραμανλής ζήτησε συναίνεση απότους αρχηγούς αλλά του έδειξαν την κάλπη. καιπιο κάτω: Τέλειωσαν τα ψέματα. μα τελειώνουντα ψέματα; Ούτε στη ζωή ούτε και στην πολιτικήτελειώνουν ποτέ. Άλλο όμως τα ψέματα τα μικρά,

    9

  • τα δικά του ψέματα. Άλλο τα μεγάλα. και τι τοννοιάζουν τα μεγάλα, αν αυτός με τα δικά του, ταμικρά, κατέστρεψε τη ζωή του;

    αλλά πρώτα να πάρει τα τσιγάρα του. Χωρίς νατο πολυσκεφτεί αγόρασε και την εφημερίδα. θαμπορούσε ίσως να πιει κι έναν ελληνικό πιο πάνωστην καφετέρια. Δεν καλάκουσε, κάτι του είπε οπεριπτεράς, τον καλημέρισε; Χαμογέλασε κι αυ-τός. Πόσο κοστίζει ένα χαμόγελο; καλό χαβά βρή-κανε, συνέχισε ο περιπτεράς, φαστ φουντ την κά-νανε και την πολιτική, με το που κερδίζει τις εκλο-γές μια παράταξη και σχηματίζει κυβέρνηση, έπει-τα από έναν χρόνο, δυο το πολύ, αρχίζει λάβρα ηαξιωματική αντιπολίτευση, από κοντά και οι απο-δέλοιποι, μπας κι υστερήσουν, να της ζητάνε εν χο-ρώ να παραιτηθεί. τι να του πει; θα ’θελε να τουπετάξει ένα, ας πούμε, όποιος έχει τα γένια έχει καιτα χτένια, μα δεν του βγήκε. Ένευσε μόνο με το κε-φάλι ένα, ας πούμε, δε βαριέσαι, σε δουλειά να βρι-σκόμαστε… Πήρε κι ένα φακελάκι παστίλιες ευκα-λύπτου. Φαρμάκι το ’νιωθε το σάλιο του.

    αν στεκόταν σε καμιά γωνία για κάνα δυοώρες; μπορεί και κάτι να ’πιανε, τα έκτακτα έξοδάτου σήμερα, την εφημερίδα και τις παστίλιες, μιαχαρά θα τα εξοικονομούσε από τους περαστικούς.εδώ και μέρες γυροφέρνει την ιδέα. αλλά όχι στηνπεριοχή του. Δεν είχε όμως τη δύναμη να απομα-κρυνθεί και πολύ. το αριστερό του πόδι είχε πάλιμουδιάσει. θα καθίσει παραδίπλα στο παγκάκι να

    γιατι εμεΝα η ΨΥΧη μΟΥ

    10

  • συνέλθει. αλλά μήπως πρώτα πρέπει να βάλει καικαμιά μπουκιά στο στομάχι; το ’χε λαχταρήσει κιένα τσιγαράκι, δεν το άντεχε όμως ο οργανισμόςτου τώρα αμέσως, χάλια και το κεφάλι του, πρέπεινα κάνει και οικονομία, κάτι να σκεφτεί, κάτι ναυπολογίσει. τι του διαφεύγει;

    τα κοινόχρηστά του, πάντως, τα εξόφλησε. ηκυρία διαχειριστού, κι ας τον στραβοκοιτάζει, δενθα ’χει τίποτα τώρα να του προσάψει. και το ηλε-κτρικό του το πλήρωσε και το νερό. αγόρασε και ταφάρμακά του. επέστρεψε και στο ψιλικάκι τα πε-νήντα ευρώ που χρωστούσε. Όλα καλά. Έχει όμωςνα κυλήσει τόσες μέρες. Έρχονται και Χριστούγεν-να. Πώς το ’λεγε η μάνα του; Πολλά έλεγε η μακα-ρίτισσα. αμέ και το άλλο: και τι δε ρίχνει ο ουρα-νός που η γη να μην το πίνει! την απόπαιρνε τότε,δεν την άντεχε. και νά το τώρα, αυτό ειδικά, κομ-μένο και ραμμένο για την περίπτωσή του. και τιδεν κατάπιε τους τελευταίους μήνες, τι δεν ανέχτη-κε. Στομώνει όμως κάποτε και η γη, αρνείται να πιειάλλο. τι γίνεται τότε; Πλημμύρες γίνονται, κατα-στροφές. κι αυτός πόσο θ’ αντέξει; αλλά εκείνο μετην κοιλιά πώς το ’λεγε; Δυο πατάτες να βράσεις,λίγο ρύζι, ένα αυγό, μια ντομάτα να κόψεις, κι είσαικύριος. η κοιλιά δεν έχει παράθυρα. Έχει όμως τιςανάγκες της, μάνα. θέλει ένα γλυκάκι, ένα φρούτο.Πολύ του άρεσαν τα φρούτα. τα κεράσια, τα βερί-κοκα. αλλά και τα χειμωνιάτικα φρούτα. Ένα απλόμήλο. Πόσω λογιώ μήλα υπάρχουν; Πότε ήταν, πριν

    τΟ ΒΛεμμα τΟΥ ΠαιΔιΟΥ

    11

  • από πόσα χρόνια, που είχε πάει με παρέα στο Πή-λιο; Σαν όνειρο. Ούτε τα ονόματα, ούτε τα πρόσω-πα της παρέας θυμάται. θυμάται όμως τον ανθότης μηλιάς. καμία σχέση με της αμυγδαλιάς τονανθό. και θυμάται πως ήταν ερωτευμένος. αντωνίατην έλεγαν; Ή μήπως ήταν τότε με την Έλλη;

    η παστίλια τού έκανε καλό. κι εδώ στο παγκά-κι αραγμένος θα πάρει την ανάσα του. μα μπορείμια γυναικεία φωνή να γίνει τόσο τραχιά, τόσο βά-ναυση; Δικηγόρος, σου λέει, μορφωμένη, πολιτισμέ-νη. τη φαντάστηκε στο γραφείο της, με τ’ ακουστι-κό στ’ αυτί και με το πτυχίο της κορνίζα στον τοίχο.αξημέρωτα πάλι τον είχε κάνει η κακότροπη κου-ρέλι. και τι δεν του είπε. μα πώς δεν το ’χε σκε-φτεί; απενεργοποίησε αμέσως το κινητό του. κι έτσιθα το αφήσει στο εξής, κλειστό. Σάμπως έχει κάτινα χάσει; από ποιον περιμένει τηλεφώνημα; Πρό-σεξε πάλι το παιδί. Πού κοιτάζει; εντάξει, προς τονφακό της μηχανής. αλλά τελευταία στιγμή ξεφεύ-γει κάπως το βλέμμα του, σαν να του έχει αποσπά-σει την προσοχή κάτι.

    Έχωσε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε τα ψιλά τουκαι τα μέτρησε. Έξι ευρώ. Δηλαδή για έξι μέρες μιαχαρά το ψωμί του. εξασφάλισε ήδη και για πέντεμέρες τα τέσσερα ημερήσια τσιγάρα του. από και-ρό θα ’πρεπε να το ’χει κόψει, ας το περιορίσει του-λάχιστον. Ούτε λόγος όμως να καθίσει στην καφε-τέρια για κείνο το καφεδάκι που θα ’θελε. αύριο,έχει ο θεός. και γιατί να μη στηθεί κι αυτός σε κα-

    γιατι εμεΝα η ΨΥΧη μΟΥ

    12

  • μιά ουρά; Ένα πιάτο φαΐ, ό,τι να ’ναι, θα το εξα-σφάλιζε. Να ’χαμε και δυο στάλες μέλι… Χρόνιαέχει να τραγουδήσει. από πότε; και να χορέψει.Χόρευε παλιά, τραγουδούσε, η ψυχή της παρέας.είδε τον εαυτό του με τη Σόνια, σ’ εκείνον τον χορόδεν ήταν που συναντήθηκαν οι ματιές τους και τουςχτύπησε κατακέφαλα ο έρωτας;

    Άνοιξε την εφημερίδα. γιατί να μην τη διαβά-σει ολόκληρη; μπορεί και μια βδομάδα να του πά-ρει. Να μην αφήσει ούτε μια στήλη αδιάβαστη.Παλιά συνήθιζε να την ξεκοκαλίζει την εφημερίδατου. τα άρθρα κυρίως. και όσο να ’ναι, ένιωθε κιαυτός ότι είναι σε όλα μέσα, ότι μαθαίνει τι γίνε-ται παντού στον κόσμο. Δικαιοσύνη, όχι ελεημο-σύνη! αντικριστά στη σελίδα μια BMW X3. γυρίζειφύλλο: Κυβέρνηση του χάους και του φόβου. κιάλλο φύλλο: Κατάσταση πολιορκίας! Διαβάζει,αλλά δεν καταλαβαίνει τι διαβάζει. η επανάστα-ση προ των πυλών; Πού τη θυμήθηκε την έκφραση;Σηκώνει το κεφάλι, ησυχία. Έκλεισε την εφημερί-δα. Ήρθε και κάθισε δίπλα του μια γριά. την κοι-τάζει λοξά. ακουμπάει η γριά στα γόνατά της μιαπάνινη σακούλα. αναστενάζει. κάτι λέει για τηνυγεία της. Ότι δεν έχει να αγοράσει τα φάρμακάτης. Ότι κάνει αγώνα για να εξοικονομήσει το για-ουρτάκι της, ένα ποτήρι γάλα, μια φέτα ψωμί.

    τι να της πει; Ότι σ’ αυτόν το γάλα προκαλείδυσφορία στο στομάχι, γι’ αυτό και το αποφεύγει;Ότι τα γαλακτοκομικά γενικώς ποτέ δεν τα σήκωσε

    τΟ ΒΛεμμα τΟΥ ΠαιΔιΟΥ

    13

  • ο οργανισμός του; καημό το ’χε η μάνα του. Άσεμε, μάνα. Άσε με, κυρά μου. θέλει να της πει: τιδουλειά έχεις, παλιόγρια, στο παγκάκι μου; αλλάδεν της το ’πε. ας είχα μόνο τα νιάτα σου, συνεχίζειη γριά. Ποια νιάτα; δεν με βλέπεις; Ούτε πενήνταδε σε κάνω… Ώρα είναι να πιάσει τώρα και τηνπάρλα μαζί της. Έλα, πάρε ένα πακετάκι χαρτομά-ντιλα, ποτέ να μη σου λείπουν, γιε μου, από τηντσέπη. Δίνε του, της λέει, δεν έχω όρεξη. κάνει νασηκωθεί η γριά, στάσου, βγάζει και της αφήνει στηνπαλάμη ένα ευρώ. την ευχή μου να ’χεις, του λέει,και του προσφέρει τα χαρτομάντιλα.

    Σώθηκα, μουρμουρίζει. τη βλέπει καθώς απο-μακρύνεται καμπουριαστή. η δική του γριά έχειπεθάνει εδώ και πέντε χρόνια. Σκέψου να την είχετώρα κι αυτήν στο κεφάλι. και δεν την έχει; μήπωςγια να την κηδέψει την κακομοίρα δεν πήρε το πρώ-το του δάνειο; Ούτε να πεθάνει κανείς δεν μπορείχωρίς να επιβαρύνει τους συγγενείς του. κι ήρθε τοδεύτερο, έναν χρόνο μετά, για τη λιποαναρρόφησητης Σόνιας. για σένα τη θέλω την επέμβαση, κλα-ψούριζε, δεν το βλέπω, θαρρείς, πως μ’ αποφεύγεις;του γάνωνε ανελλιπώς το κεφάλι, εφόσον καθημε-ρινώς της το γάνωναν κι αυτής τα πρωινάδικα. κιάρχισε, χωρίς να το καταλάβει, δάνειο το δάνειο, τοχοντρό στένεμα. από τη μια τράπεζα στην άλλη,από τον έναν τοκογλύφο δηλαδή στον άλλο. αμέ; τινόμιζε; Φιλανθρωπικά ιδρύματα είναι οι τράπεζες;Έτσι, χωρίς κέρδος, θα του τα ’διναν; καπάκι μετά,

    γιατι εμεΝα η ΨΥΧη μΟΥ

    14

  • το λουκέτο στο εργοστάσιο που δούλευε. ΠροςΒουλγαρία μεριά, λέει, τ’ αφεντικά. κι άντε, σ’ αυ-τή την ηλικία να ψάχνει. Να τρέχει από δω κι απόκει για κανένα μεροκάματο. καλά, πέρνα μεθαύριοκαι βλέπουμε. Να περνάει, να παρακαλάει, δυστυ-χώς τίποτα. και να τον κοιτάζουν οι δυο τρεις φίλοιτου σαν να τους αρρωσταίνει και μόνο με την πα-ρουσία του. Να μην τον αντέχουν σ’ αυτό το χάλι.

    Πάλι το πρόσωπο του παιδιού. το μελαγχολικόκοίταγμά του. αυτό είναι. Σαν να θέλει να του πιά-σει κουβέντα: με λένε αλέξη, εσένα; Πάνο, ψιθυρί-ζει, εδώ και οχτώ μήνες στο ταμείο ανεργίας. θέλεινα του πει κι άλλα, εξομολόγηση εκ βαθέων, να τουμιλήσει για τη Σόνια, πάει, την έκανε η Σόνια του,δυο μήνες έχει να μάθει νέα της. κατάπιε ντροπια-σμένος το σάλιο του. Να πει τι στο παιδί; Ότι δεντον άντεχε να την ξυλοφορτώνει; Διότι σωστά τολένε, η φτώχεια φέρνει γκρίνια. απαιτούσε όμωςκαι λίγη συμπαράσταση από την κυρία, λίγη κατα-νόηση. τουναντίον, κινίνο τα λόγια της, να τον φαρ-μακώνει, να τον ταπεινώνει, να του χτυπάει καθη-μερινώς ότι χαράμισε τη ζωή της δίπλα του, τι κέρ-δισε τόσα χρόνια μαζί του, τι χάρηκε; αμ αυτός;κέρδισε κάτι αυτός; χάρηκε; από τα χαράματα ωςαργά το απόγευμα στο πόδι, κάθε μέρα, μια ζωή,κάθε μέρα. για να μην της λείψει τίποτα της κυρίας.

    τι θέλει τώρα και τα σκαλίζει; Άλλα προέχουν.αντέχει να σηκωθεί και ν’ αγοράσει τη ζεστή σου-σαμένια φραντζόλα του; Έπειτα πάλι στο παγκάκι,

    τΟ ΒΛεμμα τΟΥ ΠαιΔιΟΥ

    15

  • θα ρίχνει σπυρί σπυρί το σουσάμι στα περιστέρια,μα τι έγινε, έτσι ήταν από παλιά, ή τελευταίο φαινό-μενο είναι κι αυτό, πού βρέθηκαν τόσα στην περιο-χή; από πού ήρθαν; Πού φωλιάζουν τη νύχτα; κι αςείναι βρομιάρικα, κι ας μην μπορούν να κελαηδή-σουν. μπορούν όμως, αν θέλουν, να πετάξουν. Λίγοείναι; μακάρι να μπορούσε κι αυτός. θα τη μασου-λίζει έπειτα μπουκιά μπουκιά τη φραντζόλα τουκαι θα παρακολουθεί τριγυρισμένος από τα πουλιάτην κίνηση στην πλατεία. αύριο, έχει ο θεός! Ποιοςθεός, κακομοίρη; τίποτα δεν έχει ο θεός, ακόμη νατο καταλάβεις; αν εσύ, κακομοίρη, δεν έχεις κάτιγια τον εαυτό σου, ακόμη και ο θεός έρχεται η ώρακαι σε μουτζώνει. Πρέπει εξάπαντος να το πάρειαπόφαση. θα κοιμηθεί απόψε καλά, ώστε να ’χειαύριο τα κουράγια. Σε ποιο σταθμό του μετρό νασταθεί; Νά και ο κόπρος που ήρθε και κάθισε δίπλαστα πόδια του. Έσκυψε και τον χάιδεψε στ’ αυτιά.Άρχισε το σκυλί να του γλείφει τα δάχτυλα. τρά-βηξε ενοχλημένος το χέρι.

    και δεν πάει στα Σεπόλια; η ξαδέλφη του ηαγνή έμενε παλιά στα Σεπόλια. κοντά δέκα χρό-νια έχουν να συναντηθούν. αν τον δει, έτσι όπως κα-τήντησε, θα τον αναγνωρίσει; γωνία ιπποκράτουςκαι Πανεπιστημίου είχαν ιδωθεί τελευταία φορά.Έτρεχε τότε και η γερακίνα η αγνή στις διαδηλώ-σεις. γεια σου, Πάνο, του φώναξε από μακριά, χαί-ρομαι που σε βλέπω κι εσένα εδώ! Έκανε να τηνπλησιάσει, να μάθει νέα της, να ανταλλάξουν, αν εί-

    γιατι εμεΝα η ΨΥΧη μΟΥ

    16

  • ναι, τα τηλέφωνά τους, και γιατί να μη βρεθούν γιαέναν καφέ, να τα πούνε με την ησυχία τους; κρίμαείναι, μωρέ αγνή, ίδιο αίμα είμαστε, ήθελε να τηςπει, αλλά δεν πρόλαβε, την έχασε στο πλήθος.Έμεινε προς στιγμήν με το παράπονο για το πώςξεμακραίνουν, πώς αποξενώνονται οι συγγενείς. κιας ήταν οι μάνες τους πολύ δεμένες. και οι δυο μεναυτικούς παντρεμένες, ζωντοχήρες θα την περά-σουμε τη ζωή μας, στη νηστεία, τις θυμάται πουαναστέναζαν καμιά φορά με το καφεδάκι τουςστην κουζίνα, κι άρχιζαν έπειτα τα κρυφομιλήματα.είχαν πάει μια φορά οι δυο οικογένειες στο νησίτους, τη Νάξο. Διακοπές να τις πεις; Έλα όμως πουδεν τα βρήκαν οι ξέμπαρκοι μπατζανάκηδες στημοιρασιά. κάτι χωραφάκια, το αμπελάκι, κάτι λιό-δεντρα. κι έκοψαν οι δυο αδελφές την καλημέρα.απομακρύνθηκαν έκτοτε και τα παιδιά.

    Πάνε κι έρχονται, άλλοι με βηματισμό σαν ναβιάζονται να φτάσουν κάπου, άλλοι χωρίς συγκεκρι-μένο προορισμό, τους βλέπει αγέλαστους, είναιόμως και κάποιοι που γελάνε με το κινητό στ’ αυτί,κι αν καθίσει να μιλήσει μαζί τους, ένα σωρό βάσανακι ελόγου τους, ένα σωρό δυσκολίες. Έβαλε άλλεςδυο παστίλιες στο στόμα. Δροσίστηκε. και τι έγινε;ευτυχώς που δεν απέκτησε με τη Σόνια παιδιά. αλ-λά πού μυαλό τότε. Ως και στους γιατρούς τρέχανε.Ένα ολόκληρο δάνειο φάγανε να ψάχνονται. εσύφταις, όχι εσύ. Στέρφα την ανέβαζε, στείρο τον κα-τέβαζε. Να ’χε και την έγνοια των παιδιών τώρα! Να

    τΟ ΒΛεμμα τΟΥ ΠαιΔιΟΥ

    17

  • ’χε το βλέμμα τους να τον καταδικάζει. τώρα του-λάχιστον δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν.Έχει, τρώει, δεν έχει, δεν τρώει. αλλά κι αυτό με τηνκοιλιά του ανθρώπου! μεγάλο βάσανο. τόσος αγώ-νας για την κοιλιά. κι ας έλεγε η μάνα του ότι δενέχει παράθυρα. Έχει όμως τον αχόρταγο.

    Περνάει από μπροστά του μια περιποιημένη με-σήλικη σπρώχνοντας ένα καρότσι σούπερ μάρκετμ’ ένα μικροσκοπικό σκυλί μέσα, από κείνα τα πώςτα λένε; Ράτσας, τέλος πάντων, σκυλί, ανασηκώνε-ται και κουνάει την ουρά του ο κόπρος, σαν να πε-ριεργάζεται το θέαμα, κάνει να γαβγίσει, μετανιώ-νει. με τη σκέψη του στην κακότροπη δικηγόρο οΠάνος, προς στιγμήν χαλαρώνει και προσπαθεί τά-χα μου να μαντέψει τον λόγο που ώθησε τη μεσήλι-κη να βγάλει βόλτα το σκυλί της μέσα σε καρότσι.Άρρωστο ίσως και δεν θέλει να το ταλαιπωρήσει; Ήμήπως φοβάται μην της το πατήσει κάνας άγαρ-μπος; μπορεί και μόνο για να προστατέψει τα τρυ-φερά πατουσάκια του από τις βρομιές του δρόμου;και γιατί δεν το παίρνει αγκαλιά; μια σταλιά ζώο,ως και στην τσέπη της θα μπορούσε να το χώσει!

    κοιτάζει πάλι το παιδί. τι πρόλαβες κι εσύ, φι-λαράκο; Όνειρα μόνο. Ώρα του ν’ αρχίσει τώρα ναπαραμιλάει. αν κλείσει συνάντηση με τη δικηγόρο;Άλλο κόλπο κι αυτό, να αναθέτουν οι τράπεζες σεδικηγορικά γραφεία την αποπληρωμή των δανείων.αν την πάρει την κακότροπη και της προτείνει, αντίνα τον απειλεί από τηλεφώνου μέρα παρά μέρα

    γιατι εμεΝα η ΨΥΧη μΟΥ

    18

  • και να τον βρίζει, να περάσει από το γραφείο τηςκαι να μελετήσουν από κοντά την περίπτωσή του;γιατί όχι; Λέγειν, δόξα τω θεώ, διαθέτει, θα τηςεκθέσει εκ του σύνεγγυς την κατάσταση. Έλεος,κυρία μου. Δεν μπορεί, το πρόσωπο, λένε, είναισπαθί, αν τον δει, αν την προκαλέσει να τον κοιτά-ξει στα μάτια, αν τον ακούσει, δεν μπορεί, άνθρω-πος είναι κι αυτή, θα ’χει κι αυτή τις ευαισθησίεςτης, γυναίκα δεν είναι; θα ’χει κι αυτή το κουμπίτης, κάπως θα τη συγκινήσει.

    ανοίγει το πακέτο τα χαρτομάντιλα, τραβάειένα. τρέμει ελαφρά το χέρι του ή του φάνηκε; Ώρατου να εμφανίσει και κάνα πάρκινσον! μπα, ιδέατου. Νωρίς είναι ακόμη. Στους γέρους, συνήθως,δεν εμφανίζεται αυτή η πάθηση; Φυσάει τη μύτη.Ξαναφυσάει. κουσούρι κι αυτό. Δεν προλαβαίνεινα βουρκώσει κι αμέσως υγραίνονται τα ρουθούνιατου. κάνει μπαλάκι το χαρτομάντιλο και το χώνειστην τσέπη του μπουφάν. Ο κόπρος πάντα στα πό-δια του, κάθε λίγο ανταλλάσσουν ματιές. και τοβλέμμα του παιδιού; Λυπημένο, ή μήπως έτσι τουφαίνεται; τι θέλει να του πει το βλέμμα του παι-διού; Να τον παρηγορήσει;

    Βγαίνει από δίπλα ο περιπτεράς. κάτι μουρμούριζενευριασμένος, τον πλησιάζει διστακτικά, χαμογελάει,θέλουν λάδωμα οι μεντεσέδες, εξηγεί, δείχνοντας τοπορτάκι του περιπτέρου. είσαι μισό μισό; του προ-

    τΟ ΒΛεμμα τΟΥ ΠαιΔιΟΥ

    19

  • τείνει, καθώς ξετυλίγει το σπιτίσιο σάντουιτς και το κόβει στα δυο. Πρόσεξε ότι το κομμάτι που τουπροσφέρει είναι μια ιδέα μεγαλύτερο απ’ αυτό πουκρατάει ο ίδιος για τον εαυτό του. τον ευχαριστεί μ’ένα χαμόγελο. κάθεται πλάι του ο περιπτεράς, δα-γκώνει με όρεξη το δικό του κομμάτι, ρίχνει κι αυτόςμια ματιά στη φωτογραφία του παιδιού, καταπίνειβιαστικά. Δεν μπορώ να το χωνέψω… Έχεις μετρή-σει πόσα τραγούδια έχουν γραφτεί για το παιδί; το’χεις ακούσει εκείνο το συγκινητικό που λέει να τοπροσέχεις το παιδί, πώς ακριβώς πάει; γιατί αν γλι-τώσει το παιδί… και το άλλο, σκοτώσαν οι εχθροίμας το γελαστό παιδί; Οι εχθροί μας ή οι δικοί μας;σχολίασε ο Πάνος, αφού πρώτα κατάπιε με δυσκο-λία την μπουκιά, ενοχλημένος στη στιγμή με την πα-ρατήρησή του. Ήταν ανάγκη να εκτεθεί στον άγνω-στο; αλλά δεν πρόλαβε να μετανιώσει. τι μου θύμι-σες, επικρότησε αμέσως ο περιπτεράς, φανερά συ-γκινημένος, στα νιάτα μας, θα το θυμάσαι, το τρα-γουδούσαμε ανάλογα με την περίσταση κάθε φορά,σκοτώσαν οι φασίστες… σκοτώσαν οι μπασκίνες…και τι δεν έχει περάσει αυτός ο τόπος… το κανονι-κό, πάντως, αν δεν με απατάει η μνήμη μου, είναισκοτώσαν οι Εγγλέζοι. Ο Πάνος ένευσε καταφατι-κά. Έμεινε για λίγο σκεπτικός ο περιπτεράς, κοιτά-ζοντας στο πρωτοσέλιδο το παιδί. Όταν ήμουν μι-κρός, άκουγα τον πατέρα μου που μιλούσε συχνάγια κείνα τα παλιά, τα σημαδιακά Δεκεμβριανά…

    Ο Πάνος είχε δαγκώσει άλλη μια μπουκιά, από

    γιατι εμεΝα η ΨΥΧη μΟΥ

    20

  • την αφαγιά, τελευταία, λες κι είχε φράξει ο οισοφά-γος του, κι όσο να τη μασήσει καλά, τον παίδευανκαι τα δόντια του, προσπαθούσε να θυμηθεί πότεήταν, πριν από πόσα χρόνια, που ξεχνούσε τα δικάτου βάσανα με το να σκέφτεται παρηγορημένος ταβάσανα των άλλων. Έπειτα τι έγινε και μίκρυνε τό-σο ο κόσμος του; και στένεψε η καρδιά του; Να τοθυμάσαι, κατέληξε με το γνωστό του πια πολύξερούφος ο περιπτεράς, κι ας κατακάτσει σε λίγες μέ-ρες ο κουρνιαχτός, ετούτος ο Δεκέμβρης δεν είναιόπως οι άλλοι με τα μπάχαλα από χρονιά σε χρο-νιά, θα μας αφήσει αυτός, σαν και τον παλιό, τα ση-μάδια του. γύρισε ο Πάνος και τον κοίταξε με συ-μπάθεια. είδες, λοιπόν, πόσο έξω μπορεί να πέσεικανείς στις πρώτες του εκτιμήσεις; Πριν από ώρατον είχε περάσει για κάνα βαμμένο νεοδημοκράτη,ενοχλημένο με τους πασόκους που δείχνουν τηνκάλπη στον κώστα. αλλά και πάλι δεν ξέρεις. ανείναι τίποτα βαλτός; Έκανε να του πετάξει ένα, αςπούμε, προχωρημένο σε βλέπω, και να τονίσει, μά-λιστα, τη λέξη, για να φανεί η ειρωνεία, μα δεν τουβγήκε. με ντομάτα και γραβιέρα το σάντουιτς. κιένιωθε ως βαθιά μέσα του την ευχαρίστηση.

    κατάπιε σχεδόν αμάσητη την μπουκιά του ο πε-ριπτεράς κι έτρεξε να εξυπηρετήσει τον πελάτηπου είχε μόλις σταθεί στο γκισέ του περιπτέρου.Φάνηκε στην απέναντι μεριά της πλατείας η μεσή-λικη με το καρότσι του σούπερ μάρκετ και το σκυ-λάκι βολεμένο ανάμεσα σε δυο πλαστικές σακού-

    τΟ ΒΛεμμα τΟΥ ΠαιΔιΟΥ

    21

  • λες ψώνια. μα τόσο έξω, σκέφτηκε ντροπιασμένοςο Πάνος, να έχει πέσει για άλλη μια φορά; τόσο πο-λύ πια να μην μπορεί να υπολογίσει το αυτονόητο;

    επέστρεψε ο περιπτεράς κρατώντας ένα εμ-φιαλωμένο νερό. κάθισε στο παγκάκι, ακούμπησεδιακριτικά το μπουκάλι ανάμεσά τους. μεγάλα ζό-ρια περνάω κι εγώ, είπε, μεγάλα ζόρια περνάμεόλοι, Ντίνο με λένε, εσένα; Ο Πάνος ξερόβηξε νακαθαρίσει κάπως τη φωνή του. Συστήθηκε. Έβγαλεέπειτα τσιγάρα κι αναπτήρα, άνοιξε το πακέτο, τουπρόσφερε. Άναψαν, φύσηξαν τον καπνό. Διασταυ-ρώθηκαν οι ματιές τους, κι αμέσως, σχεδόν ταυτό-χρονα, προσηλώθηκαν στη φωτογραφία του παι-διού. Δες το στόμα του, δεν είναι σαν να θέλει ναμιλήσει; ψιθύρισε ο Πάνος. Ώρα προσπαθώ να κα-ταλάβω τι θέλει να μου πει…

    το σκυλί, ξαπλωμένο με μισόκλειστα μάτια ανά-μεσα στα πόδια τους, ησύχαζε.

    Να ’τανε, ακούστηκε έπειτα από λίγο να λέει μεσπασμένη φωνή ο Πάνος, αχ, να ’τανε να χωθώ καινα μείνω για πάντα στα πανηγύρια του 2004. Σ’εκείνον τον ιούλιο. με την κεφαλιά-οβίδα του Χα-ριστέα. και με τη γαλανόλευκη ζωγραφισμένη στοπρόσωπο. θυμάσαι που το πήραμε τότε και τρελά-ναμε όλη την υφήλιο;

    (2009)

    γιατι εμεΝα η ΨΥΧη μΟΥ

    22

    02.ΚΕΙΜΕΝΟ