33
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ Η αρχαία ελληνική λέξη «οικονοµία» σχετίζεται πρωταρχικά µε την τέχνη της ορθής οργάνωσης του οίκου στην ευρύτερη έννοιά του και της διαχείρισης της αγροτικής περιουσίας. Η οικονοµία µε τη σύγχρονη έννοια του όρου δεν αποτελούσε για τους αρχαίους Έλληνες ξεχωριστό τοµέα, όπως παρατηρείται στο δυτικό κόσµο από τον 18ο αιώνα και µετά. Aντίθετα, ήταν ενταγµένη στην κοινωνία, και τα οικονοµικά ζητή- µατα επηρεάζονταν άµεσα από κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Mε αυτά τα δεδοµένα η έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες εξετάζει τα ζητήµατα της αρχαίας οικο- νοµίας στο πλαίσιο των χαρακτηριστικών πολιτικών και κοινωνικών δοµών εκείνης της εποχής, ώστε να αποφεύγεται η επικόλληση θεωρητικών σχηµάτων από τη σύγχρονη οικονοµία στις οικονοµικές δραστηριότητες της αρχαιότητας. Η προσέγγιση των εκφάνσεων της οικονοµικής ζωής κατά την κλασική περίοδο είναι πιο ακριβής, συγκρινόµενη µε τις προηγούµενες ιστορικές περιόδους, επειδή οι σχε- τικές µαρτυρίες είναι περισσότερες και πιο λεπτοµερείς. Τον 5ο και 4ο αιώνα π.X. οι οικονοµικές δοµές αρκετών περιοχών και πόλεων-κρατών του ελληνικού κόσµου παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά αλλά και αρκετές διαφοροποιήσεις, που οφείλο- νται αφενός σε διαφορές στην πολιτική και κοινωνική τους οργάνωση και αφετέρου στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. Tρανταχτά παραδείγµατα δύο σχεδόν αντίθετων πόλεων αποτελούν η Aθήνα και η Σπάρτη, µε την πρώτη πόλη να αποτελεί την καλύ- τερα µελετηµένη περίπτωση λόγω της πληθώρας των σχετικών µαρτυριών. Πηγές Σηµαντικά στοιχεία για την οικονοµική ζωή του ελληνικού κόσµου κατά την κλασική περίοδο αντλούνται από διάφορα κείµενα της εποχής, τα περισσότερα από τα οποία αναφέρονται στην Aθήνα, καθώς και από επιγραφικά, νοµισµατικά και αρχαιολογικά δεδοµένα. Φιλοσοφικά έργα, ιδιαίτερα αυτά του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, παρέχουν πληροφορίες για το πώς οι Έλληνες αντιλαµβάνονταν και ανέλυαν διά- φορα οικονοµικά ζητήµατα, για τους χώρους οικονοµικών δραστηριοτήτων µέσα στις πόλεις, για το σύστηµα αξιών, για πολιτικούς και κοινωνικούς θεσµούς. Αρκετοί από τους δικανικούς λόγους που συνέταξαν οι αττικοί ρήτορες, όπως ο Λυσίας και ο Δηµοσθένης, αφορούν σε οικονοµικά ζητήµατα, και φωτίζουν κάποιες πλευρές

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

  • Upload
    others

  • View
    8

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣΗ αρχαία ελληνική λέξη «οικονοµία» σχετίζεται πρωταρχικά µε την τέχνη της ορθής οργάνωσης του οίκου στην ευρύτερη έννοιά του και της διαχείρισης της αγροτικής περιουσίας. Η οικονοµία µε τη σύγχρονη έννοια του όρου δεν αποτελούσε για τους αρχαίους Έλληνες ξεχωριστό τοµέα, όπως παρατηρείται στο δυτικό κόσµο από τον 18ο αιώνα και µετά. Aντίθετα, ήταν ενταγµένη στην κοινωνία, και τα οικονοµικά ζητή-µατα επηρεάζονταν άµεσα από κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Mε αυτά τα δεδοµένα η έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες εξετάζει τα ζητήµατα της αρχαίας οικο-νοµίας στο πλαίσιο των χαρακτηριστικών πολιτικών και κοινωνικών δοµών εκείνης της εποχής, ώστε να αποφεύγεται η επικόλληση θεωρητικών σχηµάτων από τη σύγχρονη οικονοµία στις οικονοµικές δραστηριότητες της αρχαιότητας.Η προσέγγιση των εκφάνσεων της οικονοµικής ζωής κατά την κλασική περίοδο είναι πιο ακριβής, συγκρινόµενη µε τις προηγούµενες ιστορικές περιόδους, επειδή οι σχε-τικές µαρτυρίες είναι περισσότερες και πιο λεπτοµερείς. Τον 5ο και 4ο αιώνα π.X. οι οικονοµικές δοµές αρκετών περιοχών και πόλεων-κρατών του ελληνικού κόσµου παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά αλλά και αρκετές διαφοροποιήσεις, που οφείλο-νται αφενός σε διαφορές στην πολιτική και κοινωνική τους οργάνωση και αφετέρου στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. Tρανταχτά παραδείγµατα δύο σχεδόν αντίθετων πόλεων αποτελούν η Aθήνα και η Σπάρτη, µε την πρώτη πόλη να αποτελεί την καλύ-τερα µελετηµένη περίπτωση λόγω της πληθώρας των σχετικών µαρτυριών.

ΠηγέςΣηµαντικά στοιχεία για την οικονοµική ζωή του ελληνικού κόσµου κατά την κλασική περίοδο αντλούνται από διάφορα κείµενα της εποχής, τα περισσότερα από τα οποία αναφέρονται στην Aθήνα, καθώς και από επιγραφικά, νοµισµατικά και αρχαιολογικά δεδοµένα. Φιλοσοφικά έργα, ιδιαίτερα αυτά του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, παρέχουν πληροφορίες για το πώς οι Έλληνες αντιλαµβάνονταν και ανέλυαν διά-φορα οικονοµικά ζητήµατα, για τους χώρους οικονοµικών δραστηριοτήτων µέσα στις πόλεις, για το σύστηµα αξιών, για πολιτικούς και κοινωνικούς θεσµούς. Αρκετοί από τους δικανικούς λόγους που συνέταξαν οι αττικοί ρήτορες, όπως ο Λυσίας και ο Δηµοσθένης, αφορούν σε οικονοµικά ζητήµατα, και φωτίζουν κάποιες πλευρές

Page 2: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

συµβολαιογραφικών πράξεων, δανείων, εµπορίου και άλλων οικονοµικών δραστηρι-οτήτων. Σπαράγµατα πληροφοριών για οικονοµικά θέµατα, ιδιαίτερα του δηµόσιου τοµέα, υπάρχουν και στα έργα των αρχαίων ιστορικών. Περιστασιακές αναφορές για το εµπόριο, τη βιοτεχνία, τη θέση των επιχειρηµατιών, και τις άλλες δραστηριότητες γίνονται στα έργα της τραγωδίας και της κωµωδίας. Aνεκτίµητες είναι οι µαρτυρίες των επιγραφών που σχετίζονται µε δηµόσιους και ιδι-ωτικούς θεσµούς. Ως πηγές είναι πιο αντικειµενικές και λεπτοµερείς από τα έργα της αρχαίας γραµµατείας, αφού δεν καταγράφουν παραδόσεις ή κριτικές αλλά γεγονότα, και δεν περιέχουν προσεγγίσεις αλλά ακριβείς και έγκυρες δηλώσεις. Οι πόλεις χάρασ-σαν στον λίθο τιµητικά ψηφίσµατα για όσους προσέφεραν σε αυτές εξαιρετικές υπηρε-σίες, συµπεριλαµβανοµένων και των οικονοµικών. Kατέγραφαν, επίσης, τα έξοδα των δηµόσιων οικοδοµικών προγραµµάτων και τις εκµισθώσεις της δηµόσιας γης και των µεταλλείων. Παρόµοια πρακτική εφάρµοζαν και τα ιερά για τα περιουσιακά στοιχεία τους, όπως εκτάσεις γης, κτίρια και αναθήµατα. Eπιπλέον, στα όρια των αγροτεµαχίων ή στα οικήµατα που είχαν δοθεί ως εγγύηση για τη σύναψη δανείων τοποθετούνταν ορόσηµα, όπου συχνά αναγράφονταν και οι όροι του δανείου. Η µελέτη των νοµισµάτων παρέχει σηµαντικές πληροφορίες όχι µόνο για την καλλι-τεχνική ανάπτυξη και τις πολιτικές σχέσεις των αρχών που τα εξέδωσαν αλλά και για το µέγεθος της νοµισµατικής παραγωγής, τους σταθµητικούς κανόνες, το εύρος της γεωγραφικής τους διασποράς, τις νοµισµατικές συµφωνίες, τις εµπορικές σχέσεις και συναφή θέµατα.Iδιαίτερα σηµαντική είναι η µαρτυρία των αρχαιολογικών δεδοµένων. Η σχεδόν µη αλλοιώσιµη φύση της κεραµικής, η ευρεία χρήση της και η βεβαιότητα µε την οποία µπορεί να χρονολογηθεί και να ταυτιστεί, καθιστούν τα κεραµικά ευρήµατα ιδιαίτερα σηµαντικά για τη µελέτη των οικονοµικών δραστηριοτήτων σε ορισµένες περιοχές. Τα διάφορα σχήµατα αγγείων καταδεικνύουν τα προϊόντα που περιείχαν, όπως ελαιόλαδο, κρασί ή δηµητριακά, και η γεωγραφική διασπορά των ευρηµάτων της κεραµικής µπορεί να δώσει πληροφορίες για το εύρος του εµπορίου σε διάφορα αγαθά. Eπιπλέον, οι παραστάσεις της αγγειογραφίας δίνουν λεπτοµερή στοιχεία για την ενδυµασία, την κοινωνική ζωή και τις ασχολίες των ανθρώπων. Tέλος, οι έρευνες που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια σε αρχαία ναυάγια στη Mεσόγειο, στο Aιγαίο και στη Mαύρη

Θραύσµα ενεπίγραφου ψηφί-σµατος σχετικού µε την

Στην αρχαιότητα ήταν συνήθης η χάραξη τιµητικών ψηφισµά-

Page 3: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

Θάλασσα, έχουν ανοίξει νέους δρόµους στη µελέτη των εµπορικών σκαφών, της βιο-τεχνίας και του εµπορίου.

Πληθυσµιακές οµάδες και οικονοµική δραστηριότητα Ο πληθυσµός στις ελληνικές πόλεις συνήθως διακρινόταν σε τρεις βασικές κατηγορίες, τους πολίτες, τους µετοίκους και τους δούλους. Σε κάποιες πόλεις, όπως η Σπάρτη, το Άργος και η Ήλιδα, στις παραπάνω πληθυσµιακές οµάδες πρέπει να προστεθεί µια άλλη κοινωνική τάξη γνωστή ως περίοικοι, οι οποίοι ενώ έχαιραν προσωπικής ελευθε-ρίας και κάποιων βεβαιωµένων προνοµίων, ωστόσο αποκλείονταν από τα δικαιώµατα των πολιτών. Οι οικονοµικές δυνατότητες και δραστηριότητες των οµάδων αυτών διέ-φεραν σηµαντικά.Xαρακτηριστικό της ιδιότητας του πολίτη ήταν το δικαίωµα απόκτησης και κατοχής εγγείου ιδιοκτησίας. Kαµία άλλη κοινωνική τάξη, εκτός σπάνιων εξαιρέσεων, δεν είχε το δικαίωµα απόκτησης ακίνητης περιουσίας. Η ιδιοκτησία γης αποτελούσε αποκλει-στικό προνόµιο του πολίτη. Έτσι, η κύρια απασχόληση της πλειοψηφίας των πολιτών σχετιζόταν µε την καλλιέργεια της γης και άλλες αγροτικές δραστηριότητες. Aκόµη και όταν υπήρχαν πολίτες που δεν ήταν γαιοκτήµονες, η γη εξακολουθούσε να θεωρείται σύµβολο της ιδιότητας του πολίτη. Σηµαντικές εξελίξεις στον τοµέα αυτό παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του Πελο-ποννησιακού πολέµου, όταν εµφανίστηκαν πολίτες που ο πλούτος τους στηριζόταν στα εργαστήρια. Tο φαινόµενο συνεχίστηκε και τον 4ο αιώνα π.X. και είναι γνωστές αρκετές περιπτώσεις πλούσιων πολιτών που οι περιουσίες τους βασίζονταν εν µέρει ή εξολοκλήρου στις βιοτεχνικές, στις εµπορικές ή άλλες δραστηριότητες και όχι στην ιδιοκτησία γης. Bέβαια, οι περισσότεροι από αυτούς µόλις έφταναν στην κορυφή είχαν την τάση να υιοθετούν τις αριστοκρατικές αξίες της άρχουσας τάξης αναφορικά µε τη σπουδαιότητα της γαιοκτησίας. Παρά το γεγονός ότι τον 4ο αιώνα π.X. οι κλήροι άλλα-ζαν συχνά κατόχους µέσω αγοροπωλησιών, ένα ολόκληρο σύστηµα αρχαϊκών αξιών µη οικονοµικού χαρακτήρα παρέµενε συνδεδεµένο µε τη γη.Σε γενικές γραµµές, το σώµα των πολιτών χαρακτηριζόταν από αποκλειστικότητα, η οποία διαµορφώθηκε αφενός λόγω υπερηφάνειας και αφετέρου λόγω ιδιοτέλειας. Eπειδή η άσκηση πολιτικών δικαιωµάτων περιοριζόταν στους πολίτες, µόνο αυτοί µπορούσαν να

Αττικό ρυτό της περιόδου 470-60 π.Χ., στην οποία απεικονίζε-

Page 4: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

ορίζουν άµεσα την οικονοµική πολιτική των πόλεών τους. Έτσι, είναι πολύ πιθανόν οι επιλογές να γίνονταν σύµφωνα µε το προσωπικό συµφέρον. Στην Aθήνα η πολιτεία µπο-ρούσε να προσφέρει στους πολίτες ποικίλους τρόπους για να αποκτήσουν ή να αυξήσουν το εισόδηµά τους. Mεγάλος αριθµός πολιτών αποστελλόταν σε κληρουχίες ή αποικίες. H υπηρεσία στη Bουλή, τα δικαστήρια και τα διάφορα αξιώµατα ή η κάλυψη αναγκών στον στρατό και στον στόλο εξασφάλιζαν έµµισθες θέσεις σε ένα σηµαντικό αριθµό πολιτών σε ετήσια βάση. Οι µέτοικοι ήταν οι ελεύθεροι ξένοι που ζούσαν για µεγάλο διάστηµα σε µία πόλη. H σηµασία τους ποίκιλλε αρκετά, αφού σε πόλεις που ήταν έντονα αγροτικές οι µέτοικοι ήταν µάλλον λίγοι, αλλά σε εκείνες όπου υπήρχε δραστηριοποίηση στη βιοτεχνία και στο εµπόριο ο αριθµός τους ήταν µεγάλος. Τα στοιχεία που σώζονται αφορούν κυρίως στην Aθήνα, όπου κάθε ξένος που διέµενε πάνω από έναν µήνα στην πόλη ήταν υπο-χρεωµένος να εγγραφεί ως µέτοικος και να πληρώνει έναν ειδικό φόρο, το µετοίκιον. Oι µέτοικοι επειδή δεν τους επιτρεπόταν να έχουν ακίνητη περιουσία –εκτός αν τους είχε εκχωρηθεί ειδικά το δικαίωµα κατοχής γης και οικίας– δεν είχαν προτεραιότητα την καλλιέργεια της γης και ωθούνταν να ασχοληθούν µε άλλα επαγγέλµατα, κυρίως στον χώρο της βιοτεχνίας και του εµπορίου. Έτσι, στη βιοτεχνική και στην εµπορική ζωή της Aθήνας και του Πειραιά δεν κυριαρχούσαν οι πολίτες, αλλά µέτοικοι, απελεύ-θεροι και δούλοι. Aρκετοί µάλιστα ήταν ιδιαίτερα επιτυχηµένοι στον τοµέα τους. Πολύ γνωστή είναι η περίπτωση του Κέφαλου από τις Συρακούσες, ο οποίος στο β΄ µισό του 5ου αιώνα π.X. διατηρούσε ένα εργαστήριο κατασκευής ασπίδων και απασχολούσε 120 δούλους. Eπίσης, οι µέτοικοι είχαν µεγάλη συνεισφορά στον χώρο της τέχνης, της επιστήµης και της λογοτεχνίας, µε διάσηµους ζωγράφους, γλύπτες, µουσικούς, γιατρούς, φιλοσόφους, ποιητές και ρήτορες. H προσφορά των µετοίκων στην οικονοµία των πόλεων ήταν πολύ σηµαντική. Αποτε-λούσαν µια κοινωνική οµάδα που καθοριζόταν µε βάση την οικονοµική της δραστηρι-ότητα. Στην Aθήνα, που υπήρξε µεγάλο εµπορικό κέντρο, υπήρχαν πολλές ευκαιρίες κερδοφορίας και γι’ αυτό η άφιξη των ξένων ήταν αναπόφευκτη. Για αρκετούς µάλιστα πρέπει να ήταν και ευπρόσδεκτοι, αφού τους θεωρούσαν ως µία από τις πιο προσοδο-φόρες πηγές της πόλης. Eκτός από την ασχολία τους µε εργασίες που η ανώτερη τάξη της Aθήνας θεωρούσε βάναυσες, κάποιοι πλουτίζοντας προσέφεραν στην οικονοµική

Η αθηναϊκή κοινωνία, της οποίας η οικονοµική πολιτική

Page 5: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

ζωή της πόλης πολλαπλά, όπως µε την καταβολή του µετοικίου, τη συµµετοχή τους στις περισσότερες λειτουργίες, αλλά και τις ευεργεσίες τους προς τον αθηναϊκό λαό.Oι δούλοι, χωρίς αµφιβολία, αποτελούσαν το µεγαλύτερο µέρος του εργατικού δυνα-µικού στην αρχαία Eλλάδα. Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε όλους τους τοµείς της παραγωγικής διαδικασίας, συχνά υπό σκληρές συνθήκες και χωρίς πολλές πιθανότητες απελευθέρωσης, αφού ήταν ένα προνόµιο που κέρδιζαν σχετικά λίγοι. Yπολογίζεται ότι στα µέσα του 5ου αιώνα π.X. οι δούλοι αποτελούσαν περισσότερο από το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσµού της Aττικής και υπερείχαν αριθµητικά των πολιτών. Kύριες πηγές για την προµήθεια δούλων ήταν οι πολεµικές επιχειρήσεις, αφού συχνά οι αιχµάλωτοι των αντιπάλων πωλούνταν ως δούλοι, και το εµπόριο µε περιοχές όπως η Θράκη, η Φρυγία και η Kαρία, όπου υπήρχε αυξηµένη προσφορά. Mεγάλες αγορές δούλων λειτουργούσαν στη Δήλο, στην Kύπρο και στο Bυζάντιο. Στην Aττική, όπου σύµφωνα µε κάποιους µελετητές οι δούλοι ήταν το τρίτο σηµαντικότερο προϊόν εισα-γωγής, υπήρχαν κατά τον 5ο αιώνα π.X. δύο πολύ γνωστές αγορές, µία στο Σούνιο και

Το µεγαλύτερο µέρος του εργατικού δυναµικού στην

Oι γυναίκες των πολιτών και ο ρόλος τους στην οικονοµική ζωή

Στην Aθήνα οι κόρες και οι σύζυγοι των πολιτών συνέβαλαν µε την προσφορά και τις υπηρεσίες τους στην οικονοµία του οίκου. Aπαραίτητη προϋπόθεση για να τελε-στεί ένας γάµος ήταν η εγγύη, µια συµφωνία µεταξύ του κηδεµόνα της νύφης και του µέλλοντα γαµπρού ενώπιον µαρτύρων, όπου ορίζονταν το µέγεθος και η σύνθεση της προίκας, συνήθως κάποιο χρηµατικό ποσό, διάφορα κινητά αγαθά ή ένα ακίνητο. O κηδεµόνας διατηρούσε δικαιώµατα πάνω στην προίκα έτσι ώστε να µπορεί να ανακτήσει το τίµηµα σε περίπτωση διάλυσης του γάµου. H προίκα δεν ήταν κτήµα της νύφης, αλλά σταθεροποιούσε τη θέση της γυναίκας µέσα στην οικογένεια του συζύγου και εξασφά-λιζε τα παιδιά της. Παρέµενε στα χέρια του συζύγου, αλλά δεν περνούσε στην πλήρη κυριότητά του. Σε περίπτωση διάλυσης του γάµου, ή αν η γυναίκα πέθαινε πριν από τον σύζυγό της και δεν υπήρχαν παιδιά, ο σύζυγος όφειλε να επιστρέψει την προίκα. Aν ο σύζυγος δεν την επέστρεφε, έχανε το µέρος της ακίνητης περιουσίας του που είχε ορίσει ως εγγύηση, όπως συνέβαινε και µε τα συνηθισµένα χρέη.

Page 6: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

µία στην Aθήνα, όπου η πώληση γινόταν µε πλειστηριασµό. Η αγοραστική τιµή των δούλων κυµαινόταν ανάλογα µε την καταγωγή, το φύλο και τα προσόντα των ατόµων. Yπήρχαν διάφορες κατηγορίες δούλων, όπως αυτοί που απασχολούνταν στους οίκους ως υπηρετικό προσωπικό, στους αγρούς ή στα εργαστήρια, οι χωρίς οικούντες που

Γυναικεία ειδώλια (500-475 π.Χ.) από την Τανάγρα και την

Aν από το γάµο είχαν γεννηθεί αγόρια, η προίκα της µητέρας γινόταν µέρος της κλη-ρονοµιάς τους. Iδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο θεσµός της επικλήρου κόρης, της νύφης που ήταν ορφανή από πατέρα και δεν είχε αδελφούς. Σε αυτή την περίπτωση, επειδή η ίδια η γυναίκα δεν µπορούσε να διαθέτει γη, υποχρεωνόταν να δοθεί ως σύζυγος στον πλησιέστερο συγγενή από την πλευρά του πατέρα της, ώστε ο πατρικός κλήρος να παραµείνει στους κόλπους της οικογένειας του πατέρα.Η γυναίκα µετά την τέλεση του γάµου είχε αποκλειστική φροντίδα και ασχολία τον οίκο και την αυτάρκειά του σε ό,τι ήταν απαραίτητο. Ήταν αρµόδια για όλες τις εργασίες του κλειστού χώρου του σπιτιού και τη διαχείριση των υπαρχόντων της οικογένειας. Στον «Oικονοµικό» του Ξενοφώντα οι σωστές σύζυγοι είναι υπεύθυνες για το γνέσιµο και την ύφανση, την προετοιµασία της τροφής, τη φύλαξη και διάθεση των αγαθών, τη διευθέ-τηση των αρµοδιοτήτων των οικιακών δούλων. H θέση των γυναικών δεν ήταν πάντα η ίδια αλλά διέφερε ανάλογα µε την περιουσία των οικογενειών τους. Έτσι, οι γυναίκες των φτωχότερων κοινωνικών στρωµάτων αναγκάζονταν να εργαστούν και εκτός του σπιτιού, στους αγρούς ή ως µικροέµποροι.Σε άλλες περιοχές φαίνεται ότι οι γυναίκες συµµετείχαν πιο ενεργά στην οικονοµική ζωή ως ιδιοκτήτριες γης, δούλων και χρηµάτων. Xαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η Σπάρτη, όπου οι γυναίκες των οµοίων έχοντας διαφορετική θέση από τις Aθηναίες αστές έχαιραν σχετικής ανεξαρτησίας, αφού µπορούσαν να κληρονοµούν την πατρική περιουσία και να ορίζουν την προίκα τους που αποτελείτο από κτήµατα. Σύµφωνα µάλι-στα µε τον Aριστοτέλη, τον 4ο αιώνα π.X. λόγω του µεγάλου αριθµού των κληρονόµων και του µεγέθους της προίκας, οι γυναίκες ήταν ιδιοκτήτριες των δύο πέµπτων της γης. Παρόµοια περίπτωση συναντάται και στη Γόρτυνα, όπως διαφαίνεται στους νόµους της πόλης που αναφέρονται στη µεταβίβαση της ιδιοκτησίας.

Page 7: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

απολάµβαναν σχετική ανεξαρτησία, δούλευαν και έδιναν στους κυρίους τους ένα καθορισµένο ποσό, την αποφορά, και οι δηµόσιοι δούλοι που παρείχαν τις υπηρεσίες τους ως αστυνοµικοί, κλητήρες, γραµµατείς, ή στα δηµόσια έργα. Στην πιο δεινή θέση βρίσκονταν εκείνοι που εργάζονταν στα λατοµεία ή στα µεταλλεία, όπως τα αργυρω-ρυχεία της Λαυρεωτικής. Αν και για την αµοιβή των δούλων δεν πρέπει να καταβάλ-λονταν ποσά µικρότερα από αυτά που καταβάλλονταν για τους ελεύθερους εργάτες, η χρησιµοποίησή τους επιβάρυνε λιγότερο τη συνολική λειτουργία της οικονοµίας από ό,τι η αποκλειστικά ελεύθερη εργασία.Στη Σπάρτη το οικονοµικό σύστηµα ήταν σχεδιασµένο ώστε να επιτρέπει στους πολί-τες να αφιερώνουν τον χρόνο και την ενέργεια προς όφελος της ευηµερίας της πόλης. Ο στόχος για τους άνδρες ήταν η απόκτηση του ελάχιστου εισοδήµατος, το οποίο θα τους επέτρεπε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ιδιότητας του πολίτη. Αν και οι Σπαρτιάτες αναφέρονταν στους εαυτούς τους ως όµοιοι, η οικονοµική ισότητα ήταν ένα απατηλό ιδεώδες. Oι περισσότεροι ζούσαν µόνο από την παραγωγή του κλήρου που κατείχαν. Ορισµένοι όµως διέθεταν επιπλέον γη και πλούτο που τους επέτρεπε, για παράδειγµα, να λαµβάνουν µέρος στα ιδιαίτερα πολυέξοδα ιππικά αγωνίσµατα των Ολυµπιακών αγώνων. Οι περίοικοι ζούσαν σε µικρές ανεξάρτητες κοινότητες στη Λακωνία και στη Mεσσηνία και κατείχαν τις δικές τους γαίες. Δεν δεσµεύονταν από τις αξίες των Σπαρτιατών και έτσι µπορούσαν να επιδίδονται σε όλες εκείνες τις δραστηριότητες που θεωρητικά απέρριπταν οι όµοιοι. Eκτός από την καλλιέργεια της γης και τις άλλες αγροτικές εργα-σίες, ασχολούνταν µε τη βιοτεχνία και το εµπόριο. Δεν πλήρωναν τακτικές εισφορές στους Σπαρτιάτες, µε εξαίρεση την καλλιέργεια ενός ειδικού κτήµατος, του τεµένους, για τον καθένα από τους δύο βασιλείς, το οποίο προερχόταν από τους κλήρους των περιοίκων. Aναπόσπαστα συνδεδεµένος µε το σπαρτιατικό σύστηµα ήταν ο θεσµός των ειλώτων, καθώς ήταν ουσιώδης όσον αφορά στην απαλλαγή των οµοίων από την ανάγκη πα-ραγωγής ή αγοράς της δικής τους τροφής. Oι είλωτες ήταν δηµόσιοι δούλοι και δεν αποτελούσαν µέρος της περιουσίας συγκεκριµένων ατόµων. Ζούσαν σε σταθερές οι-κογένειες στα κτήµατα που τους είχαν οριστεί να καλλιεργούν και ήταν υποχρεωµένοι να προµηθεύουν µε τα µέσα επιβίωσης τον Σπαρτιάτη ιδιοκτήτη του κάθε κλήρου. Το

Αττικό ερυθρόµορφο επίνητρο από την Ερέτρια, στο οποίο

Page 8: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

ποσοστό της παραγωγής που έδιναν στους οµοίους δεν µπορεί να προσδιοριστεί µε ακρίβεια, είναι όµως βέβαιο ότι ένα µέρος των παραγόµενων προϊόντων ανήκε στους ίδιους. Η διαχείριση του περισσεύµατος της σοδειάς κατά κανόνα τους επέτρεπε να συντηρούνται και σε εξαιρετικές περιπτώσεις να συσσωρεύουν και περιουσίες. Το σύστηµα των ειλώτων διαχώριζε ριζικά τη Σπάρτη από άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη. Aφενός την καθιστούσε τη µοναδική περίπτωση πόλης που το οικονοµικό της σύστηµα εξαρτιόταν πλήρως από τη σαφή γεωγραφική και κοινωνική απόσταση που υπήρχε ανάµεσα στους γαιοκτήµονες και στους καλλιεργητές της γης. Aφετέρου, αν και στις άλλες µεγάλες πόλεις είχαν αναπτυχθεί και διαφορετικές πηγές βιοπορισµού, η Σπάρτη ήταν η µόνη όπου η γεωργία και η κτηνοτροφία παρέµεινε η αποκλειστική βάση της οικονοµίας των πολιτών.

Aγροτική οικονοµία Όπως και στην αρχαϊκή περίοδο, η οικονοµική και κοινωνική οργάνωση σε όλο τον ελληνικό κόσµο συνδέονταν άµεσα µε τη γη. Oι παραδοσιακές και ασφαλείς πηγές εισοδήµατος εξακολουθούσαν να προέρχονται από την έγγειο ιδιοκτησία και ο πλη-θυσµός στη συντριπτική του πλειοψηφία ήταν αγροτικός. Στις περισσότερες πόλεις οι πολίτες ήταν ιδιοκτήτες γης και είτε την εκµεταλλεύονταν άµεσα είτε αρκούνταν στην είσπραξη εισοδηµάτων. Aκόµα και στην Αττική, όπου συνήθως τονίζεται ο ρόλος του εµπορίου και των εργαστηρίων, η γεωργία ήταν πρωταρχικής σηµασίας. Σύµφωνα µε τον Θουκυδίδη, στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέµου οι περισσότεροι Αθηναίοι πολίτες ζούσαν έξω από το άστυ. Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε µετά το τέλος του πολέµου, αφού το 403 π.Χ., τα 2/3 των Αθηναίων ήταν ακόµη ιδιοκτήτες εκτάσεων γης.Στη µελέτη της αγροτικής ζωής ιδιαίτερα σηµαντική είναι η αρωγή της εθνοαρχαιολο-γίας, η οποία προσπαθεί να κατανοήσει αρχαία οικονοµικά φαινόµενα χρησιµοποιώ-ντας ως συγκριτικό υλικό δεδοµένα από σύγχρονες καλύτερα τεκµηριωµένες αγροτικές οικονοµίες. Oι µελέτες που χρησιµοποιούν αυτή τη µέθοδο υποστηρίζουν ότι οι αγρό-τες στην αρχαιότητα έπρεπε να είναι ευέλικτοι σε µία πληθώρα µεταβολών στις κατά τόπους τοπογραφικές και κλιµατολογικές συνθήκες.Η γεωργία στηριζόταν στην αρχή της πολυκαλλιέργειας, και οι περισσότερες περιοχές

Η αµπελουργία ευδοκιµούσε στην αρχαία Ελλάδα στις περι-

Page 9: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

δεν στόχευαν στην παραγωγή ενός µόνο προϊόντος. Oι κυριότερες καλλιέργειες ήταν τα δηµητριακά, κυρίως κριθάρι αλλά και σιτάρι, τα οποία συνήθως έσπερναν σε ένα διετές κύκλο αγραναύπαυσης. Στις περιοχές που η γη δεν ήταν ιδιαίτερα εύφορη για την παραγωγή δηµητριακών, οι διατροφικές ανάγκες του πληθυσµού καλύπτονταν από τις εισαγωγές σιτηρών. Eλιές, αµπέλια, οπωροφόρα δένδρα και όσπρια καλλιεργούνταν σε γη που δεν ήταν κατάλληλη για δηµητριακά. H συνύπαρξη διαφορετικών καλλι-εργειών επέτρεπε την ορθολογική χρήση του χρόνου, αφού οι κύκλοι της καλλιέρ-γειας των σιτηρών, της αµπέλου και της ελιάς είναι διαφορετικοί. Ωστόσο, υπήρχε και κάποια εξειδίκευση στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων, που σχετιζόταν µε τις κατά τόπους κλιµατολογικές συνθήκες και τη διαφορετική µορφολογία του εδάφους. Oι αγροτικές τεχνικές δεν µεταβλήθηκαν από την Αρχαϊκή εποχή. Tα εργαλεία ήταν ένα απλό ξύλινο άροτρο µε υνί από µέταλλο, που δεν µπορούσε να χωθεί πολύ βαθιά στο χώµα, τσάπα και σβάρνα για το βωλοκόπηµα. O θερισµός γινόταν µε µικρό δρεπάνι και για το αλώνισµα χρησιµοποιούσαν ζώα, όπως βόδια, µουλάρια ή άλογα. H κτηνοτροφία αφορούσε στην εκτροφή αιγοπροβάτων, τα οποία παρείχαν µαλλί, κρέας και γάλα. H εκτροφή τους ήταν κατάλληλη για τις ορεινές και ηµιορεινές εκτάσεις. Xαρακτηριστικό αυτής της δραστηριότητας ήταν η µετακίνηση και η αλλαγή βοσκο-τόπων ανάλογα µε τις εποχές του χρόνου. H εκτροφή των βοοειδών σχετιζόταν µε τη χρήση τους στις αγροτικές εργασίες και τον προορισµό τους ως σφάγια σε σηµαντικές θρησκευτικές τελετές. Tα άλογα εκτρέφονταν για τις ανάγκες του πολέµου και για τους ιππικούς αγώνες. O αριθµός τους ήταν περιορισµένος µε εξαίρεση τις µεγάλες πεδιάδες, όπως η Θεσσαλία και η Mακεδονία, όπου επιβίωνε ένας αριστοκρατικός τρόπος ζωής. Άλλη συχνή δραστηριότητα ήταν η µελισσοκοµία.Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την οργάνωση της αλιείας, αλλά πρέπει να ήταν δια-δεδοµένη στις περιοχές που βρίσκονταν κοντά σε ακτές, σε λίµνες και ποτάµια. Yπήρχαν σηµαντικοί ιχθυότοποι, όπως η περιοχή του Eύξεινου Πόντου, από όπου προέρχονταν µεγάλες ποσότητες παστών ψαριών. Η αγροτική οικονοµία ήταν ευάλωτη στους κινδύνους της φύσης. Συνήθως η γεωργία ήταν ικανή να στηρίξει τη διαβίωση του πληθυσµού στα περισσότερα µέρη της µητροπο-λιτικής Eλλάδας, ωστόσο ήταν επισφαλής λόγω των απροσδόκητων καιρικών συνθηκών. Η ξηρασία, το χαλάζι, ο χιονιάς ακόµα και οι ακρίδες µπορούσαν να µειώσουν ή να

Η εκτροφή αλόγων ήταν συνή-θης στην κλασική αρχαιότητα

Page 10: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

καταστρέψουν την παραγωγή µιας περιοχής, και υπάρχουν αρκετές µαρτυρίες για περι-οδική αποτυχία των καλλιεργειών, για έλλειψη και για λιµό. Άλλος µεγάλος εχθρός της αγροτικής οικονοµίας ήταν ο πόλεµος. Η καταστροφή των παραγωγικών δυνατοτήτων του αντιπάλου αποτελούσε µέρος της στρατηγικής των στρατών που εισέβαλαν στη γη άλλης πόλης-κράτους. Συχνά οι πολεµικές επιχειρήσεις συνοδεύονταν από το κάψιµο της σοδειάς, των δένδρων και των αµπελιών, και το άρπαγµα των κοπαδιών. Oι πολεµικές επιχειρήσεις συνέπιπταν χρονικά µε τις αγροτικές εργασίες, αφού και οι δύο δραστηριό-τητες ήταν ιδιαίτερα έντονες την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Οι πολεµικές επιδροµές εµπόδιζαν τις αγροτικές δραστηριότητες και επηρέαζαν αρνητικά την παραγωγή της επόµενης χρονιάς.H ορθολογική αξιοποίηση των διακυµάνσεων στην παραγωγή που προκαλούνταν από τέτοιες µεταβολές πιθανόν να υπήρξε ο τρόπος µε τον οποίο κάποιοι αγρότες απέκτησαν αρκετό πλούτο για να ανέβουν κοινωνικά και να γίνουν µέλη µιας προνοµιούχας τάξης που βασιζόταν στη γη. Kατά συνέπεια, ο ανταγωνισµός για καλλιεργήσιµες εκτάσεις αποτέλεσε ένα στοιχείο της ελληνικής ιστορίας και την αιτία για µεγάλες κοινωνικές και πολιτικές διαµάχες τόσο στο εσωτερικό των πόλεων-κρατών όσο και στις µεταξύ τους σχέσεις. H διανοµή της γης στον πληθυσµό δεν ήταν ίση. H µεγάλη ιδιοκτησία επικρα-τούσε σε ορισµένες περιοχές του ελληνικού κόσµου, όπως η Θεσσαλία. Aντίθετα σε άλλες, όπως η Aττική, η γη ήταν µοιρασµένη σε πολλούς κλήρους. Σε ορισµένα µέρη, όπως η Πελοπόννησος, προκλήθηκαν ταραχές που σχετίζονταν µε το αίτηµα για ανα-δασµό της γης. Aλλού όµως τα φαινόµενα συγκέντρωσης γαιών µε διαφορετικές δια-δικασίες, όπως αγορές και πωλήσεις, δείχνουν ότι ο σχεδόν θρησκευτικού χαρακτήρα δεσµός του ανθρώπου µε τη γη είχε αρχίσει να µεταβάλεται. Oι παρατεταµένες και σκληρές πολεµικές συγκρούσεις έπλητταν τους µικρούς γαιοκτήµονες και τους υποχρέ-ωναν να εκποιήσουν τα κτήµατά τους. Kάποια από αυτά αγοράστηκαν από άτοµα που δεν είχαν αγροτική περιουσία και ήθελαν να επενδύσουν στη γη ή να εµπορευθούν τις εκτάσεις που αγόραζαν σε χαµηλές τιµές και µεταπωλούσαν σε υψηλές, αφού πρώτα τις βελτίωναν.Oρυκτός πλούτοςH αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου συµπεριλάµβανε τη λατόµευση του λίθου και την εξόρυξη των µετάλλων. Oι δύο τοµείς είχαν λίγα κοινά, αφού τα αποθέµατα των

Τα βοοειδή εκτρέφονταν για να βοηθούν στις γεωργικές

Page 11: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

πετρωµάτων και των µεταλλευµάτων κατανέµονταν σε ξεχωριστά µέρη της υπαίθρου και η εκµετάλλευσή τους γινόταν µε διαφορετικές µεθόδους και σε εντελώς άλλη κλίµακα. Mια σχετικά αξιόλογη οικονοµική δραστηριότητα σχετιζόταν µε την προµήθεια των λίθων που ήταν απαραίτητοι για την κατασκευή οικοδοµηµάτων, ιδίως των δηµόσιων, και για τα έργα της γλυπτικής. Eκτός από τα λατοµεία της Πάρου, όπου η εξόρυξη γινόταν υπογείως µέσα σε οριζόντιες επιµήκεις στοές, τα περισσότερα λατοµεία ήταν υπαίθρια, και οι τοµές γίνονταν κλιµακωτά από την επιφάνεια προς το βάθος. Πωρό-λιθοι, γρανιτόλιθοι, ασβεστόλιθοι κάθε είδους υπήρχαν σε αφθονία, αλλά ιδιαίτερη θέση στις δηµιουργίες της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής είχε το µάρµαρο. Λόγω της εξαιρετικής υφής και στερεότητάς του, το προτιµούσαν όχι µόνο στις κοντινές µε τα σχετικά λατοµεία περιοχές αλλά και σε πιο αποµακρυσµένα µέρη, όταν ήθελαν να προσδώσουν ιδιαίτερη λαµπρότητα στο έργο. Aπό τα πιο φηµισµένα µάρµαρα στην ηπειρωτική Eλλάδα ήταν αυτά του Πεντελικού, που χρησιµοποιήθηκαν στα µνηµεία της Aκρόπολης, του Yµηττού στην Aττική και των Δολιανών στην Πελοπόννησο. Aπό τα νησιωτικά µάρµαρα ιδιαίτερη προτίµηση υπήρχε για το παριανό, που χρησιµοποι-ήθηκε για την κατασκευή φηµισµένων έργων περίοπτης γλυπτικής και αναγλύφων, και αυτό της Θάσου. Tο δύσκολο και πιο δαπανηρό µέρος της διαδικασίας ήταν η µεταφορά του λίθου, αφού συνήθως τα λατοµεία βρίσκονταν σε µεγάλη απόσταση και το οδικό δίκτυο δεν ήταν εκτενές. Xαρακτηριστική είναι η περίπτωση που αφορά στην ανοικοδόµηση του ναού του Aπόλλωνα στους Δελφούς τον 4ο αιώνα π.X., όπως αποκαλύπτουν οι σχετι-κές επιγραφές. Για παράδειγµα, η λατόµευση τεσσάρων τµηµάτων του γείσου κόστισε 244 δραχµές, η µεταφορά τους από το Λέχαιον, το λιµάνι της Kορίνθου, στην Kίρρα 896 δραχµές, και η µεταφορά τους από την Kίρρα στους Δελφούς 1.680 δραχµές. Tα ποσά αυτά µπορεί να µην είναι αντιπροσωπευτικά για άλλες περιπτώσεις, δείχνουν όµως ξεκάθαρα ότι η µεταφορά από τις χερσαίες οδούς ήταν πολύ πιο ακριβή από τη θαλάσσια και ότι το κόστος του ίδιου του υλικού ήταν σχεδόν αµελητέο συγκρινόµενο µε το κόστος µεταφοράς του.H µεταλλευτική δραστηριότητα κατείχε µια από τις πιο σηµαντικές θέσεις στην οικο-νοµική ζωή. Η σπουδαιότητα των µεταλλείων φαίνεται από το γεγονός ότι σε όσες

Ενεπίγραφη στήλη του 437-435 π.Χ., στην οποία απαριθµούνται

Page 12: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

πόλεις-κράτη υπήρχαν αξιόλογα µεταλλεία στην επικράτεια ή στη σφαίρα ελέγχου τους η πολιτεία µονοπωλούσε την ιδιοκτησία τους για να εξασφαλίζει έσοδα. Oι τρόποι εκµετάλλευσης των µεταλλείων πρέπει να διαφοροποιούνταν ανάλογα µε τον τόπο και την εποχή. H Aθήνα εκµεταλλευόταν τα µεταλλεία της Λαυρεωτικής στο νοτιοανατο-λικό άκρο της Aττικής από τα τέλη του 6ου αιώνα π.X. Oι Θάσιοι είχαν στον έλεγχό τους όχι µόνο τα µεταλλεία στο νησί αλλά και στην απέναντι ακτή, την Περαία. Άλλες περιοχές στον αρχαίο κόσµο που ήταν περίφηµες για τα µεταλλεία τους ήταν η Σίφνος, η ανατολική Xαλκιδική, το όρος Παγγαίον, καθώς και διάφορες θέσεις στη Mικρά Aσία και στην Iσπανία.Οι πιο γνωστές µεταλλευτικές εργασίες στην αρχαία Eλλάδα συνδέονται µε τα αργυ-ρωρυχεία του Λαυρίου. Aν και αποτέλεσαν την κύρια πηγή του αργύρου που χρησι-µοποιούσε η Aθήνα για την πλούσια νοµισµατοκοπία της από τα τέλη της Αρχαϊκής περιόδου, οι περισσότερες πληροφορίες για τη λειτουργία τους χρονολογούνται στον 4ο αιώνα π.X. Πρόκειται για αναφορές στους ρήτορες, το έργο Περί προσόδων του Ξενοφώντα, τους καταλόγους των µεταλλευτικών εκµισθώσεων από το 367/6 π.X. έως τα τέλη του αιώνα αλλά και την εκτενή αρχαιολογική έρευνα στα ίδια τα µεταλλεία. H πόλη είχε την ιδιοκτησία του µεταλλοφόρου εδάφους και το ενοικίαζε σε ιδιώτες για εκµετάλλευση, για περιόδους και για ποσά που ποίκιλλαν ανάλογα µε το είδος του µεταλλείου. Για τα µεταλλεία που ήταν ήδη σε λειτουργία οι εκµισθώσεις γίνονταν για τρία χρόνια µε δυνατότητα ανανέωσης. Για καινούργιες περιοχές ή νέες µισθώσεις τα µεταλλεία µισθώνονταν από επτά µέχρι δέκα χρόνια. Η έγκριση των δικαιωµά-των µίσθωσης δινόταν από το συµβούλιο των πωλητών, οι οποίοι κάθε χρόνο, στο τέλος της υπηρεσίας τους, κρατούσαν αρχείο µε τις εκµισθώσεις των µεταλλείων. Κάθε πράξη περιλάµβανε το όνοµα του µισθωτή, το ποσό που κατέβαλε καθώς και το όνοµα εκείνου που κατέγραψε την τοποθεσία, την κατηγορία και τις λεπτοµέρειες για τα όρια του µεταλλείου. Τα σηµαντικότερα έξοδα που είχαν οι δικαιούχοι των µεταλλείων ήταν η µίσθωση των δούλων και η ελάχιστη δαπάνη για τη συντήρησή τους. Οι δούλοι θεωρούνταν περιουσία και ήταν δυνατόν να εκµισθωθούν από τους ιδιοκτήτες τους σε τρίτα πρό-σωπα στα οποία θα παρείχαν τις υπηρεσίες τους (ανδράποδα µισθοφορούντα). Ήταν το απαραίτητο εργατικό δυναµικό για την εξόρυξη, τη µεταφορά, την επιλογή, τη

Ένα από τα σηµαντικότερα ορυκτά της ελλαδικής γης

Page 13: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

συλλογή, τον καθαρισµό και την τήξη του µετάλλου. Οι συνθήκες εργασίας στα µεταλ-λεία ήταν ιδιαίτερα σκληρές για το προσωπικό, που υποχρεωνόταν να παραµένει για πολλές ώρες σε στενούς και χαµηλούς χώρους µε ανεπαρκή αερισµό και υπό το φως του λυχναριού. Tο κόστος παραγωγής διατηρούταν σε χαµηλά επίπεδα, ενώ το κέρδος ήταν µεγαλύτερο τόσο για τους πλούσιους µισθωτές όσο και για την πόλη που παρείχε τα δικαιώµατα εκµετάλλευσης των µεταλλείων και επέβαλλε τους φόρους. Σε περιό-δους εντατικής εκµετάλλευσης, όπως κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.X., πρέπει να υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες δούλοι που εργάζονταν στη Λαυρεωτική. Η λειτουργία των µεταλλείων υποχώρησε στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέµου. H κατάληψη της Δεκέλειας το 413 π.Χ. προκάλεσε σοβαρό πλήγµα στις µεταλλευτικές εργασίες, επειδή έδωσε στους δούλους την ευκαιρία να αυτοµολήσουν. Tο µεγαλύτερο ποσο-στό από τους περίπου 20.000 δούλους που λέγεται ότι κατέφυγαν στο στρατόπεδο των Λακεδαιµονίων πρέπει να ήταν µεταλλωρύχοι. Mετά το τέλος του πολέµου δεν υπήρχαν αρκετά διαθέσιµα κεφάλαια για να αντικατασταθεί το εργατικό δυναµικό. Οι περισσότεροι επενδυτές στρέφονταν στα ναυτικά δάνεια, κυρίως επειδή ήταν ο πιο εύκολος τρόπος να κρύψουν µέρος της περιουσίας τους από τους φοροεισπράκτορες. Oι εργασίες στα µεταλλεία εντατικοποιήθηκαν µετά τις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα π.X. Aπό τις πηγές φαίνεται ότι οι µισθωτές ήταν Αθηναίοι πολίτες, ανάµεσά τους και πρόσωπα τα οποία έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης κατά τον 4ο αιώνα π.X., γεγονός που δείχνει ότι ένα µέρος των ισχυρών της Aθήνας είχε στραφεί πλέον προς τις εκµισθώσεις µεταλλείων αντί καλλιεργήσιµης γης προσδοκώντας µεγαλύτερο κέρδος.

Bιοτεχνία και βάναυσα επαγγέλµατα Ένα τµήµα των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων υπαγόταν στην οικιακή οικονοµία. Mεγάλο ποσοστό µεταποίησης των φυσικών προϊόντων σε τρόφιµα και σε ενδύµατα εξακολου-θούσε να γίνεται στο εσωτερικό των οίκων, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο και στα κέντρα περιοχών µε έντονο αγροτικό χαρακτήρα. Οι φιλολογικές πηγές καθώς και οι παραστά-σεις της αγγειογραφίας δείχνουν ότι το γνέσιµο και η ύφανση ήταν δραστηριότητες των γυναικών που οι τεχνικές τους δεν µεταβλήθηκαν για αιώνες. H κύρια πρώτη ύλη ήταν το µαλλί και το λινό. Tα υφάσµατα χρησιµοποιούνταν στη συνέχεια για την

Η βιοτεχνική δραστηριότητα στην αρχαιότητα εκτεινόταν σε

Page 14: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

κατασκευή ενδυµάτων, µια διαδικασία η οποία γινόταν από τις γυναίκες στο πλαίσιο του οίκου. Τα υφάσµατα συχνά βάφονταν και η πιο φηµισµένη βαφή ήταν η πορφύρα, η οποία εξαγόταν από θαλάσσια κογχύλια. Σε ορισµένες πόλεις η επαγγελµατική παρα-γωγή διαφοροποιήθηκε βαθµιαία από την οικιακή, µε αρκετά εργαστήρια να παράγουν εξειδικευµένα προϊόντα. Oι βιοτεχνικοί κλάδοι που διαµορφώθηκαν από παλαιότερες εποχές µε πρώτες ύλες τον πηλό, διάφορους λίθους, το ξύλο, το δέρµα, τα µέταλλα, οργάνωναν την παραγωγή τους σε µικρά ως επί το πλείστον εργαστήρια. Ο αριθµός των εργαστηρίων αυτού του τύπου αυξήθηκε σε περιοχές όπως η Aθήνα, όπου το ποσοστό του πληθυσµού που δεν ασχολούταν µε την αγροτική παραγωγή ήταν σηµαντικό. Oι φιλολογικές και αρχαιολογικές µαρτυρίες δείχνουν ότι κατασκευαζόταν µεγάλη ποικιλία προϊόντων, µερικά από τα οποία σε αξιόλογες ποσότητες. Ωστόσο, αν και υπήρχαν εξειδικευµένοι τεχνίτες για τους κλάδους παραγωγής που χρειάζονταν ειδικές τεχνι-κές γνώσεις, στα επαγγέλµατα αυτά δεν υπήρχε σηµαντική τεχνική εξέλιξη από την Αρχαϊκή εποχή και τα περισσότερα βιοτεχνικά προϊόντα ήταν φτιαγµένα στο χέρι µε απλά εργαλεία. Oι περισσότεροι βιοτέχνες εργάζονταν µε λίγους συντρόφους κατά παραγγελία και για να ικανοποιήσουν τις προτιµήσεις µιας τοπικής πελατείας. Bέβαια, υπήρχαν και εξαιρέσεις, όπως τα εργαστήρια που χρησιµοποιούσαν ένα σηµαντικό αριθµό δούλων ή οι βιοτεχνικές δραστηριότητες που η παραγωγή τους προοριζόταν για το εξωτερικό εµπόριο.Η κεραµική ήταν από τα προϊόντα που κατασκευάζονταν ευρέως και τα κατάλοιπά της βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη τη Mεσόγειο. Τα αγγεία είχαν διάφορα σχήµατα, ανάλογα µε τη χρήση που τα προόριζαν: υδρία για τη µεταφορά νερού, αµφορείς για το λάδι και το κρασί, πίθοι για τα δηµητριακά, αρύβαλλοι για τα αρώµατα, κύλικες και σκύφοι για την πόση. Περίτεχνα διακοσµηµένα αγγεία χρησιµοποιούνταν στην καθηµερινή ζωή, στις θρησκευτικές γιορτές καισ τη νεκρική λατρεία. Σηµαντικός τοµέας της βιοτεχνίας ήταν η ναυπηγική, δεδοµένου του πλήθους των νησιών αλλά και την εξάπλωση των Eλλήνων σε όλα τα παράλια της Mεσογείου και του Eύξεινου Πόντου. Τα πλοία ήταν απαραίτητα τόσο για εµπορικούς όσο και για πολεµι-κούς σκοπούς. Στην Aθήνα η πολιτεία προµηθευόταν την απαραίτητη ξυλεία για τον στόλο από τη Mακεδονία και τη Θράκη, και ανέθετε την κατασκευή των πλοίων και των κουπιών σε ναυπηγούς που εργάζονταν υπό την εποπτεία ειδικών αξιωµατούχων.

Σηµαντικότατος παράγοντας στη διαµόρφωση του οικονοµι-

Page 15: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

Η οικοδοµική δραστηριότητα αφορούσε στην κατασκευή διαφόρων κατηγοριών κτι-σµάτων, από ιδιωτικές οικίες µέχρι µνηµειώδεις λίθινους ναούς. Oι πρώτες έτειναν να είναι από πλίνθους που στηρίζονταν σε λίθινα θεµέλια και καλύπτονταν από κεράµους. H ναοδοµία όµως απαιτούσε καλύτερη οργάνωση, περισσότερους οικονοµικούς πόρους και ιδιαίτερες τεχνικές ικανότητες. Όπως φαίνεται από τις µαρτυρίες των πηγών –κυρίως καταλόγους εργασιών στα κτίρια των ιερών– αλλά και από τη µελέτη των ίδιων των µνηµείων, η κατασκευή τους συνήθως γινόταν µε ανάθεση τµηµάτων του έργου σε ιδιώτες που είτε δούλευαν µόνοι τους είτε ήταν υπεύθυνοι άλλων, από τη µεταφορά των υλικών µέχρι τη φιλοτέχνηση των προσόψεων των κτιρίων. Ο βαθµός εξειδίκευσης διέφερε σηµαντικά, µε τους εργολήπτες σε κάποιες περιπτώσεις να καταπιάνονται µε πλήθος καθηκόντων, και άλλοτε να ειδικεύονται µόνο σε έναν τοµέα. Iδιαίτερα ανεπτυγµένη ήταν η µεταλλοτεχνία. Oι µεταλλουργοί χρησιµοποιώντας το σίδηρο και τον µπρούντζο κατασκεύαζαν αµυντικό και επιθετικό οπλισµό, εργαλεία και αντικείµενα για το νοικοκυριό. Η χύτευση των µετάλλων έφθασε στο επίπεδο της υψηλής τέχνης στην Κλασική εποχή, µε τους γλύπτες να χρησιµοποιούν κυρίως τον µπρούντζο για την κατασκευή έργων µεγάλης πλαστικής. Τα πολύτιµα µέταλλα, ο άργυρος και ο χρυσός, χρησιµοποιούνταν για κοσµήµατα και άλλα τεχνουργήµατα και στη νοµισµατοκοπία. H στασιµότητα στις τεχνικές της βιοτεχνίας προβληµάτισε τους µελετητές που προ-σπάθησαν να την εξηγήσουν ποικιλοτρόπως. Σύµφωνα µε ορισµένες απόψεις, αυτό το φαινόµενο οφείλεται στην ύπαρξη ενός µεγά-λου αριθµού δούλων. H διαθεσιµότητα αυτού του φθηνού εργατικού δυναµικού προ-λάµβανε κάθε άµεση ανάγκη βελτίωσης στην τεχνολογία και στη βιοτεχνική παραγωγή, αφού εάν κάποιοι επιθυµούσαν να αυξήσουν την παραγωγή τους, µπορούσαν απλά να αγοράσουν περισσότερoυς δούλους. Σε άλλες περιπτώσεις η έλλειψη ενδιαφέροντος για τεχνικές βελτιώσεις αποδίδεται στην περιορισµένη ζήτηση για τα βιοτεχνικά προϊόντα και στην απουσία µιας αγοράς που θα προσέλκυε επενδύσεις. Aκόµα και οι ιδιοκτήτες των µεγάλων εργαστηρίων δεν χρησιµοποιούσαν τα κέρδη τους για νέες επενδύσεις στην παραγωγή, αλλά τα αποθη-σαύριζαν ή τα ξόδευαν µεγαλοπρεπώς σε διάφορες ευεργεσίες ή λειτουργίες.Σε σύγκριση µε τη γεωργία, η βιοτεχνία αποτελούσε µικρό τοµέα της οικονοµίας.

Η κεραµική τέχνη βρήκε µεγάλη απήχηση στον ελλα-

Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισε η µεταλλοτεχνία, µε κατασκευές

Page 16: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

Ακόµα και σε πόλεις µε αρκετά ανεπτυγµένη βιοτεχνία, όπως η Aθήνα και η Kόρινθος, όπου το πλήθος των αγαθών ήταν αρκετά µεγαλύτερο από αυτό που θα µπορούσε να παραχθεί στο πλαίσιο µιας καθαρά οικιακής οικονοµίας, η συµβολή του συγκεκριµένου κλάδου στο σύνολο της οικονοµικής ζωής ήταν µέτρια και έφθανε γρήγορα σε σηµείο κορεσµού.

EµπόριοTα δεδοµένα που υπάρχουν για το τοπικό εµπόριο στα πλαίσια της ίδιας της κοινότη-τας, συνήθως µεταξύ υπαίθρου και άστεως, καθώς και για το λιανικό εµπόριο ανάµεσα σε γειτονικές κοινότητες δεν είναι πολλά. Aρκετοί αγρότες και βιοτέχνες φαίνεται ότι πουλούσαν οι ίδιοι τα προϊόντα τους στις αγορές των πόλεων, χωρίς κάποιον ενδιά-µεσο. Yπήρχαν όµως και οι κάπηλοι, ειδικοί έµποροι λιανικής, οι οποίοι κέρδιζαν ως ενδιάµεσοι µεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, καθώς και οι πλανόδιοι έµποροι, που πραγµατοποιούσαν µακρινά ταξίδια µε τα ζώα τους για να πουλήσουν το εµπόρευµά τους. Το ποσοστό των εγχώριων προϊόντων που έφθανε στην κατανάλωση µε τη µεσο-λάβηση εµπόρων πρέπει να ήταν ανάλογο του µεγέθους και της οικονοµικής σηµασίας του αστικού κέντρου για το οποίο προοριζόταν. Για τη µεταφορά προϊόντων σε µεγάλες αποστάσεις το χερσαίο εµπόριο ήταν δύσκολο και χρονοβόρο, δεδοµένου ότι η ηπειρωτική Eλλάδα είναι µια ορεινή χώρα και το οδικό δίκτυο ήταν σχετικά περιορισµένο. Tις µεγαλύτερες ανάγκες του πληθυσµού κάλυ-πτε το θαλάσσιο εµπόριο, που ήταν κατά πολύ ανώτερο από το χερσαίο, από άποψη ταχύτητας, όγκου µεταφορών και κόστους. Kατά την Κλασική περίοδο το υπερπόντιο εµπόριο αναπτύχθηκε σε µία εξειδικευµένη και σηµαντική οικονοµική δραστηριότητα. Bέβαια, καθώς η ναυσιπλοΐα ήταν εξαρτηµένη από τις καιρικές συνθήκες, το εµπόριο µπορούσε να είναι εξίσου πηγή κερδών και αιτία καταστροφής όσων επιδίδονταν σε αυτό. Πολλά µέρη του ελλαδικού χώρου φαίνεται ότι εξαρτιόνταν για την επιβίωσή τους από τα σιτηρά που εισάγονταν από την Iταλία, την Kυρηναϊκή, την Aίγυπτο και τον Eύξεινο Πόντο. Nαυτικές πόλεις που διέθεταν σηµαντικά λιµάνια, όπως η Aθήνα και η Kόρινθος, ήταν τα κέντρα διαµετακόµισης των σιτηρών σε περιοχές που δεν επαρ-κούσε η παραγωγή. Eπιπλέον, µέσω του υπερπόντιου εµπορίου εισάγονταν άλλα είδη

Για τη διευκόλυνση των εµπο-ρικών και οικονοµικών συναλ-

Page 17: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

διατροφής, είδη πολυτελείας, ξυλεία, µέταλλα, όπως χαλκός και κασσίτερος για το κράµα του µπρούντζου, και δούλοι. Aπό τη µητροπολιτική Eλλάδα εξάγονταν ορισµένα είδη διατροφής, όπως ελαιόλαδο, κρασί και µέλι, τεχνουργήµατα, όπως αγγεία, καθώς και άργυρος, συχνά µε τη µορφή νοµισµάτων. Tα νοµίσµατα εκτός από τη χρήση τους ως µέσο για τον υπολογισµό της αξίας των προϊόντων και τη διευκόλυνση των συναλ-λαγών, λειτουργούσαν τα ίδια ως εµπορεύµατα στις περιοχές εκείνες που δεν διέθεταν τα απαραίτητα πολύτιµα µέταλλα.Σηµαντικό στοιχείο για το θαλάσσιο εµπόριο στην Κλασική εποχή, και ιδιαίτερα τον 5ο αιώνα π.X., είναι η ανάδειξη της Aθήνας σε κυρίαρχη θαλάσσια και εµπορική δύναµη. Kάποιοι από τους εµπορικούς ανταγωνιστές της στη θάλασσα, όπως η Aίγινα και τα Mέγαρα, έσβησαν οριστικά, ενώ η επέκταση της σφαίρας επιρροής της προς την Kάτω Iταλία και τη Σικελία έθιξε την Kόρινθο.H εικόνα για τους µεγάλους άξονες του εµπορίου στον αρχαίο ελληνικό κόσµο και τα αγαθά που διακινούνταν είναι αρκετά σαφής, ωστόσο υπάρχουν αρκετές αβεβαιότητες όσον αφορά στις ποσότητες των προϊόντων, και ιδιαίτερα την οργάνωση αυτών των δραστηριοτήτων. Eξαίρεση αποτελεί η πόλη της Aθήνας, όπου οι δικανικοί λόγοι δίνουν συγκεκριµένες πληροφορίες για τον κόσµο του εµπορίου, ιδιαίτερα κατά το β΄ µισό του 4ου αιώνα π.X. Tο εµπόριο διεξαγόταν από ιδιώτες που στην πλειοψηφία τους ήταν µέτοικοι ή ξένοι, περαστικοί από την πόλη. Ένα τυπικό εµπορικό εγχείρηµα ενέπλεκε

Αττικός µελανόµορφος αµφο-ρέας του 540 π.Χ., στον οποίο

H Aθήνα και το εµπόριο των σιτηρών

Kατά την Κλασική εποχή, το εµπόριο των σιτηρών αναπτύχθηκε σε σηµαντική κλίµακα σε πολλές ελληνικές πόλεις. H µεγάλη άνθηση της Aθήνας µετά τα Mηδικά είχε ως συνέπεια να γίνει πιο έντονη η εξάρτηση της πόλης από εισαγωγές σιτηρών, σε τέτοιον βαθµό που ο εφοδιασµός της σε τρόφιµα να επηρεάζει τη διαµόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της. Η µέριµνα για τον άµεσο ή έµµεσο έλεγχο των πηγών εφοδιασµού σε σιτηρά ήταν ένας µόνιµος παράγοντας της αθηναϊκής πολιτικής. Tον 5ο αιώνα π.X. η Aθήνα καθώς βρισκόταν στο απόγειο της δύναµής της ήταν σε θέση να επεµβαίνει άµεσα για να προασπίσει τα συµφέροντά της. Tον 4ο αιώνα π.X. για να εξασφαλίσει

Page 18: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

έναν έµπορο, ο οποίος είτε είχε το δικό του πλοίο είτε µίσθωνε χώρο σε ένα καράβι που ανήκε σε κάποιον άλλο, τον ναύκληρο. Στις περισσότερες περιπτώσεις η επιχεί-ρηση χρηµατοδοτούταν από κάποιον εύπορο πολίτη µε τη µορφή δανείου προς τον έµπορο. Mε εξαίρεση τους δανειστές, όσοι απασχολούνταν µε το θαλάσσιο εµπόριο ανήκαν σε σχετικά χαµηλά κοινωνικά στρώµατα και βρίσκονταν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Για αυτόν τον λόγο το εµπόριο ξέφευγε και από τον πλήρη έλεγχο της πόλης, που περιοριζόταν µόνο στους κανονισµούς για την προµήθεια σιτηρών, και τις υποχρεώσεις των εµπόρων. O έλεγχος των εµπορικών δραστηριοτήτων από ειδικούς λειτουργούς γινόταν µε γνώµονα την προστασία των συµφερόντων των καταναλωτών. Όσο για τους διάφορους λιµενικούς, µεταφορικούς και αγοραίους φόρους που κατα-βάλονταν για τη διακίνηση των προϊόντων, στόχος ήταν η αύξηση των προσόδων της πόλης και όχι η προστασία της τοπικής παραγωγής.Στα αστικά κέντρα είχαν διαµορφωθεί ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους κατάλληλοι χώροι για τις εµπορικές συναλλαγές, που ονοµάζονταν αγορές. Tην Κλασική εποχή στα λιµάνια δηµιουργήθηκαν και ειδικοί χώροι, τα δείγµατα, όπου οι έµποροι εξέθεταν δείγµατα από τα εµπορεύµατα που εισήγαγαν. Όσοι ήθελαν να προβούν σε αγορές µπορούσαν να ελέγξουν τα προϊόντα, και οι έµποροι απαλλάσσονταν από τα έξοδα της φύλαξης µεγάλων ποσοτήτων εµπορευµάτων έως την εκποίησή τους. Για τη διευκόλυνση των συναλλαγών και τον έλεγχο των εµπορικών πράξεων οι πόλεις καθόριζαν επίσηµα µέτρα και σταθµά, τα οποία έφεραν σύµβολα για να δηλώνουν τις διάφορες ποσότητες σε όγκο ή βάρος των ξηρών και υγρών προϊόντων. Tα µέτρα βάρους και όγκου ήταν περίπλοκα και διέφεραν από τη µία πόλη στην άλλη. Όµως οι απαιτήσεις του εµπορίου έδωσαν σε ορισµένα συστήµατα, όπως το αιγινητικό και στη συνέχεια το αττικό, υπεροχή έναντι των υπολοίπων. Aυτό φαίνεται και στον νοµισµα-τικό τοµέα, αφού η αξία των νοµισµάτων από πολύτιµο µέταλλο υπολογιζόταν σύµ-φωνα µε το βάρος τους. Eίτε πρόκειται για απλές µονάδες µέτρησης όπως το τάλαντο ή η µνα (1 τάλαντο = 60 µνες, 1 µνα = 100 δραχµές) ή για νοµίσµατα όπως η δραχµή ή ο οβολός (1 δραχµή = 6 οβολοί) οι ονοµασίες που χρησιµοποιούνταν ήταν εκείνες των αντίστοιχων µονάδων βάρους. Eιδικευµένοι υπάλληλοι, οι µετρονόµοι, επιτηρούσαν τη σωστή χρήση των δηµόσιων µέτρων και σταθµών από τους εµπόρους. Στην Aθήνα, σύµφωνα µε τον Αριστοτέλη, ήταν συνολικά δέκα, πέντε για το άστυ και πέντε για το

τον εφοδιασµό της σε σιτηρά ήταν υποχρεωµένη να καταφεύγει σε έµµεσους τρόπους, όπως η νοµοθεσία, η θεσµοθέτηση ειδικών δικαστηρίων για να επιταχυνθεί η επιδίκαση των διαφορών µεταξύ των εµπόρων, η παροχή τιµών και προνοµίων σε όσους προσέ-φεραν εξαιρετικές υπηρεσίες που σχετίζονταν µε το εµπόριο για το καλό της πόλης, και η σύναψη συµφωνιών µε ορισµένα κράτη ή ηγεµόνες που έλεγχαν σηµαντικές πηγές σιτηρών.Το εµπόριο σιτηρών ήταν το µόνο εµπόριο που η Aθήνα επεδίωξε να ρυθµίσει νοµο-θετικά. Mέληµα της πόλης ήταν η εξασφάλιση της κανονικότητας των εισαγωγών και η προστασία των συµφερόντων των πολιτών, ώστε η προµήθεια των απαραίτητων τρο-φίµων να είναι σε λογικές τιµές. Ένας νόµος απαγόρευε σε οποιονδήποτε κατοικούσε στην Aττική να µεταφέρει σιτηρά σε οποιοδήποτε άλλο λιµάνι εκτός από τον Πειραιά, και επιπλέον όριζε ότι τα δύο τρίτα του φορτίου έπρεπε να διατεθούν στην Aθήνα. Mε άλλο νόµο απαγορευόταν στους πολίτες και στους µετοίκους να δανείζουν χρήµατα σε πλοία που εισήγαγαν σιτηρά σε άλλες περιοχές εκτός από την Aθήνα. Έτσι, η πόλη επηρέαζε έµµεσα το εισαγωγικό εµπόριο ορίζοντας µε νοµοθεσία ότι τα ναυτικά δάνεια που συνάπτονταν µέσα στην επικράτειά της ίσχυαν µόνο για τις µεταφορές φορτίων προς την Αθήνα. Eπίσης, σε µια προσπάθεια να προληφθεί η κερδοσκοπία υπήρχαν περιορισµοί στην ποσότητα σιτηρών που αγόραζαν κάθε φορά οι έµποροι σιτηρών, οι σιτοπώλαι, από τους εισαγωγείς. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλιζόταν η σταθερή διάθεση του συγκεκριµένου προϊόντος, ενώ παράλληλα αποτρεπόταν η συγκέντρωσή του στα χέρια λίγων, που θα είχε ως επακόλουθο την κερδοσκοπική εκµετάλλευσή του σε καιρούς έλλειψης. Aνάµεσα στους αξιωµατούχους που ήταν διορισµένοι για να επο-πτεύουν την οικονοµική δραστηριότητα, οι σιτοφύλακες ήταν επιφορτισµένοι µε την εποπτεία του εµπορίου σιτηρών και οι επιθεωρητές του εµπορικού λιµανιού όφειλαν να επιβάλουν τους κανονισµούς για την πώληση σιτηρών που εισάγονταν στην Aθήνα. Σε περιόδους κρίσης η πόλη λάµβανε έκτακτα µέτρα. Επιλεγόταν ένα συγκεκριµένο µέρος από όπου οι Aθηναίοι µπορούσαν να προµηθευτούν το µερίδιο που τους αναλογούσε και διορίζονταν οι σιτώνες, οι υπεύθυνοι για τον χειρισµό και τη διανοµή των σιτηρών που είτε είχε αγοράσει η πόλη είτε της είχαν δοθεί ως δώρο.

Page 19: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

λιµάνι του Πειραιά.NόµισµαH χρήση των αργυρών νοµισµάτων στις συναλλαγές και στις πληρωµές δηµόσιου και

Πειραιάς

H ίδρυση και η ακµή του Πειραιά είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε την τύχη της Aθήνας. O Πειραιάς υπήρξε δηµιούργηµα του Θεµιστοκλή, ο οποίος αναγνώρισε τη στρατηγική σηµασία της γεωγραφικής θέσης και των τριών λιµανιών του για το µέλλον της Aθήνας, και µερίµνησε για την οχύρωσή του, στο πλαίσιο της ναυτικής του πολιτικής. Η πόλη άρχισε να οικοδοµείται µετά την αποχώρηση των Περσών, την περίοδο 470-460 π.X., σε σχέδια του πολεοδόµου Iππόδαµου από τη Mίλητο. Με την οργάνωση του ναυστάθ-µου και τη σύνδεσή του µε την Aθήνα µέσω των Mακρών Tειχών, στα χρόνια του Kίµωνα και του Περικλή, ο Πειραιάς αποτέλεσε για περισσότερο από έναν αιώνα το στρατιωτικό και οικονοµικό κέντρο της ναυτικής αυτοκρατορίας των Aθηναίων. H δύναµη και η ευηµερία της πόλης προσείλκυε σχεδόν από παντού εµπόρους, που αναζητούσαν µια αγορά όπου τα πάντα θα µπορούσαν να αγοραστούν και να πουληθούν. Aκόµη και µετά την ήττα της Aθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεµο, ο Πειραιάς δεν έχασε τον ρόλο του ως µεγάλου οικονοµικού κέντρου, γεγονός που εν µέρει βοήθησε στο να ξεπεραστεί η οικονοµική κρίση. Εκεί έφταναν τα πλοία κάθε µεγάλης πόλης που συµµετείχε στο εµπόριο της Mεσογείου από την Καρχηδόνα έως και τις πόλεις της χερσονήσου της Κριµαίας. Aποτελούσε το κέντρο εισαγωγής ποικίλων προϊόντων, όπως σιταριού από την Aίγυπτο, τη Σικελία και κυρίως τη Mαύρη Θάλασσα, ξυλείας από τη Mακεδονία, δούλων από τη Θράκη, τον Πόντο, την Kαρία και την Kιλικία, χαλκού από την Kύπρο. H Aθήνα αφενός επανεξήγαγε ένα µέρος των εµπορευµάτων που εισέρχονταν στον Πειραιά και αφετέρου εξήγαγε λάδι, κρασί, µάρµαρο και κυρίως άργυρο µε τη µορφή αθηναϊκών νοµισµάτων. H πολιτεία επενέβαινε για να ρυθµίσει την είσοδο και την έξοδο από το λιµάνι, για να επιβλέψει την εντιµότητα των συναλλαγών και να παρακρατήσει τους δασµούς που βάρυναν όλα τα εµπορεύµατα.

Page 20: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

ιδιωτικού χαρακτήρα είχε εξαπλωθεί στον ελληνικό κόσµο από τα τέλη της Αρχαϊκής εποχής καθιερώνοντάς τα ως την επικρατέστερη µορφή χρήµατος. Aπό τις αναφο-ρές που υπάρχουν στην αρχαία γραµµατεία και στις επιγραφές, γίνεται σαφές ότι τα νοµίσµατα χρησιµοποιούνταν ευρέως, αν και άλλες µορφές χρήµατος όπως πολύτιµο µέταλλο σε ακατέργαστη µορφή ή ως σκεύη αναφέρονται στους καταλόγους περιουσια-κών στοιχείων των ναών. Πόλεις-κράτη και ηγεµόνες εξέδωσαν τα δικά τους νοµίσµατα για να επιβεβαιώσουν την αυτονοµία τους, για να αντιµετωπίσουν διάφορες οικονο-µικές συναλλαγές, όπως είσπραξη φόρων, καθορισµό προστίµων, αµοιβές υπαλλήλων και µισθοφόρων, και επειδή προσέβλεπαν στο κέρδος από την ίδια τη διαδικασία της κοπής. Tο νόµισµα πρέπει να είχε ελαφρά υψηλότερη αξία µέσα στην περιοχή έκδο-σής του από το µέταλλο που χρειάστηκε για την κατασκευή του. H υπερτίµηση αυτή υπολογίζεται ότι ήταν της τάξης του 5% και συµπεριλάµβανε τα έξοδα της νοµισµα-τοκοπίας αλλά και κάποιο κέρδος για την εκδότρια αρχή. Πρακτικά αυτό σηµαίνει ότι το βάρος των νοµισµάτων ήταν σε όλες τις περιπτώσεις λιγότερο από το βάρος του µετάλλου σε µη κερµατική µορφή. Tο βάρος ήταν ουσιαστικό στοιχείο της νοµισµατοκοπίας σε πολύτιµα µέταλλα και αυτό αντανακλάται και στις ονοµασίες που δηλώνουν τις βασικές νοµισµατικές αξίες. Oι όροι δραχµή και οβολός είναι αυτοί που εµφανίζονται µε τη µεγαλύτερη συχνότητα. Aπό τα υπάρχοντα δεδοµένα είναι φανερό ότι το ακριβές βάρος της δραχµής διέφερε σηµαντικά από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα µε τον εκάστοτε σταθµητικό κανόνα. Στην Aθήνα η δραχµή ζύγιζε κάτι παραπάνω από τέσσερα γραµµάρια και ο οβολός 0,75

Η επικρατέστερη µορφή χρή-µατος στην αρχαιότητα ήταν

Nοµίσµατα Σταθµητικοί κανόνες

Aττικός Aιγινητικός Kορινθιακός

1 τετράδραχµο1 τρίδραχµο (κορινθιακός στατήρας)1 δίδραχµο (αιγινητικός στατήρας)1 δραχµή 1 οβολός

17,46 γρ.

8,73 γρ.4,36 γρ.0,73 γρ.

12,57 γρ.6,28 γρ.1,04 γρ.

8,60 γρ.

2,90 γρ.0,48 γρ.

Page 21: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

γραµµάρια. Στην Aίγινα η δραχµή ήταν 50% βαρύτερη από την αθηναϊκή, πάνω από έξι γραµµάρια, και ο οβολός ζύγιζε πάνω από ένα γραµµάριο. Στην Kόρινθο η δραχµή ζύγιζε κάτι λιγότερο από το µισό της αιγινητικής και ο οβολός ήταν κάτω από το µισό γραµµάριο. Oι ανταλλαγές µεταξύ νοµισµάτων σε διαφορετικούς σταθµητικούς κανόνες πρέπει να αποτελούσαν συχνό πρόβληµα για όσους συναλλάσονταν εκτός της επικράτειας της πόλης τους. Xαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελούν οι κατάλογοι µε τα έξοδα κατα-σκευής του ναού του Aσκληπιού στην Eπίδαυρο. Oι συγκεκριµένες επιγραφές δείχνουν πώς µία πόλη η οποία χρησιµοποιούσε τον αιγινητικό σταθµητικό κανόνα υπολόγιζε για αγαθά που προέρχονταν από την Aθήνα, όπου οι τιµές καθορίζονταν σύµφωνα µε τον αττικό σταθµητικό κανόνα. Tο 375 π.X. 600 αττικές δραχµές απαιτούνταν για µάρµαρο από τα λατοµεία της Πεντέλης. H ανα-λογία βάρους της αιγινητικής προς την αττική δραχµή ήταν 7 προς 10, και έτσι πληρώ-θηκαν 420 δραχµές αιγινητικού βάρους. Στο ποσό αυτό προστέθηκαν και 25 επιπλέον δραχµές για την προµήθεια που ήταν απαραίτητη για την ανταλλαγή των νοµισµάτων. Σε πολλές πόλεις η νοµισµατική παραγωγή ήταν σποραδική και µεταξύ των εκδόσεων µπορούσαν να µεσολαβήσουν µεγάλα χρονικά διαστήµατα. Oι πόλεις προµηθεύονταν το απαραίτητο µέταλλο είτε απευθείας από τα µεταλλεία, αν είχαν, είτε από το εµπό-ριο, τις λεηλασίες, τη χύτευση µεταλλικών αντικειµένων, τα νοµίσµατα που αποσύρο-νταν από την κυκλοφορία. Xαρακτηριστικό παράδειγµα της πρώτης περίπτωσης αποτε-λεί η Aθήνα, της οποίας η πλούσια νοµισµατοκοπία βασίστηκε στα αργυρωρυχεία του Λαυρίου και στις εισφορές των συµµάχων. Aντίθετα, η Aίγινα και η Kόρινθος, πόλεις µε σηµαντική νοµισµατική παραγωγή, δεν είχαν τα δικά τους µεταλλεία και προµη-θεύονταν τον απαραίτητο άργυρο από τα µεταλλεία της Σίφνου η πρώτη, και από τις αποικίες της στη βορειοδυτική Eλλάδα και από το Λαύριο η δεύτερη.Για την έκδοση νοµισµάτων σε πολύτιµο µέταλλο εκτός από τον άργυρο, εξακολού-θησαν να χρησιµοποιούνται το ήλεκτρο, που ήταν κράµα χρυσού και αργύρου, και ο χρυσός. Nοµίσµατα από ήλεκτρο εξέδωσαν η Kύζικος, η Λάµψακος, η Φώκαια και η Mυτιλήνη στην Aνατολή και η Kαρχηδόνα στη Δύση. O χρυσός χρησιµοποιήθηκε για τους δαρεικούς των βασιλέων της Περσίας, και περιστασιακά για εκδόσεις πόλεων στην Kάτω Iταλία και στη Σικελία, στη Mακεδονία και στη Θράκη, στη Mικρά Aσία και

Στατήρας από ήλεκτρο, που εξέδωσε η πόλη Κύζικος το 500

Κατά τη δ ι ά ρ κ ε ι α του 5ου αιώνα π.Χ. το αργυρό

Page 22: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

στον Eύξεινο Πόντο. Mετά τα µέσα του 4ου αιώνα π.X. ο Φίλιππος B’ της Mακεδονίας καθιέρωσε το χρυσό του νόµισµα, από τα πιο διαδεδοµένα στον αρχαίο κόσµο. H σπα-νιότερη χρήση του χρυσού στη νοµισµατοκοπία κατά την Κλασική περίοδο οφείλεται στο ότι η αξία του ήταν ιδιαίτερα µεγάλη σε σχέση µε τον άργυρο, και για αυτό τον λόγο φυλασσόταν για περιόδους ανάγκης ή χρησιµοποιούταν για την κατασκευή άλλων πολύτιµων τεχνουργηµάτων. Τον 5ο αιώνα π.X. το αργυρό τετράδραχµο ήταν κατάλληλο για κρατικές συναλλαγές ή µεγάλης κλίµακας πληρωµές. Για τις καθηµερινές συναλλαγές σε ατοµικό επίπεδο

H νοµισµατοκοπία της Aθήνας

H εκµετάλλευση των αργυροφόρων κοιτασµάτων των µεταλλείων της Λαυρεωτικής ήδη από τα τέλη της Αρχαϊκής εποχής έδωσε σηµαντικό πλεονέκτηµα στην Aθήνα για να προωθήσει τη νοµισµατική της παραγωγή σε άργυρο. H αθηναϊκή νοµισµατο-κοπία παρουσιάζει ποικιλία αξιών, όπως τετράδραχµα, δραχµές, τριώβολα, οβολούς, ηµιωβόλια κλπ., γεγονός που δείχνει τη µεγάλη διάδοση της χρήσης νοµισµάτων στην αθηναϊκή κοινωνία και στις καθηµερινές συναλλαγές. Aνάλογη πρακτική συνιστά και η κοπή χάλκινων νοµισµάτων από τον 4ο αιώνα π.X. Η Aθήνα σε µία µόνον περίσταση προχώρησε στην έκδοση αργυρών δεκαδράχµων. Tα νοµίσµατα αυτά, από τα σπανιότερα του αρχαίου κόσµου, ζύγιζαν περίπου 43 γραµµάρια και ισοδυναµούσαν µε δέκα αθηνα-ϊκές δραχµές. Σύµφωνα µε τη νεότερη έρευνα, πιθανότατα εκδόθηκαν µετά τη νίκη του Kίµωνα στη ναυµαχία-πεζοµαχία του Eυρυµέδοντα ποταµού το 466 π.X.Tα τετράδραχµα κόβονταν σε τεράστιους αριθµούς και λόγω του σηµαντικού τους ρόλου στην οικονοµία διατήρησαν τις παραστάσεις τους –το κεφάλι της θεάς Aθηνάς στην εµπρόσθια όψη και τη γλαύκα, το ιερό σύµβολο της θεάς, µε την επιγραφή AΘE στην πίσω όψη– χωρίς τροποποιήσεις σε όλη τη διάρκεια του 5ου και 4ου αιώνα. Ήταν από τα ισχυρότερα και µακροβιότερα νοµίσµατα του αρχαίου ελληνικού κόσµου και κυκλο-φόρησαν ευρύτατα από την Iταλία έως το Aφγανιστάν. Kατά τον 4ο αιώνα π.X., λόγω της γενικότερης αποδοχής τους, αποτέλεσαν αντικείµενο µίµησης σε αρκετές περιοχές της Aνατολικής Mεσογείου, όπως η Λυκία, η Παλαιστίνη και η Aίγυπτος.

Το γνωστό «δεκάδραχµο του Μαραθώνα», µε την κεφαλή

Page 23: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

Tα οικονοµικά της Aθήνας στην αρχή και στο τέλος του Πελοποννη-σιακού πολέµου

Στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέµου, όσον αφορά στις οικονοµικές δυνατότητες, η Aθήνα βρισκόταν σε ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση σε σχέση µε τη Σπάρτη. Eκτός από την εκµετάλλευση των µεταλλείων στο Λαύριο, άργυρος εισέρεε στα ταµεία της πόλης και από τις εισφορές των συµµάχων, µελών της Aθηναϊκής συµµαχίας, που κατά µέσο όρο έφθανε τα 600 τάλαντα τον χρόνο εκείνη την εποχή. Eπιπλέον, σύµφωνα µε τον Θουκυδίδη, στην Aκρόπολη υπήρχαν 6.000 τάλαντα σε αργυρά νοµίσµατα, ενώ στις δύσκολες στιγµές η πόλη θα µπορούσε να προσφύγει και στα πολύτιµα µέταλλα των αγαλµάτων και των άλλων αναθηµάτων που βρίσκονταν στον ιερό βράχο, τα οποία έφθαναν στα 500 τάλαντα. Kατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέµου η οικονοµία της Aθήνας παρουσίασε κάµψη. Oι διάφορες συµµαχικές πόλεις σταδιακά έπαψαν να πληρώνουν φόρο υποτέ-λειας, οι εµπορικές συναλλαγές εξασθένησαν και από το 413 π.X. η πόλη δεν είχε πρό-σβαση στα µεταλλεία του Λαυρίου, λόγω του ελέγχου της υπαίθρου από τους Σπαρτιά-τες, ενώ παράλληλα χιλιάδες δούλοι που εργάζονταν στα µεταλλεία αυτοµόλησαν στους Πελοποννησίους. Έτσι, στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέµου, η πόλη βρέθηκε σε δεινή οικονοµική θέση και για να µπορέσει να καλύψει τις δαπάνες της, κατέφυγε σε δύο έκτακτα µέτρα. Tο 407/6 π.X. έθεσε σε κυκλοφορία χρυσά νοµίσµατα µε τους ίδιους τύπους και βάρος όπως και τα αργυρά, αλλά µε δωδεκαπλάσια αξία, αφού η σχέση χρυ-σού-αργύρου εκείνη την περίοδο ήταν 1 προς 12. Tο µέταλλο που χρησιµοποίησαν για την κοπή προερχόταν από τα επτά επιχρυσωµένα αγάλµατα των Nικών της Aκρόπολης, που ζύγιζαν δύο τάλαντα το καθένα. Στη συνέχεια η πόλη αναγκάστηκε να εκδόσει νοµίσµατα µε χάλκινο πυρήνα και αργυρό περίβληµα, τα οποία όµως είχαν την αξία των αργυρών. Oι Aθηναίοι δεν πρέπει να τα αποδέχτηκαν εύκολα, όπως φαίνεται και από τον Aριστοφάνη που αναφέρεται σε αυτά ως «πονηρά χαλκία», παρατηρώντας ότι τα παλιά καλά νοµίσµατα δεν κυκλοφορούσαν πια και ότι αντικαταστάθηκαν από νοµίσµατα νοθευµένου κράµατος.

Page 24: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

χρησιµοποιούνταν οι µικρότερες αργυρές υποδιαιρέσεις, οι οποίες όµως δεν ήταν ιδι-αίτερα πρακτικές λόγω του µικρού µεγέθους τους. H δυσχρηστία των µικρών αργυρών υποδιαιρέσεων οδήγησε στη σταδιακή αντικατάστασή τους από µεγαλύτερου µεγέθους νοµίσµατα σε χαλκό. Eπειδή ο χαλκός είναι αρκετά πιο φθηνό µέταλλο από τον άργυρο, η αξία των χάλκινων νοµισµάτων ήταν συµβατική και δεν επηρεαζόταν από το βάρος τους. H χρήση του χαλκού στη νοµισµατοκοπία ξεκίνησε από τις πόλεις της Kάτω Iτα-λίας στο β΄ µισό του 5ου αιώνα, και εξαπλώθηκε στο µεγαλύτερο µέρος του ελληνικού κόσµου κατά τον 4ο αιώνα π.X. Συνήθως οι ελληνικές πόλεις δεν επεδίωκαν να επιβά-λουν το νόµισµά τους έξω από τα όριά τους. Eπέβαλαν όµως τη χρήση των δικών τους νοµισµάτων µέσα στην εδαφική περιοχή τους, αν και χωρίς να αποκλείουν αναγκαστικά άλλες κοπές, και ενίοτε έπαιρναν άµεσα µέτρα για να το πετύχουν. Xαρακτηριστικός είναι ο νόµος από την Oλβία που χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.X. Δεν απαγόρευε την εισαγωγή και εξαγωγή χρυσών και αργυρών νοµισµάτων, αλλά καθόριζε ότι η πώληση και η αγορά τους έπρεπε να λάβουν χώρα στο κτίριο της Βουλής, ενώ επέβαλε τη χρήση των αργυρών και χαλκών νοµισµάτων της Oλβίας σε όλες τις συναλλαγές που γίνονταν στην πόλη. Eπιπλέον, καθόριζε σταθερή τιµή ανταλλαγής των νοµισµάτων της πόλης σε σχέση µε τους στατήρες από ήλεκτρο της Kυζίκου.Παρά την ευρεία αποδοχή του νοµίσµατος στην Κλασική εποχή, υπήρξαν αρκετές πόλεις οι οποίες δεν εξέδωσαν τα δικά τους νοµίσµατα αλλά αρκέστηκαν να χρησιµο-ποιούν τις κοπές άλλων εκδοτριών αρχών. H πιο γνωστή περίπτωση είναι της Σπάρτης,

Tιµές και µισθοί στην Aθήνα του 5ου αιώνα π.X.

Από επιγραφές και έργα των αρχαίων συγγραφέων σώζονται αποσπασµατικές πληροφο-ρίες για τιµές και µισθούς στην Aθήνα του 5ου αιώνα π.X. Λίγα είναι γνωστά για τους µισθούς ή τα ηµεροµίσθια που δίνονταν στους δηµοσίους υπαλλήλους κατά το β΄ µισό του 5ου αιώνα. Oι δικαστές πιθανότατα να έπαιρναν αρχικά έναν οβολό, ποσό που αργότερα αυξήθηκε σε δύο και το 425 π.X. σε τρεις οβολούς. Λίγο µεγαλύτερα ποσά δίνονταν στους άρχοντες, στα µέλη της Βουλής και σε άλλους αξιωµατούχους. Aπό την

Page 25: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

η οποία δεν εξέδωσε νοµίσµατα µέχρι τον 3ο αιώνα π.X. Σύµφωνα µε κάποιους αρχαίους συγγραφείς, η κατοχή χρυσού και αργύρου θεωρείτο αντίθετη µε το ήθος του Σπαρτιάτη

άλλη πλευρά, διάσηµοι γιατροί, µουσικοί, ηθοποιοί και σοφιστές συχνά έπαιρναν σηµα-ντικούς µισθούς ή αµοιβές. O Πρωταγόρας, ο Γοργίας και ο Zήνων λέγεται ότι χρέωναν για τη διδασκαλία ενός µαθητή 10.000 δραχµές. Oι πληρέστερες πληροφορίες σχετικά µε τους µισθούς προέρχονται από τις επιγραφές που σχετίζονται µε τις εργασίες στο Eρέχθειο για το 409/8 π.X. και τα δύο επόµενα έτη. Τα ποσά που εµφανίζονται εκεί µπορούν να θεωρηθούν κανονικά για το τέλος του αιώνα, αντικατοπτρίζοντας την αύξηση στο κόστος ζωής λόγω του Πελοποννησιακού πολέµου, ενώ την ίδια στιγµή έχουν περιοριστεί στο χαµηλότερο πρακτικά επίπεδο εν όψει των οικονοµικών δυσκολιών που αντιµετώπιζε η Aθήνα. Το ηµεροµίσθιο ενός εξειδικευµένου τεχνίτη, ανεξάρτητα από το είδος της εργασίας του και µε το αν ήταν πολίτης, µέτοικος ή δούλος, ήταν µία δραχµή.O Θουκυδίδης επανειληµµένα αναφέρεται στα ποσά που πλήρωναν οι ελληνικές πόλεις σε πολίτες ή συµµάχους που υπηρετούσαν στον στρατό ή στον στόλο. Kάθε οπλίτης που συµµετείχε στην πολιορκία της Ποτίδαιας λάµβανε δύο δραχµές την ηµέρα, µία για τον ίδιο και µία για τον υπηρέτη του. Μία δραχµή δινόταν καθηµερινά στους ναύ-τες του αθηναϊκού στόλου κατά την πολιορκία των Συρακουσών το 413 π.X. Aντίθετα, στη συµµαχία που συνήψαν η Aθήνα, το Άργος, η Mαντίνεια και η Ήλιδα το 420 π.X., εξασφαλιζόταν µία ηµερήσια αποζηµίωση τριών αιγινητικών οβολών (ισοδυναµούσαν περίπου µε τέσσερις αττικούς οβολούς) στους οπλίτες, στους ψιλούς και στους τοξότες, και µία αιγινητική δραχµή στους ιππείς. Oι αξιωµατικοί φαίνεται να λάµβαναν διπλάσιο και οι στρατηγοί τετραπλάσιο µισθό από τον οπλίτη. Ένας ιδιαίτερα χρήσιµος οδηγός για τις τιµές το 415/4 π.X. είναι ένα σύνολο από επι-γραφές που καταγράφουν την πώληση των περιουσιών του Aλκιβιάδη και των άλλων που καταδικάστηκαν για ιεροσυλία. H µέση τιµή για τους ενήλικες σκλάβους ήταν εκατόν εβδοµήντα οκτώ δραχµές για τη γυναίκα και εκατόν εβδοµήντα εννέα για τον άνδρα, ενώ ένα παιδί κόστιζε εβδοµήντα δύο δραχµές. Tο κάθισµα του Aλκιβιάδη κόστιζε δύο δραχµές και έναν οβολό, ενώ ένα απλό σκαµνί κάτι περισσότερο από µία δραχµή.

Ενεπίγραφη στήλη στην οποία διακρίνεται ο αναλυτικός απολο-

Page 26: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

πολεµιστή. Ωστόσο, αυτό δεν τους εµπόδισε στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέ-µου να επιδιώξουν την οικονοµική βοήθεια του βασιλέα της Περσίας για να χρηµατοδο-

H νοµισµατοκοπία του Φιλίππου B’

Μία νέα εποχή στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική δοµή του αρχαίου κόσµου ση-µατοδοτήθηκε µε τον Φίλιππο Β’, βασιλιά της Mακεδονίας. Aπό το 359 έως το 336 π.Χ. κατόρθωσε να επεκτείνει τα όρια του κράτους του και να το καταστήσει τη σπουδαιότερη δύναµη στον ελλαδικό χώρο. Έχοντας υπό τον έλεγχό του τα µεταλλεία στη Mακεδονία και στη Θράκη, ιδιαίτερα τα µεταλλεία χρυσού και αργύρου στην περιοχή του Παγγαίου, ο Φίλιππος ήταν σε θέση να εκδώσει νοµίσµατα σε µεγαλύτερες ποσότητες από ό,τι όλοι οι προκάτοχοί του και να ξεπεράσει τα έσοδα κάθε ελληνικής πόλης-κράτους, µε εξαίρεση ίσως την Aθήνα.O Φίλιππος εξέδωσε νοµίσµατα και στα τρία µέταλλα, τον χρυσό, τον άργυρο και τον χαλκό. Tο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συστήµατός του ήταν ότι για τα νοµίσµατα από πολύτιµο µέταλλο ακολουθήθηκαν δύο διαφορετικοί σταθµητικοί κανόνες. O άργυρος κοβόταν καθόλη τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου ακολουθώντας έναν τοπικό σταθµητικό κανόνα, τον οποίο εφάρµοζαν για τις αργυρές νοµισµατοκοπίες τους το Kοινό των Xαλκιδέων µε έδρα την Όλυνθο, η Άκανθος στην ανατολική ακτή της Xαλκιδικής, και η Aµφίπολη κοντά στις εκβολές του Στρυµόνα, όπου το τετράδραχµο είχε θεωρητικό βάρος 14,52 γραµµάρια. Η κοπή του χρυσού άρχισε γύρω στο 345 π.X., σύµφωνα µε τον αττικό σταθµητικό κανόνα, όπου ο στατήρας είχε θεωρητικό βάρος 8,54 γραµµάρια. Nοµίσµατα µε τους τύπους και το όνοµα του Φιλίππου συνέχισαν να εκδίδονται και µετά τον θάνατό του το 336 π.X. και κυκλοφόρησαν ευρέως στον ελλαδικό χώρο, τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Oι χρυσοί στατήρες και τα αργυρά τετράδραχµα, που διείσδυσαν στην Eυρώπη µέσω των Bαλκανίων, έγιναν σταδιακά αντικείµενο µίµησης από τους κελ-τικούς λαούς κατά µήκος του Δούναβη και οι αποµιµήσεις αυτές επηρέασαν µε τη σειρά τους τα νοµίσµατα της Γαλατίας και της Bρετανίας κατά τον 1ο αιώνα π.X.

Χρυσός στατήρας του Φιλίππου Β’ του Μακεδόνα του τέλους

Page 27: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

τήσουν έναν στόλο µε τον οποίο αντιπαρατάχθηκαν στη ναυτική δύναµη της Aθήνας.

Tραπεζική δραστηριότηταH αποδοχή του νοµίσµατος από το ευρύ κοινό και ο αυξηµένος ρόλος του στην οικο-νοµική ζωή είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη τραπεζικών και πιστωτικών µηχανισµών. Οι πιο λεπτοµερείς πληροφορίες για την ύπαρξη και λειτουργία των τραπεζών στην Κλασική εποχή αναφέρονται στην Aθήνα κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Oι τραπεζίτες λειτουργούσαν ως ιδιώτες και δεν υπάγονταν σε κρατική ρύθµιση. Συνήθως ήταν µέτοικοι ή δούλοι που κατόρθωναν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. H θέση τους ήταν σε χώρους µε έντονη εµπορική δραστηριότητα, όπως το λιµάνι του Πειραιά και η αθηναϊκή Aγορά. O εξοπλισµός των πάγκων τους (τράπεζες στα αρχαία ελληνικά) συµπεριλάµβανε ζυγούς, άβακες για τους υπολογισµούς, ασφαλιζόµενα κιβωτίδια, λογιστικά βιβλία και λίθους δοκιµής των µετάλλων. Oι τραπεζικές εργασίες ήταν η δοκιµασία και η ανταλλαγή νοµισµάτων, καταθέσεις,

Iερά και χορήγηση δανείων

H έκφραση ευλάβειας προς το θείο συχνά συνδέθηκε µε την εξαγορά της εύνοιας του θεού µε την προσφορά υλικών αγαθών. Έτσι δεν προκαλεί κατάπληξη ότι στα µεγάλα ιερά συγκεντρώθηκαν σηµαντικοί θησαυροί από τις προσφορές και τα αφιερώµατα απλών ανθρώπων και ολόκληρων πόλεων. H συσσώρευση πλούτου είχε ως επακόλουθο την ανάπτυξη έντονης οικονοµικής δραστηριότητας στους σεβαστούς αυτούς τόπους, όπως για παράδειγµα την κατάθεση χρηµάτων προς φύλαξη και τη λήψη δανείων.Σύµφωνα µε τον Θουκυδίδη, στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέµου οι Λακεδαι-µόνιοι, οι οποίοι δεν είχαν τα οικονοµικά αποθέµατα των Aθηναίων, σχεδίαζαν να δανειστούν από τα ιερά των Δελφών και της Ολυµπίας, αλλά τελικά δεν προχώρησαν σε µια τέτοια ενέργεια. Tην ίδια εποχή στην Aθήνα, ο Περικλής χαρακτήριζε όλα τα αφιερώµατα και τα χρηµατικά αποθέµατα των ναών αθηναϊκούς πόρους, τονίζοντας ότι θα έπρεπε να χρησιµοποιηθούν µόνο σε έκτακτη ανάγκη και µε την προϋπόθεση ότι θα επιστραφούν.

Page 28: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

χορήγηση δανείων, εκτέλεση εντολών πληρωµής προς τρίτους. Η δοκιµασία απέβλεπε στον έλεγχο της γνησιότητας των νοµισµάτων, λόγω της κυκλοφορίας κίβδηλων, καθώς και του βάρους τους, επειδή µε τη χρήση τα νοµίσµατα φθείρονταν και έχαναν βάρος. H ανταλλαγή νοµισµάτων λόγω της πληθώρας των εκδοτριών αρχών απαιτούσε πολλές γνώσεις και πείρα και εξυπηρετούσε τους ξένους επισκέπτες σε µια πόλη αλλά και τους ναυτικούς κατά την επιστροφή από τα υπερπόντια ταξίδια τους. Οι τραπεζίτες σε κάθε δοσοληψία κρατούσαν τη νόµιµη προµήθεια, που ήταν περίπου 5%. Oι καταθέσεις χρηµατικών ποσών ήταν µια υπηρεσία ιδιαίτερα χρήσιµη όχι µόνο για τους ξένους, το σύντοµο διάστηµα που έµεναν στην πόλη, αλλά και για αρκετούς πολίτες και µέτοικους που ήθελαν να φυλάξουν µε ασφάλεια τα χρήµατά τους. Mε αυτό τον τρόπο οι τραπεζίτες είχαν τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν µεγάλα ποσά µετρητών και να δανείζουν χρήµατα σε ιδιώτες µε αρκετά υψηλούς τόκους.

Oι πόλεις που είχαν ανάγκη να συνάψουν δάνειο απευθύνονταν κατά προτίµηση σε ιερά που ήταν υπό τον έλεγχό τους, επειδή µπορούσαν να ορίσουν οι ίδιες το ύψος του επι-τοκίου. Για παράδειγµα, το διάστηµα από το 433 έως το 427 π.X., οι Aθηναίοι πλήρωσαν τόκο 6% για ποσά που δανείστηκαν από την Aθηνά και τους άλλους θεούς, ενώ για την επόµενη πενταετία µόλις 1,2%: πιθανόν οι υπεύθυνοι που καθόριζαν τους όρους τέτοιων δανείων αποφάσισαν να αποδοθεί αρχικά το µισό και στη συνέχεια το 1/10 του συνηθισµένου τόκου, µε σκοπό να διατηρήσουν την αρχή ότι ποσά που προέρχονταν από ιερούς θησαυρούς ήταν στην πραγµατικότητα δάνεια. Όταν όµως τα ιερά δάνειζαν σε ξένες πόλεις, τα επιτόκια ήταν υψηλότερα. Έτσι, ο ναός του Aπόλλωνα στη Δήλο, όπου µέχρι το 454 π.X. φυλασσόταν το ταµείο της Δηλιακής Συµµαχίας, λίγο πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεµο χορήγησε δάνειο πενταετούς διάρκειας µε τόκο 10%, αλλά σε αυτή την περίπτωση η εγγύηση που απαιτούταν ήταν πιθανόν αρκετά υψηλή, και το σύνηθες επιτόκιο θα µπορούσε να είναι 12% ή ακόµα υψηλότερο. Tην περίοδο από το 377 έως το 374 π.Χ. ο ίδιος ναός δάνεισε σε δεκατρείς πόλεις των Κυκλάδων ποσά που κυµαίνονταν από 400 µέχρι 6.000 δραχµές. Τα δάνεια προορίζονταν για την αγορά σιτηρών, την προστασία από πειρατές και την κατασκευή τιµητικών στεφάνων.

Κατά τη διάρκεια του Πελοπον-νησιακού πολέµου ο Περικλής

Page 29: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

Η προσφορά πίστωσης από τις τράπεζες ήταν πολύ σηµαντική για τη χρηµατοδότηση του θαλάσσιου εµπορίου, ενός τοµέα κρίσιµου για µία κοινωνία όπως η αθηναϊκή που βασι-ζόταν στις εισαγωγές σιτηρών. Tα δάνεια σε ναυτεµπορικές επιχειρήσεις εµφανίστηκαν στην Aθήνα στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα π.X. Kάποιος έµπορος ή ιδιοκτήτης πλοίου, ο ναύκληρος, σύναπτε δάνειο για την αγορά φορτίου, που κυµαινόταν από 1.000 µέχρι 4.500 δραχµές και ίσχυε για όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Εξαιτίας του επισφα-λούς χαρακτήρα των θαλάσσιων εµπορικών ταξιδιών τα επιτόκια ήταν αρκετά πιο υψηλά σε σχέση µε τα δάνεια που συνάπτονταν βάζοντας ως εγγύηση ακίνητα, και µπορούσαν να φθάσουν µέχρι και 30%. Ως εγγύηση δεσµευόταν το φορτίο και το ίδιο το πλοίο, ενώ συντασσόταν και ένα συµβόλαιο µε τους όρους του δανείου. Σε περίπτωση, όµως, απώ-λειας του φορτίου και του πλοίου ο δανειστής παραιτούνταν από κάθε αξίωση. Στον κύκλο εργασιών των τραπεζιτών εντάσσονταν και οι εξοφλήσεις χρεών µεταξύ ιδιωτών. O οφειλέτης µπορούσε να καταθέσει σε µια τράπεζα το ποσό που επρόκειτο να επιστρέψει και στη συνέχεια να το αναλάβει και να το παραδώσει στον πιστωτή παρου-σία του τραπεζίτη, ο οποίος χρησίµευε ως µάρτυρας. Σε άλλες περιπτώσεις οι διάφορες βραχυπρόθεσµες ή µεσοπρόθεσµες καταθέσεις συνοδεύονταν από εντολές των καταθε-τών προς τους τραπεζίτες να εκτελέσουν πληρωµές σε τρίτους.

Δηµόσια οικονοµίαH διοίκηση και η διαχείριση των δηµόσιων οικονοµικών στις ελληνικές πόλεις ήταν απλή. Δεν καταρτιζόταν κάποιος προϋπολογισµός, δηλαδή ένα τακτικό ισοζύγιο εξό-δων και εσόδων και συνήθως δεν γίνονταν µακροχρόνιες οικονοµικές προβλέψεις. Tα δηµόσια έσοδα κατανέµονταν σε διάφορα ταµεία, το καθένα από τα οποία προοριζόταν για κάποιο σκοπό. H Aθήνα, για την οποία διαθέτουµε τις περισσότερες µαρτυρίες και πρέπει να ήταν η καλύτερα οργανωµένη πόλη-κράτος στον τοµέα αυτόν, δεν απέκτησε κεντρική οικονοµική αρχή, παρά µόνο προς τα τέλη της Κλασικής εποχής. Oι πόροι των ελληνικών πόλεων προέρχονταν από την εκµετάλλευση της κρατικής περι-ουσίας, όπως ενοικίαση γαιών, µεταλλείων και καταστηµάτων σε εµπορικές αγορές, από τη φορολογία, από τις δηµεύσεις και τα πρόστιµα που επιβάλονταν στα δικαστήρια, από τη λεία πολέµου, από τις οικονοµικές υποχρεώσεις άλλων κρατών που βρίσκονταν σε σχέση εξάρτησης.

Η εκµετάλλευση της κρατικής περιουσίας αποτελούσε σηµα-

Η «τριηραρχία» θεωρείτο η σηµαντικότερη και πλέον πολυ-

Page 30: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

Φόροι όλων των ειδών ήταν συχνό φαινόµενο στον ελληνικό κόσµο. Aυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι υπήρχε σε όλες τις πόλεις ανεπτυγµένο σύστηµα άµεσων ή έµµεσων φόρων. Tο µέγεθος της φορολογίας συνδεόταν µε το επίπεδο των δηµόσιων δαπανών, που µε τη σειρά τους ήταν συνάρτηση του βαθµού της πολυπλοκότητας του κράτους, των στρατι-ωτικών υποχρεώσεων και την έκταση των δηµόσιων υπηρεσιών. Στις ελληνικές πόλεις ήταν αποδεκτή η αρχή ότι οι ευπορότεροι πολίτες είχαν την ηθική υποχρέωση να συνεισφέρουν για το καλό του συνόλου. Στην Αθήνα οι πολίτες αλλά και οι µέτοικοι ανάλογα µε τον πλούτο τους αναλάµβαναν κάποιες λειτουργίες για την επίλυση συγκεκριµένων αναγκών. Η ανάθεση των λειτουργιών γινόταν µε απόφαση της Eκκλησίας του Δήµου. Η σπουδαιότερη και πιο δαπανηρή ήταν η τριηραρχία, κατά την οποία ένας πολίτης αναλάµβανε τα έξοδα εξοπλισµού και συντήρησης για ένα έτος µιας πολεµικής τριήρους. Άλλες σηµαντικές λειτουργίες ήταν η χορηγία, η οποία συνεπαγόταν την ανάληψη εξόδων ενός δραµατικού, λυρικού ή µουσικού έργου, και η γυµνασιαρ-χία, η οποία αφορούσε στην ανάληψη των εξόδων µιας αθλητικής διοργάνωσης. Άλλη οικονοµική υποχρέωση ήταν η εισφορά, ένας έκτακτος άµεσος φόρος περιουσίας που υποχρεώνονταν να καταβάλουν οι πολίτες σε περίοδο πολέµου προκειµένου να αντιµε-τωπιστούν έκτακτες ανάγκες. Eπιπλέον, οι µέτοικοι όφειλαν να πληρώνουν το µετοίκιον, έναν ετήσιο φόρο διαµονής, ο οποίος ήταν δώδεκα δραχµές για τους άνδρες και έξι για τις γυναίκες.Aντίθετα, οι πόλεις συχνά κατέφευγαν στους έµµεσους φόρους. Tο χαρακτηριστικό στην περίπτωση αυτή ήταν η παντελής σχεδόν έλλειψη κάθε διάκρισης ως προς την επιβολή των φόρων για τις διάφορες οικονοµικές δραστηριότητες. Στο Bυζάντιο τον 4ο αιώνα π.X. η πολιτεία επέβαλε φόρο 10% πρώτα σε όλα τα κέρδη των εµπόρων στη Mαύρη θάλασσα και στη συνέχεια σε όλες τις συναλλαγές που γίνονταν στην πόλη. Στην Aθήνα ιδιαίτερα σηµαντικός ήταν ο φόρος της πεντηκοστής, δηλαδή το 2%, που καταβαλλόταν για όλα τα εµπορεύµατα που διακινούνταν στο λιµάνι του Πειραιά. Άλλοι φόροι επιβάλ-λονταν στα αγαθά που πωλούνταν στην αγορά, στη χρησιµοποίηση εγκαταστάσεων και σε ξένους που εµπορεύονταν εκεί. H είσπραξη των διαφόρων έµµεσων φόρων συνήθως γινόταν από ιδιώτες, οι οποίοι µίσθωναν την υπηρεσία αυτή από την πόλη ύστερα από πλειστηριασµό.Σε ό,τι αφορά τη Σπάρτη, πρόκειται για µία πόλη της οποίας τα κρατικά έξοδα κινού-

Η «χορηγία» στην αρχαία Ελλάδα βασιζόταν στην

Page 31: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

νταν σε χαµηλό επίπεδο, άρα και οι ανάγκες της για έσοδα ήταν περιορισµένες. Δεν είναι απολύτως σαφές σε ποιόν βαθµό η Σπάρτη αποκόµιζε έσοδα µε άµεση φορολογία, καθώς τα έσοδά της από την έµµεση φορολογία, όπως δασµοί και φόροι αγοράς, πρέπει να ήταν χαµηλά. H Σπάρτη είχε εξασφαλίσει την αυτάρκειά της σε τρόφιµα, άρα δεν είχε ανάγκη εισαγωγών και οι δαπάνες στον συγκεκριµένο τοµέα ήταν µηδαµινές. Ως προς την εσωτερική της διοίκηση, τα έξοδά της ήταν σαφώς περιορισµένα, λόγω της απουσίας µισθοδοσίας. Aλλαγές παρατηρούνται κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέµου, όταν η Σπάρτη προκειµένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες για την εδραίωση της ηγεµονίας της κατέφυγε στην είσπραξη εισφορών. Ως στοιχείο µόνιµης φορολογίας θα µπορούσαν να θεωρηθούν τα συσσίτια, όπου οι Σπαρτιάτες συνεισέφεραν ίσα µερίδια φαγητού, ανεξάρτητα από τον πλούτο τους. Σύµφωνα µε τα δεδοµένα, η ποσότητα που όφειλε να συνεισφέρει ο κάθε όµοιος στα συσσίτια πρέπει να υπερέβαινε τις ατοµικές διατροφικές του ανάγκες. Tο πλεόνασµα που δηµιουργείτο ίσως συνιστούσε µια µορφή άµεσης φορολόγησης, ένα είδος φόρου επί των αγροτικών προϊόντων. Στην Kρήτη, όπου το πολίτευµα συγγένευε µε εκείνο της Σπάρτης, τα συσσίτια, ως άµεση φορολόγηση επί των αγροτικών προϊόντων, δεν ήταν πάγια αλλά βασίζονταν σε έναν αναλογικό φόρο επί της παραγωγής κάθε πολίτη.Aξιόλογη πηγή εσόδων για τις ισχυρότερες ελληνικές πόλεις ήταν η εκµετάλλευση για οικονοµικούς σκοπούς της πολιτικής και στρατιωτικής τους υπεροχής και η κυριαρχία τους πάνω σε άλλες πόλεις. H σχέση της µητρόπολης µε τις αποικίες της µπορούσε να αποτελέσει µια ειδική µορφή κυριαρχίας, όπως συνέβαινε µε την Kόρινθο και τις περισσότερες αποικίες της, ενώ χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση των αποικιών της Σινώπης, οι οποίες όφειλαν να πληρώνουν φόρο υποτελείας στη µητρόπολή τους. H σηµαντικότερη όµως κυριαρχία κατά την Κλασική εποχή ήταν φυσικά της Aθήνας. H Δηλιακή συµµαχία που ιδρύθηκε το 478/7 π.X. και συµπεριλάµβανε πολλές πόλεις στις ακτές και στα νησιά του Aιγαίου, σταδιακά εξελίχθηκε σε αθηναϊκή ηγεµονία, η οποία διατηρήθηκε µέχρι την ήττα της Aθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεµο. Για τον αθηναϊκό λαό, η συµµαχία δεν ήταν απλά ένας πολιτικός και στρατιωτικός σχη-µατισµός αλλά κυρίως µία εξαιρετικά κερδοφόρα οικονοµική συµφωνία που επέφερε επι-πλέον έσοδα στην πόλη. Tα οικονοµικά πλεονεκτήµατα που απέρρεαν από την ηγεµονία ήταν ο συµµαχικός φόρος –αρχικά καταβαλλόταν από τους εταίρους ως ενίσχυση του

Page 32: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

ταµείου της συµµαχίας για την πολεµική της ετοιµότητα στον πόλεµο εναντίον των Περ-σών, αλλά σταδιακά µεταβλήθηκε σε φόρο υποτέλειας προς την Aθήνα–, οι κληρουχίες, ο έλεγχος των τόπων προέλευσης σιτηρών και πρώτων υλών. O τρόπος µε τον οποίο οι πόλεις-κράτη διέθεταν τα οποιαδήποτε πλεονάσµατα από τα έσοδά τους είναι χαρακτηριστικός της οικονοµικής τους νοοτροπίας. Aντί να τα επεν-δύουν σε οικονοµικά εγχειρήµατα, τα χρησιµοποιούσαν σε προγράµµατα κύρους και υπερηφάνειας των πολιτών, όπως την κατασκευή µνηµείων θρησκευτικού και κοσµικού χαρακτήρα. Xαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της τάσης αποτελούν τα µνηµεία που οικοδοµήθηκαν στην Aθήνα αλλά και στις πόλεις της Σικελίας κατά τον 5ο αιώνα π.X. Ένας άλλος τρόπος µε τον οποίο οι πόλεις ξόδευαν τα πλεονάζοντα έσοδά τους ήταν η ανακατανοµή του πλούτου ανάµεσα στους πολίτες. Aυτό επιτυγχανόταν µε περιοδικές διανοµές χρηµάτων ή σιτηρών, διαµερισµό κρέατος από τις θυσίες στις µεγάλες γιορτές, αµοιβές για θητεία σε όλα τα αξιώµατα, για τη συµµετοχή στην Εκκλησία του Δήµου στην Aθήνα του 4ου αιώνα π.X., επιδόµατα για την παρακολούθηση των µεγάλων θρη-σκευτικών εκδηλώσεων. Kατά την Κλασική εποχή η τάξη, που διαµόρφωνε την πολιτική ζωή ακόµα και σε πόλεις µε ανεπτυγµένο το δηµοκρατικό πολίτευµα, αποτελούνταν ως επί το πλείστον από ιδι-οκτήτες γης, που δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βιοτεχνία, τις επιχειρήσεις και το εµπόριο, και δεν θεωρούσαν την οικονοµία τοµέα ξεχωριστό από την πολιτική και την κοινωνία. Έτσι, η στάση των ελληνικών πόλεων-κρατών ήταν αρκετά διαφο-ρετική από την πολιτική των σύγχρονων κρατών όσον αφορά την οικονοµία. Tα σύγ-χρονα κράτη υλοποιούν πολιτικές επιλογές µε ειδικούς οικονοµικούς λόγους, έχοντας στόχο να καταστήσουν την εθνική τους οικονοµία πιο αποδοτική και να αναπτυχθούν αυξάνοντας τον κατά κεφαλή πλούτο τους. Oι ελληνικές πόλεις, από την άλλη πλευρά, έδειχναν ενδιαφέρον και εµπλέκονταν σε οικονοµικές δραστηριότητες, οι οποίες, όπως και η διαχείριση του οίκου, είχαν σκοπό να ικανοποιήσουν παραδοσιακές κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες, και όχι αποκλειστικά οικονοµικές. Oι σηµαντικότερες πηγές πλούτου σχετίζονταν µε την εκµετάλλευση της υπαίθρου. Τα αστικά κέντρα λειτουργούσαν περισ-σότερο ως τόποι διαµονής και ως θρησκευτικά και πολιτικά κέντρα. H συµβολή τους στην οικονοµία αφορούσε στην απορρόφηση του πλεονάσµατος της αγροτικής παραγω-γής, στην κατασκευή τεχνουργηµάτων και στην παροχή χώρων αγοράς και λιµένων για

Η οικονοµική ζωή του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ. σφραγί-

Page 33: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝedume.myds.me/00_0070_e_library/10003/1004/03... · στην αντιµετώπιση άλλων αναγκών. tρανταχτά παραδείγµατα

την εµπορία των αγαθών. Bέβαια, η εικόνα των οικονοµικών δραστηριοτήτων δεν είναι οµοιογενής σε όλον τον ελληνικό κόσµο. Oι πόλεις-κράτη παρουσιάζουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά αλλά και αρκετές διαφορές που οφείλονται στη διαφορετική κοινωνική και πολιτική τους οργάνωση καθώς και στις ποικίλες δυνατότητες που τους παρέχει η γεωγραφική θέση και η ύπαιθρός τους.Σηµαντικές αλλαγές στην κοινωνική και οικονοµική ζωή των πόλεων παρουσιάστηκαν µετά τον Πελοποννησιακό πόλεµο. O 4ος αιώνας π.X. δεν ήταν µόνο µία περίοδος κρίσης και παρακµής των παλαιών θεσµών, αλλά και ορισµένων καινοτοµιών στον οικονοµικό τοµέα. Δηµιουργήθηκαν σηµαντικές αντιθέσεις µε την ύπαρξη µεγάλων περιουσιών από τη µια και τη δεινή κατάσταση των φτωχότερων στρωµάτων από την άλλη, και η κοινωνική αντιπαράθεση εκδηλωνόταν µε συγκρούσεις µεταξύ πλούσιων και φτωχών. Oι κατακτήσεις του Mεγάλου Aλεξάνδρου, η δηµιουργία µεγάλων βασιλείων και µεγα-λουπόλεων και η σταδιακή παρακµή της πόλης-κράτους θα έχουν τον αντίκτυπό τους στην οικονοµική ζωή από τα τέλη του 4ου αιώνα π.X. Ο χαρακτήρας της οικονοµίας στον ελλαδικό χώρο δεν θα αλλάξει θεαµατικά αυτήν την εποχή, όµως νέα οικονοµικά και πολιτικά δεδοµένα θα διαµορφωθούν στις ανατολικές ακτές της Mεσογείου. H επαφή και η αφοµοίωση των ελληνικών ιδεών µε την παράδοση των νεοκατακτηµένων χωρών της Aνατολής θα επιφέρουν σηµαντικές καινοτοµίες σε ορισµένους τοµείς, όπως για παράδειγµα ο αυξανόµενος έλεγχος της οικονοµίας από την κεντρική εξου-σία.